Ποιο ασφαλιστικό; Αφού δεν βγαίνουν τα νούμερα…

Ποιο ασφαλιστικό; Αφού δεν βγαίνουν τα νούμερα…


του Αναστάσιου Κώνστα*

Παρατηρώντας τη συζήτηση για την κατάθεση προς ψήφιση του νέου ασφαλιστικού νομοσχεδίου διαπιστώνεται εύκολα ότι υπάρχει μία επιφανειακή, εσφαλμένη (και κατά την άποψη του γράφοντος σκόπιμη) επικέντρωση στις κατ’ ιδίαν ρυθμίσεις αντί της επιβαλλόμενης προσπάθειας επίλυσης των προβλημάτων που καθιστούν τόσο δύσκολη τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.

Προϋπόθεση για τη θέσπιση ενός υγιούς ασφαλιστικού συστήματος είναι να υπάρχουν γερές βάσεις. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διασφαλίζεται η διαρκής χρηματοδότησή του, ώστε αφ’ ενός να μην επιβαρύνονται υπέρμετρα όσοι στον ενεργό εργασιακό τους βίο καταβάλλουν εισφορές, αφ’ ετέρου δε να υπάρχει εγγύηση ότι οι συνταξιούχοι θα μπορούν να ζουν αξιοπρεπώς με τις συντάξεις που θα πάρουν και να έχουν ευχέρεια σημαντικής κατανάλωσης, ώστε μέσω αυτής να ενισχύουν την εγχώρια οικονομία. Για την ύπαρξη λοιπόν υγιούς ασφαλιστικού συστήματος απαιτείται να ελαχιστοποιηθεί η ανεργία, να υπάρχει ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας, να διασφαλίζεται η απόδοση των εισφορών των εργαζομένων και να υπάρχουν μόνιμα περισσότεροι εργαζόμενοι από συνταξιούχους.

Πρώτο ζήτημα προς επίλυση αναδεικνύεται επομένως αυτό της ανεργίας. Είναι δε προφανές ότι όσο λιγότεροι εργαζόμενοι και αυτοαπασχολούμενοι υπάρχουν, τόσο λιγότερες είναι οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν, με αποτέλεσμα να μην επαρκούν οι καταβαλλόμενες εισφορές για την κάλυψη των αναγκών του συστήματος. Στην πατρίδα μας η πραγματική ανεργία καλπάζει. Έχουμε το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ, περίπου 500.000 Έλληνες οικονομικούς μετανάστες που δεν καταβάλλουν εισφορές και περίπου 800.000 επιχειρήσεις που έκλεισαν στα μεταμνημονιακά χρόνια παύοντας φυσικά την καταβολή εισφορών στο σύστημα. Συνεπώς δεν είναι λογικά δυνατόν να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό στη ρίζα του, αν δεν υπάρξει αναστροφή της ημιαπασχόλησης του εργατικού δυναμικού της χώρας και των παραγόντων που εξώθησαν τόσους – νέους κυρίως – στη μετανάστευση. Παρά τη νεοφιλελεύθερη παραφιλολογία των τελευταίων ετών είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι σε οικονομία που τελεί υπό κατάρρευση δεν επενδύουν οι ιδιώτες, αλλά μόνο οι μαυραγορίτες.

Γι’ αυτό σε όλες τις περιόδους οικονομικών κρίσεων, όπως συμβούλευε ο Κέυνς και εφάρμοσε εν μέρει ο Ρούσβελτ, απαιτούνται ευρύτατες δημόσιες επενδύσεις με κρατικό χρήμα, προκειμένου να ανακάμψει η οικονομία. Αν δεν γίνει αυτό, το πρόβλημα παραμένει. Προϋποτίθεται λοιπόν η δυνατότητα του κράτους να εκδίδει δικό του χρήμα για την ενίσχυση της οικονομίας του, κάτι που εντός ΕΕ και ευρωζώνης δεν επιτρέπεται. Είναι δε δεδομένο ότι η επίσημη πολιτική της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ESM είναι αντίθετη με αυτό το σκεπτικό (αφού το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων διαρκώς θυσιάζεται για την επίτευξη πλεονασμάτων), οπότε – όσο παραμένουμε στην ΕΕ και την ευρωζώνη – το πρόβλημα θα διαιωνίζεται.

Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας που συνεισφέρει τα μάλα στην ενίσχυση του ασφαλιστικού συστήματος: η αύξηση των αποδοχών των εργαζομένων και των αυτοαπασχολούμενων, αλλά ακόμα και το διαθέσιμο εισόδημα προς κατανάλωση των ίδιων των συνταξιούχων. Οι εισφορές των μισθωτών και των εργοδοτών τους είναι ανάλογες του μισθού που λαμβάνουν οι πρώτοι. Το ίδιο δε ισχύει εμμέσως πλην σαφώς και με τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, αφού η επέκταση του κύκλου εργασιών των αυτοαπασχολούμενων δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας (άρα και εισφορές για το σύστημα), ενώ υπό την προϋπόθεση υγιούς ασφαλιστικού συστήματος ωθεί τους αυτοαπασχολούμενους να ασφαλίζονται σε υψηλότερη ασφαλιστική κλάση. Οι δε συνταξιούχοι σε κάθε περίπτωση ενισχύουν τα εν γένει έσοδα του κράτους και των επιχειρήσεων μέσω της κατανάλωσης, εφόσον βέβαια επαρκεί η σύνταξη για στοιχειώδη κατανάλωση.

Και αυτό το ζήτημα, όμως, δηλαδή η αύξηση των αποδοχών εργαζόμενων και αυτοαπασχολούμενων, αλλά και των συντάξεων, είναι απαγορευμένο για την επίσημη πολιτική της ΕΕ και της ΕΚΤ, αφού ελέω της αύξησης της “ανταγωνιστικότητας” πάντα θυσιάζεται η αύξηση των αποδοχών εργαζομένων και συνταξιούχων. Συνεπώς η επίλυση και αυτού του κρίσιμου παράγοντα εξυγίανσης του ασφαλιστικού συστήματος προϋποθέτει πολιτική αντίθετη με αυτήν της ΕΕ, η οποία σημειωτέον έχει αυστηρούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, δηλαδή για την επιδότηση ιδιωτικών επιχειρήσεων σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας.

Ο τρίτος παράγων ενίσχυσης του ασφαλιστικού συστήματος είναι η διασφάλιση ότι οι καταβαλλόμενες εισφορές δεν θα τοποθετούνται σε επισφαλείς επενδύσεις, ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος μείωσης της αποδοτικότητάς τους και μείωσης του αρχικού κεφαλαίου. Στην πατρίδα μας υπήρξε αμαρτωλή διαχείριση των ασφαλιστικών εισφορών (όπως συνέβη π.χ. με τα περίφημα δομημένα ομόλογα και το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου), η χαριστική βολή όμως δόθηκε με το “κούρεμα” των ομολόγων των ασφαλιστικών οργανισμών με το PSI. Το PSI υπήρξε επίσημη πολιτική της ΕΕ, ενώ είναι γνωστό ότι επίσης επίσημη πολιτική της ΕΕ αποτελεί ο “τρίτος πυλώνας” του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, που έχουν εδώ και πολλά έτη τη δυνατότητα να επενδύουν σε επισφαλή προϊόντα. Μάλιστα κάπως έτσι ξεκίνησε το φαινόμενο της Lehman Brothers, αφού λόγω υπογεννητικότητας και ανεργίας η ζήτηση για υψηλές αποδόσεις σε χρηματοπιστωτικές επενδύσεις οδήγησε στην τιτλοποίηση επισφαλών στεγαστικών δανείων.

Εντούτοις το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν έμαθε από το πάθημά του, επειδή βέβαια άλλοι, ασθενέστεροι, πλήρωσαν τελικά το μάρμαρο. Δεδομένου επομένως του γεγονότος ότι η κρατική διαχείριση των ασφαλιστικών εισφορών, η οποία έχει το πλεονέκτημα της εγγύησης του κρατικού χρήματος για την κάλυψη τυχόν απωλειών, δεν περιλαμβάνεται στην επίσημη πολιτική της ΕΕ, καθίσταται προφανές ότι θα πρέπει να υπάρξει κάθετη ρήξη με την ΕΕ, για να ακολουθηθεί αντίθετη πολιτική.

Ο τελευταίος από τους σημαντικότερους παράγοντες διασφάλισης ενός υγιούς ασφαλιστικού συστήματος είναι το πρόβλημα της υπογεννητικότητας, που ενδημεί ιδίως στις δυτικές κοινωνίες. Είναι αυταπόδεικτο ότι αυτοί που συνεισφέρουν στο ασφαλιστικό σύστημα πρέπει διαρκώς να αυξάνονται, ώστε αντίστοιχα να αυξάνονται οι καταβαλλόμενες εισφορές. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να αντιστραφεί η τάση υπογεννητικότητας με άμεση και απτή ενίσχυση των κινήτρων και ευκαιριών απόκτησης τέκνων που μελλοντικά θα εργαστούν. Ωστόσο, πάλι ελέω ανταγωνιστικότητας, η τάση στην ΕΕ που μαστίζεται από υπογεννητικότητα είναι να εργάζεται ολοένα πιο εντατικά το σύνολο του εργατικού δυναμικού και μάλιστα έναντι χαμηλών μισθών εξαιτίας του γερμανικής προελεύσεως φόβου ενίσχυσης του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα να μη γεννώνται αρκετά παιδιά, να φθίνει το εργατικό δυναμικό και να μεταβάλλεται επί τα χείρω η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους.

Ως γνωστόν δεν υπάρχει επίσημη ενωσιακή πολιτική ως προς την εξάλειψη του φαινομένου της υπογεννητικότητας. Αντιθέτως επιδιώκεται η αύξηση της εργασιακής παραγωγικότητας, η οποία εξ ορισμού αφήνει ελάχιστα περιθώρια συνεύρεσης και γέννησης περισσότερων παιδιών. Επομένως και σε αυτόν τον τομέα η επίσημη πολιτική της ΕΕ οδηγεί νομοτελειακά σε όξυνση του προβλήματος και όχι σε επίλυσή του.

Αν σε όλα τα προαναφερθέντα προστεθεί το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η πατρίδα μας είναι υποχρεωμένη να επιτυγχάνει ματωμένα υπερπλεονάσματα για την αποπληρωμή ενός επαχθούς και επονείδιστου χρέους προς διάσωση ξένων τραπεζών, πλεονάσματα που επίσης επιβλήθηκαν από την επίσημη πολιτική της ΕΕ, είναι προφανές ότι εντός ΕΕ και ευρωζώνης δεν μπορεί να υπάρξει επίλυση των κύριων προβλημάτων του ασφαλιστικού μας συστήματος. Έτσι είναι επόμενο να δούμε κάποια στιγμή τον κ. Βρούτση και τον κάθε Βρούτση να μας λέει ότι δεν είναι θαυματοποιός και ότι τα νούμερα δεν επιτρέπουν κάτι διαφορετικό. Μέχρι εκεί λέει αλήθεια. Αποκρύπτοντας, όμως, ποιες είναι οι πολιτικές που δεν επιτρέπουν μία διαφορετική αντιμετώπιση του προβλήματος, ψεύδεται ασύστολα.

Άλλωστε δεν πέρασε πολύς καιρός από το δημοσίευμα της γερμανικής οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt που δημοσιοποίησε μελέτη γερμανικού ινστιτούτου, η οποία απέδειξε πως τα περίφημα δάνεια προς την πατρίδα μας διοχετεύτηκαν κατά ποσοστό 98% σε ξένες τράπεζες για τη διάσωσή τους από τα δικά μας κρατικά ομόλογα. Μόνο που αυτή η μελέτη αποδεικνύει ότι τα ευρωπαϊκά κράτη ενίσχυσαν παρανόμως (βάσει της Συνθήκης της ΕΕ) δικές τους ιδιωτικές τραπεζικές επιχειρήσεις εξαθλιώνοντας όλους εμάς…

Σε κάθε περίπτωση είναι δεδομένο ότι δεν πρόκειται να επιλυθούν τα βασικά προβλήματα του ασφαλιστικού μας συστήματος, αν δεν αποφασίσουμε να αποκηρύξουμε τις επίσημες πολιτικές της ΕΕ, της ΕΚΤ και της ευρωζώνης, ερχόμενοι σε ρήξη με αυτές και αποχωρώντας, ώστε -επιστρέφοντας σε εθνικό νόμισμα, καταγγέλλοντας τις δανειακές συμβάσεις και το επαχθές και επονείδιστο υποτιθέμενο χρέος μας και χωρίς τους ευρωενωσιακούς περιορισμούς στην άσκηση της οικονομικής μας πολιτικής- να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη θέσπιση ενός πραγματικά υγιούς ασφαλιστικού συστήματος.

Γι’ αυτό θα χρειαστεί φυσικά να έρθουμε σε ρήξη με την ΕΕ και να ανακτήσουμε την εθνική μας κυριαρχία. Διαφορετικά τα νούμερα δεν βγαίνουν…

* Ο Αναστάσιος Κώνστας Δικηγόρος Αθηνών παρ’ Αρείω Πάγω ΜΔΕ Εμπορικού Δικαίου 

από το «http://www.dromosanoixtos.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο