Πώς η Μέρκελ κέρδισε έδαφος στο ευρωπαϊκό power game

Πώς η Μέρκελ κέρδισε έδαφος στο ευρωπαϊκό power game


του Κώστα Ράπτη

Η επανεκκίνηση της Ευρώπης μετά την εμπειρία του lockdown δεν είναι υπόθεση μόνο οικονομική, αλλά και πολιτική. Όμως και το τίμημα της πανδημίας δεν υπήρξε μόνο οικονομικό και κοινωνικό, αλλά και πολιτικό, βυθίζοντας μια σειρά ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στην αντιδημοφιλία και την αμηχανία.

Όλες; Όχι. Σε μιαν ενδιαφέρουσα αντιστροφή των ρόλων η Άνγκελα Μέρκελ έχει μεταμορφωθεί από πολιτικός “μεγάλος ασθενής” της ηπείρου σε μοναδική προσωπικότητα ικανή να αναλάβει πρωτοβουλίες πανευρωπαϊκής εμβέλειας, ενώ αντίθετα ο φιλόδοξος και πολυπράγμων Εμανουέλ Μακρόν μάχεται απέναντι σε αλλεπάλληλες κρίσεις στο εσωτερικό, φλερτάροντας, σύμφωνα με ένα σενάριο, ακόμη και με το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών.

Ο Γάλλος πρόεδρος ήταν αυτός ο οποίος είχε υψώσει τη σημαία της εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά και της ενίσχυσης του γεωπολιτικού ρόλου της Ε.Ε. στον πλανήτη. Απέναντί του έβρισκε μία Γερμανία δέσμια ενός κατακερματισμένου πολιτικού σκηνικού με παραλυτικές ισορροπίες και επαναπαυμένη, ελέω ΝΑΤΟ, στο χαμηλό γεωπολιτικό προφίλ, η οποία μονίμως πατούσε το “φρένο”, επαιρόμενη για τα μηδενικά της ελλείμματα και εμμονικά αποκρούοντας κάθε πιθανότητα “μεταβιβαστικής ένωσης” και “αμοιβαιοποίησης ρίσκου”.

Πέμπτη θητεία;

Μετά την εμφάνιση του κορονοϊού όλα αυτά μοιάζει να έχουν ανατραπεί. Η διαχείριση της πανδημίας στη Γερμανία κατέδειξε την αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού, συσπείρωσε τον πληθυσμό γύρω από την εθνική ηγεσία και αποκατέστησε τα ποσοστά δημοτικότητας της καγκελαρίου σε σημείο τέτοιο ώστε, λ.χ., ο Βαυαρός ομοσπονδιακός υπουργός Εσωτερικών, Χορστ Ζέεχοφερ, άλλοτε μεγάλος ενδοκυβερνητικός και ενδοπαραταξιακός πονοκέφαλος της Μέρκελ, να προτείνει την ανάδειξή της σε μια πέμπτη θητεία. Άλλωστε οι διαδικασίες ανάδειξης νέου ηγέτη της Χριστιανοδημοκρατίας έχουν παγώσει λόγω των έκτακτων συνθηκών, ενώ επιφανείς δελφίνοι όπως ο πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας (περισσότερο πληγέντος από την πανδημία ομόσπονδου κρατιδίου) Άρμιν Λάσετ και ο υπουργός Υγείας, Γενς Σπαν, πιέζονται από τις προκλήσεις που κλήθηκαν να διαχειριστούν.

Η προσπάθεια της “Εναλλακτικής για τη Γερμανία” να ηγηθεί, κατά το υπερατλαντικό πρότυπο, ενός λαϊκιστικού κινήματος καταγγελίας του lockdown δεν καρποφόρησε και τα δημοσκοπικά ποσοστά της γερμανικής ακροδεξιάς δείχνουν να υποχωρούν.

