Πόσο μπορεί να αλλάξει η οικονομική πολιτική;

Πόσο μπορεί να αλλάξει η οικονομική πολιτική;


του Ηλία Καραβόλια

Ελάχιστα απασχολεί το εγχώριο πολιτικό προσωπικό το μείζον ζητούμενο της εποχής: μπορεί να αντικατασταθούν τα συστημικά δήθεν ορθόδοξα οικονομικά από μια συγκεκριμένη πολιτική τόνωσης της εγχώριας ζήτησης που θα στοχεύει στην άνοδο των μισθών και των εισοδημάτων και θα αποτρέπει την άνιση ανάπτυξη για τους λίγους και ισχυρούς; Πλατφόρμες πολιτικών και ρεφορμιστικά μοντέλα μεταρρυθμίσεων ντύνονται συχνά με κενού περιεχομένου ρητορείες, ενώ το πραγματικό διακύβευμα είναι το πώς θα ισοκατανεμηθεί η αναιμική ανάπτυξη του ΑΕΠ εντός της ελληνικής κοινωνίας. Πιο απλά: πώς οι επενδύσεις των ισχυρών και λίγων (γιατί αυτό θα συμβεί) θα σηκώσουν μισθούς και εισοδήματα σε μισθωτούς και πώς θα κινητοποιηθεί το «μικρό κεφάλαιο» (ελεύθεροι επαγγελματίες, μικρομεσαίες/οικογενειακές επιχειρήσεις, start ups)

Στην μεταπολιτευτική Ελλάδα στήθηκε ένα κακό επιχειρηματικό και κομματικό κράτος που υπερχρεώθηκε και έμαθε τον Έλληνα να δανείζεται από το μέλλον και τα παιδιά του. Παράλληλα όμως αποενοχοποιήθηκαν οι δαιμονοποιημένες από την οικονομική θεωρία καταναλωτικές δυνάμεις στην οικονομία, τονώθηκε η εγχώρια ζήτηση και η αύξηση της αγοραστικής δύναμης των χαμηλοεισοδηματιών. Όσο και αν οι συστημικές φωνές διαφωνούν, τα στοιχεία δείχνουν ότι μέχρι την προηγούμενη δεκαετία είχαμε αναδιανομή πλούτου, αύξηση της εγχώριας ζήτησης και κοινωνική κινητικότητα. Πόσο χρήσιμη και αποδοτική είναι σήμερα αυτή η πολιτική και πόσο μπορεί να προσαρμοστεί στα σημερινά μακροοικονομικά -και κυρίως- μικροοικονομικά δρώμενα;

Γράφω τα παραπάνω γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι μια αποδοτική οικονομική πολιτική εντός των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε. δεν μπορεί πλέον να αγνοεί το μείζον ζητούμενο: την ισοκατανομή στις μάζες μιας βιώσιμης πολυκλαδικής ανάπτυξης.

Και τι εννοώ: Η Ελλάδα δεν πρέπει να χαμηλώσει και άλλο τους μισθούς της στον ιδιωτικό τομέα (ούτε φυσικά τις συντάξεις). Δεν πρέπει να συμπιεστεί περισσότερο η αγοραστική δύναμη. Αυτό προϋποθέτει για την χώρα όχι μόνο να προσελκύσει πολυεθνικές που θα μοιράζουν 400-600 ευρώ μισθούς, ώστε να πέσει πρόσκαιρα η ανεργία και να γραφτούν κέρδη στους εξωχώριους ισολογισμούς των μητρικών εταιρειών (γιατί εκεί θα τα μεταφέρουν λόγω χαμηλότερης φορολογίας οι όποιες ξένες εταιρείες ιδρυθούν και επενδύσουν εδώ).

Η χώρα χρειάζεται πλάι στα αναγκαία μεγάλα ιδιωτικά έργα να τρέξει μια «εσωτερική» ανάπτυξη, ένα εγχώριο επενδυτικό σοκ: να ξαναεμπιστευθεί δηλαδή το τραπεζικό μας σύστημα τον νοικοκυραίο μικρομεσαίο οικογενειάρχη και ταυτόχρονα, να δημιουργηθεί μια επενδυτική τάση από συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Μόνο έτσι θα κινηθούν σωστά οι πολλαπλασιαστές στην οικονομία: με συμμετοχή από τους τζίρους της ελληνικής μικρομεσαίας επιχείρησης και με ταυτόχρονη στήριξη της νεανικής καινοτόμου επιχειρηματικότητας.

Αυτό προϋποθέτει γενναίο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και όχι μόνο επίκληση στο αόρατο χέρι της αγοράς και στα δήθεν πρόθυμα ιδιωτικά κεφάλαια. Απαιτείται ως τελικός στόχος η ορθολογική αύξηση της κατανάλωσης. Χωρίς όμως νέα υπερχρέωση ιδιωτών και δημοσίου. Άλλωστε καιρός είναι να μελετήσουμε τους βαθύτερους μετασχηματισμούς σε οικονομίες που ανέκαμψαν όταν η Ελλάδα ήταν στα μνημόνια. Πχ. μιλούν όλοι για την ανάκαμψη σε Ισπανία και Πορτογαλία και δεν εξηγούν ότι η κύρια αιτία των θετικών ρυθμών του ΑΕΠ τους ήταν η τόνωση της εγχώριας κατανάλωσης και όχι η «ορθόδοξη» συστημική εξωστρέφεια και το εξαγωγικό μοντέλο!

Πρέπει να αποφύγουμε ένα παραγωγικό μοντέλο που θα στηρίζεται στην εργασιακή ανασφάλεια, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να αποφύγουμε το επιδοματικό κράτος. Τίποτα από τα δυο δεν είναι αυτό που χρειάζεται η ελληνική οικονομία και κοινωνία. Χρειαζόμαστε ένα εντελώς ιδιαίτερο πρότυπο οικονομικής πολιτικής, εντός των δημοσιονομικών ορίων που προστάζει η Κομισιόν και το ΔΝΤ. Χρειαζόμαστε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αλλά ταυτόχρονα περισσότερη τόνωση της ζήτησης για να ξεπεραστεί η αναιμική ανάπτυξη και να ενισχυθούν τα ασθενή εισοδήματα.

Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης έδωσε την δυνατότητα σε πολλούς -μέχρι να έλθουν τα μνημόνια- να αποταμιεύσουν, να επενδύσουν, να καταναλώσουν, δυστυχώς και να υπερχρεωθούν! Χωρίς να ξανασυμβεί το τελευταίο που ανέφερα, τα υπόλοιπα πρέπει να είναι βασικοί στόχοι μιας πολύ συγκεκριμένης και πολύ ακριβοδίκαιης οικονομικής πολιτικής. Χωρίς μόχθο και επιμονή σε τεχνογνωσία διαχείρισης της μικροοικονομικής ωφέλειας των μακροοικονομικών επιτευγμάτων (πλεονάσματα, μηδενικά επιτόκια στις αγορές) καμία πολιτική δεν θα βρει ανταπόκριση στον πολίτη που βλέπει πλέον να εθίζεται σε χαμηλά εισοδήματα. Κανείς νέος επιστήμονας δεν θα επιστρέψει και κανείς δεν θα καινοτομήσει ρισκάροντας στην αγορά.

Πριν ξαναδημιουργηθούν στον τόπο νέες ταξικές ανισότητες, πριν να κυριαρχήσει ξανά το τραπεζικό και το μεσιτικό κέρδος έναντι του παραγωγικού αποτελέσματος, και πριν ολισθήσουμε σε νέα παγίδα ρευστότητας και ίσως σε αποπληθωρισμό, πρέπει να σχεδιάσουμε με ακρίβεια ένα νέο μοντέλο υγιούς οικονομίας που θα ενισχύει την επιχειρηματικότητα, χωρίς να συμπιέζει μισθούς αλλά και χωρίς να δημιουργεί ολιγοπώλια και υπερκέρδη για λίγους. Ας κατανοήσουμε ότι η οικονομία δεν είναι παίγνιο μηδενικού αθροίσματος…

Σχόλιο “Αιρετικών ιδεών”: Πολύ φοβόμαστε ότι οι ταξικές ανισότητες δεν πρόκειται να ξαναδημιουργηθούν, διότι είναι εδώ μεγεθυμένες στον υπερτατικό βαθμό εξ αιτίας των πολιτικών που ακολούθησαν την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ και την οριστική θεσμική τους κατοχύρωση μέσω των μνημονιακών δεσμεύσεων!

Η απάντηση, ως εκ τούτου, στο ερώτημα του τίτλου στο πόσο μπορεί να αλλάξει η οικονομική πολιτική είναι Καθόλου! Διότι η οποιαδήποτε αλλαγή προϋποθέτει την οριστική απαλλαγή από αυτές τις δεσμεύσεις. Συνεπώς απαιτείται η συνολική αλλαγή πλαισίου.

Δεν είναι ότι οι λαμβάνοντες τις αποφάσεις δεν γνωρίζουν τι πρέπει να γίνει. Γνωρίζουν όμως πολύ καλά, ότι δεν μπορεί να γίνει εντός του συγκεκριμένου πλαισίου του ευρύτερου ευρωπαϊκού καταμερισμού, το οποίο έχουν επιλέξει και με μεγάλη συνέπεια υπηρετούν. Ενός καταμερισμού, που εξ αρχής επεφύλασσε στη χώρα μας το ρόλο παροχής φτηνών υπηρεσιών, μέσω της καταστροφής του πρωτογενούς τομέα και της εξάλειψης της ήδη από τότε αναιμικής δευτερογενούς παραγωγής.

Είναι πολιτική επιλογή στρατηγικού χαρακτήρα το τραπεζικό και το μεσιτικό κέρδος κι όχι λαθεμένη οικονομική λογική. Η παγίδα ρευστότητας, ο αποπληθωρισμός και η συντήρηση της ανασφάλειας και της φτωχοποίησης είναι “παράπλευρες” απώλειες, ενδεχομένως και επιθυμητές, και σε κάθε περίπτωση αδιάφορες στον βαθμό που δεν απειλούν τον πυρήνα των στρατηγικών επιλογών, ενώ ο κατευνασμός των όποιων αντιδράσεων παραμένει κατορθωτός, είτε δια του επιδοματικού κράτους, είτε ακόμη και με την καταστολή.

Το λάθος των οικονομολόγων είναι ακριβώς αυτό, ότι δεν κατανοούν την ανάγκη ανατροπής του υπάρχοντος πλαισίου και των δεσμεύσεων που απορρέουν από αυτό και εμμένουν να προτείνουν πολύ σωστά πράγματα, που όμως ουδέποτε πρόκειται να υλοποιηθούν, εάν δεν αλλάξει στο “στρατηγικό” επίπεδο η δεδομένη πολιτική επιλογή. Συνεπώς προηγείται η Πολιτική Αλλαγή για να έλθει αμέσως μετά η οικονομία να υπηρετήσει τους στόχους της αλλαγής αυτής.

Όθωνας Κουμαρέλλας

 

Αφήστε ένα σχόλιο