Μνημόνιο: Δεν θα προφέρεται αλλά θα εφαρμόζεται

Μνημόνιο: Δεν θα προφέρεται αλλά θα εφαρμόζεται


της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη

Τον τελευταίο καιρό, ένα κάποιο τμήμα του ελληνικού λαού, εξουθενωμένο από τα καθημερινά και άλυτα προβλήματά του, αφέθηκε ενσυνείδητα να περιπλανηθεί μέσα στα ονειρικά μονοπάτια δύο μαγευτικών παραμυθιών. Οι τίτλοι τους ήταν 1) Η «καθαρή έξοδος» από τα Μνημόνια, και 2) Το «αναπτυξιακό σχέδιο». Δυστυχώς, για εμάς τους ανθρώπους, τα όνειρα και τα παραμύθια τελειώνουν απότομα. Η αφύπνιση είναι πάντα οδυνηρή.

Η έξοδος από τα Μνημόνια, έστω και όταν αυτά δεν φέρουν πια αύξοντα αριθμό, είναι εκ των πραγμάτων, απλώς, αδύνατη. Και τούτο διότι, πρώτον το ελληνικό χρέος έχει χαρακτηριστεί από το ΔΝΤ ως «εξαιρετικά μη βιώσιμο«, όπως άλλωστε είναι, και έκτοτε αυτό έχει εξακολουθήσει την αναρρίχησή του, ως ποσοστό στο ΑΕΠ, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο αυτόν τον «εξαιρετικά μη βιώσιμο» χαρακτήρα του.

Διότι δεύτερον, η επιτήρηση από τους δανειστές είναι αναπότρεπτη, μέχρι να ξεπληρωθεί από την Ελλάδα το 75% του χρέους, δηλαδή εσαεί, δεδομένου ότι επί οκτώ χρόνια, όχι μόνο δεν ξεπληρώθηκε ίχνος του τεραστίων διαστάσεων αυτού χρέους, αλλά επιπλέον αυξήθηκε ο όγκος των υποχρεώσεών μας, ως προς αυτό: από 130% στο ΑΕΠ πριν από την κρίση, είναι τώρα αντίστοιχα 190%.

Θα μπορούσαμε, βέβαια, να εξακολουθήσουμε να βαυκαλιζόμαστε με ένα άλλο μύθευμα: την ελάφρυνση του χρέους. Αλλά, νομίζω, ότι αυτό το αφήγημα έχει ξεθωριάσει ακόμη και για όσους αρχικά το πίστεψαν, επειδή, απλώς, δεν ερμήνευσαν σωστά την απαρέγκλιτη γερμανική απόφαση, αυτή να μη συμβεί ποτέ. Τα Μνημόνια ήταν ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα, διότι:

• Καταστρέψανε την ελληνική οικονομία και κοινωνία, με την απληστία των δανειστών να αρπάξουν το γρηγορότερο και με οποιαδήποτε μεθόδευση, τα όσα χρωστούσαμε (και όχι μόνο, αλλά και πολλαπλάσια αυτών), όχι μέσα από ανάπτυξη της οικονομίας, αλλά μέσω αφαίμαξης κάθε αναπτυξιακής της δυνατότητας.

• Νοιάστηκαν αποκλειστικά και μόνο να επιτύχουν τη δημοσιονομική ισορροπία, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι δανειστές, και αδιαφόρησαν προκλητικά για τον καταποντισμό της πραγματικής οικονομίας και του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων. Απλώς, να παρατηρήσω ότι στην Ισλανδία έγινε το ακριβώς αντίθετο και, φυσικά, πολύ πιο ανθρώπινο.

• Με την πάροδο του χρόνου, οι απαιτήσεις των δανειστών έγιναν απροκάλυπτα νεοαποικιοκρατικές, ξεφεύγοντας εντελώς από τις προδιαγραφές της αλληλεγγύης και της συνοχής μιας οιονεί ενωμένης Ευρώπης. Τα σπίτια των φτωχών, οι καταθέσεις και το σύνολο του πλούτου της χώρας μας εξουσιάζονται, χωρίς έλεος, από τους εταίρους μας. Και το χειρότερο, τα εθνικά μας θέματα, όπως φαίνεται, άρχισαν να αποτελούν αντικείμενο εκβιασμού και συναλλαγής.

Παράλληλα, από την αρχή της ελληνικής τραγωδίας, οι εταίροι/δανειστές έσπευδαν να προσφέρουν βοήθεια στους δικούς μας κυβερνήτες, κάθε φορά που εμφανίζονταν ανυπέρβλητες δυσκολίες, και που έτσι κινδύνευαν τα συμφέροντά τους. Φέρνω ως παράδειγμα την έξωθεν και αποφασιστική βοήθεια, που έλαβε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, για να μεταλλαχτεί το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος του 2015 σε ΝΑΙ.

Για λιγότερο σοβαρό θέμα, φαίνεται επίσης ότι από κοινού με τους εταίρους μας αποφασίστηκε να μην ονομαστεί, επίσημα, 4ο Μνημόνιο, αυτό που θα ισχύσει μετά το τέλος του 3ου. Έτσι με αυτό τον τρόπο να αποφευχθούν, κατά το δυνατόν, αντιδράσεις του εξουθενωμένου λαού, που ποτέ δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί η έκβασή τους. Ωστόσο, δεν διαφεύγει κανενός το γεγονός ότι ένα νέο Μνημόνιο, πιο απάνθρωπο, πιο εξαθλιωτικό και πιο μακροχρόνια καταστρεπτικό, από τα προηγούμενα, έχει ήδη σφίξει το βρόγχο γύρω από το λαιμό μας.

Η κόλαση της δήθεν «καθαρής εξόδου»

Αυτό το νέο Μνημόνιο, χωρίς αριθμό, εκτός απροόπτου, θα έχει αγριότερες συνέπειες για την Ελλάδα, από τα τρία προηγούμενα, και τούτο πριν από όλα, διότι είναι η χαριστική βολή εναντίον ενός λαού που έχει ήδη αγγίξει τα όριά του, και μιας οικονομίας, η οποία χαροπαλεύει. Από τους πολυάριθμους λόγους, στη βάση αυτής της διαπίστωσης, θα αναφερθώ, αμέσως στη συνέχεια, σε μερικούς από αυτούς, όπως είναι:

1) Η υποχρέωση επίτευξης, ως το 2022, ενός υπέρογκου πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5%, και μετά ως το 2060, ύψους 2%. Τα πλεονάσματα αυτά θα αφαιρεθούν μέσα από ένα ΑΕΠ, που σε πείσμα των συνεχών ενθουσιωδών κυβερνητικών προβλέψεων παραμένει, ουσιαστικά, καθηλωμένο, και κάτω από ρυθμό μεγέθυνσης του 1.4% (αν δεν ξαναγυρίσει σε αρνητικούς ρυθμούς, που θεωρώ πολύ πιθανούς).

Να προσθέσω ότι η διαβεβαίωση, προς τους δανειστές, ότι «αυτό το εγκληματικό πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί, πάντως, να επιτευχθεί» στερείται παντελώς περιεχομένου. Απλώς, διότι με τις απάνθρωπες πρακτικές που ακολουθούνται, το πρωτογενές πλεόνασμα θα μπορούσε να είναι διπλάσιο ή και τριπλάσιο. Ο ορισμός του ύψους του, κάτω από τις ελληνικές συνθήκες, εξαρτάται από τον αριθμό των πολιτών που αποφασίζεται εκάστοτε να καρατομηθούν (εξυπακούεται ότι η «καρατόμηση» έχει πολυσχιδείς εκφάνσεις).

Προς το χειρότερο

2) Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, σε πείσμα των εξωπραγματικών κυβερνητικών εξαγγελιών, οδεύει δυστυχώς, ακάθεκτη προς το χειρότερο και όχι προς το καλύτερο, ανεξαρτήτως του ότι και στο αφήγημα αυτό συμμετέχουν και πάλι οι εταίροι μας. Αυτό είναι προφανές, διότι διαφορετικά θα όφειλαν να εξηγήσουν πως συνέβη αυτή η καθολική συμφορά, ενώ οι ίδιοι ήρθαν να μας «διασώσουν».

Αλλά, πως και από πού να πάει καλύτερα η ελληνική οικονομία, όταν στα οκτώ αυτά χρόνια εφαρμογής των «προγραμμάτων σωτηρίας μας», χάθηκε το 27% του ΑΕΠ, όταν τα ατομικά εισοδήματα συρρικνώνονται κάτω από το βάρος μιας εντελώς παρανοϊκής φορολογίας. Όταν καλπάζει η ανεργία, ή οποία φυσικά δεν μειώνεται, αλλά μεταβάλλει μορφή καθώς η πλήρης απασχόληση έχει παραχωρήσει τη θέση της, κατά 70%, σε μορφές απασχόλησης ανασφαλείς και σε αμοιβές γύρω στα 400 ευρώ και καθώς 600.000 περίπου νέοι έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό; Όταν οι επενδύσεις δημόσιες και ιδιωτικές χειμάζουν, και όταν η απόλυτη ανασφάλεια για το αύριο κυριαρχεί;

Η κορυφαία απόδειξη της συνεχιζόμενης επιδείνωσης της οικονομίας απεικονίζεται στο απελπιστικά χαμηλό ποσό, που η μέση ελληνική οικογένεια δαπανά στα super-markets το μήνα για να επιβιώσει. Ω, ναι, υπάρχει βελτίωση! Από 274 ευρώ πέρυσι, αυξήθηκε φέτος σε 278 ευρώ! Αν δεν πρόκειται για στατιστικό λάθος, η «βελτίωση» αυτή μπορεί να οφείλεται μόνο στον τουρισμό. Και η δεύτερη βροντερή απόδειξη εμβάθυνσης της εξαθλίωσης είναι το γεγονός ότι το 40% των συνταξιούχων επιβιώνει με 372 ευρώ το μήνα, ενώ το 30% των απασχολούμενων υποχρεώνεται να «τα βγάζει πέρα» με μέσο μισθό 383 ευρώ. Επιπλέον, έχει επέλθει ριζική μείωση των δημοσίων δαπανών, για υγεία και παιδεία, με αποτέλεσμα να θίγονται, κυρίως, οι κοινωνικά ασθενέστερες τάξεις. 1,9 δισεκατομμύρια είναι τα νέα χρέη προς το Δημόσιο, τα οποία οι οφειλέτες αδυνατούν να καταβάλουν. Αυτά ως τώρα.

Από τις αρχές, ωστόσο, του προσεχούς έτους, η κατάσταση στην Ελλάδα θα επιδεινωθεί παταγωδώς, καθώς οι ήδη γλίσχρες συντάξεις προβλέπεται ότι θα μειωθούν κατακόρυφα. Πιθανότατα θα εφαρμοστεί η μείωση του αφορολόγητου, θα καταργηθεί η ειδική μεταχείριση του ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου και θα προστεθεί και οποιοδήποτε άλλο μέτρο απαιτήσουν οι εταίροι μας ως «απαραίτητο», για τη διασφάλιση των συμφερόντων τους.

«Υπερηφάνως» στις αγορές

3) Στο μεταξύ, οι δανειστές εμφανίζονται ιδιαίτερα ανυπόμονοι και με τις «ιδιωτικοποιήσεις» (βλ. γενικό ξεπούλημα). Κατά το διάστημα της υποτιθέμενης καθαρής εξόδου από τα Μνημόνια, η χώρα θα πιέζεται αφόρητα να ολοκληρώνει με ταχείς ρυθμούς τη μεταβίβαση της δημόσιας περιουσίας προς τους δανειστές.

4) Η επιτήρηση, στα χρόνια της δήθεν «καθαρής εξόδου» από τα Μνημόνια, θα είναι δρακόντεια. Δεν θα ομιλούμε περί Μνημονίων, αλλά θα συνθλιβόμαστε από αυτά. Θα υποκύπτουμε σε αυτά, θα εξαθλιωνόμαστε εξαιτίας τους, θα φθίνουμε με αυτά. Πολύ χειρότερα από τα οκτώ προηγούμενα χρόνια, γιατί η οικονομία και ο λαός είναι πια χωρίς αντοχές.

