Ο Αρχιεπίσκοπος, το Μνημόνιο και η Γερμανική Τιμωρία

Ο Αρχιεπίσκοπος, το Μνημόνιο και η Γερμανική Τιμωρία

του Σπύρου Στάλια*

Σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος σε μια αποστροφή του λόγου του, σαφώς ενοχλημένος, δήλωσε, ότι η απαξιωτική, τιμωρητική και σκληρή στάση της κυρίας Μέρκελ προς τους Έλληνες είναι απότοκος του γεγονότος ότι είναι κόρη Πάστορος (Ιερεύς Εκκλησίας των Διαμαρτυρομένων).

Με άλλα λόγια ο Αρχιεπίσκοπος είπε ότι οι θρησκευτικές ιδέες και τα αξιώματα του Προτεσταντισμού παίζουν σημαντικό ρόλο στη πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή.

Πρόσφατα επίσης εκδόθηκε και κυκλοφόρησε στη Χώρα μας ένα σπουδαίο βιβλίο του Robert Skidelski με τον τίτλο «Κέϋνς: Επιστροφή στη Διδασκαλία του», όπου σε αναλυτική αναφορά του στο νεοφιλελευθερισμό, ο συγγραφέας τονίζει, ότι το χωρίον του Ευαγγελιστή Λουκά, ιη25: «Ευκολότερο είναι να περάσει κάμηλος (=καραβόσκοινο) μέσα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού», έχει εκλείψει παντελώς από την εγκόσμια ηθική που εισηγείται o νεοφιλελευθερισμός, αφού το κέρδος, αν δεν μπορεί να συσχετιστεί με ύψιστες πολιτιστικές αξίες, οι αξίες αυτές είτε διαγράφονται, είτε τροποποιούνται ή μπαίνουν άλλες στη θέση τους.

Η ιστορία του πως αξιώματα και θρησκευτικές ιδέες έχουν διεισδύσει στην επιστήμη, στην οικονομία, στην κοινωνική συμπεριφορά και στην πολιτική, έχει να κάνει με την ερμηνεία βασικών θρησκευτικών κειμένων που καθορίζουν την ζωή μας σε σχέση με το Θεό.

Πάντα υποτίθεται ότι κάθε λαός και κάθε άνθρωπος εναποθέτει στη θρησκεία τις πλέον υψηλές του αξίες.

Όλα αρχίζουν από την βασική χριστιανική θέση κατά την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί από μόνος του, με το νου του, αλλά μέσω του αποκαλυπτικού λόγου του Θεού. Η σωτηρία του ανθρώπου κατά τον Χριστιανισμό είναι ετεροσωτηριακή (πίστη στο γεγονός της ενανθρωπήσεως) και όχι αυτοσωτηριακή (ορθολογισμός, ο άνθρωπος σώζεται δια των ιδίων αυτού δυνάμεων) όπως οι Αρχαίοι Έλληνες και ο Πλάτων εισηγήθηκαν.

Αφού με τον τρόπο αυτό ο Θεός εισήλθε στην ανθρώπινη ιστορία, για τον άνθρωπο δημιουργείται το ερώτημα «τι πρέπει να κάνω για να σωθώ; Ο Λόγος εδόθη, αλλά τι κάνω;» Το Σωκρατικό αυτό ερώτημα, που δημιούργησε την ηθική, είναι κοινό σε όλα τα χριστιανικά και μη δόγματα, αλλά η ηθική τους απαντά διαφορετικά στο ερώτημα.

Βασική θέση του Προτεσταντισμού είναι ότι η σωτηρία του κάθε ανθρώπου είναι προαποφασισμένη από τον Θεό. Ο άνθρωπος μπορεί να έχει βασικές ενδείξεις για την θέληση του Θεού περί της σωτηρίας του, ποτέ βεβαιότητα.

Οι ενδείξεις αυτές συνιστούν το χριστιανικό εγκόλπιο πίστης και πράξης κάθε Διαμαρτυρόμενου και διαμορφώνουν ένα τρόπο βίου. Η βάση αυτού του βίου είναι η σκληρή εργασία που αποτρέπει τον κάθε άνθρωπο από τον εφησυχασμό, την οκνηρία, από τα χαμένα λόγια της κοινωνικότητας, την μάταιη επίδειξη της πολυτελείας, και γενικώς από όλες τις απολαύσεις του πλούτου και της σάρκας.

Για τους Διαμαρτυρόμενους επίσης κάθε ώρα χωρίς σκληρή εργασία είναι προσβολή στη δόξα του Θεού, προσβολή στη θέλησή του. Από την άλλη, το υλικό προϊόν της εργασίας που παράγεται ως αντιμίσθιο ή κέρδος στον άνθρωπο, απαγορεύεται να το απολαύσει γιατί αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ηθική χαλαρότητα. Κατά συνέπεια η δεύτερη αρετή του Διαμαρτυρόμενου είναι ο ασκητικός βίος που οδηγεί σε συσσώρευση αποταμιεύσεων αφού η κατανάλωση τους ευθύς εξ αρχής είναι καταδικαστέα. Έτσι λοιπόν ενώ ο πλούτος κατ’ αρχήν είναι ηθικά ύποπτος για τους Διαμαρτυρόμενους, γιατί η χρήση του συνεπάγεται χαλάρωση στο τρόπο της ζωής, από την άλλη η συσσώρευση του δεν είναι αμάρτημα αν και εφ’ όσον η απόκτηση και η χρήση του δεν παρεκτρέπει από ένα «Άγιο βίο».

Η απόκτηση επαγγέλματος και η εκτέλεση του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο είναι προϊόν της θείας θέλησης που είναι αντανάκλαση της αρμονικής κατασκευής του κόσμου που εδώ στη γη εκφράζεται μέσω του καταμερισμού της εργασίας ο οποίος αυξάνει το γενικό καλό της κοινότητας. Από εδώ καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι Θεός απαιτεί όχι απλώς εργασία αλλά έλλογη επαγγελματική εργασία.

Αφού η έλλογη επαγγελματική εργασία είναι θέλημα θεού ο κάθε χριστιανός πρέπει να επωφελείται από αυτή και να πραγματοποιεί κέρδος αν και εφ’ όσον δεν ζημιωθεί η ψυχή του. Η άρνηση πραγματοποίησης κέρδους είναι σαν να μη δέχεσαι να υπηρετήσεις τον Θεό πράγμα που αντιβαίνει προς την κλήση σου. Κατά συνέπεια η επιχειρηματική δραστηριότητα του ανθρώπου δεν είναι μόνο ηθικά επιτρεπτή αλλά επιβεβλημένη. Ο θεός ευλογεί την εργασία και αμείβει τους ανθρώπους με πλούτη. Γυρίσαμε στην Παλαιά Διαθήκη.

Αλλά δεν είναι δυνατόν να γίνουμε όλοι πλούσιοι. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι ένας φτωχός εργάτης έχει απολεσθεί στα μάτια του Θεού αν εργάζεται σκληρά και διάγει βίο ασκητικό. Ίσως είναι μέρος και της θείας πρόνοιας να παραμένει σε αυτή την κατάσταση γιατί ο φτωχός εργάζεται από ανάγκη, και εφ’ όσον εργάζεται, δοξάζει τον Θεό. Με αλλά λόγια το γενικό καλό παράγεται από την παραγωγικότητα των χαμηλών μισθών. Αν ο Θεός θέλει χαμηλούς μισθούς, τότε αυτό αποτελεί μία ασφαλή κατάσταση της χάρης του για εμάς!!

Ωστόσο υπάρχουν και κάποιοι άλλοι καταδικασμένοι, που θέλουν το κάθε τι στη ζωή να τους προσφέρει χαρά, να απολαμβάνουν την ζωή (μια άλλη θεώρηση της ζωής). Αυτοί σύμφωνα με την Ηθική των Διαμαρτυρομένων πρέπει να υπαχθούν στη πειθαρχία αυτής της Ηθικής, όχι για να σωθούν, πράγμα αδιανόητο, αλλά για την δόξα του Θεού. Η υπακοή στις προσταγές του είναι προς δόξα Αυτού, όπως και η τιμωρία του αμαρτωλού Νότου.

Αν τα παραπάνω τα δούμε με μια άλλη μάτια, μέσα από την νεοφιλελεύθερη οικονομία, παρατηρούμε ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά η περιγραφή αυτής της ηθικής σύλληψης που έχει σαν βάση της τον Ελληνικό Ορθολογισμό και την Παλαιά Διαθήκη. Με άλλα λόγια βλέπουμε στο χώρο της οικονομικής επιστήμης, τον άνθρωπο που αυτοδύναμα δρα, τον καταμερισμό της εργασίας, τα χαμηλά ημερομίσθια, την επιδίωξη του κέρδους, τη σκληρή αποταμίευση, την εξάρτηση των επενδύσεων από τις αποταμιεύσεις, την κατάλυση του κοινωνικού κράτους, τον ατομικό άνθρωπο.

Άλλα αν ο ασκητισμός αποτελεί εγγύηση αυτού του συστήματος, η εγκατάλειψη του, μας οδηγεί σε μια ζούγκλα. «σε ειδικούς δίχως πνεύμα, ηδονιστές δίχως καρδιά, στο μηδενικό που φαντάζεται ότι πέτυχε ένα επίπεδο πολιτισμού, που δεν υπήρξε πριν ποτέ» όπως θα έλεγε ο Μάξ Βέμπερ.

Έχω την αίσθηση ότι αυτή την πολιτιστική διάσταση του Μνημονίου φοβήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος και μίλησε έτσι ορθώς κάτι που οι πολιτικοί μας ακόμα δεν το έχουν αντιληφθεί.

*Ο Σπύρος Στάλιας είναι οικονομολόγος Ph.D π. Διευθύνων Σύμβουλος ΟΛΠ-ΟΛΚΕ

.

 

Αφήστε ένα σχόλιο