Η Τουρκία πήρε αυτό που ήθελε

Η Τουρκία πήρε αυτό που ήθελε


του Γιώργου Π. Μαλούχου

«Αλληλεγγύη, αποκλιμάκωση και διάλογος»: αυτή ήταν η κατάληξη των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ την Παρασκευή: η Ελλάδα και η Τουρκία πρέπει να πάνε σε διάλογο. Μόνη προϋπόθεση, η Τουρκία να αποκλιμακώσει την ένταση και ο διάλογος αρχίζει. Όμως η αλληλεγγύη αφορά τη μέθοδο, όχι την ουσία. Ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Ιταλίας στην Επιτροπή Πολιτικής Ασφάλειας της ΕΕ ανέφερε ότι «ένα μορατόριουμ για την εκμετάλλευση σε αμφισβητούμενες περιοχές είναι μια υπό συζήτηση επιλογή». Σχεδόν για όλους πλην της Ελλάδας ο διάλογος δεν περιλαμβάνει στεγανά. Αυτός ο διάλογος ξεκινά στα τέλη Αυγούστου, όπως ήδη διαρρέεται από το Βερολίνο, με την Ελλάδα να μην αντιλαμβάνεται ότι η «αλληλεγγύη» δεν αφορά το περιεχόμενο του διαλόγου αλλά την απομάκρυνση των κινδύνων για την ευρύτερη ασφάλεια, που η Τουρκία αξιοποίησε τόσο αποτελεσματικά υπέρ της στην πολύπλοκη εξίσωση του Αιγαίου. Και από την οποία ουσιαστικά, μέχρι στιγμής, παίρνει διά της επιβολής αυτό που ήθελε.

Η Τουρκία επέβαλε τον διάλογο που επιθυμούσε. Ανέβασε την ένταση, δεν έλαβε την απάντηση που η Ελλάδα όφειλε και είχε πολλάκις δηλώσει ότι θα έδινε, και το σύνολο της διεθνούς κοινότητας ζήτησε από την Άγκυρα να ρίξει τους τόνους. Το «τίμημα» γι’ αυτή την πίεση και την αναδίπλωση δυνάμεων είναι να ξεκινήσει ο ελληνοτουρκικός διάλογος. Ζητήθηκε από την Τουρκία να χαμηλώσει την ένταση όχι με στόχο την επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, αλλά ως προϋπόθεση για την έναρξη του διαλόγου που επιθυμούσε. Και αυτή είναι σήμερα η πρακτικά ομόθυμη διεθνής θέση. Αυτό φάνηκε άλλωστε πιο πριν, από τη στιγμή της τηλεοπτικής δήλωσης Μητσοτάκη που είχε ένα περιεχόμενο: να φύγουν τα τουρκικά σκάφη από την ελληνική υφαλοκρηπίδα και η Ελλάδα είναι έτοιμη να πάει σε διάλογο.

Και ενώ η τουρκική αρμάδα είχε συμπληρώσει περισσότερες από ογδόντα ώρες σε αυτά τα νερά, σχεδόν αμέσως μετά αποχωρούσε! Μόνη της. Χωρίς κανενός είδους εξαναγκασμό από την Ελλάδα, στα διαρκή μηνύματα αποχώρησης της οποίας επί τρεις ημέρες ούτε καν απαντούσε. Και τα διάφορα μεγαλοπρεπή περί «καμίας πρόκλησης αναπάντητης», όταν λέγονται εν μέσω συνεχιζόμενης παραβίασης χωρίς απάντηση, είναι φανερό πόση αξία έχουν. Εκείνη η δήλωση δεν ήταν ενέργεια ελληνικής μόνον εμπνεύσεως. Πίσω της υπάρχει η δραστήρια γερμανική διπλωματία που δεν σταμάτησε στιγμή να εργάζεται για τον ελληνοτουρκικό διάλογο πριν, κατά και μετά την κρίση. Η αποχώρηση των Τούρκων ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων χωρίς να είναι εξόφθαλμο το ότι σύρεται εκεί, που όμως είναι η πραγματικότητα.

Η κυβέρνηση λέει ότι ο διάλογος θα αφορά το «ένα και μοναδικό θέμα». Ευσεβείς πόθοι: αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Η Τουρκία κατέρχεται με ευρύτατη αναθεωρητική ατζέντα. Και έτσι αντιλαμβάνονται περίπου άπαντες τον διάλογο. Όχι ως «ένα θέμα». Αυτό σχεδόν ουδείς το θεωρεί διάλογο. Συνεπώς, δύο ενδεχόμενα υπάρχουν: ή η Τουρκία θα επιβάλει ευρύ διάλογο με την ενεργό συνεργασία τής Γερμανίας που ρίχνει όλο της το βάρος στον κατευνασμό της Άγκυρας ή δεν θα τον επιβάλει καθώς η ελληνική κυβέρνηση αδυνατεί να διεξάγει τέτοιες συζητήσεις. Αν η Ελλάδα δεν αποδεχθεί πλήρη διάλογο, η Τουρκία θα φύγει από το τραπέζι καταγγέλλοντας ελληνική ανακολουθία. Και θα επιστρέψει στη σύγκρουση. Τότε όμως για την Ελλάδα θα είναι πια απείρως δυσχερέστερο να αντιδράσει, αφού πριν απέφυγε τη σύγκρουση. Τότε όλη η πίεση θα πέσει στην Αθήνα, που σύρθηκε σε διάλογο, τον οποίο όμως δεν θα μπορεί να κάνει, αλλά και που δεν αντιδρά στις τουρκικές προκλήσεις. Τότε, τι της μένει πια;

από το «https://www.in.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο