Ο Μακιαβέλι και τα «κίτρινα γιλέκα»

Ο Μακιαβέλι και τα «κίτρινα γιλέκα»


του Γιάννη Σιώτου*

Τις τελευταίες εβδομάδες τα «γιλέκα» των γαλλικών δρόμων πλημμύρισαν τις τηλεοπτικές οθόνες και το κίτρινο μετατράπηκε σε χρώμα της διαμαρτυρίας. Κάπως έτσι τα «κίτρινα γιλέκα» προβλήθηκαν ως συνεχιστές των δράσεων διαμαρτυρίας της τελευταίας δεκαετίας, χωρίς όμως κανένας να μπορεί να δώσει απάντηση σε ένα καίριο ερώτημα: Είναι κίνημα ή δράση περιορισμένης διάρκειας και «ειδικού σκοπού»;

Τα κινήματα διαμαρτυρίας (το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, το Occupy Wall Street, το κίνημα των πλατειών κ.ά.) της τελευταίας δεκαετίας αποδείχθηκε ότι είχαν τη δυναμική της φωτοβολίδας. Φουριόζικα στην αρχή, γιγαντώθηκαν τόσο γρήγορα όσο και διαλύθηκαν, χωρίς να καταφέρουν να εμποδίσουν τους ηγέτες των ΗΠΑ και της Ε.Ε. να εφαρμόσουν τις πολιτικές εκείνες που είχαν προκαλέσει τη μαζική αντίδραση.

Και κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα με τον Τραμπ, τον Σαλβίνι, τη Λεπέν και κάμποσους άλλους ακροδεξιούς, ως γνήσιους σφετεριστές, να έχουν κεφαλαιοποιήσει την αγανάκτηση που προκαλεί η κραυγαλέα ανισότητα. Οταν στους γαλλικούς δρόμους εμφανίστηκαν οι άνθρωποι με τα γιλέκα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είδαν στο κίτρινο την ελπίδα.

Η αλήθεια είναι ότι σήμερα γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα για τα «κίτρινα γιλέκα». Το μόνο δεδομένο που υπάρχει είναι ότι διαδηλώνουν ενάντια στην υπερφορολόγηση.

Αυτό διευκολύνει να εμφανιστούν ως εκφραστές διαμαρτυρίας της μεσαίας τάξης και ειδικότερα του χαμηλότερου εισοδηματικά τμήματός της που έχει υποστεί τη μεγαλύτερη εισοδηματική συρρίκνωση στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.

Ανθρωποι δηλαδή που, μέσω της φορολογίας, της μείωσης των δημόσιων δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα και της αποδυνάμωσης των ελεγκτικών μηχανισμών που εξασφάλιζαν μια ισορροπημένη σχέση μεταξύ του κόσμου της εργασίας και των επιχειρήσεων, είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται και τις προοπτικές για το αύριο να αποδυναμώνονται.

Υπό αυτή τη σκοπιά θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι τα «κίτρινα γιλέκα» υπερασπίζονται αυτό που ο George Packer, συντάκτης στο περιοδικό The New Yorker, είχε αποκαλέσει «Δημοκρατία της Μεσαίας Τάξης». Αυτή η δημοκρατία σήμερα απειλείται καθώς, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, οι πολιτικές που εφαρμόζονται με θαυμαστή συνέπεια και αξιοθαύμαστη συνέχεια από την εποχή του Ρίγκαν μέχρι σήμερα στοχεύουν στην οικονομική και πολιτική περιθωριοποίηση ενός σημαντικού μέρους της άλλοτε κραταιάς μεσαίας τάξης.

Ετσι ακυρώνεται το άγραφο κοινωνικό συμβόλαιο που είχαν συνάψει οι ηγεσίες της Δύσης μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με τον κόσμο της εργασίας, των επιχειρήσεων και της πολιτικής και το οποίο είχε στόχο να εξασφαλίσει τα κέρδη της οικονομικής ανάπτυξης με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ικανοποιημένοι τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι επιχειρηματίες. Φυσικά, η ανισότητα εξακολουθούσε να υπάρχει, αλλά κάθε κυβερνήτης δρούσε έχοντας κατά νου τη μεσαία τάξη.