5) Στο μεταξύ, εμείς, θα βγαίνουμε «υπερηφάνως» στις αγορές, οι οποίες μας αναμένουν με ανοικτές αγκαλιές. Και διερωτώμαι, αλήθεια, τι θα ωθήσει αυτές τις αγορές, από τώρα και στη συνέχεια, να μας φερθούν καλύτερα (να μας μαδήσουν δηλαδή λιγότερο) από ότι το 2010; Δεδομένου ότι δυστυχώς η κατάσταση της οικονομίας μας είναι τώρα τρισχειρότερη από τότε, το χρέος μας συντριπτικά υψηλότερο από τότε, ο ρυθμός ανάπτυξης ανύπαρκτος (ενώ πριν την κρίση ταχύτατος), η ανεργία μας τώρα η υψηλότερη της Ευρώπης, και η παραγωγική ικανότητα της οικονομίας μας αδιόρατη. Χάρη στα υψηλά επιτόκια, που αρχικά επιβλήθηκαν αλύπητα στην Ελλάδα, πριν μειωθούν πρόσφατα, εκτιμάται ότι η Γερμανία αποκόμισε κέρδη ύψους 3,4 δισεκατομμυρίων ευρώ από τα ελληνικά ομόλογα.

Εκτός από την πολύ δυσμενέστερη κατάσταση της οικονομίας μας τώρα, σε σχέση με την αντίστοιχη στην αρχή της κρίσης, θα χρειαστεί, εν γνώσει μας και με δική μας επιλογή, να επανέλθουμε σε πολύ υψηλότερα επιτόκια από αυτά των τελευταίων ετών. Τα οποία κινδυνεύουν να γίνουν ανεξέλεγκτα, αν η παγκόσμια οικονομία επιδεινωθεί (που ήδη ο ρυθμός της, που ήταν 3,8% το 2017 έχει συρρικνωθεί επικίνδυνα), αν το υπερβολικό παγκόσμιο χρέος καταλήξει σε κρίση, και αν η ΕΕ ταρακουνηθεί από τις αποφάσεις και ενέργειες της νέας ιταλικής Κυβέρνησης. Συμπερασματικά, με τη δήθεν «καθαρή έξοδο από τα Μνημόνια» ανοίγουν διάπλατες οι πύλες της Κόλασης, για την Ελλάδα.

Και…το «αναπτυξιακό σχέδιο»

Η ανάπτυξη ήταν από την αρχή της ελληνικής κρίσης, και παραμένει ως η μοναδική ελπίδα επιβίωσης της χώρας. Αλλά, ωστόσο, με τις τρέχουσες και τις μελλοντικές συνθήκες της ελληνικής οικονομίας, χρειάζεται απεριόριστο θάρρος και πλήρης αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα, για να καταστρώσει κανείς ένα αναπτυξιακό σχέδιο. Και τούτο, διότι το πρώτο που οφείλει να απαντηθεί μέσα από ένα τέτοιο σχέδιο είναι το από πού αναμένεται να έρθει αυτή η ανάπτυξη.

Οι μακροοικονομολόγοι γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει θεωρία ανάπτυξης, και ότι η έναρξη και η συνέχισή της δεν υπόκειται σε κανόνες, που μπορεί να επαναλαμβάνονται και να μεταφυτεύονται από οικονομία σε οικονομία. Ωστόσο, υπάρχει γενική παραδοχή, ότι η έναρξη της ανάπτυξης αδυνατεί να συμβεί σε οικονομία με χρόνια κατάσταση αντιπληθωρισμού. Ότι επίσης η εφαρμογή λιτότητας αποκλείει την έλευσή της, ότι η ανάπτυξη κατεστραμμένης οικονομίας (όπως η ελληνική, εξαιτίας των Μνημονίων) απαιτεί καταρχήν τεράστια ποσά επενδύσεων, τα οποία να ριχτούν απότομα και όχι σταδιακά. Σημειώνεται ότι ο σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών είχε προσδιορίσει, πριν κάποιο καιρό, αυτό το απαραίτητο ποσό σε 100 δισεκατομμύρια ευρώ, το οποίο κρίνω ανεπαρκές.

Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων (αν, βέβαια, πρόκειται για επενδυτές και όχι για άρπαγες του δημόσιου πλούτου) απαιτεί την ικανοποίηση πλήθους κριτηρίων που δεν υπάρχουν στην περίπτωσή μας, και επιπλέον η προτίμησή τους στρέφεται γενικώς, προς προηγμένες οικονομίες και προς πολύ δυναμικές αναδυόμενες-βλέπε Κίνα. Να την περιμένουμε, λοιπόν, την ανάπτυξη, και γιατί όχι, να καταστρώνουμε και «αναπτυξιακά σχέδια» μακροχρόνια, αν αυτό μας διασκεδάζει. Αλλά ωστόσο να συνειδητοποιούμε ότι με τις παρούσες συνθήκες και τις πολύ-πολύ μακροχρόνιες μελλοντικές (αν δεν υπάρξουν κοσμοϊστορικές μεταβολές), όλα αυτά κινούνται στο χώρο των ονείρων και των ευχολογίων.

Δεν πετάει ο γάιδαρος

Το ελληνικό πρόβλημα δεν λύνεται δυστυχώς με την προσφυγή σε αλλαγή κυβερνήσεων. Όσες κυβερνήσεις και αν αλλάξει αυτή η χώρα, αν παραμείνει σε Μνημόνια με ή χωρίς αριθμό, είναι χαμένη για πολλές δεκαετίες. Και όχι απλώς οικονομικά, αλλά και εθνικά, εφόσον θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι οι εκβιασμοί για τα εθνικά μας θέματα, που έχουν ήδη αρχίσει θα συνεχιστούν εντονότερα, με βάση το χρέος. Η μόνη ορθολογική και ευνοϊκή, για την Ελλάδα, πρόταση στο διάστημα αυτών των οκτώ ετών, έγινε από τους μοναδικούς μας φίλους τους Γάλλους αλλά, όπως θα έπρεπε να αναμένεται, απορρίφθηκε από τους υπολοίπους. Αναφέρομαι στη σύνδεση των ελληνικών υποχρεώσεων εξυπηρέτησης του χρέους με την ανάπτυξη.

Οι αποκαλούμενες, υποτιμητικά, λαϊκίστικες κυβερνήσεις κατακλύζουν, κυριολεκτικά, η μία μετά την άλλη, την Ευρώπη. Αξίζει τον κόπο, ο καθένας μας, να μην επαφίεται στις εύκολες κριτικές εναντίον τους, που είναι κατανοητό να προέρχονται από τους πανικόβλητους παραδοσιακούς πολιτικούς, αλλά να προσπαθήσει να αποκτήσει δική του αντικειμενική κρίση για αυτές, και κυρίως για τα μέχρι τώρα αποτελέσματά τους, που είναι περισσότερο από ικανοποιητικά για τους πολίτες τους.

Όσοι από εμάς δεν συμφωνούν με την πορεία της ελληνικής οικονομίας, και όχι μόνο, αλλά και των εθνικών θεμάτων, χαρακτηρίζονται με ασύγγνωστη ευκολία, ως ετερόκλητοι, φασίστες ή προδότες. Επειδή, δηλαδή αρνούνται να δεχθούν ότι «πετάει ο γάιδαρος». Η Ισλανδία τόλμησε να αντιταχθεί στην ΕΕ. Πέρασε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Αλλά, τώρα, το κατά κεφαλή της εισόδημα είναι μεταξύ των υψηλότερων της υφηλίου, η ανεργία της είναι αυτή, που συνυπάρχει με πλήρη απασχόληση και βαδίζει προς το μέλλον με αισιοδοξία.

Στην Ευρώπη, αντιτάχθηκαν και άλλες οικονομίες στην ευρωπαϊκή πολιτική: Αυστρία, Νορβηγία, Ουγγαρία, Τσεχία, Πολωνία, Ρουμανία και, πρόσφατα, Ιταλία. Δεν είναι κακό για μια οικονομία να αναγνωρίσει ότι οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές πολιτικής είναι ακατάλληλες για την περίπτωσή της. Κακό είναι να εξακολουθήσει να εφαρμόζει πολιτικές που, εν γνώσει της, την εξουθενώνουν.

από το «https://slpress.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο