Οι ταβέρνες και οι δανειστές

Οι ταβέρνες και οι δανειστές


του Βασίλη Καραποστόλη

Σήμερα, που φοβόμαστε πως θα χάσουμε πολλά, ας μιλήσουμε για τα απαραίτητα – που είναι πάντα λίγα. Τί είναι το πιο απαραίτητο για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε; Είναι να μπορέσουμε να πούμε ένα κατ’ αρχήν “ναι” σ’ αυτό που υπήρξαμε. Μοιάζει παράδοξο αυτό, ή σχεδόν παράλογο, από τη στιγμή που το λέει κανείς κάτω από την πίεση της κρίσης που ζούμε.

Αλλά ακριβώς εκεί είναι το πρόβλημα: η κρίση μας σπρώχνει να διαγράψουμε εντελώς αυτό που έχουμε ζήσει και να κοιτάξουμε το πώς θα ζήσουμε στο εξής. Όμως, για να ζήσουμε προσανατολισμένοι στο μέλλον πρέπει να έχουμε ένα παρελθόν μέσα μας που να μας λέει: «μπορείς να προχωρήσεις, σου αξίζει να μην καταπέσεις». Εάν σ’ ένα λαό δεν επιβιώνει αυτή η ικανότητα για κατάφαση, τότε η όποια πορεία του προς το αύριο δεν μπορεί παρά να είναι σφραγισμένη με ανησυχία και με τόσα ερωτηματικά σε κάθε του βήμα που θα αποκλείουν οποιαδήποτε ικανοποίηση.

Ο Επίκουρος μας είχε ειδοποιήσει από πολύ παλιά γι’ αυτή την αρρώστια. Έλεγε πως όποιος είναι στραμμένος ολοκληρωτικά προς το μέλλον, έχει χάσει ουσιαστικά την φρόνησή του, είναι αγνώμων, άχαρις απέναντι σε όσα προηγήθηκαν. Δεν ζει, πρόκειται απλώς να ζήσει. Δεν γεύεται το παρόν (που περιέχει και τις αναμνήσεις του), αλλά νιώθει αδιάκοπα την στυφάδα που σταλάζει σε μια ψυχή, όταν αυτή αρνείται το παρελθόν της, χωρίς από την άλλη και να εμπιστεύεται εκείνα που δεν έχουν ακόμα φανεί.

Μήπως οδεύουμε σ’ αυτή την κατάσταση; Είναι τόσο άχαρη που ξεπερνάει ακόμη και την οδύνη. Γιατί αν αυτό που ήμασταν έως τώρα θεωρείται ολοκληρωτικά υπαίτιο για την τωρινή δυστυχία, τότε στο όνομα τίνος θα ξεκινήσουμε μια νέα προσπάθεια; Δεν γίνεται από τη μια να κατακλύζεται με τύψεις και ενοχές η συλλογική συνείδηση και από την άλλη αυτοί οι ελαττωματικοί πολίτες να καλούνται από τους πολιτικούς –και από κάθε επιστάτη της παγκόσμιας “ορθής συμπεριφοράς”– να επιτελέσουν ένα έργο ανόρθωσης.

Κατακρίνονται συλλήβδην όλες οι ροπές του “ελληνικού χαρακτήρα”. Σε ξένα έντυπα κάθε τόσο πένες βουτηγμένες στη χαιρεκακία σκιτσάριζαν ανθρώπους καθισμένους γύρω από τραπέζια κατάφορτα με λιχουδιές. Είμαστε εμείς, οι φιλήδονοι και ράθυμοι, και τα αγαθά της ζωής μπροστά μας. Στα μάτια μερικών ξένων αυτή η εικόνα και αυτή η σχέση αγγίζει τα όρια του σκανδάλου.

Οι δανειστές και το δικαίωμα στη χαρά

Τους φαίνεται αθέμιτο να θέλουν να ευχαριστιούνται τόσο έκδηλα αυτοί που τόσο έκδηλα απέτυχαν. Η μομφή πάει ακόμη πιο πέρα: η ευχαρίστηση αυτών των περίεργων φαγάδων θεωρείται αιτία της αποτυχίας τους. Έχουν δίκιο οι επικριτές; Ασφαλώς όχι, γιατί εάν συμφωνούσε κανείς μαζί τους, τότε θα εξαφανιζόταν η διάκριση ανάμεσα στην ευχαρίστηση και στην κατάχρησή της. Χρειάζεται λοιπόν να διευκρινισθεί αυτό.

Χωρίς αμφιβολία το να μπορεί κανείς να απολαμβάνει δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Είναι μια ικανότητα. Κι αυτή η ικανότητα πηγάζει από μια εσωτερική αίσθηση επάρκειας: δεν μου λείπει τίποτα, ώστε να μπορώ να υποδέχομαι τα τερπνά πράγματα. Αυτό ήταν έως σήμερα το στίγμα μας. Πραγματικά πιστεύαμε ότι όσα έχουν προηγηθεί στον τόπο μας, μας έδιναν το δικαίωμα να απαιτήσουμε χαρές που σε άλλες χώρες ήταν από καιρό διαθέσιμες.

Είχαμε πεινάσει και έπρεπε να φάμε. Είχαμε διψάσει και έπρεπε να πιούμε. Είχαμε θρηνήσει, κι έπρεπε να χαρούμε. Κι όχι μόνο με τον τρόπο εκείνου που κάνει τραγούδι τον πόνο του. Το δικαίωμα στη χαρά που τόσο κυνηγήθηκε στην Ελλάδα εγέρθηκε με ορμή στη δεκαετία του ’60, ανακόπηκε στη δικτατορία, ξαναέγινε μπαϊράκι με τη μεταπολίτευση. Λίγα χρόνια, ωστόσο, πριν από την κρίση είχε αρχίσει να εκφυλίζεται. Βαθμιαία η ανάγκη των ανθρώπων να δοκιμάσουν ό,τι νόστιμο και θελκτικό προσφερόταν στην αγορά, έδωσε τη θέση της σε κάτι από το οποίο έλειπε η ενεργητικότητα. Δεν ζητούσαν την τέρψη που απέρρεε από τα πράγματα, ζητούσαν τα πράγματα που περιείχαν την τέρψη.

Είναι πολύ διαφορετικό να απολαμβάνει κάποιος το κρασί του χυμένο σ’ ένα ωραίο κρυστάλλινο ποτήρι, από το να πίνει ασυναίσθητα, περιεργαζόμενος το ποτήρι. Όλο και περισσότεροι έτειναν να χαίρονται το γεγονός ότι κρατούσαν στα χέρια τους το καλοφτιαγμένο ποτήρι, κατεβάζοντας κάπως αφηρημένα τις γουλιές τους και προσέχοντας όλο και λιγότερο τους συνδαιτυμόνες τους στο τραπέζι.

Καλύτεροι, όχι όμως άλλοι

Ήταν η αρχή μιας εξέλιξης, η οποία σε πλουσιότερες κοινωνίες είχε κιόλας απομονώσει τα άτομα μέσα στις ανέσεις τους και στα αποκτήματά τους. Δεν ξέρουμε προς τα πού θα πήγαινε στην Ελλάδα αυτή η εξέλιξη. Είναι βέβαιο, όμως, ότι την τάση αυτή προς την κατ’ ιδίαν ευχαρίστηση την ανακόπτει μια άλλη, πιο ισχυρή, που ωθεί τους ανθρώπους σε συνάντηση μεταξύ τους. Η συνεστίαση παραμένει κορυφαία τελετουργία σ’ ένα κόσμο όπου κατά τ’ άλλα οι τελετουργίες ανήκουν στα ακατανόητα και παρωχημένα φαινόμενα.

Άνθρωποι θέλουν να συμφάγουν για να μην φαγωθούν μεταξύ τους! Αν αυτό είναι το βαθύτερο και αρχέγονο νόημα αυτής της σύναξης, τότε κανένα επιχείρημα οικονομικής λογικής δεν θα επιτρεπόταν να το αντικρούσει. Κι όμως, οι επίτροποι ζήτησαν από τους Έλληνες να πάψουν να ξοδεύουν στις ταβέρνες, επειδή δεν βγάζουν αρκετά για να συντηρούν μια τέτοια συνήθεια.

Υποτιμάται, έτσι, το γεγονός ότι το να τρώνε μαζί είναι κάτι πολύ περισσότερο από συνήθεια: είναι ανάγκη γι’ αυτούς τους ανθρώπους να συνάπτουν ανακωχές στις καθημερινές διαμάχες τους. Πρέπει να φάνε μαζί για να ξορκίσουν αυτά που θα τους χωρίσουν την επόμενη μέρα. Πρέπει να πιούν, να κάνουν προπόσεις και να πιστέψουν στις ευχές που θα πουν. Και να μεθύσουν κατόπιν λιγάκι με την ιδέα ότι ναι, θα ήταν δυνατόν τα πράγματα να πάνε καλύτερα, εάν και οι ίδιοι γίνουν καλύτεροι. Να γίνουν κάπως καλύτεροι, αυτό θα ήθελαν. Όχι, όμως, και να γίνουν ριζικά άλλοι. Το εαυτό του ένας λαός δεν τον καταργεί, τον αναπλάθει μόνον.

από το «https://slpress.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο