Γιατί δεν πρέπει να υποβαθμίζεται η επιθετική ρητορική Ερντογάν

Γιατί δεν πρέπει να υποβαθμίζεται η επιθετική ρητορική Ερντογάν


του Κώστα Ράπτη

Η Δύση είναι πολύ απορροφημένη από την ουκρανική σύγκρουση για να θελήσει να φανταστεί ότι μια ανάφλεξη μπορεί να προκληθεί την ίδια στιγμή σε μιαν άλλη γωνία της ευρωπαϊκής ηπείρου. Και όμως για αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο προειδοποίησε εμμέσως πλην σαφώς ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, με την επιστολή που απέστειλε στα Ηνωμένα Έθνη, την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ.

Ανάλογη επιστολή, στην οποία κωδικοποιείται το σύνολο των αιτιάσεων και διεκδικήσεων της Τουρκίας, απέστειλε και ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας, Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Όμως το επικοινωνιακό περιβάλλον των ελληνοτουρκικών διαμορφώνεται όχι μόνο από τις επίσημες, οσοδήποτε επιδεινωτικές της έντασης, τοποθετήσεις, αλλά πρωτίστως από μια μιντιακή κάλυψη η οποία, στην περίπτωση της γείτονος, έχει προσλάβει χαρακτηριστικά φρενίτιδας.

Δημοσιεύματα παράκρουσης

Αίφνης, η εφημερίδα “Milliyet” πρότεινε την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο κατά της Ελλάδας, με αντικείμενο όχι απλώς την (απο)στρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και την καταγγελλόμενη “παραβίαση του τουρκικού εναέριου χώρου”, αλλά ακόμα και την περίοδο της “ελληνικής κατοχής της Ανατολίας”, δηλ. της Μικρασιατικής Εκστρατείας, προτού καν ιδρυθεί η Τουρκική Δημοκρατία, με προσδοκίες ακόμα και απόσπασης αποζημιώσεων.

Αρθρογράφος της “Sabah” εύχεται ο Θεός να “βοηθήσει τον αδελφό ελληνικό λαό, που έχει κολλήσει με έναν πρωθυπουργό που προσπαθεί να γίνει ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι“. Το άρθρο στέκεται ιδιαίτερα στην κατηγορία ότι, παρά τις εκτονωτικές πρωτοβουλίες Γερμανίας και ΝΑΤΟ στις αρχές του έτους και τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν τον Μάρτιο, ο Έλληνας πρωθυπουργός προσπάθησε με την ομιλία του στο Κογκρέσο “να εμποδίσει την Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφια για την Ε.Ε., να ασκήσει το πιο φυσικό δικαίωμά της“, εν προκειμένω την προμήθεια των F-16.

Η “Yeni Safak”, με άρθρο υπό τον τίτλο “Η Αθήνα θέλει πόλεμο”, κατηγορεί την Ελλάδα ότι “κλειδώνει” τα τουρκικά F-16 με ρωσικά συστήματα S-300 της κρίσης, στο πλαίσιο προετοιμασίας πολεμικής αναμέτρησης, ενώ η “Yeni Cag”, με πρωτοσέλιδο τίτλο “Προασπίζουν την κατοχή στα νησιά”, δημοσιεύει κομμάτι που μιλά για “20 τουρκικά νησιά και 2 τουρκικές βραχονησίδες υπό (ελληνική) κατοχή”. Και τα δύο δημοσιεύματα, διόλου τυχαία, παραθέτουν απόψεις των εκ των εμπνευστών της “Γαλάζιας Πατρίδας”, ναυάρχου ε.α. Τζιχάτ Γιαϊτζί και Ουμίτ Γιαλίμ, γεγονός ενδεικτικό της διαμόρφωσης των εσωτερικών συσχετισμών στον πυρήνα του τουρκικού κράτους.

Τι δεν καταλαβαίνει η Δύση

Στη Δύση η αντίληψη που επικρατεί είναι ότι το κλίμα επιδεινώνεται λόγω του ότι το 2023 είναι εκλογική χρονιά, τόσο για την Τουρκία όσο και για την Ελλάδα και την Κύπρο. Και ότι το ΝΑΤΟ οφείλει να λειτουργήσει “εξισορροπητικά”. Πρόκειται για στάση που υποβαθμίζει τα ρίσκα, αφήνοντας ανοιχτό τον δρόμο για τον πολλαπλασιασμό τους.

Η συστηματικότητα και η ένταση των ρητορικών επιθέσεων παραπέμπουν σε προσπάθεια αλλαγής του σκηνικού, με προληπτική νομιμοποίηση των όποιων επόμενων βημάτων διά της επίκλησης της “αυτοάμυνας” της Τουρκίας απέναντι στην “ελληνική επιθετικότητα και αυθαιρεσία”. Το αν αυτή η αλλαγή σκηνικού θεωρείται εφικτή μόνο με πολιτικά μέσα ή το “μείγμα” προβλέπει αξιοποίηση και της σκληρής ισχύος (αδιευκρίνιστο σε ποια κλίμακα) είναι το μέγα ερώτημα των επόμενων εβδομάδων και μηνών.

Τα νέα δεδομένα

Δύο στοιχεία είναι κρίσιμο να ληφθούν υπόψη: ότι το παράδειγμα για την ανάπτυξη επιθετικής ρητορικής στη γείτονα έρχεται από ψηλά, ήτοι από τον ίδιο τον Ταγίπ Ερντογάν, που περίπου κάθε δεύτερη μέρα εξαπολύει το μήνυμα “Θα έρθουμε νύχτα”. Και ότι η ρητορική αυτή είναι πάντοτε “αμφίστομη”, εφόσον αφορά τόσο την Ελλάδα όσο και την ίδια τη Δύση, που “χρησιμοποιούν” η μία την άλλη για την επίτευξη “σκοτεινών σκοπών”. Σκοπών που ανακαλούν το περιβόητο “Σύνδρομο των Σεβρών”, με τη διαφορά ότι η σημερινή Τουρκία διαβάζει τις τρέχουσες διεθνείς εξελίξεις (βλ. ουκρανικό ζήτημα, ενεργειακή κρίση κ.ο.κ.) ως απόδειξη της αποδυνάμωσης της Δύσης, την οποία δεν χρειάζεται πια να φοβάται κανείς.

Σε μια συγκυρία κατά την οποία ο Ερντογάν διαπραγματεύεται με τον Πούτιν την ενεργειακή τροφοδοσία της Τουρκίας με έκπτωση και μεσολαβεί στο θέμα της εξαγωγής ουκρανικών σιτηρών, η άνεση με την οποία προβάλλει στην Ελλάδα “επιθετική” και “αντισυμμαχική” συμπεριφορά μπορεί να ερμηνευθεί.

Διαβλέποντας τις ευκαιρίες που γεννούν οι ευρύτερες, σεισμικές εξελίξεις, ο Ερντογάν διεκδικεί την καθιέρωση ενός ρόλου εντός του ΝΑΤΟ που πολύ θα απέχει από το παλιό μοντέλο της τυπικής ισότητας των κρατών-μελών και της αδιαμφισβήτητης αμερικανικής ηγεσίας. Ενός ρόλου που θυμίζει τη “συναλλακτική” αντίληψη του Ντόναλντ Τραμπ περί συμμαχιών ή την α λα καρτ συμμόρφωση της Πολωνίας προς τους κανόνες της Ε.Ε. και αντιστοιχεί στη χώρα με τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό εντός του ΝΑΤΟ, τη μόνη που καλλιεργεί αντίβαρα και εκτός του κοινού στρατοπέδου.

Δυσοίωνες προβλέψεις Αμερικανού αναλυτή

Εξακολουθούμε να βρισκόμαστε ακόμη στο λίγο-πολύ γνωστό πλαίσιο της (πρωτίστως ρητορικής) ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης; Ο Μάικλ Ρούμπιν του American Enterprise Institute πιστεύει πως όχι.

Σε πρόσφατη ανάλυσή του υποστηρίζει ότι οι τελευταίες απειλές του Ερντογάν θα πρέπει να σημάνουν τον συναγερμό. Σε αντίθεση με την προϊστορία των ελληνοτουρκικών, έχουν προστεθεί τέσσερις νέοι παράγοντες. Ο πρώτος είναι ο ανοιχτός ρεβανσισμός του Τούρκου ηγέτη, που αποβλέπει σε ανατροπή της Συνθήκης της Λωζάνης. Ο δεύτερος είναι η καταρράκωση της τουρκικής οικονομίας, που επιβάλλει στον ισχυρό άνδρα της Άγκυρας να αναζητά, υπό τύπον αντιπερισπασμού, μιαν ισχυρή κρίση στο εξωτερικό μέτωπο. Ο τρίτος παράγοντας αφορά τις τουρκικές εκλογές. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, υποστηρίζει ο Ρούμπιν, πλανάται οικτρά προσδοκώντας μιαν ομαλή εναλλαγή εξουσίας στην Τουρκία. Αντίθετα, ένας πόλεμος με την Ελλάδα θα ήταν το “τέλειο φάρμακο” για τον Ερντογάν, αφού θα του επέτρεπε να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να αποφύγει τις εκλογές, εάν διαπιστώσει ότι η διαφορά εις βάρος του πρόκειται να είναι πολύ μεγάλη για να αντιμετωπισθεί με νοθεία.

Τέλος, η στάση της κυβέρνησης Μπάιντεν έχει λειτουργήσει ως “πράσινο φως” στον Ερντογάν. Παρότι ο ένοικος του Λευκού Οίκου είχε αρχικά αυστηρότερη στάση έναντι της Άγκυρας από τον προκάτοχό του, η συγκατάθεσή του στην πώληση των F-16 ερμηνεύθηκε ως απόδειξη του ότι οι ακροβασίες του Ερντογάν δεν πρόκειται να έχουν πραγματικό κόστος.

Κατά τον Ρούμπιν, επαπειλείται πόλεμος όχι για κάτι που έχει διαπράξει η Αθήνα, αλλά λόγω της ανάγκης του Ερντογάν να αποδράσει από την αποτυχία και χρεοκοπία του. Το ερώτημα για τις ΗΠΑ είναι αν θα προλάβουν τις εξελίξεις, μεταξύ άλλων βοηθώντας εξοπλιστικά την Ελλάδα, ή θα παρακολουθούν από το περιθώριο ένα μέλος του ΝΑΤΟ να επιτίθεται σε ένα άλλο.

από το «https://www.capital.gr/»

 

Ένα σχόλιο

Αφήστε ένα σχόλιο