Η ανησυχία των γερμανικών ελίτ

Δεν είναι όμως μόνο ζήτημα συσχετισμών στο πολιτικό σκηνικό. Το σοκ της πανδημίας και οι επιπτώσεις του στη γερμανική εξαγωγική μηχανή και τις εφοδιαστικές αλυσίδες έχει κλονίσει το μεγαλύτερο τμήμα της γερμανικής ελίτ υποχρεώνοντάς την να επανεξετάσει τη στάση της και να στραφεί, με τις ευλογίες συμβολικά και του προέδρου της Μπούντεσταγκ, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σε επεκτατικές πολιτικές μέχρι πρότινος αδιανόητες, παράλληλα με μια πρωτόγνωρη ετοιμότητα να υιοθετηθούν στη συγκυρία (προφανώς όχι δίχως όρους και ιδιοτελείς αστερίσκους) ευρωπαϊκές πολιτικές μεγαλύτερης αλληλεγγύης.

Η καθιερωμένη ομιλία της Μέρκελ στην Μπούντεσταγκ πριν από την Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής υπήρξε χαρακτηριστική. Η Άνγκελα Μέρκελ περιέγραψε την πανδημία ως τη “σοβαρότερη πρόκληση στην ιστορία της Ε.Ε.”, στηλίτευσε τα αντανακλαστικά που στην αρχή της κρίσης υπήρξαν περισσότερο “εθνικά παρά ευρωπαϊκά”, αλλά και “ανόητα”, επικαλέστηκε το παράδειγμα “άλλων που ενεργούν πιο δυναμικά” στη διεθνή σκηνή και ανέδειξε την ανάγκη να αποτραπεί η εμφάνιση ρηγμάτων μεταξύ των κρατών-μελών, η εξασθένιση της εσωτερικής αγοράς και η εκμετάλλευση της κατάστασης από λαϊκιστικές δυνάμεις.

Όλα αυτά με το βλέμμα στραμμένο και στην έναρξη από 1ης Ιουλίου της γερμανικής προεδρίας στην Ε.Ε., η οποία θα έχει ως προτεραιότητες την προστασία του κλίματος, τη συνεργασία με την Αφρική και έναν “ανοικτό διάλογο” με την Κίνα.

Δανεισμός-ρεκόρ

Όλα αυτά θα ήταν απλώς υψηλή ρητορική, αν δεν συνοδεύονταν από τις αποφάσεις του γερμανικού υπουργικού συμβουλίου την εβδομάδα αυτή για εκτίναξη του δανεισμού του γερμανικού κράτους στο ύψος-ρεκόρ των 218,5 δισ. ευρώ, προκειμένου να ληφθούν πρόσθετα μέτρα στήριξης της οικονομίας.

“Μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε μια τέτοια ισχυρή δράση επειδή μειώσαμε το χρέος μας τις καλές εποχές και τώρα έχουμε σταθερά δημοσιονομικά στοιχεία”, δήλωσε ο Σοσιαλδημοκράτης αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, μετά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου το οποίο αποφάσισε να διαθέσει επιπλέον 62,5 δισεκατομμύρια ευρώ για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας. Ήδη τον Μάρτιο η Μπούντεσταγκ είχε εγκρίνει νέο δανεισμό ύψους 156 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ ο εκπρόσωπος της καγκελαρίας, Στέφεν Ζάιμπερτ, κάνει λόγο για “έκτακτη κατάσταση και έκτακτα μέτρα”, τονίζοντας ότι είναι αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου να αποφασίσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη νέα άρση του “φρένου χρέους”.

Το ότι το πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας επανασταθεροποιείται προκύπτει και από την ετοιμότητα των Σοσιαλδημοκρατών, συμπεριλαμβανομένης και της ζωηρής αριστερής πτέρυγας, να προτείνουν ως υποψήφιο καγκελάριο στις επόμενες εκλογές τον Σολτς, επενδύοντας σε μια “επιλογή σιγουριάς” εν μέσω κρίσης και παραμερίζοντας τις εσωτερικές τριβές.

Η εκρηκτική γαλλική έξοδος από το lockdown

Στην άλλη όχθη του Ρήνου η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Και μόνο το γεγονός ότι σε ρεπορτάζ της εφημερίδας “Le Figaro” (το οποίο διαψεύσθηκε μάλλον χλιαρά από το Μέγαρο των Ηλυσίων) αναφέρθηκε πως ο Εμανουέλ Μακρόν έριξε την ιδέα, κατά τη διάρκεια τηλεσύσκεψης με δωρητές στο Λονδίνο, να παραιτηθεί προκαλώντας πρόωρες προεδρικές εκλογές, λέει πολλά.

Η ανάγκη μιας πολιτικής επανεκκίνησης, είτε με μια τέτοια ακραία κίνηση, είτε με αλλαγή πρωθυπουργού, πρόωρες βουλευτικές εκλογές ή δημοψήφισμα, προβάλλει επιτακτική για τον αρχηγό του γαλλικού κράτους, καθώς η πανδημία τον βρήκε ήδη πολιτικά αποδυναμωμένο, όπως έδειξε όχι μόνο το περσινό κίνημα των “κίτρινων γιλέκων” αλλά πολύ πιο πρόσφατα η απεργιακή αναταραχή, η οποία (τι ειρωνεία) είχε ως επίκεντρό της τους υγειονομικούς.

Το φιάσκο της διεξαγωγής, λίγο πριν από το lockdown, πρώτου γύρου δημοτικών εκλογών, που συντέλεσαν στη διάδοση του κορονοϊού, αλλά και η συνειδητοποίηση των ελλείψεων σε εξοπλισμό απέναντι στην πανδημία ανάδειξαν τη συνολική ευαλωτότητα της Γαλλίας. Η έξοδος από τα περιοριστικά μέτρα υπήρξε έτσι, κατά απολύτως γαλλικό τρόπο, εκρηκτική.

Οι διαδηλώσεις των υγειονομικών ξανάρχισαν, με την αστυνομία να κάνει χρήση δακρυγόνων και κουκουλοφόρους να πρωταγωνιστούν σε βίαιες σκηνές, την ώρα που η κυβέρνηση δρομολογεί εθνικό διάλογο για να υλοποιηθεί έως τις αρχές Ιουλίου το “σχέδιο μαζικών επενδύσεων και αναβάθμισης” που έχει υποσχεθεί για την υγεία ο πρόεδρος Μακρόν.

Ορισμένοι από τους διαδηλωτές κρατούσαν πανό με το σύνθημα “Νοσοκομείο σε ασφυξία – Δεν μπορώ να αναπνεύσω” (I can’t breathe), σε μια αναφορά στο κίνημα “Black Lives Matter” των Αφροαμερικανών, το οποίο έχει τρόπον τινά μεταφυτευτεί και στη Γαλλία, στο έδαφος των παλαιόθεν συσσωρευμένων εντάσεων γύρω από τις κοινότητες των Γάλλων αφρικανικής ή αραβικής καταγωγής.

Φυλετικές εντάσεις

Το πρόσθετο αυτό μέτωπο αναδείχθηκε τόσο με τη διοργάνωση αντιρατσιστικών διαδηλώσεων, κατά παράβαση των περιοριστικών μέτρων, όσο όμως και με τις κινητοποιήσεις αστυνομικών, οι οποίοι καταγγέλλουν ότι δεν στηρίζονται επαρκώς από τον υπουργό Εσωτερικών, Κριστόφ Καστανέρ, μετά την ανακοίνωση του τελευταίου ότι καταργείται το κεφαλοκλείδωμα ως τεχνική σύλληψης.

Τίποτε όμως δεν αναδεικνύει τις προκλήσεις περισσότερο από την αναταραχή που έζησε όλη την προηγούμενη εβδομάδα η πόλη της Ντιζόν όπου συνέρρευσαν εκατοντάδες Τσετσένοι μετανάστες για να εξαπολύσουν πόλεμο συμμοριών εναντίον πολιτών βορειοαφρικανικής καταγωγής, σε αντεκδίκηση για την επίθεση που φέρεται να δέχτηκε νεαρός συμπατριώτης τους. Η αίσθηση ότι στις υποβαθμισμένες συνοικίες των εργατικών πολυκατοικιών το γαλλικό κράτος έχει πλέον χάσει τον έλεγχο είναι διάχυτη – και η ηγέτιδα της γαλλικής ακροδεξιάς, Μαρίν Λεπέν, έσπευσε στην Ντιζόν για να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά την ανησυχία.

Ο απειλητικός κωμικός

Και όμως: δεν είναι πλέον η Λεπέν, απέναντι στην οποία ο ίδιος φάνταζε ως το μοναδικό αντίπαλο δέος, που κυρίως απασχολεί ενόψει των επόμενων εκλογών τον Μακρόν. Σύμφωνα με το Politico η πραγματική απειλή για τον Γάλλο πρόεδρο ενδεχομένως ακούει στο όνομα του Ζαν-Μαρί Μπιγκάρ, του 66χρονου δημοφιλούς κωμικού ο οποίος φιλοδοξεί να εκφράσει εκλογικά το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων”, θυμίζοντας το προηγούμενο του Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία ή του επίσης κωμικού Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος κατέκτησε την προεδρία της Ουκρανίας. Σε κάθε περίπτωση, το επιτελείο Μακρόν πιστεύει ότι ο Μπιγκάρ ή κάποιος αντίστοιχος αντισυμβατικός υποψήφιος έξω από τον χώρο των επαγγελματιών της πολιτικής θα μπορούσε να αποτελέσει αξιοπρόσεκτο αντίπαλο, αποτυπώνοντας με αυτό τον τρόπο τη διάρρηξη των σχέσεων μεγάλου τμήματος του πληθυσμού με το πολιτικό σκηνικό.

Προς το παρόν, ο Γάλλος πρόεδρος θα πρέπει να αφοσιωθεί στη διεξαγωγή του δεύτερου γύρου των δημοτικών εκλογών και στην εξασφάλιση λειτουργικής πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση, καθώς το κυβερνών κόμμα En Marche έχει χάσει την απόλυτη πλειοψηφία, λόγω ανεξαρτητοποιήσεων βουλευτών. Οι ψήφοι του κεντρώου Modem και ενίοτε της κεντροδεξιάς αποτελούν πλέον το στήριγμα της συμπολίτευσης.

Υψηλές χειρονομίες χωρίς αντίκρισμα από τους Νότιους

Η Ιταλία είναι πάντα η Ιταλία. Πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη και μετά την εμπειρία της εκατόμβης νεκρών λόγω του κορονοϊού η κατάκτηση του Κυπέλλου Ιταλίας από την ποδοσφαιρική ομάδα της Νάπολι, με νίκη επί της Γιουβέντους στο στάδιο “Ολίμπικο” της Ρώμης, εορτάσθηκε από χιλιάδες Ναπολιτάνους οι οποίοι ξεχύθηκαν στους δρόμους, χωρίς τη λήψη προστατευτικών μέτρων, προκαλώντας την αγανάκτηση του αναπληρωτή διευθυντή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Ρανιέρι Γκουέρα. Πάντως, ο δήμαρχος της Νάπολης, Λουίτζι Ντε Ματζίστρις, σε μια προσπάθεια να περιορίσει τις αντιδράσεις, δήλωσε ότι “κέρδισε η μετάδοση του αισθήματος ευτυχίας”.

Η αγάπη προς το τελετουργικό στοιχείο δεν περιορίζεται, ωστόσο, μόνο στους φιλάθλους. Η ίδια η κυβέρνηση του Τζουζέπε Κόντε διοργάνωσε με κάθε επισημότητα έναν εθνικό διάλογο των παραγωγικών τάξεων, υπό την ονομασία Stati Generali που παραπέμπει στην προϊστορία της Γαλλικής Επανάστασης, χωρίς ωστόσο να επιλύσει την απορία ποια είναι η κεντρική πολιτική ιδέα και ποιο το αναπτυξιακό σχέδιο με το οποίο η χώρα ετοιμάζεται να περάσει στη μετά Covid-19 εποχή.

Ίδια αμηχανία, στο έδαφος εξίσου μεγάλης κοινωνικής δυσαρέσκειας, επικρατεί και στον άλλο μεγάλο “ασθενή” του ευρωπαϊκού Νότου, την Ισπανία, όπου η συγκυβέρνηση των Σοσιαλιστών του Πέδρο Σάντσεθ με τους Ποδέμος συγκρότησε θεαματικά μιαν εκατονταμελή επιτροπή εμπειρογνωμόνων για το μέλλον της χώρας, την ώρα που για την υπερψήφιση του αναθεωρημένου προϋπολογισμού θα πρέπει να καταφύγει στη στήριξη της δεξιάς αντιπολίτευσης, ώστε να μην καταστεί όμηρος των Καταλανών και Βάσκων αυτονομιστών.

Διόλου τυχαία, τόσο η Ρώμη όσο και η Μαδρίτη εμφανίζονται πλέον έτοιμες να προσφύγουν στα κονδύλια του ESM, μολονότι κάτι τέτοιο φάνταζε μέχρι πρότινος πολιτικά απαγορευτικό.

Μαρκ Ρούτε: Πανίσχυρος αλλά και αιχμάλωτος

Η περίοδος της πανδημίας είδε τα ποσοστά του ευρωσκεπτικισμού να εκτοξεύονται σε χώρες όπως η Ιταλία, όπου επικρατεί η αίσθηση της εγκατάλειψης από τους εταίρους και της έλλειψης αλληλεγγύης. Όχι όμως μόνο σε αυτήν. Εξίσου εντυπωσιακές είναι οι εξελίξεις και στην Ολλανδία, όπου ο πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε απολαμβάνει υψηλής δημοφιλίας, παρά το κόστος σε ζωές που είχαν τα χαλαρά μέτρα έναντι του κορονοϊού, την ίδια ώρα που η αντίσταση στο Ταμείο Ανασυγκρότησης της Ε.Ε. κερδίζει έδαφος μεταξύ των πολιτών.

Ο κεντροδεξιός Ρούτε, στην τρίτη του κυβερνητική θητεία, κατέκτησε σε δημοσκόπηση του Μαρτίου, μετά από δέκα χρόνια παραμονής στην εξουσία, τον τίτλο του σημαντικότερου, κατά την εκτίμηση των Ολλανδών, μεταπολεμικού πρωθυπουργού της χώρας. Όμως το πολιτικό αυτό κεφάλαιο δεν μοιάζει πρόθυμος ή και ικανός να το αξιοποιήσει για να ανακόψει το ρεύμα ευρωσκεπτικισμού που με αρχική εστία το ακροδεξιό κόμμα του Τιερί Μποντέ κερδίζει έδαφος όλο και ευρύτερα. Πρόσφατη έρευνα για λογαριασμό της εφημερίδας “De Volkskrant” κατέδειξε ότι το 61% των ερωτηθέντων απορρίπτει το σχέδιο επανεκκίνησης της ευρωπαϊκής οικονομίας που πρότεινε η Κομισιόν και μόνο το 4% ταυτίζεται με αυτό. Η αίσθηση ότι η Ολλανδία ως ο μεγαλύτερος κατά κεφαλήν εισφορέας στον κοινοτικό προϋπολογισμό αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους εταίρους της εξαπλώνεται, μειώνοντας τα περιθώρια του Ρούτε να συμβιβαστεί κατά τη Σύνοδο Κορυφής του Ιουλίου.

από το «https://www.capital.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο