Από τον Αντιαμερικανισμό στη Συρρίκνωση του Γεωπολιτικού Αισθητηρίου των Ελλήνων

Από τον Αντιαμερικανισμό στη Συρρίκνωση του Γεωπολιτικού Αισθητηρίου των Ελλήνων

του Γιώργου Ρακκά*

Την επίσκεψη Τσίπρα στην Ουάσιγκτον διαδέχθηκαν τυμπανο-κρουσίες από την πλευρά του φιλοκυβερνητικού στρατοπέδου και πανηγυρισμοί για την υποτιθέμενη ένταξη της Ελλάδας στον «άξονα των ισχυρών», δηλαδή στο μπλοκ ΗΠΑ-Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας.
Είναι γνωστή στις Διεθνείς Σχέσεις, και συζητείται ακαδημαϊκά και δημοσιογραφικά η αντιπαράθεση μεταξύ δυο σχολών, των «ρεαλιστών» και των «ιδεαλιστών», που χονδρικώς ερίζουν για την προτεραιότητα της πολιτικής επί της ισχύος ή επί των αρχών, μια αντιπαράθεση που κλιμακώθηκε έντονα κατά την πρώτη δεκαετία μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Το παράδοξο με τα τελευταία πυροτεχνήματα πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στις ΗΠΑ έγκειται στο γεγονός ότι παρουσιάζουν μεγάλα ελλείμματα τόσο από την σκοπιά του «ιδεαλισμού» όσο και από εκείνην του «ρεαλισμού». Χαρακτηρίζονται από προβλήματα ταυτόχρονα αναφορικά επί των αρχών, και επί της ανάγνωσης των συσχετισμών στο πεδίο της ισχύος.
Πρώτον. Ο αμερικάνικος-εβραϊκός-σαουδικός άξονας δεν είναι τόσο ισχυρός όσο προβάλλουν οι πάλαι… φιλοπαλαιστίνιοι αντιαμερικάνοι: Έχει απωλέσει προς το παρόν την πρωτοβουλία στην Συρία, την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ βιώνουν ένα ακόμα ζενίθ αντιδημοφιλίας στην Ευρώπη, περιθωριοποιούνται στην κεντρική και νοτιοανατολική Ασία, δείχνουν σημάδια επικίνδυνης εσωστρέφειας καθώς η αμερικάνικη κοινωνία εμφανίζεται επικίνδυνα διχασμένη και θρυμματισμένη.
Τέλος, προβάλει ως παραγωγική ανασυγκρότηση την περαιτέρω… στρατιωτικοποίηση, και φλερτάρει με την κλιμάκωση της έντασης τόσο έναντι του Ιράν, όσο και έναντι της Βόρειας Κορέας, όπως δείχνει η προϊούσα πολιτική κρίση του Λιβάνου, και η σκλήρυνση της ρητορικής Τραμπ έναντι του Κιμ.
Καθώς η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στην διακεκαυμένη ζώνη, δεν μπορούμε να εκτεθούμε ως ενεργοί πρωταγωνιστές σεναρίων περαιτέρω κλιμάκωσης, επαναφοράς του Ψυχρού Πολέμου και όξυνσης των πολιτιστικών συγκρούσεων.
Όλα τούτα καθιστούν εξόχως προβληματική την «αμερικανο-σιωνιστική» μονομέρεια που τείνει να επιδεικνύει εσχάτως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ: Ζούμε σ’ ένα μεταίχμιο μετάβασης από την μονοπολική παγκοσμιοποίηση σ’ έναν πολυπολικό κόσμο, σε μια συγκυρία που λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής αστάθειας και συγκρούσεων. Σε αυτό το ταραγμένο τοπίο, μια οικονομικά και πολιτικά «αδύναμη» χώρα των συνόρων, όπως είναι η δικιά μας δεν θα έπρεπε να εκτίθεται στην αιχμή καμίας αντιπαράθεσης: Καθώς η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στην διακεκαυμένη ζώνη, δεν μπορούμε να εκτεθούμε ως ενεργοί πρωταγωνιστές σεναρίων περαιτέρω κλιμάκωσης, επαναφοράς του Ψυχρού Πολέμου και όξυνσης των πολιτιστικών συγκρούσεων. Αν κάνουμε κάτι τέτοιο, αυξάνουμε τις πιθανότητες αντιποίνων από την ρώσικη επιρροή στα Βαλκάνια, από τον ισλαμικό ριζοσπαστισμό που σαφώς διατηρεί έρεισμα στις πληθυσμιακές μετακινήσεις που διέρχονται από την χώρα και συχνά αποκλείονται εδώ, ενώ την ίδια στιγμή, επιτρέπουμε στις ΗΠΑ να μας χρησιμοποιήσει ως «ανταλλάξιμο διπλωματικό χαρτί», σε ό,τι αφορά στα ζητήματα του Αιγαίου, της Κύπρου, της Θράκης, στο πλαίσιο της δυναμικής επαναδιευθέτησης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Η επίτευξη ισχυρής εσωτερικής συναίνεσης γύρω από μια εθνική στρατηγική βάθους, η επιμονή στην πολυκεντρικότητα, επιδιώκοντας σχέσεις με τους πολλαπλούς πόλους ισχύος που τείνουν πλέον να εγκαθιδρυθούν, και η αναβάθμιση της ελληνικής αξιοπιστίας, που θα πρέπει να πείσει τις άλλες χώρες ότι είναι σε θέση να ακολουθήσει σταθερά μια ρεαλιστική στρατηγική αρχών αποτελούν τα στοιχεία που θα μας βοηθήσουν ώστε να ελαχιστοποιήσουμε τους μεγάλους κινδύνους που αντιμετωπίζει η χώρα.
Και εδώ ερχόμαστε στο ηθικό-πολιτικό έλλειμμα που χαρακτηρίζει την ελληνική ηγεσία. Η αναβάθμιση της Ελλάδας σε «στρατηγικό καλοθελητή» της Αμερικής στην ευρύτερη περιοχή, διότι περί αυτού πρόκειται, αποτελεί μια ακόμα κωλοτούμπα -φράση που έχει καθιερωθεί διεθνώς πλέον ότι χαρακτηρίζει την στάση της ελληνικής ηγεσίας. Μια κίνηση που πολλαπλασιάζει έτσι τα πλήγματα στο κύρος της χώρας, καθιερώνοντάς την κατά κάποιο τρόπο ως «επαίτη διεθνών συμμαχιών» και κράτος «όπου φυσάει ο άνεμος», που τρέχει μια πίσω από τον Πούτιν, για να τον ανταλλάξει την μεθεπόμενη ημέρα με τον Τραμπ.
Και εδώ είναι το απίστευτο των φιλοκυβερνητικών πανηγυρισμών, καθώς σπεύδουν να δημιουργήσουν μια «μεταπραγματικότητα»: Μια συμπεριφορά που ανάγει την χώρα σε «στρατηγικό κλωτσοσκούφι», προς γενική χρήση μάλιστα, πλασάρεται επικοινωνιακά ως πολιτική μεγάλων οριζόντων.
Η συρρίκνωση του γεωπολιτικού αισθητηρίου των Ελλήνων.
Το πρόβλημα όμως έγκειται στο γιατί αυτό το γεγονός περνάει στα ψιλά, και δεν κινητοποιεί εναντίον του την κοινή γνώμη. Κι αυτό παρ’ όλο που κατά παράδοση η ελληνική κοινωνία εμφανίζονταν ως πλέον ευαίσθητη περί τα γεωπολιτικά. Το γεγονός δε ότι πάλαι αντιαμερικάνοι, μεταβληθήκαν σε διαπρύσιους κήρυκες της νέας ελληνοαμερικανικής συμμαχίας, δίχως να εισπράξουν κανένα πολιτικό κόστος, είναι ακόμα ένα τεκμήριο που καταδεικνύει ότι μια σοβαρή μεταβολή έχει επέλθει στην συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας.
Επιγραμματικά, δύο είναι οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό: Πρώτον, το κλίμα ακραίου οικονομισμού το οποίο επέβαλλαν από κοινού «μνημονιακοί» αλλά και η κυρίαρχη έκφραση των «αντιμνημονιακών», εθίζοντας μια ολόκληρη κοινωνία στο να απασχολείται αποκλειστικά με τους φόρους, τους μισθούς και τις συντάξεις, ξεχνώντας έτσι ότι η ελευθερία της δεν αποτελεί συνάρτηση μόνο του βιοτικού της επιπέδου, αλλά κυρίως της προσήλωσης με την οποία θα διεκδικήσει ευχέρεια και ελευθερία κινήσεων μέσα στο γεωπολιτικό της περιβάλλον.
Δεύτερον, το γεγονός ότι η μεθόδευση, και η μετέπειτα χρησιμοποίηση του δημοψηφίσματος από τον Αλέξη Τσίπρα, απαξίωσε εντελώς στα μάτια των Ελλήνων την έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας. Η μεγάλη ήττα του 2015, ο ευρωδιασυρμός μέσω του οποίου συντελέστηκε, καθώς οι μαθητευόμενοι λέοντες μεταβλήθηκαν εν μια νυκτί σε κουταβάκια των ίδιων διαμεσολαβητών που μέχρι πριν λίγο κατήγγειλαν με ζήλο, δημιούργησε σε μια ολόκληρη κοινωνία την αίσθηση ότι η χώρα είναι όντως κλωτσοσκούφι, ότι διατηρεί ηγεσίες «της πλάκας», ότι βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτης ανημποριάς: Γι’ αυτό πλέον η δημόσια συζήτηση διεξάγεται με όρους τύπου «ποιος θα μας αναλάβει», «ποιος θα μας προστατέψει» κ.ο.κ
Επιστρέψαμε έτσι στην εποχή των «κομμάτων προστασίας», όπου φιλοαμερικάνοι, φιλογερμανοί και φιλορώσοι ερίζουν για την επιλογή της προσφορότερης υποτέλειας.
Είναι μια πολύ βαθιά τομή, αυτή που συντελέστηκε με το φιάσκο του δημοψηφίσματος: Η υπονόμευση των αντιστασιακών αντανακλαστικών των Ελλήνων που επετεύχθη μέσω αυτής της ιστορίας, δεν αφορούσαν μόνο την εναντίωσή τους στα μνημόνια, αλλά στο σύνολο των ζητημάτων όπου κατά παράδοση αυτά ενεργοποιούνταν: Μεταξύ των οποίων και η εναντίωση σε κάθε έκφραση ιμπεριαλιστικής και επεκτατικής ισχύος, είτε αυτή είναι αμερικάνικη, είτε τουρκική, ισραηλινή κ.ο.κ.
Επιστρέψαμε έτσι στην εποχή των «κομμάτων προστασίας», όπου φιλοαμερικάνοι, φιλογερμανοί και φιλορώσοι ερίζουν για την επιλογή της προσφορότερης υποτέλειας. Πρόκειται για μια συγκυρία, στην οποία ένας λόγος σαν εκείνον της Ελληνικής Νομαρχίας του ανωνύμου του Έλληνα (1806), όπου ξόρκιζε τους συμπατριώτες του να μην περιμένουν την σωτηρία από κανέναν ξένον θα καταγγέλλονταν ως «ύποπτος λαϊκισμού». Ενώ η προβολή του Τραμπ από τους εν Ελλάδι όψιμους αμερικανιστές, σαν να είναι μια νέα παραλλαγή του πλούσιου Αμερικάνου θείου με τα δώρα, είναι, να φανταστούμε, υψηλή διπλωματία…
*Ο Γιώργος Ρακκάς είναι πολιτικός επιστήμονας, διδάκτωρ κοινωνιολογίας
από το «http://www.huffingtonpost.gr»

Αφήστε ένα σχόλιο