Σε αυτό το «συμβόλαιο», η εργατική νομοθεσία επιτύγχανε την ισορροπία ισχύος μεταξύ εργατών και εργοδοσίας. Η φορολογική νομοθεσία περιόριζε το ποσό πλούτου που μπορούσε να συγκεντρωθεί σε ιδιωτικά χέρια και δυσχέραινε τη διαμόρφωση μιας κληρονομικής πλουτοκρατίας. Τέλος, οι ελεγκτικοί θεσμοί προικίστηκαν με όση ισχύ ήταν απαραίτητη ώστε να αποτρέπονται οι κερδοσκοπικές φούσκες. Από την εποχή του Ρίγκαν όμως, όλες αυτές οι «δεσμεύσεις» ανατράπηκαν.

Συστηματικά και μεθοδευμένα. Η φορολογική πολιτική λειτουργεί υπέρ των ελίτ. Η εργατική νομοθεσία μετατράπηκε από μέσο προάσπισης των αδυνάτων σε εργαλείο μεγιστοποίησης των κερδών. Και οι ρυθμιστικές αρχές αποδυναμώθηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε ο χρηματοπιστωτικός και ο χρηματιστηριακός τομέας να επιβάλλουν τις απαιτήσεις τους, όσο παράλογες και απάνθρωπες κι αν είναι αυτές. Αποτέλεσμα;

Οι κερδοσκοπικές φούσκες να διαδέχονται η μία την άλλη, ενώ μεταξύ της Μεγάλης Υφεσης και της εποχής Ρίγκαν δεν υπήρξε ούτε μία συστημική οικονομική κρίση. Ετσι, με τη μονομερή κατάργηση των βασικών όρων αυτού του συμβολαίου, η μεσαία τάξη τέθηκε υπό διωγμόν.

Σε μια τέτοια ιστορικού χαρακτήρα προσέγγιση, το «μοντέλο Μακρόν» αντιπροσωπεύει το κλασικό δείγμα εξέλιξης του «σύγχρονου» ηγέτη. Μέλος της γαλλικής ελίτ, μελετητής του Μακιαβέλι και του Χέγκελ, στέλεχος στην ιδιωτική τράπεζα Ρότσιλντ. Ο ιδανικός «υλοτόμος» για να πριονίσει τη «δημοκρατία της μεσαίας τάξης». Υπερασπιστής των ελίτ με την ίδια προσήλωση των προκατόχων του, αλλά με απροκάλυπτη κυνικότητα.

Διότι ο κ. Μακρόν σε αυτό που διαφέρει από τον Σαρκοζί και τον Ολάντ είναι στον κυνισμό. Απόδειξη, τα στοιχεία έρευνας της γαλλικής Oxfam σύμφωνα με την οποία το 67,4% των κερδών των εταιρειών του χρηματιστηριακού δείκτη CAC40 διατέθηκαν στους μετόχους, ενώ οι μισθοί των εργαζομένων αυξάνονταν οριακά. Ταυτόχρονα, οι αμοιβές των επικεφαλής έφτασαν να είναι 119 φορές μεγαλύτερες από εκείνες του μέσου εργαζόμενου σε αυτές.

Τα ΜΜΕ και τα συστημικά κόμματα έσπευσαν να δώσουν ταυτότητα στα «κίτρινα γιλέκα». Αλλά, η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν γνωρίζει για πόσο καιρό το «κίτρινο» θα χρωματίζει τη διαμαρτυρία, ούτε αν τελικά τα «γιλέκα» στοχεύουν από υπερασπιστές των ρεζερβουάρ να μετατραπούν σε υπερασπιστές της «Δημοκρατίας της Μεσαίας Τάξης».

*Ο Γιάννης Σιώτος είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας

από το «https://www.efsyn.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο