Το κλίμα γίνεται όλο και τοξικότερο

Το κλίμα γίνεται όλο και τοξικότερο


της Βασιλικής Σιούτη

Η χώρα έχει μπει προ πολλού σε προεκλογικό κλίμα, αν και συνήθως στην Ελλάδα αυτό ξεκινάει κάθε φορά λίγο μετά τις εκλογές και τείνει να είναι περίπου μόνιμη κατάσταση. Με το που τελειώνει η μετεκλογική περίοδος αρχίζει επί της ουσίας η επόμενη προεκλογική, χωρίς ενδιάμεσα στάδια. Αυτό δεν συμβαίνει απλώς επειδή οι εκλογές είναι το αγαπημένο θέμα του πολιτικοδημοσιογραφικού κατεστημένου αλλά κυρίως επειδή τα ελληνικά κόμματα εξουσίας ενδιαφέρονται μόνο για την απόκτηση της εξουσίας και τη διατήρησή της.

Έτσι, κάθε φορά που γίνονται οι εκλογές, το κόμμα που καταλαμβάνει την εξουσία αρχίζει τον σχεδιασμό του όχι για το πώς θα κυβερνήσει καλύτερα αλλά για το πώς θα διατηρήσει την εξουσία του και θα κερδίσει στις επόμενες εκλογές.

Το ίδιο κάνει και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με το που θα χάσει την εξουσία, από την επομένη των εκλογών ξεκινάει τον σχεδιασμό για το πώς θα την ανακτήσει. Ο πολιτικός σχεδιασμός και η στρατηγική των κομμάτων εξουσίας στην Ελλάδα έχουν αυτήν τη στρατηγική κατεύθυνση και μόνο.

Το πολιτικό κλίμα, ωστόσο, γίνεται όλο και τοξικότερο κατά γενική ομολογία και, παρότι οι εκλογές στην Ελλάδα είθισται να χαρακτηρίζονται από πόλωση, αυτήν τη φορά αναμένεται να είναι εντονότερη από κάθε φορά τα τελευταία χρόνια, αν και οι πολιτικές διαφορές για την κατεύθυνση της χώρας είναι πλέον ελάχιστες μεταξύ των δύο διεκδικητών της εξουσίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αμφισβητεί πλέον ούτε την Ε.Ε. ούτε το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ και, όπως και η ΝΔ, κινείται εντός του πλαισίου που ορίζουν οι δανειστές και η Ευρωζώνη.

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι αυτήν τη στιγμή έχει αποφασίσει να πάει στις εκλογές με επικοινωνιακό σχεδιασμό που θα στηρίζεται στη «μάχη ενάντια στην ακροδεξιά». Θα προσπαθεί, δηλαδή, να πείσει ότι η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ακροδεξιά (εξαιρείται η δεξιά του Καραμανλή, που θεωρείται σύμμαχος από το Μαξίμου) και ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η υγιής δημοκρατική δύναμη που θα συσπειρώσει τον προοδευτικό κόσμο.

Στο πλαίσιο αυτό θα επιχειρήσουν να μετατρέψουν και τα τρωτά σημεία τους σε πλεονεκτήματα, αναδεικνύοντάς τα: το μεταναστευτικό και τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Παρότι οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν την κοινή γνώμη να αποδοκιμάζει τους χειρισμούς της κυβέρνησης στα συγκεκριμένα θέματα, το Μαξίμου επιμένει ότι με αυτά μπορεί να συσπειρώσει τον προοδευτικό κόσμο και να συνδυάσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη με τον κίνδυνο της ανόδου της ακροδεξιάς, όπως λένε στο κυβερνών κόμμα.

Στη ΝΔ χαρακτηρίζουν «απελπισμένη τακτική Τσίπρα» την απόπειρα ταύτισης του Κ. Μητσοτάκη με την ακροδεξιά, καθώς, όπως υποστηρίζουν, «είναι γνωστό το φιλελεύθερο δημοκρατικό προφίλ του» και κατηγορούν τον Αλέξη Τσίπρα για αυταρχισμό και ολοκληρωτικές μεθόδους.

Είναι παράδοξο -αλλά συμβαίνει- ότι αμφότεροι Τσίπρας και Μητσοτάκης χαρακτηρίζουν ο ένας τον άλλον Όρμπαν, χωρίς επιχειρήματα, ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ της αντιμνημονιακής περιόδου πολλοί εξήραν ως «αντιστασιακή» την πολιτική του Όρμπαν, ο οποίος όμως ανήκει στην πολιτική ομάδα της ευρωπαϊκής δεξιάς, στην οποία κατατάσσεται και ο Κ. Μητσοτάκης.

Βέβαια, ο Όρμπαν δεν ανήκει στην παγκοσμιοποιημένη νεοφιλελεύθερη δεξιά αλλά στην παραδοσιακή εθνική λαϊκή δεξιά, η οποία είναι σε σύγκρουση με την άλλη. Γιατί, στην πραγματικότητα, αυτή είναι η πολιτική σύγκρουση που διεξάγεται αυτή την περίοδο στην Ευρώπη και όχι μόνο. Η εθνικολαϊκιστική (ή παραδοσιακή, παλαιού τύπου) δεξιά εναντίον της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελεύθερης δεξιάς.

Οι σοσιαλδημοκράτες και η κυβερνητική αριστερά έχουν μεταλλαχθεί κι έχουν πλέον ισχνές δυνάμεις, χωρίς να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Στην Ελλάδα η σύγκρουση αυτή εκφράζεται με κάπως στρεβλό τρόπο, κυρίως μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Δημοκρατία. Ο ΣΥΡΙΖΑ από «ριζοσπαστική αριστερά» έχει μεταλλαχθεί σε ύστερη σοσιαλδημοκρατία με πολλά αντιφατικά χαρακτηριστικά, αλλά υιοθετώντας στα βασικά (σε αυτά, δηλαδή, που ενδιαφέρουν τους έξω, γιατί στο εσωτερικό δεν τους νοιάζει τι γίνεται) την πολιτική του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.

Η Νέα Δημοκρατία, που από την εποχή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη εξέφραζε και τις δύο τάσεις, με διαφορετικούς εσωτερικούς συσχετισμούς κάθε φορά, πιέζεται τώρα από τα δεξιά και τα αριστερά να εκφράσει κυρίως τη μία πλευρά.

Αφενός γιατί την άλλη την εκφράζει εκ των πραγμάτων πολιτικά και ο Αλέξης Τσίπρας και αφετέρου γιατί, αν υπάρξει κενό στην έκφραση της λαϊκής και πατριωτικής δεξιάς, υπάρχει ο κίνδυνος αυτό να καλυφθεί από ακροδεξιές δυνάμεις που θα ενισχυθούν.   Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Σκοπιανού, για το οποίο, στην πραγματικότητα, οι θέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν διέφεραν και τόσο από αυτές του Αλέξη Τσίπρα. Δεν ήταν δηλαδή από εκείνους στο κόμμα του που είχαν ευαισθησία με το θέμα αυτό και θα έλεγε κανείς ότι η θέση του ήταν μάλλον μειοψηφική στη ΝΔ όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα.

Βλέποντας, όμως, την αντίθεση της πλειοψηφίας των Ελλήνων στη Συμφωνία των Πρεσπών, όπως και της βάσης του κόμματός του, αναγκάστηκε να αλλάξει τις θέσεις του σε πιο «πατριωτικές», παρότι ουδέποτε ανήκε στη λεγόμενη πατριωτική τάση.

Αντίθετη με το πολιτικό προφίλ του φιλελεύθερου μετριοπαθούς κεντροδεξιού που διατηρούσε όλα τα προηγούμενα χρόνια είναι και η ανάδειξη ενός πολιτικού προσώπου όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης στη θέση του αντιπροέδρου του κόμματός του, αλλά και η αξιοποίηση στην πρώτη γραμμή του Μάκη Βορίδη, με σκοπό να καλύπτει πολιτικά τον χώρο αυτόν και να μην τον κερδίσουν άλλες δυνάμεις.

Σε πολλές χώρες της Ευρώπης και όχι μόνο, τα τελευταία χρόνια το εθνικό κεφάλαιο συγκρούεται με το υπερεθνικό και η σύγκρουση αυτή εκφράζεται φυσικά και στο πολιτικό πεδίο. Στην Ελλάδα, ωστόσο, το αντίστοιχο εθνικό κεφάλαιο και οι εκπρόσωποί του έχουν προσδεθεί, στην πλειοψηφία τους, στο άρμα των δανειστών και στηρίζουν την κυρίαρχη πολιτική της Ε.Ε. που ταυτίζεται με τα συμφέροντα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.

Εξαίρεση στη γενικότερη κατάσταση αποτελεί η βασική δύναμη που εκφράζει την κυρίαρχη ευρωπαϊκή πολιτική, η Γερμανία, της οποίας τα εθνικά συμφέροντα δεν συγκρούονται με την πολιτική του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Για τον λόγο αυτό η πολιτική σύγκρουση στη Γερμανία έχει άλλα χαρακτηριστικά, με τα δύο άλλοτε αντίπαλα κόμματα να συγκυβερνούν και την ακροδεξιά να ενισχύεται κυρίως λόγω της διαχείρισης του μεταναστευτικού.

Στην Ελλάδα, η κουλτούρα της συναίνεσης στην πολιτική δεν υπάρχει. Για τον λόγο αυτό η απλή αναλογική που προώθησε ο Τσίπρας για τους δικούς του λόγους θα δοκιμάσει τα κόμματα. Στους δήμους υπάρχουν ήδη αντιδράσεις και πολλοί προδικάζουν ακυβερνησία. Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν κρύβουν ότι σκοπός τους ήταν να ενθαρρυνθούν οι διασπάσεις και τα ψηφοδέλτια ανταρτών στη ΝΔ, καθώς η Κουμουνδούρου αναγνωρίζει την αδυναμία της στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Όσον αφορά στις αυτοδιοικητικές εκλογές, πάντως, ο ΣΥΡΙΖΑ προβληματίζεται ιδιαιτέρως για τους μεγάλους δήμους, καθώς γνωρίζει ότι αν δεν πάρει κανέναν θα βρεθεί σε κατάσταση αδυναμίας.

Σχετικά με τον χρόνο των εθνικών εκλογών, το δίλημμα εξακολουθεί να είναι το εξής: από τη μια φοβούνται ότι αν προηγηθούν οι ευρωεκλογές και η ΝΔ νικήσει με μεγάλη διαφορά κινδυνεύουν να πάνε στις εθνικές εκλογές ως ηττημένοι, αλλά, από την άλλη, κανείς τους δεν θέλει να χαθεί ούτε μία μέρα εξουσίας.

Εν τω μεταξύ, πλησιάζει η μέρα που θα έρθει η Συμφωνία των Πρεσπών στην Αθήνα για να επικυρωθεί και από την ελληνική Βουλή, με τον «εξαφανισμένο» Πάνο Καμμένο να πρέπει να αποφασίσει τι θα κάνει. Αν αποσύρει τους υπουργούς του, όπως έχει πει, ο Τσίπρας σκοπεύει να προχωρήσει σε νέο ανασχηματισμό κι αυτό είναι κάτι που θα τον βόλευε, αλλά σε κάθε περίπτωση στο Μαξίμου δηλώνουν βέβαιοι ότι δεν κινδυνεύουν από τον Πάνο Καμμένο και ότι όλα είναι υπό έλεγχο, καθώς ο χρόνος των εκλογών θα αποφασιστεί αποκλειστικά από τον Αλέξη Τσίπρα.

από το «https://www.lifo.gr/»

 

 

Αφήστε ένα σχόλιο