Περί Ασφαλιστικού και άλλων τινών…..

Περί Ασφαλιστικού και άλλων τινών…..

του Όθωνα Κουμαρέλλα

1. Εδώ και αρκετά χρόνια ήλθε στο προσκήνιο η συζήτηση για το ασφαλιστικό ζήτημα, τα μεγάλα ελλείμματα που έχουν δημιουργηθεί στα ταμεία των ασφαλισμένων και τους κινδύνους που εγκυμονεί η παράταση της εκκρεμότητας, να δοθούν λύσεις αξιόπιστες και συμβατές με τις γενικότερες κατευθύνσεις της Οικονομίας.

Οι Κυβερνήσεις νομοθετούν μέτρα που πλήττουν κυρίως τους οικονομικά ασθενέστερους, ή ακροβατούν μεταξύ της αναγκαιότητας ύπαρξης ενός κάποιου «Κράτους Πρόνοιας» και των πιέσεων για πλήρη κατάργησή του, ή έστω περιορισμού του στο κατώτερο δυνατό επίπεδο, από τις «νέες δυνάμεις της Οικονομίας – Αγοράς».

Η κυβέρνηση της Δεξιάς, τα τελευταία τέσσαρα περίπου χρόνια ανοίγει και κλείνει το θέμα βολιδοσκοπώντας τις αντιδράσεις και προετοιμάζοντας επί της ουσίας τη κοινή γνώμη, για νέες ρυθμίσεις και μέτρα που θα κινούνται στην κατεύθυνση περαιτέρω συρρίκνωσης των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Η τρέχουσα κινητικότητα γύρω από το θέμα και η επικείμενη κατάθεση του Ασφαλιστικού Νομοσχεδίου, μετά το πέρας ενός προσχηματικού εν πολλοίς διαλόγου, αποδεικνύει ότι επίκειται άμεσα σοβαρή μεταβολή και γι’ αυτό επιβάλλεται, η με απόλυτη σαφήνεια, τοποθέτηση όλων των πλευρών.

Μολονότι, η τοποθέτηση των κομμάτων της «παραδοσιακής», ή της «άλλης» Αριστεράς, είναι σε γενικές γραμμές γνωστή και επί της ουσίας αρνείται οποιαδήποτε μεταβολή στο Ασφαλιστικό Σύστημα που θα έθιγε κεκτημένα, στη πράξη έχει μικρή απήχηση, αφού η πολιτική τοποθέτηση του ΠΑ.Σ.Ο.Κ., (που αποτελεί ακόμα, στη κοινή συνείδηση, τον κύριο φορέα της Κεντροαριστεράς), στο καίριο αυτό ζήτημα κάθε άλλο παρά ξεκάθαρη είναι. Πέρα από γενικόλογες τοποθετήσεις περί προστασίας των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, μη αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, των ασφαλιστικών εισφορών και μη μείωσης των συντάξεων, η πολιτική που εφαρμόστηκε από τις κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. τα τελευταία χρόνια, μάλλον προς νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις κινούνταν, ενώ και οι μέχρι τώρα τοποθετήσεις διαφόρων στελεχών του Κινήματος, προς την ίδια κατεύθυνση δείχνουν, ή εν πάσει περιπτώσει σύγχυση δημιουργούν και δεν πείθουν για την ύπαρξη μιας, ουσιαστικά διαφορετικής, προσέγγισης, από εκείνη της Ν.Δ..

Ανεξάρτητα από τις σκοπιμότητες των πολιτικών και των κομμάτων, τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα εργοδοτών και εργαζομένων, τις αλήθειες και τα ψέματα, τις υπερβολές, τις υποσχέσεις και την ανασφάλεια που δημιουργεί, έτσι κι αλλιώς, η ανακίνηση της όλης συζήτησης για τους άμεσα ενδιαφερόμενους, δηλαδή τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, ο μόνος λόγος που υπάρχει για να ανοίξει ξανά το θέμα, είναι είτε στη κατεύθυνση της βελτίωσης της ποιότητας του συστήματος, δηλαδή με ποιο τρόπο, με την εφαρμογή ποιών πολιτικών και με την εξεύρεση και διάθεση ποιών πόρων, θα υπάρξει αναβάθμιση των προσφερομένων υπηρεσιών τόσο ποσοτικά όσο και κυρίως ποιοτικά σε όλο το εύρος των παρεχομένων υπηρεσιών από ένα σύγχρονο και λειτουργικό Ασφαλιστικό Σύστημα και ένα αποτελεσματικό Κράτος Πρόνοιας είτε στη σταδιακή συρρίκνωσή του, εάν κρίνεται ότι η εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων για τη λειτουργία του, αποτελεί ανασχετικό παράγοντα στην ανάπτυξη της ελεύθερης οικονομίας και της αγοράς.

Πρόκειται δηλαδή, όχι απλά για ένα τεχνοκρατικό πρόβλημα, που θα επιλυθεί μέσω «τεχνικών», περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένων, αλλά για ένα βαθύτατα πολιτικό ζήτημα, που αφορά άμεσα στη παραγωγή, τη συσσώρευση και τελικά στο τρόπο διανομής, ή αναδιανομής του πλούτου.

Είναι τελικά το βασικό αντικείμενο της ταξικής διαπάλης σήμερα, ανεξάρτητα εάν η κοινωνική διαστρωμάτωση τώρα πια, είναι περισσότερο πολύπλοκη και σύνθετη από παλιά και τα όρια μεταξύ των τάξεων αρκετά ασαφή, ώστε να δημιουργούνται συγχύσεις και λανθασμένες προσεγγίσεις.

Σύμφωνα με την φιλελεύθερη προσέγγιση, αποσιωπάται έντεχνα ο πολιτικός χαρακτήρας του προβλήματος και αναδεικνύονται, με κινδυνολογικό μάλιστα τρόπο, οι «τεχνικές» δυσκολίες στην ύπαρξη και λειτουργία ενός αποτελεσματικού και ποιοτικού Ασφαλιστικού συστήματος. Στην έκθεση της επιτροπής Σπράου, (εποχή ΠΑ.ΣΟ.Κ.), στην οποία εν πολλοίς στηρίζεται και η αντίστοιχη προσέγγιση της επιτροπής Αναλυτή, (εποχή Ν.Δ.), ο πυρήνας του προβλήματος είναι απλός: «ο αριθμός αυτών που πληρώνουν εισφορές θα περιορίζεται, ενώ ο αριθμός των συνταξιούχων θα αυξάνεται. Και το ερώτημα που τίθεται είναι πως θα βγούμε από το αδιέξοδο, του να δουλεύουμε λιγότεροι για να συνταξιοδοτούμε περισσότερους, ενώ θα συνταξιοδοτηθούμε από τις εισφορές ακόμη λιγότερων. Μπορεί η απάντηση και η λύση του προβλήματος να βρεθεί με το να δουλεύουμε περισσότερα χρόνια, να δίνουμε μεγαλύτερες εισφορές και στο τέλος να πάρουμε μικρότερη σύνταξη;»
Η έκταση των αλλαγών που απαιτούνται εξαρτάται από το μέγεθος του δημογραφικού προβλήματος και όχι από τον τρόπο χρηματοδότησης του συστήματος συντάξεων και στο πρόβλημα “εξ’ ορισμού” μπορούν να υπάρχουν τρεις αντιδράσεις σε συνδυασμό μεταξύ τους:
* Αύξηση εισφορών ή των εσόδων
* Μείωση της μέσης σύνταξης
* Περιορισμός του αριθμού των δικαιούχων.

Είναι εκπληκτική η ομοιότητα στις προσεγγίσεις και στις επιλογές των προτεινομένων λύσεων και γι’ αυτό είναι απολύτως κατανοητή η σύγχυση που έχει δημιουργηθεί στη κοινωνία, η περίπου μοιρολατρική αναμονή των εξελίξεων, αλλά και κυρίως, η εμπέδωση της πεποίθησης της απόλυτης ομοιότητας της «σοσιαλιστικής» με τη «συντηρητική» εκδοχή διακυβέρνησης, στον «μονόδρομο» της νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.[1]

2. Αν θέλουμε όμως να μιλήσουμε πράγματι για ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης, που θα εκπληρώνει τον σκοπό της ύπαρξής του, δεν μπορούμε παρά να το συνδέσουμε άμεσα με τα δύο άλλα μεγάλα ζητήματα που κυριαρχούν, δηλαδή το Εργασιακό ζήτημα και την Ανεργία.

Και τα τρία αυτά θέματα, Ασφαλιστικό – Εργασιακό – Ανεργία, είναι πλευρές του ιδίου, ενός και μόνου – πέραν της καταστροφής του περιβάλλοντος -, βασικού προβλήματος που ταλανίζει τις ανεπτυγμένες κοινωνίες τόσο στην Ευρώπη, όσο και αλλού, στη σημερινή «μεταβιομηχανική» και παγκοσμιοποιημένη εποχή, δηλαδή της εκρηκτικής αύξησης της παραγωγικότητας, που οφείλεται στην επανάσταση των νέων τεχνολογιών και την ενσωμάτωσή τους στη παραγωγική διαδικασία, μίας έκρηξης πραγματικά, που αδυνατεί να παρακολουθήσει η με πολύ αργότερους ρυθμούς αυξανόμενη σε μέγεθος και εξαρτώμενη άμεσα από τη δυνατότητα απορρόφησης της από τη ζήτηση, παραγωγή.

Δηλαδή, για τη παραγωγή ενός τεμαχίου κάποιου προϊόντος, ήταν απαραίτητη η εν σειρά, ή εν παραλλήλω, εργασία πολλών ανθρώπων, για πολύ μεγάλο χρόνο. Σήμερα, αρκεί ένα μόνο άτομο, ή σε κάθε περίπτωση, πολύ λιγότεροι εργαζόμενοι και ελάχιστος χρόνος. Π.χ. η αυτοκινητοβιομηχανία FIAT, ενώ τη δεκαετία του 1960, απασχολούσε πλέον των 100.000 εργαζομένων και παρήγαγε, ας πούμε, 1.000.000 οχήματα το χρόνο, τα οποία εύκολα μπορούσε να απορροφήσει η ζήτηση στην αγορά, σήμερα με την απασχόληση λιγότερων από τους μισούς εργαζόμενους, έχει δυνατότητα παραγωγής π.χ. 20.000.000 οχημάτων, με δυνατότητα απορρόφησης από την παγκόσμια αγορά, πολύ μικρότερου αριθμού.

Καμία αύξηση των επενδύσεων σε κανένα τομέα δεν σημαίνει αυτόματα και αντίστοιχη αύξηση των θέσεων εργασίας, αλλά και όπου αυτό συμβαίνει, δεν μπορεί να καλύψει τη τεράστια μείωση των απαραίτητων αντίστοιχων θέσεων, από την ολοένα και μεγαλύτερη ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στις αλυσίδες παραγωγής παντού.

Παρόλο ότι το φαινόμενο έχει περιγραφεί και αναλυθεί αρκετά, η επίσημη πολιτική και οικονομολογία αγνοεί συστηματικά τις πραγματικές επιπτώσεις του φαινομένου στην Οικονομία και κατά συνέπεια στην ίδια την εξέλιξη της ανθρώπινης Ιστορίας, δηλαδή ότι ουσιαστικά τα τελευταία λίγα χρόνια οδηγούμεθα αργά αλλά σταθερά, όχι όπως λέγεται απλά στη μεταβιομηχανική εποχή, αλλά σε μια νέα ενδιάμεση περίοδο στη ιστορία της ανθρωπότητας, που κύριο χαρακτηριστικό της είναι η κυοφορία της μετάβασης από την κοινωνία της Εργασίας στη κοινωνία του, όπως έχει αποκληθεί, Ελεύθερου Χρόνου.[2]

Η παγκοσμιοποίηση, αποτέλεσμα και αυτή της ραγδαίας τεχνολογικής ανάπτυξης και της εξάπλωσης των επικοινωνιών, μαζί με την επικράτηση της απόλυτης κεφαλαιοκρατικής θεώρησης των πραγμάτων και ενός μοναδικού πόλου – κέντρου πλανητικής οικονομικής και πολιτικής εξουσίας και ότι αυτή, καλό είτε κακό συνεπάγεται, έρχεται με τη σειρά της να ανακατανείμει και να διαμορφώσει μία νέα χωροταξία και σχέση μεταξύ των κέντρων λήψης αποφάσεων και της περιφέρειας που μετατρέπεται σταδιακά σε μία ευρεία ζώνη μετεγκατάστασης των παραγωγικών μονάδων.

Έτσι, παρατηρούμε την ολοένα και μεγαλύτερη μεταφορά και εγκατάσταση παραδοσιακών, αλλά και σύγχρονων μονάδων της παγκόσμιας βιομηχανίας σε περιοχές του πλανήτη που μπορούν να εξασφαλίσουν για πολλά χρόνια ακόμα ανεξάντλητο αριθμό φτηνών εργατικών χεριών.

Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης για λίγο και μόνο ως ενδιάμεσος σταθμός, αλλά κυρίως η Ανατολική και Νότια Ασία και πολύ αργότερα η Αφρική, αποτελούν ήδη τις μεγάλες βιομηχανικές περιοχές του πλανήτη. Όλες οι παραγωγικές μονάδες που το λειτουργικό τους κόστος εξαρτάται ως ένα μεγάλο βαθμό από το κόστος της εργασίας, όντας υποχρεωμένες να απασχολούν σχετικά μεγάλο αριθμό εργατικών χεριών, στις περιοχές αυτές μετεγκαθίστανται. Εκεί πηγαίνουν επίσης οι λεγόμενες ρυπογόνες βιομηχανίες, εκεί μεταφέρονται σιγά – σιγά τα απόβλητα του ανεπτυγμένου κόσμου.

Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Βόρειας Αμερικής σταδιακά απορρίπτουν τον παραγωγικό – βιομηχανικό τους χαρακτήρα και μετατρέπονται σε ένα μεγάλο πλανητικό διευθυντικοπολιτικό κέντρο. Οι έδρες των μεγάλων επιχειρήσεων, των διεθνών Τραπεζικών συγκροτημάτων και των πολιτικών αποφάσεων παραμένουν. Το Κεφάλαιο σ’ αυτές τις περιοχές εξακολουθεί, με μεγαλύτερη μάλιστα ένταση να μεταφέρεται από την περιφέρεια και να συσσωρεύεται. (Για πόσο καιρό ακόμη, κανείς δεν γνωρίζει, ούτε μπορεί να προβλέψει…, μία απίθανης ισχύος στρατιωτική μηχανή έχει ήδη αναλάβει το ρόλο της προστασίας αυτής της Νέας Τάξης πραγμάτων στον παγκόσμιο καταμερισμό….).

Ταυτόχρονα νέες δυνάμεις αναδεικνύονται και αποζητούν τον δικό τους ρόλο, η Κίνα, η Ινδία, αλλά πρόσφατα και η νέα, καπιταλιστική πλέον, Ρωσία. Δυνάμεις, που παρουσιάζουν μια σειρά από πλεονεκτήματα σε σχέση με τις δυνάμεις του μητροπολιτικού κέντρου. Τεράστιο ανθρώπινο δυναμικό, απολύτως αναλώσιμο, ή και τεράστια αποθέματα φυσικών πόρων και πηγών. Ταυτόχρονα οι δυνάμεις αυτές, αναπτύσσουν στο εσωτερικό τους απέραντες αγορές, στις οποίες μπορεί και επιδιώκεται να διοχετευθεί το πλεονάζον προϊόν της παγκόσμιας παραγωγής, γεγονός που αποτελεί καθησυχαστικό παράγοντα όσον αφορά στην πιθανότητα αδυναμίας επέκτασης, ή και περιορισμού της κατανάλωσης στο κέντρο, (λόγω της φτωχοποίησης των λαϊκών μαζών).

Το αν οι δυνάμεις αυτές αναπτυχθούν σε τέτοιο βαθμό, που περνώντας το κρίσιμο σημείο, απειλήσουν αποφασιστικά την πρωτοκαθεδρία της Δύσης, φτάνοντας ακόμα και στα όρια μίας νέας παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης, ή ενσωματωθούν στο Παγκόσμιο Σύστημα αρκούμενες σε συμπληρωματικούς ρόλους, μέλει να αποδειχθεί. –

Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό της εποχής είναι επίσης, η σταδιακή αλλαγή του χαρακτήρα των κατόχων του Κεφαλαίου, το οποίο σταδιακά περνά από τα χέρια των βιομηχάνων – παραγωγών, στη κατοχή μεγάλων υπερεθνικών τραπεζοπιστωτικών Οργανισμών, σε διαμεσολαβητές, μεταπράτες και χρηματιστηριακούς κερδοσκόπους. Βέβαια η τάση αυτή υπήρχε από παλιά, αλλά σήμερα είναι απολύτως κυρίαρχη, με την επικράτηση του τριτογενούς τομέα και των Υπηρεσιών, ως πρωταρχικού τομέα της οικονομικής ανάπτυξης διεθνώς. Τεράστια κεφάλαια διακινούνται από τη μία άκρη της γης στην άλλη, με το πάτημα ενός κουμπιού. Ένα μεγάλο μέρος του παραγόμενου πλούτου, κατά κανόνα, δεν επενδύεται ξανά σε παραγωγικές μακροπρόθεσμες επενδύσεις, παρά μόνο σε χρηματιστηριακές κινήσεις άμεσου κέρδους, χωρίς το παραμικρό κοινωνικό αντίκρισμα.

Παραγωγικές επιχειρήσεις συγχωνεύονται, εξαγοράζονται ή πωλούνται, κατακερματίζονται ή αλλάζουν χαρακτήρα, με μόνο σκοπό τη προσπόριση άμεσων κερδών στις χρηματιστηριακές αγορές. Έτσι, ο υπέρτατος στόχος είναι η αέναος ποσοστιαία αύξηση της κερδοφορίας, και συνακόλουθα αύξηση της τιμής των μετοχών, που βέβαια δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της αύξησης της τιμής των προϊόντων, διότι αυτά πρέπει να παραμείνουν ανταγωνιστικά, ούτε μόνο με την ποσοτική αύξηση των πωλήσεων, η οποία εξαρτάται από το μέγεθος των αγορών, όπου επίσης ο ανταγωνισμός, όπου λειτουργεί, αποτελεί ανασχετικό παράγοντα, αλλά ταυτόχρονα, μέσω της απόλυτης μείωσης του λειτουργικού κόστους, δηλαδή με την προσπάθεια απαλλαγής από κάθε φορολογία και την ταυτόχρονη ελαχιστοποίηση του κόστους εργασίας, δια μέσου απολύσεων προσωπικού από τη μία πλευρά, αύξηση του χρόνου εργασίας με ταυτόχρονη μείωση μισθών και οποιοδήποτε άλλων παροχών (μαζί και των ασφαλιστικών εισφορών), του προσωπικού που κατ’ ελάχιστον θα πρέπει να παραμείνει για τη στοιχειώδη λειτουργία της επιχείρησης, από την άλλη.[3]

Στο εσωτερικό λοιπόν, αυτού του μεγάλου διευθυντικοπολιτικού κέντρου της Δύσης, αναπτύσσεται μια νέα οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα: από τη μία πλευρά η ραγδαία αύξηση του συσσωρευμένου πλούτου, αλλά σε όλο και λιγότερα χέρια και από την άλλη, μια εξ ίσου ραγδαία επέκταση της φτώχιας, η συμπίεση των μεσοαστικών στρωμάτων, η συστηματική συρρίκνωση των δικαιωμάτων και της αγοραστικής δύναμης των λιγότερο προνομιούχων στρωμάτων του πληθυσμού, αφού λόγω της μείωσης των υφιστάμενων θέσεων εργασίας και της αδυναμίας δημιουργίας νέων (λόγω πάντα της μετανάστευσης των παραγωγικών μονάδων και της επιδίωξης μεγιστοποίησης της κερδοφορίας αφ’ ενός και της Τεχνολογίας αφ’ ετέρου), η Ανεργία (μαζί με την υποαπασχόληση, ή την μερική απασχόληση), τείνει να γίνει το κύριο χαρακτηριστικό της νέας αυτής πραγματικότητας, μολονότι όλες οι κυβερνήσεις ομνύουν στον, μέσω της συνεχούς και αέναου ανάπτυξης, περιορισμό της.

Το φαινόμενο αυτό τείνει να προσλάβει σταδιακά, δραματικό χαρακτήρα σε χώρες που ποτέ δεν διέθεσαν ένα αξιόλογο παραγωγικό υπόβαθρο, ή επαρκείς φυσικούς πόρους και παρέμεναν πάντα στη περιφέρεια του συστήματος, εξαρτώμενες άμεσα από τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα. Τέτοια χώρα παραμένει η Ελλάδα, παρά τις τεράστιες προόδους των τελευταίων δεκαετιών και την ένταξή της στον «σκληρό» πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3. Εάν είναι αλήθεια, ότι ο βασικός νόμος της «ελεύθερης» αγοράς είναι η σχέση προσφοράς – ζήτησης, τότε το ίδιο ισχύει και στην αγορά εργασίας, ιδίως στην παγκοσμιοποιημένη και «υπερ-καπιταλιστικοποιημένη» πλέον αγορά, όπου η ολοένα αυξανόμενη μετανάστευση των επιχειρήσεων προς τη περιφέρεια, συνοδεύεται από την ολοένα και μεγαλύτερη εισροή εργατικών χεριών από τη περιφέρεια προς το κέντρο.

Όσο μικρότερη λοιπόν, είναι η προσφορά θέσεων εργασίας, τόσο η ζήτηση για τέτοιες θέσεις αυξάνει και ο «ελεύθερος ανταγωνισμός» οδηγεί στην ολοένα και πιο μεγάλη υποχώρηση στις απαιτήσεις και τις προσδοκίες των διεκδικητών και από την άλλη πλευρά, στην αποθράσυνση των εργοδοτών και στην αυξανόμενη πίεση στις Κυβερνήσεις για κατάργηση κάθε καταχτημένου με αγώνες εργατικού δικαιώματος και για κατεδάφιση κάθε έννοιας κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας.

Έτσι, είναι τραγική όντως η ειρωνεία, η γνωστή πάλη των τάξεων να «παραχωρεί» σταδιακά τη θέση της στην διαπάλη μεταξύ των μελών της ίδιας τάξης, για την εξασφάλιση μίας έστω και κακοπληρωμένης θέσης απασχόλησης.

Παράλληλα, στις μεσαίες τάξεις, μολονότι και αυτές συνθλίβονται από τις μεγάλες πολυεθνικές αλυσίδες και τα μονοπώλια και σπρώχνονται ολοένα σε βαθύτερη κρίση και ανασφάλεια, το σύστημα προσπαθεί να διατηρήσει την ψευδαίσθηση του «ανταγωνισμού» και μέσω αυτού, της δικής τους ανάκαμψης.

Έγραφε ο Ρούσσος Βρανάς στις 5/6/2007 στην εφημερίδα «Τα Νέα»:

«Στην ουτοπία… του φιλελευθερισμού, κανείς δεν είναι φτωχός. Όλοι πιστεύουν πως αργά ή γρήγορα θα πιάσουν την καλή, θα γίνουν πλούσιοι. Οι μεσαίες τάξεις δεν βλέπουν τους πλούσιους ως ταξικούς εχθρούς. Ζηλεύουν την επιτυχία τους και αισθάνονται πως κάποτε θα γίνει και δική τους. Δεν θεωρούν πως οι πλούσιοι πλούτισαν επειδή ιδιοποιήθηκαν ένα μέρος από τον δικό τους μόχθο. Πιστεύουν πως οι πλούσιοι δημιουργήθηκαν από το μηδέν και πως είναι στο χέρι τους να τους μοιάσουν. Δεν θέλουν να ξαναμοιραστεί πιο δίκαια το εισόδημα των πλουσίων σε όλες τις τάξεις. Γιατί κάτι τέτοιο θα τους χαλούσε το όνειρο. Κάποτε οι αριστεροί έλεγαν πως ο εργαζόμενος πρέπει να αποτινάξει τη δουλοπρέπεια του, να αρχίσει να συγκρίνει την κατάστασή του με την κατάσταση των πλουσίων για να διεκδικήσει όσα του ανήκουν, να ταυτίζεται με τους ομοίους του, εργαζόμενους ή άνεργους, ντόπιους ή ξένους. Αυτό το ανέτρεψε ο φιλελευθερισμός. Σήμερα, ο εργαζόμενος ταυτίζεται με τους πλούσιους και απαρνιέται τους ομοίους του: ο μετανάστης τρέχει να πάρει το επίδομα της πρόνοιας κι όχι αυτός, ο άνεργος τεμπελιάζει κι όχι αυτός. Θα μπορούσε κανείς να επιχειρήσει να τον φέρει στα λογικά του, να του πει πως δύο και δύο κάνουν τέσσερα και πως άλλος είναι ο ταξικός εχθρός. Όμως εκείνος θα του απαντήσει: «Και γιατί παρακαλώ να αλλάξουν τα πράγματα, όταν με ένα γύρισμα της τύχης ή με μια καλή προσπάθεια, μπορεί να βγω κι εγώ από αυτά τα σκατά;».

Η «επιτυχία»…… του να κερδίσεις το Λόττο. Η «επιτυχία» του μικρού «αυτοδημιούργητου». Η «επιτυχία» του νικητή του τηλεπαιχνιδιού. Η ανέλπιστη ευκαιρία του μπατίρη, του τελειωμένου, του ξοφλημένου, να πάρει την εκδίκησή του».[4]

Πρόκειται για τον απόλυτο θρίαμβο του Καπιταλισμού, τώρα που το περίφημο «κοινωνικό» κράτος του 20ου αιώνα έκανε τους προλετάριους να σκέπτονται ότι έχουν πολύ περισσότερα να χάσουν «από τις αλυσίδες τους», αφού πριν την όποια σκέψη για αντίδραση πρέπει να εξασφαλίσουν πρώτα τη δόση για τη παραφουσκωμένη πιστωτική τους κάρτα, τη δόση του δανείου για το σπίτι, τα δίδακτρα του σχολείου των παιδιών τους, την ασφάλεια του αυτοκινήτου και τόσα άλλα μικρότερα και μεγαλύτερα «αγαθά» της επίπλαστης καπιταλιστικής ευημερίας, που «έρχεται» με την εξασφάλιση της όσο το δυνατό μεγαλύτερης ανταγωνιστικότητας, της επιχειρηματικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων.

Πολλοί μπορεί να μην έχουν καν τη παραμικρή πρόσβαση σ’ αυτά, αλλά μια θέση εργασίας, αποτελεί το εισιτήριο για τον «παράδεισο». Τι κι αν η ανεργία από τη μισθωτή εργασία απέχει μόλις 600 € το μήνα, (τώρα, γιατί σε λίγα χρόνια ίσως πολύ λιγότερα!)…….

Τώρα πια, δεν υπάρχει το σκοινί που ο καπιταλίστας θα ήταν διατεθειμένος να πουλήσει ακόμα και σ’ αυτούς που θα τον κρεμούσαν με αυτό, ή μάλλον υπάρχει, αλλά οι ενδιαφερόμενοι πλέον «εκτελεστές», ψάχνουν πρώτα να βρουν δουλειά, (ή αν εργάζονται, δανεικά για να ξεπληρώσουν το διακοποδάνειο του περασμένου καλοκαιριού και μια θέση να παρκάρουν)!.

Η απόλυτη εκδίκηση του παρ’ ολίγον «θύματος». Οι παρ’ ολίγον «θύτες» του μετά από έναν ολόκληρο αιώνα αγώνων και θυσιών κατάφεραν να βγάλουν τις αλυσίδες από τα χέρια τους κι αυτές γλιστρώντας, να τυλιχθούν γύρω από το λαιμό τους!

Οι κυβερνήσεις αναλαμβάνουν τον ρόλο του διαχειριστή της ανασφάλειας της κοινωνίας.

Νυν υπέρ πάντων ο αγών! Να εξευρεθούν νέες θέσεις εργασίας.
Και πως θα γίνει αυτό;
Μα με την ανάπτυξη της Οικονομίας.
Και πως θα αναπτύσσεται η Οικονομία;
Μα με τις επενδύσεις και την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Και πως θα γίνουν οι επιχειρήσεις περισσότερο ανταγωνιστικές;
Μα με την μείωση του λειτουργικού τους κόστους.
Και πως θα μειωθεί το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων;
Μα με την απελευθέρωση των απολύσεων, του ωραρίου, την μείωση των αποδοχών, των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών και τις φορολογίας των κερδών.
Και πως θα γίνουν όλα τα παραπάνω;
Μα την κατάργηση των προνοιακών και ασφαλιστικών συστημάτων και την συνακόλουθη μείωση των ελλειμμάτων, που θα απελευθερώσουν πόρους για επενδύσεις. Την κατάργηση κάθε έννοιας Κοινής Ωφέλειας.
Και εν τέλει πως θα γίνουν όλα αυτά;
Μα με τον κατευνασμό κάθε «συντηρητικής» αντίδρασης, άρα με την κατάργηση κάθε συλλογικής διαπραγμάτευσης και σύμβασης και άρα των ίδιων των συνδικάτων (άραγε τι τη χρειαζόμαστε την ΟΤΟΕ; διερωτήθηκε αθώα ο παμπόνηρος γηραιός πολιτικός!).

Ο κάθε εργαζόμενος να διαπραγματεύεται μόνος με τον εργοδότη του την αμοιβή της εργασίας του. Έτσι, θα μειώνεται εξ’ άλλου και η ….κοινωνική διάκριση μεταξύ των «προνομιούχων» εργαζομένων και από την άλλη πλευρά των ανέργων, που προκαλείται από την απόσταση των περίπου 600 € που προαναφέρθηκε (για τα «ρετιρέ» των 1200 € δεν συζητείται καν, αυτά κι αν αποτελούν κοινωνική πρόκληση και πρέπει να κατεδαφιστούν!). Μπορεί να φανταστεί κανείς την ανακούφιση των ανέργων αν οι αμοιβές τις εργασίας φθάσουν τα 100 € τον μήνα! Όσο για τους συνταξιούχους: Ο μη εργαζόμενος, μηδέ εσθιέτω!.

Και τελικά πως μπορούν να γίνουν όλα αυτά;
Με την πλήρη αποδυνάμωση του κράτους και του ρυθμιστικού του ρόλου. Τα πάντα να ρυθμίζονται από τις αγορές. Το κράτος ένα και μοναδικό ρόλο μπορεί να έχει: τον έλεγχο των μαζών, τη διαχείριση της ανασφάλειας τους και τη καταστολή οποιασδήποτε αντίδρασης.

Ουσιαστικά δηλαδή, με τον ευτελισμό και τη κατάργηση εν τέλει της ίδιας της Δημοκρατίας. Τι να τα κάνουμε τα κόμματα και τη Βουλή; Αφού δεν μπορεί να υπάρξει αντιπαράθεση επί της ουσίας! Μια τέτοια αντιπαράθεση αντιστρατεύεται την Ανταγωνιστικότητα και την Ανάπτυξη.

Προς το παρόν όμως, αυτό είναι ανομολόγητο. Είναι αναγκαία και τα κόμματα και η Βουλή, υπό προϋποθέσεις: Κανένα κόμμα, ή παράταξη δεν μπορεί παρά να εκφράζει μόνο τις ίδιες αρχές, τις ίδιες αξίες της καπιταλιστικής Ολοκλήρωσης, οποιαδήποτε άλλη αρχή ή σκέψη, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το υπέρτατο Συμφέρον.[5]

Έτσι, όλοι πρέπει να είναι ίδιοι. Στον επαγγελματικό πλέον Κοινοβουλευτισμό, όπως βιώνουμε σήμερα το Πολίτευμα, δεν μπορούν παρά να διαφέρουν μόνο στα λόγια, στο ύφος, στην εικόνα, στον τρόπο τελικά, που διαχειρίζονται την κοινωνική ανασφάλεια. Μέχρι να πεισθεί και ο τελευταίος πολίτης, ότι δεν υπάρχει καμιά άλλη επιλογή!

Όποιος διαφέρει πραγματικά, ας γίνει γραφικός! Ή έστω ας παίξει το ρόλο του αμορτισέρ των όποιων κραδασμών.

Ο νέος Φασισμός δεν έχει ανάγκη από τους μελανοχίτωνες και τη τυφλή βία. Έχει νέο πρόσωπο και προσωπείο: Το life-style, την μιντιοκρατία, τον πολιτικό «πολιτισμό», την ελευθεριότητα με την ανοχή, τάχα, όλων των απόψεων, τον καθωσπρεπισμό της ομοιομορφίας, τη κατάργηση των «ξεπερασμένων» διαχωριστικών γραμμών, τον θάνατο των ιδεολογιών, τη κατάργηση της ίδιας της Ιστορίας.

Ο νέος Φασισμός δεν έχει ανάγκη από αρχηγό, δεν έχει ανάγκη από σχεδιασμό και από ένα πολύ καλά οργανωμένο καθοδηγητικό κέντρο. Απλά προκύπτει, από την ίδια τη φορά των πραγμάτων.

4. Αλλά, κι αν τα παραπάνω φαντάζουν υπερβολικά και για κάποιους ίσως χωρίς βάση, υπάρχει πρόσθετος λόγος φυσικής συνέπειας. Αφού οι μάζες που προσφέρονται στη μισθωτή εργασία, ολοένα και καθίστανται λιγότερο χρήσιμες στη παραγωγική διαδικασία, είναι λογικό να περιθωριοποιούνται ταυτόχρονα και πολιτικά, να μην τους αναγνωρίζεται από τις διάφορες οικονομικο-διευθυντικο-πολιτικές ελίτ, το δικαίωμα στην ισότιμη εκπροσώπηση στα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Οι μεγάλες λαϊκές μάζες έχουν πλέον ενδιαφέρον μόνο ως καταναλώτριες των προϊόντων, αλλά ως εκεί. Οι όποιες παροχές και δυνατότητες επιβίωσης, τελειώνουν στο βαθμό, που αναπτύσσονται νέες αγορές και δυνατότητες απορρόφησης της παραγωγής εκεί.

Για παράδειγμα, μια επιχείρηση στην Ελλάδα, που έχει τη δυνατότητα να αυξάνει τα κέρδη της, μειώνοντας κατ’ αρχήν τον αριθμό των απασχολουμένων σ’ αυτήν με κάθε μέσο, διαπραγματευόμενη όλο και πιο χαμηλές αμοιβές για το υπόλοιπο προσωπικό της, (αφού η επαπειλούμενη ανεργία επιδρά καταλυτικά τόσο στην ψυχολογία, όσο και στη πραγματική διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων), γιατί να σκεφθεί ότι τους χρειάζεται εν τέλει για να καταναλώνουν τα προϊόντα που παράγει, εφ’ όσον μπορεί να διοχετεύσει αυτά τα προϊόντα σε άλλες αγορές που αναδύονται στο εξωτερικό; Έτσι ακολουθεί, παράλληλα με την ανατροπή του εργασιακού καθεστώτος, πολιτικές υπερτιμολόγησης των αγαθών στο εσωτερικό, (και όποιος έχει να αγοράσει, ας αγοράσει), ενώ πουλά σε ανταγωνιστικές τιμές στο εξωτερικό. Η ιστορία των γαλακτοκομικών προϊόντων, που πωλούνται στη χώρα μας στη διπλάσια περίπου τιμή από τη μέση ευρωπαϊκή, και του αντίστοιχου καρτέλ είναι χαρακτηριστική.

Έτσι, η ακρίβεια και ο πραγματικός πληθωρισμός έρχονται να προστεθούν στην ανεργία, την υποβάθμιση των συστημάτων πρόνοιας, υγείας και παιδείας, σπρώχνοντας όλο και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας στην ανασφάλεια και τελικά στο περιθώριο, προσλαμβάνοντας, υποεκπροσωπούμενα πολιτικά, ολοένα και περισσότερο χαρακτηριστικά λούμπεν.

Ακόμα και τα «μεσαία» στρώματα, που έχουν πετύχει ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο και έχουν φτιάξει μικρές ή μεγαλύτερες περιουσίες τα περασμένα χρόνια, βλέπουν να ξοδεύουν ολοένα και πιο πολλά, για να διατηρήσουν αυτό το επίπεδο, να αιμορραγούν οικονομικά για να εξασφαλίσουν ικανοποιητική εκπαίδευση στα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία, να ξοδεύουν περιουσίες στα ιδιωτικά νοσοκομεία και κλινικές, σε περιπτώσεις σοβαρών προβλημάτων υγείας και έτσι βρίσκονται μπροστά στην ανασφάλεια και το άγχος του «μέχρι πότε κάποιος μπορεί να τρώει απ’ τα έτοιμα;».

Το «δόγμα» του «άρπαξε να φας και κλέψε να ‘χεις», γίνεται ξανά κυρίαρχο και διαπερνά οριζόντια και κάθετα το σύνολο της κοινωνίας. Αυτό κάνουν τ’ αφεντικά, και οι περί αυτών μεγαλογιατροί, μεγαλοδικηγόροι, μεγαλοδημοσιογράφοι, πληρωμένοι κονδυλοφόροι, τηλεπαρουσιαστές, τραπεζίτες, μάνατζερς, χρηματιστές, κρατικοδίαιτα κομματικά στελέχη, βουλευτές…, αυτό θα κάνουν και οι υπόλοιποι.… Η διαφθορά στο απόγειό της. Και ακόμα δεν έχουμε δει τίποτα!

Η κοινωνία δεν ριζοσπαστικοποιείται, αντίθετα αποκοινωνικοποιείται. Ο σώζον εαυτόν σωθείτω! (Η λευκή ψήφος, η αποχή, η ψήφος διαμαρτυρίας, η «αρνητική» τελικά ψήφος σ’ αυτόν που μπορεί να διαχειρίζεται καλύτερα την ανασφάλειά μας,- έστω και μοιράζοντας, εκ των υστέρων της καταστροφής, τριχίλιαρα,- δεν αποτελούν όπως επιπόλαια ερμηνεύεται, αριστερή στροφή, ή ριζοσπαστικοποίηση, αλλά αντίθετα αποκοινωνικοποίηση, που αποτελεί σύμπτωμα βαθιάς συντηρητικοποίησης της κοινωνίας, μιας κοινωνίας της απογοήτευσης και της «χύμα διαμαρτυρίας», χωρίς προσανατολισμό, αρχές και όραμα, που τα μέλη της, ιδιώτες πλέον και όχι πολίτες, κλείνονται στον εαυτό τους, απορρίπτοντας οτιδήποτε συλλογικό. Οι ιδιώτες – πολίτες, πεισμένοι ότι τίποτε δεν αλλάζει, δεν συμμετέχουν. Απλά, παρακολουθούν τη δημόσια ζωή μέσα από τα «παράθυρα» των καναλιών, ως ένα θέαμα, απαντούν στις ερωτήσεις των δημοσκόπων, ψηφίζουν ή δεν ψηφίζουν, περίπου όπως οι θεατές του ιπποδρόμου, ποντάροντας κάθε φορά, στο άλογο που θεωρούν ότι θα κερδίσει τη κούρσα).

Μπορεί τα παραπάνω, να αποτελούν συμπτώματα μιας παρακμιακής διαδικασίας που έχει εισέλθει η ελληνική κοινωνία και πολιτική, κλείνοντας τον κύκλο του εκδημοκρατισμού και της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας, που ξεκίνησε με τη πτώση της χούντας και ολοκληρώθηκε με την ένταξη στην Ο.Ν.Ε. και με την διοργάνωση των πιο πετυχημένων Ολυμπιακών Αγώνων (μεταπολιτευτικός κύκλος), αλλά τα ίδια ή παρόμοια συμπτώματα, με τα ίδια ή διαφορετικά χαρακτηριστικά, παρατηρούνται λίγο πολύ, σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου, με μεγαλύτερη, ή μικρότερη ένταση, ανάλογα και με το επίπεδο ανάπτυξης, την κουλτούρα και τις παραδόσεις κάθε λαού, με κοινή συνισταμένη όμως τη νέα βαρβαρότητα που ακολουθεί την παγκόσμια επικράτηση της κοινωνίας της Αγοράς.

Τελικά, πολύ λίγο ή καθόλου ενδιαφέρει η κοινωνική συνοχή[6], στο μέτρο που η επίτευξη της εμποδίζει, ή θεωρείται ότι εμποδίζει, τη κερδοφορία (κερδοσκοπία). Εξ’ άλλου, η κοινωνική συνοχή είναι επιθυμητή εφ’ όσον εξασφαλίζει τη κοινωνική «ειρήνη» και αυτό δεν είναι δουλειά των επιχειρήσεων και των ιδιωτών, αλλά των κυβερνήσεων, που απλά καλούνται με πολιτικές εκτόνωσης να εξισορροπούν τα πράγματα, με βαθμιαία ενίσχυση των μηχανισμών καταστολής, περιορισμό μέσω ασφυκτικών ελέγχων των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, στο όνομα μάλιστα της προστασίας των δικαιωμάτων αυτών και της άμυνας απέναντι σε κάθε είδους και μορφής «ασύμμετρες απειλές»[7], οδηγώντας σιγά – σιγά στη δημιουργία ενός και μάλιστα υπερεθνικού, νέου Αστυνομικού Κράτους.

Οδηγείται, έτσι η παγκόσμια κοινότητα, αργά αλλά σταθερά, σε ένα νέο Μεσαίωνα επαχθέστερο του προηγουμένου, που τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι η συγκέντρωση της εξουσίας σε υπερεθνικά κέντρα, του πλούτου σε ελάχιστα χέρια, η κατάργηση, ή έστω ο περιορισμός, των ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων, η εξάπλωση της φτώχειας και της εξαθλίωσης, η ολοένα αυξανόμενη εγκληματικότητα, η κατάρρευση των συστημάτων πρόνοιας και υγείας, αφού ολοένα και λιγότεροι θα έχουν πρόσβαση σε τέτοιες υπηρεσίες, η εξάπλωση ασθενειών, η πολιτισμική ισοπέδωση, ο νέος αναλφαβητισμός, η νέα φεουδαρχία και αντίστοιχα η νέα δουλοπαροικία και βέβαια η τεράστια οικολογική καταστροφή, με ανατροπή των πάντων που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, ενώ η απειλή ολοκληρωτικής καταστροφής του πλανήτη, από έναν νέο μεγάλο ιμπεριαλιστικό πόλεμο μεταξύ του παραδοσιακού δυτικού μητροπολιτικού κέντρου και των αναδυόμενων νέων δυνάμεων στην Ανατολή και αλλού, θα οδηγήσει τις επόμενες δεκαετίες, σε εθνικές περιχαρακώσεις, ρατσιστικές εξάρσεις και τη παγκοσμιοποίηση σε αντίστροφη πορεία.

– (Η αποφυγή του καταστροφικού τελευταίου ιμπεριαλιστικού πολέμου και ότι μπορεί να περισωθεί από το περιβάλλον, είναι το στοίχημα που πρέπει να κερδίσει η ανθρωπότητα, μέχρι την ανατολή της Νέας Αναγεννητικής προσπάθειας!) –

5. Αν πράγματι τόσο ζοφερή είναι η εικόνα του μέλλοντός μας, γιατί αυτή η ολοκληρωτική παράλυση, η αδυναμία στοιχειώδους αντίδρασης από όλες εκείνες τις δυνάμεις που παραδοσιακά εξέφραζαν την προοδευτική σκέψη και πάντα πάλευαν για μια καλύτερη κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, μια κοινωνία Ειρήνης, Ισότητας και Δικαιοσύνης;

Είναι μήπως τα παραδοσιακά εργαλεία σκέψης και παραγωγής ιδεών, που αδυνατούν σήμερα να προσφέρουν την δυνατότητα μιας ουσιαστικής και σε βάθος ανάλυσης των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών δεδομένων της Νέας Εποχής, έτσι ώστε να διατυπωθεί μέσα από μια νέα συνθετική διαδικασία, η καινούργια Πρόταση σε αντιδιαστολή του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή του Καπιταλισμού στη πιο επιθετική και επαχθή μορφή του;

Είναι σαν να λέμε ότι φταίνε τα μαθηματικά, που εμείς ξεχάσαμε, να κάνουμε πρόσθεση και αφαίρεση.

Ήταν αλήθεια, τόσο λάθος, όλη αυτή η προσπάθεια που ξεκίνησε ήδη από τον 18ο αιώνα με τους πρώτους ουτοπιστές, τους αναρχικούς, για να απλωθεί στη συνέχεια μέσω του μαρξισμού και να αποκτήσει οικουμενικά χαρακτηριστικά, με το όραμα, την ελπίδα και τον αγώνα για μια άλλη κοινωνία, πραγματικά δίκαιη, όπου δεν θα υπήρχε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο;

Ήταν μάταιος αυτός ο αγώνας, οι θυσίες, το αίμα που χύθηκε;

Είναι σαν να λέμε ότι η παγκόσμια κοινότητα κατέτρωγε τις σάρκες της, για δύο περίπου αιώνες, μόνο και μόνο για ένα απατηλό όνειρο.

Είναι σαν να ανακαλύπτουμε ξαφνικά το προσωπικό μας δράμα, ότι ξοδέψαμε τα καλύτερά μας χρόνια, τη νιότη μας, σε μια υπόθεση χαμένη από χέρι, ότι πέσαμε θύματα της δικής μας αφέλειας, να πιστεύουμε, ότι κάτι μπορεί να αλλάξει και γι αυτό χρειάζονταν αγώνας.

Ένας αγώνας, ο δικός μας αγώνας, που κάποιοι τον σφετερίστηκαν και τον χρησιμοποίησαν σαν ασανσέρ για να ανέβουν, μέσα από την πολιτική, στα ανώτερα κλιμάκια της κοινωνικής και οικονομικής ιεραρχίας. Ότι ακριβώς συνέβη τα τελευταία χρόνια στον «μακρόκοσμο» της υφηλίου, συμβαίνει στον δικό μας προσωπικό «μικρόκοσμο» και τον άμεσο περίγυρό μας.

Αποτελεί ο Καπιταλισμός τελικά, τον ένα και μοναδικό δρόμο, που μπορεί να ακολουθήσει η ανθρωπότητα;

Ίσως να είναι έτσι, πιθανόν ακόμα χειρότερα. Μπορεί, πράγματι, οι αντιδραστικοί να έχουν δίκιο, αλλά εμείς, όπως έγραφε ο Ουμπέρτο Έκο, δεν πρέπει να το παραδεχθούμε, γιατί τότε τα πράγματα θα γίνουν όντως πολύ χειρότερα…..

Και αυτό ακριβώς συνέβη.

Με τη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», την αποκάλυψη της βαρβαρότητας των καθεστώτων αυτών, που όμως ήδη γνωρίζαμε, όπως γνωρίζαμε και την αποτυχία τους, να εκπληρώσουν στον ελάχιστο βαθμό το παγκόσμιο όραμα και την ελπίδα που θα έφερνε στην ανθρωπότητα ο Σοσιαλισμός, «εξοβελίσαμε με κυνικό τρόπο το συναίσθημα, το μόνο όπλο που είχαμε, μαζί με τη μνήμη, για να συντρίψουμε τη σκληρή πραγματικότητα, που μας κατάντησε θύματά της». Ομολογήσαμε και παραδεχτήκαμε το δίκιο των αντιδραστικών!

Είναι γεγονός, ότι η κατάρρευση όλων των κομμουνιστικών καθεστώτων, προκάλεσε παγκόσμιο σεισμό. Είναι εκπληκτική η ταχύτητα, που συρρικνώθηκαν και εν τέλει διαλύθηκαν αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη και αλλού, με μεγάλη ιστορία και αγώνες. Σοσιαλιστικά και εργατικά κόμματα έπεσαν σε μεγάλη, βαθειά πολιτική και ιδεολογική κρίση. Η διανόηση εξαφανίστηκε, το ίδιο και η «στρατευμένη» τέχνη.

Σοσιαλιστές πολιτικοί, εργατικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα με κυβερνητική εμπειρία, από την άλλη πλευρά, έσπευσαν να ενστερνιστούν τις νέες αγοραίες Αξίες και να γίνουν αυτά πρώτα οι φορείς της Νέας Τάξης στη Νέα Εποχή, μολονότι εξακολουθούν να ισχυρίζονται ότι εκφράζουν την εργατική τάξη και τα λιγότερο προνομιούχα στρώματα του πληθυσμού, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, αυτό του Βρετανικού Εργατικού κόμματος υπό τον Μπλερ, αλλά και του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας.

Άλλοι, περισσότερο συνεπείς, ή συναισθηματικά δεμένοι με το παρελθόν, ακροβατούν μεταξύ της «επιβεβλημένης» αγοραίας ανάπτυξης και της διατήρησης κάποιων κεκτημένων κοινωνικής πολιτικής.

Το νέο «σοσιαλιστικό» δόγμα: «αγορά όπου είναι δυνατόν και κράτος όπου είναι αναγκαίο, ή ανακατανομή όπου υπάρχει αγορά και αγορά όπου υπάρχουν πρόσοδοι, ή η υλική βάση της αναδιανομής είναι η ανάπτυξη και χωρίς αυτήν η αναδιανομή είναι ένα όμορφο ψέμα». Σύμφωνοι, απολύτως, αλλά να που όπως όλοι ισχυρίζονται, υπάρχει ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη. Γιατί όμως η αναδιανομή γίνεται με αντίθετη φορά; Γιατί οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και φτωχοί φτωχότεροι;

Τα πάλαι ποτέ πανίσχυρα εργατικά συνδικάτα, προσπαθώντας να κρατήσουν κάποια γραμμή άμυνας, σπάνια τα καταφέρνουν από το να δίνουν μάχες οπισθοφυλακής.

Το μαζικό κίνημα απομαζικοποιείται ραγδαία.

Σοσιαλδημοκράτες, εργατικοί, σοσιαλιστές, τέως κομμουνιστές έγιναν οι «Ηρακλειδείς του Στέμματος» της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, στην πιο συντηρητική και «νεοφιλελεύθερη» εκδοχή της.

Το όραμα μιας Ευρώπης των λαών, μιας Ευρώπης των Αρχών και των Αξιών, του Ανθρωπισμού, της Ισότητας, της Δικαιοσύνης, της Ευρώπης της Ειρήνης, που θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην εκτόνωση των εντάσεων παγκοσμίως, ξεθώριασε πολύ γρήγορα. Η παρεμβατική δυνατότητα στη λήψη των αποφάσεων των εθνικών κρατών, αποδυναμώνεται σταδιακά, παραχωρώντας την εφαρμογή των αποφάσεων σε επίπεδο κορυφής, (αποφάσεων ως αποτέλεσμα συγκερασμών, στρογγυλοποιήσεων και εν τέλει συμβιβασμών, αλλά πάντα στη κατεύθυνση της «φιλελευθεροποίησης»), σε μια μη ελεγχόμενη άμεσα πολιτικά, αλλά όλο και πιο πολύ ελεγχόμενη από την αγορά, γραφειοκρατία στις Βρυξέλλες και στην Κεντρική Τράπεζα.

Και αυτά δεν συμβαίνουν, επειδή έτσι θέλουν δεξιές και αντιδραστικές κυβερνήσεις, αλλά πρώτα και κύρια γιατί υπάρχει απόλυτη συμφωνία και σύμπλευση των «σοσιαλιστών». Γιατί τελικά δεν υπάρχει, ή δεν προτείνεται από πουθενά εναλλακτική λύση και προοπτική.

Είδαμε μια σειρά συγκρούσεων για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αφορούσαν όμως σε διαφορετικές εθνικές στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, μα καμιά ουσιαστική συζήτηση και σύγκρουση, για το πολιτικό και το κοινωνικό περιεχόμενο της Ένωσης, αυτό θεωρείται δεδομένο και νεοφιλελεύθερο.

Είναι τόσο ορμητική η προσχώρηση των σοσιαλιστών στις απόψεις του νεοφιλελευθερισμού, που ακόμα και συντηρητικοί πολιτικοί και κόμματα φαντάζουν ως φορείς πιο φιλολαϊκής πολιτικής, ενισχύοντας σε κάθε περίπτωση τις λαϊκές τους πτέρυγες, ενώ τα φοβικά σύνδρομα και η ανασφάλεια που απλώνεται, αφήνουν πρόσφορο έδαφος σε ακροδεξιές και νεοφασιστικές προσεγγίσεις. Δεν είναι καθόλου τυχαία η πολυσυλλεκτικότητα του Καρατζαφέρη. Το σύνθημα του Ανδρέα Παπανδρέου «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», γίνεται σύνθημα του Λ.Α.Ο.Σ. και προσλαμβάνει νόημα και περιεχόμενο, που η φασίζουσα ακροδεξιά θέλει να του προσδώσει.

Τελικά την αντίσταση απέναντι στη παγκοσμιοποίηση και τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, αναλαμβάνει, με σπασμωδικό τρόπο και δίχως καμιά προοπτική, ένα μωσαϊκό ετερόκλητων δυνάμεων από ακροαριστερά «γκρουπούσκουλα», αναρχικούς, αντιεξουσιαστές και οικολόγους, μέχρι ακροδεξιούς, ρατσιστές και νεοναζί.

6. Στην Ελλάδα τώρα, το Κ.Κ.Ε., αρνείται τις νέες πραγματικότητες, παραμένει στις παλαιές αναλύσεις του, προτείνει το ξεπερασμένο μοντέλο του πάλαι ποτέ «υπαρκτού σοσιαλισμού», προσβλέποντας στην «ωρίμανση των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών», για μια νέα λαϊκή επανάσταση, περιχαρακώνοντας τον χώρο του και καταγγέλλοντας όλους τους υπόλοιπους, υποδεχόμενο, πέραν των παραδοσιακών του ψηφοφόρων, τη ψήφο διαμαρτυρίας ενός τμήματος των λαϊκών στρωμάτων.

Ο Συνασπισμός απλά ψαρεύει στα θολά νερά της αμφισβήτησης και της διαμαρτυρίας και μολονότι οι προσεγγίσεις του, σε επί μέρους θέματα, είναι αρκετά ενδιαφέρουσες, προσβλέπει στη ψήφο διαφορετικότητας ενός μικρού αλλά προβληματισμένου τμήματος της κοινωνίας, χωρίς να εμβαθύνει σε μια ολοκληρωμένη πρόταση κοινωνικής αλλαγής.

Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. βρέθηκε, την περίοδο των μεγάλων παγκόσμιων ανατροπών, να αντιπαλεύει με την πλήρη πολιτική και ηθική απαξίωσή του, μέσω του σκανδάλου «Κοσκωτά» και την παραπομπή του ίδιου του Προέδρου και ιδρυτή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο. Τελικά κέρδισε τις εκλογές το 1994, αφού κατέρρευσε η εις βάρος του Ανδρέα σκευωρία, αλλά και λόγω της πτώσης της κυβέρνησης του Μητσοτάκη, η οποία, όχι άδικα, χαρακτηρίστηκε ως η χειρότερη κυβέρνηση της μεταπολιτευτικής περιόδου. Έτσι και όλη την επόμενη περίοδο, έχοντας από τη μια πλευρά την κυβερνητική ευθύνη και από την άλλη την εσωτερική διαπάλη για τη διαδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου, δεν φάνηκε, κατ’ αρχήν, να το αγγίζει η μεγάλη πολιτική και ιδεολογική κρίση που είχε εισέλθει το παγκόσμιο Αριστερό και Προοδευτικό Κίνημα, παρόλο που η διαπάλη αυτή της διαδοχής, είχε ευθείες αν και μη εμφανείς αναφορές σ’ αυτή τη κρίση.

Στην επιφάνεια, γιατί στη πραγματικότητα η κρίση αυτή υπέβοσκε και εξακολουθεί να υποβόσκει στο εσωτερικό του τα τελευταία χρόνια. Βαθειά ιδεολογική κρίση, κρίση προσανατολισμού, κρίση ταυτότητας.

Ο Κώστας Σημίτης και οι «εκσυγχρονιστές», που διαδέχτηκαν το «παλαιό» ΠΑ.ΣΟ.Κ., κατάφεραν να κρύψουν κάτω από το χαλί τη μεγάλη αυτή ιδεολογική κρίση, με το ιδεολόγημα ακριβώς του «εκσυγχρονισμού».

Μολονότι ο εκσυγχρονισμός είναι διαχρονικό αίτημα και ταυτόχρονα η προσπάθεια κάθε κοινωνίας και κάθε περιόδου, διαφορετικά θα ζούσαμε ακόμα στις σπηλιές, αυτός ανεδείχθη ως το κυρίαρχο ζητούμενο, κρύβοντας έτσι την αδυναμία επεξεργασίας μιας νέας προοδευτικής και αριστερής πρότασης, που θα ανταποκρίνονταν στα δεδομένα της μετά «υπαρκτού σοσιαλισμού» εποχής. – (Εξ’ άλλου, ο Ανδρέας Παπανδρέου, αυτή η φοβερή «μηχανή» παραγωγής Ιδεολογίας και πολιτικής, είχε εκλείψει). –

Πράγματι, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και η κυβέρνησή του έθεσε στα πλαίσια της εκσυγχρονιστικής αυτής προσπάθειας, εθνικούς στόχους, που εν πολλοίς τους έφερε σε πέρας με μεγάλη επιτυχία. Τα μεγάλα έργα, η ένταξη στον σκληρό πυρήνα της Ο.Ν.Ε. και τελικά οι Ολυμπιακοί Αγώνες, αποτελούν το στίγμα της εποχής Σημίτη, που μαζί με τη σοβαρότητα, το κύρος και την υπευθυνότητα, που απέπνεε αυτή καθ’ αυτή η προσωπικότητα του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, επέτρεψε στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. να κυβερνήσει δύο συνεχόμενες τετραετίες, χωρίς να ασχολείται ιδιαίτερα με ζητήματα πολιτικής ταυτότητας, ιδεολογικού προσανατολισμού και με κάθε τι άλλο, που εν πολλοίς θεωρήθηκε περιττό μπροστά στην αναγκαιότητα άσκησης της εξουσίας, μέσα στα πλαίσια της νέας παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας.

Αλλά, τα μεγάλα έργα δεν ήταν εφεύρημα του «εκσυγχρονισμού», ούτε ακόμα του ίδιου του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Η κατασκευή τους ήταν αδήριτη ανάγκη ήδη από προηγούμενες δεκαετίες και η όποια περαιτέρω καθυστέρηση στην υλοποίησή τους, θα αποτελούσε κυριολεκτικά έγκλημα για τη χώρα. Τα περισσότερα από αυτά είχαν προταθεί, από τους αντίστοιχους επιστημονικούς φορείς, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, ή στις αρχές του ’60, ο σχεδιασμός τους είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν και η έναρξη κατασκευής τους, είχε εξαγγελθεί από διάφορους πολιτικούς επανειλημμένα.

Η ένταξη στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρώπης, απετέλεσε από την άλλη πλευρά, τη φυσική συνέχεια, το τελικό στάδιο, της στρατηγικής επιλογής της Δεξιάς και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ήδη από τις αρχές του ’60, για ένταξη στην τότε Κοινή Αγορά, η οποία πραγματοποιήθηκε εν τέλει το 1980 στην Ε.Ο.Κ., που αποτελούσε την μετεξέλιξη της Κοινής Αγοράς και δεν μπορούσε παρά να αποτελέσει, νομοτελειακά, την βασική επιλογή και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στη μετά παγκόσμιου διπολισμού εποχή και τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η διεκδίκηση και η προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων και μέσω αυτών, της πραγματοποίησης ενός ποιοτικού άλματος στον εκσυγχρονισμό της χώρας, επίσης, δεν απετέλεσε στρατηγική επιλογή της εκσυγχρονιστικής εκδοχής του ΠΑ.ΣΟ.Κ., αλλά είχε ξεκινήσει δειλά -δειλά με την πρόταση πάλι του Καραμανλή την δεκαετία του ’70, για μόνιμη τέλεση των Αγώνων στην Ελλάδα και με την κατασκευή του Ολυμπιακού Σταδίου στη Καλογρέζα (1979), όπως και με τη κατασκευή του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας στο Φάληρο. Τελικά, πήρε σάρκα και οστά με τη δυναμική διεκδίκηση, ήδη από το 1987 με επικεφαλής την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, της «Χρυσής» Ολυμπιάδας του 1996, μιας διαδικασίας που είχε ως κατάληξη την ανάθεση τελικά στην Αθήνα των Αγώνων του 2004.

Κοντολογίς, και τα τρία βασικά επιτεύγματα της δεύτερης, «εκσυγχρονιστικής», περιόδου διακυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ., (μαζί και με την επιτυχημένη προσπάθεια ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση), αποτελούσαν ώριμα αιτήματα και εθνικούς στόχους, που είχαν τεθεί από προηγούμενες περιόδους, χωρίς να προσδίδουν κανένα ιδεολογικό – πολιτικό στίγμα στη κυβέρνηση που τελικά τα πραγματοποίησε, δηλαδή και οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση, είτε προοδευτική, είτε δεξιά και συντηρητική θα τα προωθούσε, ή έστω όφειλε να τα προωθήσει.

Αντίθετα μάλιστα, επικεντρώνοντας τη προσπάθεια στην επίτευξη των «ουδέτερων» ιδεολογικά και πολιτικά, αλλά βεβαίως απολύτως αναγκαίων, εθνικών αυτών στόχων, εγκαταλείφτηκε οποιαδήποτε πολιτική, που θα μπορούσε να συμβάλει στη διατήρηση ενός στοιχειώδους προοδευτικού και αριστερού προφίλ στη κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ..

– Τα προβλήματα της δημόσιας και δωρεάν Παιδείας πολλαπλασιάστηκαν, ενώ όλο και μεγαλύτερο κομμάτι καταλαμβάνει η ιδιωτική εκπαίδευση, που έρχεται να καλύψει τα όλο και μεγαλύτερα κενά που δημιουργούνται και η παραπαιδεία παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις (διερωτάται κανείς, ποιος άραγε, από τα στελέχη του ΠΑ.ΣΟ.Κ., αλλά και των υπολοίπων κομμάτων της Αριστεράς, έχει απομείνει, να στέλνει τα παιδιά του σε δημόσιο σχολείο!).

– Η κατάσταση στη δημόσια Υγεία πήρε διαστάσεις κατάρρευσης του Ε.Σ.Υ., με αντίστοιχη ορμητική ανάπτυξη των πανάκριβων ιδιωτικών νοσοκομείων και κλινικών. Η σημερινή εικόνα της δημόσιας υγείας αντιστοιχεί απόλυτα στη λαϊκή ρήση «όπου φτωχός κι η μοίρα του».

– Το ασφαλιστικό ζήτημα ήλθε στο προσκήνιο με δραματικό τρόπο και οι λύσεις που προτάθηκαν μέσω του Νόμου Γιανίτση, διέλυσαν κάθε αμφιβολία για την συντηρητική, σχεδόν αντιδραστική στροφή, στη πολιτική φυσιογνωμία του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Ο ηπιότερος νόμος «Ρέππα», που πέρασε τελικά, δεν άλλαξε τις εντυπώσεις, αφού κι αυτός κινείται σε «φιλελεύθερη» κατεύθυνση, παρά τα επί μέρους θετικά του χαρακτηριστικά (π.χ. καθιέρωση της τριμερούς χρηματοδότησης).

– Η χρηματιστηριακή έκρηξη της περιόδου ’97-’99, θεωρήθηκε ότι αποκάλυψε τη «κότα που κάνει το χρυσό αυγό», ο «λαϊκός καπιταλισμός» γίνεται το νέο δόγμα, διαφημίζεται συνειδητά και οι πολίτες «προ(σ)καλούνται» να μετατραπούν σε «επενδυτές», με τα γνωστά αποτελέσματα.

– Η δημόσια περιουσία εκποιείται. Είναι χαρακτηριστική η πώληση της Εμπορικής Τράπεζας, που απετέλεσε την αφορμή της απομάκρυνσης του Γιάννου Παπαντωνίου από την Κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑ.ΣΟ.Κ., την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, αλλά και η συνειδητή προσπάθεια απαξίωσης της Ολυμπιακής, προκειμένου αυτή να πωληθεί σε τιμή συμφέρουσα για τον υποψήφιο στρατηγικό επενδυτή (τελικά σήμερα δεν βρίσκουν ούτε αγοραστή!).

– Η αλαζονεία και ο καθεστωτισμός, η νεοπλουτίστικη συμπεριφορά των στελεχών, η φθορά των προσώπων και εν τέλει η διάχυτη εντύπωση για μια χωρίς προηγούμενο διαφθορά και διαπλοκή μεταξύ πολιτικής εξουσίας και μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων και των Μ.Μ.Ε., γίνεται κυρίαρχη σε βάρος συνολικά του Κινήματος.

Όλα τα παραπάνω σφράγισαν ανεξίτηλα την πολιτική ταυτότητα και φυσιογνωμία του ΠΑ.ΣΟ.Κ., που από Λαϊκό Κίνημα κατάντησε, τα τελευταία χρόνια, να εμφανίζεται ως ένα παρακμάζον λαϊκίστικο και διεφθαρμένο σύστημα στελεχών, απολύτως ενταγμένων στο κατεστημένο που ήθελαν να σπάσουν και να αλλάξουν, που τους ένωνε μονάχα η εξουσία, με συνέπεια να παρουσιάζει την εικόνα αυτή, μετά τις διαδοχικές ήττες των εκλογών του 2004 και 2007, μια εικόνα αλληλοσπαραγμού, διάλυσης και ραγδαίας συρρίκνωσης.

7. Έτσι, τα ερωτηματικά τίθενται πάλι αμείλικτα και φαίνεται ότι καμιά από τις υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις δεν μπορεί να απαντήσει με καθαρό τρόπο:

– Τι είναι «φιλελευθερισμός» και που το πάει.

– Αξίζει τον κόπο να είναι κανείς απέναντι; Κι αν ναι, τι πρέπει και μπορεί να γίνει;

– Μπορεί να υπάρξει, εδώ και τώρα, ένα πρόγραμμα πραγματικά ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων;

– Πως θα περάσουμε από την ασφυκτιούσα Δημόσια και «δωρεάν» εκπαίδευση σε μια πραγματικά Ποιοτική Παιδεία, για Όλους και όχι μόνο για τους πλούσιους;

– Πως θα περάσουμε, από το πνέοντα τα λοίσθια Εθνικό Σύστημα Υγείας, σε πραγματικές Ποιοτικές και αξιόπιστες υπηρεσίας Υγείας, για Όλους και όχι μόνο για τους πλούσιους;

– Πως θα εξασφαλίσουμε πραγματικά ίσες ευκαιρίες για Όλους τους πολίτες και όχι «πιο ίσες» για κάποιους λίγους πλούσιους, ή ημετέρους, ή τους πάσης φύσεως «καταφερτζήδες»;

– Πως θα επανακαθορίσουμε με απόλυτη σαφήνεια, του τι αποτελεί δημόσια υπηρεσία και Κοινή Ωφέλεια; Τι εμπίπτει τελικά στη σφαίρα του Δημόσιου και τι στη σφαίρα του ιδιωτικού;

– Πως θα διασφαλίσουμε εν τέλει τις προϋποθέσεις, να αλλάξει το προνοιακό και ασφαλιστικό σύστημα, που λειτουργώντας με λογική παροχολογίας μετατρέπεται σταδιακά σε ένα σύστημα φτωχοκομείου και ελεημοσύνης, μοιράζοντας απλά «φιλοδωρήματα» και μάλιστα από τα ίδια τα χρήματα και τον μόχθο των λαϊκών στρωμάτων, σε ένα πραγματικά αξιόπιστο και λειτουργικό Σύστημα Ποιοτικών Υπηρεσιών Πρόνοιας και Εξασφάλισης όρων αξιοπρεπούς διαβίωσης και ευημερίας για Όλους και όχι μόνο για τους πλούσιους; Άρα σε ένα σύστημα πραγματικής Αναδιανομής της Υπεραξίας και του παραγόμενου πλούτου προς τη σωστή κατεύθυνση με όρους ισότητας προς τα ‘πάνω και όχι προς τα κάτω;

8. Πως τελικά αντιλαμβανόμαστε το Ασφαλιστικό ζήτημα και πως μπορούμε να σταθούμε απέναντι στις κυβερνητικές επιλογές και στις επιλογές των αφεντικών;

Μπορούμε, να εξηγήσουμε, ακριβώς τι συμβαίνει και γιατί αυτή η πρεμούρα, να ληφθούν άμεσα μέτρα;

Ας μην γελιόμαστε, το πρόβλημα είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό και οφείλεται στην επιδείνωση σε βάρος των εργαζομένων του άλλου κυρίαρχου ζητήματος, που είναι το εργασιακό και η ανεργία.

Δηλαδή, ότι το κατεστημένο αισθάνεται πολύ ισχυρό να επιβάλει τις απόψεις του, αφ’ ενός μεν γιατί τη τελευταία δεκαπενταετία δεν υπάρχει, παγκοσμίως, ισχυρός πολιτικός αντίπαλος, αλλά και λόγω των εξελίξεων, εξ’ αιτίας της έκρηξης της παραγωγικότητας και συνεπώς της σταδιακής μείωσης του απαιτούμενου συνολικού χρόνου εργασίας, αφ’ ετέρου.

Μείωση του απαιτούμενου συνολικού χρόνου εργασίας, που οδηγεί στη σταδιακή μείωση των αναγκαίων θέσεων και άρα στην υποαπασχόληση και την ανεργία.

Η αστική τάξη αντιλαμβάνεται, τώρα πια, τις λαϊκές μάζες μόνο ως καταναλώτριες των προϊόντων και όχι ως αναγκαία συνιστώσα της παραγωγικής διαδικασίας. Αισθάνεται ότι πλέον, χρειάζεται όλο και λιγότερο τους εργαζόμενους και αφού μέσω της ανεργίας μπορεί να συμπιέζει όλο και περισσότερο τις αμοιβές της εργασίας, κατά συνέπεια αρνείται να δεχθεί την ύπαρξη ενός ποιοτικού Ασφαλιστικού Συστήματος, αφού η χρηματοδότησή του, μέσω των εισφορών που πληρώνει, ή μέσω της φορολογίας, δεν θεωρείται πλέον αναγκαία και αναπόφευκτη, αντίθετα θεωρείται, ότι δημιουργεί ανάσχεση στην ανάπτυξη της ελεύθερης οικονομίας και της αγοράς.

Αποσιωπάται έντεχνα το γεγονός, ότι οι ασφαλιστικές εργοδοτικές εισφορές αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της αμοιβής της εργασίας, στη πράξη όμως, η προσπάθεια ανατροπής των Ασφαλιστικών συστημάτων στην Ελλάδα και διεθνώς, αποτελεί ακριβώς τη τάση επιβολής όλο και χαμηλότερων αμοιβών και απαξίωσης της Εργασίας (και της θεμελίωσης σταδιακά της νέας δουλοπαροικίας).

Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει καθόλου να υποτιμάται η προσπάθεια, να αναπτυχθεί και στον τομέα αυτό η αγορά, με τη στροφή στις μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες, που προσφέρονται να καλύψουν τα κενά της δημόσιας ασφάλισης, όχι βεβαίως χωρίς το αντίστοιχο κέρδος, παρόλο που στη πράξη, όλο και λιγότεροι θα έχουν τη δυνατότητα να πληρώνουν πανάκριβες εισφορές, προκειμένου να απολαύσουν ικανοποιητικές παροχές ασφάλισης.

9. Το βασικό επιχείρημα των αντιδραστικών για να πείσουν, ότι υπάρχει πρόβλημα και πρέπει να λυθεί με την αποδοχή σκληρών μέτρων φτωχοποίησης[8] των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, στη λογική του «σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω», είναι το περίφημο Δημογραφικό πρόβλημα, που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, αλλά και ολόκληρος ο Δυτικός κόσμος.

Όντως, το Δημογραφικό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα των ανεπτυγμένων κοινωνιών της Δύσης και προφανώς της Ελλάδας. Ο αριθμός των υπερηλίκων αυξάνει σε απόλυτους αριθμούς και ποσοστιαία, εξ αιτίας και της αύξησης του προσδόκιμου χρόνου επιβίωσης, ενώ οι γεννήσεις ελαττώνονται. Κατά συνέπεια, φαντάζει λογικός ο ισχυρισμός, ότι αντίστοιχα αυξάνει ο αριθμός των συνταξιούχων, ενώ μειώνεται ο ενεργός πληθυσμός που χρηματοδοτεί με τη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών τις συντάξεις. Βεβαίως ναι, αλλά ο ενεργός πληθυσμός ελαττώνεται για εντελώς διαφορετικούς λόγους.

Αν πραγματικά συνέβαινε αυτό, δηλαδή ότι ευθύνεται το Δημογραφικό πρόβλημα, τότε θα έπρεπε, για κάθε θέση εργασίας που απελευθερώνονταν λόγω συνταξιοδότησης, να μην υπήρχε αντικαταστάτης που θα καταλάμβανε αυτή τη θέση. Πως όμως εξηγείται το γεγονός, ότι για κάθε θέση εργασίας που απελευθερώνεται, ή δημιουργείται, υπάρχουν πολλοί διεκδικητές;

Πως εξηγείται το γεγονός ότι η νεολαία κυρίως, αλλά όχι μόνο αυτή, μαστίζεται από την ανεργία;

Το Δημογραφικό πρόβλημα υφίσταται βεβαίως και είναι μεγάλο. Δεν οφείλονται όμως σ’ αυτό τα τεράστια προβλήματα των Ασφαλιστικών συστημάτων στην Ελλάδα και αλλού.

Πρώτα – πρώτα, αν ήταν έτσι, θα μπορούσαν οι Κυβερνήσεις να λάβουν γενναία μέτρα ενίσχυσης της Οικογένειας και αύξησης των γεννήσεων, που έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε να λάβουν και δεν το κάνουν.

Αυτό όμως που θα οδηγούσε; Μήπως στη μελλοντική αύξηση του ενεργού πληθυσμού και κατά συνέπεια στη έστω μερική επίλυση του ασφαλιστικού, ή αντίθετα στη ραγδαία αύξηση της ανεργίας σε απίθανα ποσοστά, με ότι αυτό θα συνεπάγονταν;

Από την άλλη πλευρά, τα τελευταία χρόνια η είσοδος οικονομικών μεταναστών στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη είναι μαζικότατη. Οι μετανάστες αυτοί είναι κατά κανόνα νεαρής ηλικίας, εργάζονται, παντρεύονται και κάνουν παιδιά, εντασσόμενοι σταδιακά στον κοινωνικό ιστό επιλύοντας, ως ένα μεγάλο βαθμό, το Δημογραφικό πρόβλημα.[9]

Παρ’ όλα αυτά, ο ενεργός πληθυσμός δεν αυξάνει, με τους ρυθμούς τουλάχιστον που απαιτεί η κάλυψη των συνταξιοδοτικών αναγκών των ηλικιωμένων που συνταξιοδοτούνται, ενώ η «μαύρη» εργασία, η θεσμοθετημένη ενοικιαζόμενη εργασία, η υποαπασχόληση, η «μερική» απασχόληση και η ανεργία καλπάζουν, σε συνθήκες μάλιστα οικονομικής ανάπτυξης και προόδου.

Η ανεργία, η «μαύρη» εργασία και η υποαπασχόληση που υφίστανται και αυξάνουν, αναιρούν τελικά το επιχείρημα περί των επιπτώσεων του δημογραφικού προβλήματος.

Εάν επιλύονταν το Εργασιακό πρόβλημα και η Ανεργία, μαζί βέβαια και με τη χρόνια κακοδιαχείριση, τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα Ασφαλιστικό.

Ας είμαστε σοβαροί και ταυτόχρονα ας μην είμαστε αφελείς, δεν είναι το Δημογραφικό που προκαλεί τα προβλήματα στα Ασφαλιστικά και Συνταξιοδοτικά συστήματα, όπως εύκολα ισχυρίζονται τα αφεντικά και οι παραμυθάδες υποτακτικοί τους, οικονομολόγοι, δημοσιογράφοι και πολιτικοί, προκειμένου να εφαρμόσουν μέτρα περαιτέρω άδικης αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου και φτωχοποίησης ευρύτερων ομάδων του πληθυσμού, αλλά η σταδιακή μείωση των αναγκών της παραγωγικής διαδικασίας και εν γένει της Οικονομίας σε εργατικά χέρια και συνολικά σε θέσεις μισθωτής εργασίας, απελευθερώνοντας ουσιαστικά Χρόνο.

Τελικά, το πρόβλημα έγκειται στον τρόπο που μοιράζεται ο συνολικός χρόνος, μεταξύ του χρόνου που απαιτεί η παραγωγική διαδικασία και του Ελεύθερου χρόνου.

Πολύ ελεύθερο χρόνο έχουν στη διάθεσή τους οι συνταξιούχοι και προφανώς οι άνεργοι. Αντίθετα οι εργαζόμενοι μικροεπαγγελματίες και πρώτα και κύρια οι μισθωτοί, υπάλληλοι, ή χειρώνακτες, έχουν ελάχιστο ελεύθερο χρόνο. Ο ελεύθερος χρόνος όμως αυξάνει σταδιακά, άρα νομοτελειακά, θα αυξάνει και ο αριθμός αυτών που θα τον έχουν.

Το δίλημμα που τίθεται είναι απλό και καταλυτικό. Αν θέλουμε, όπως προτείνεται, λιγότερους συνταξιούχους, θα έχουμε ασφαλώς περισσότερους ανέργους. Θέλουμε λοιπόν περισσότερους ανέργους, ή αντίθετα λιγότερους ανέργους, αλλά αναγκαστικά περισσότερους συνταξιούχους;

Την αγορά βεβαίως δεν την απασχολούν τέτοια διλήμματα. Οι πλούσιοι που ελέγχουν τη παραγωγή και την αγορά, τα κέρδη τους θέλουν να βλέπουν να αυξάνονται, περικόπτοντας όποια δαπάνη θεωρούν περιττή. Εφ’ όσον, αντιλαμβάνονται ότι χρειάζονται όλο και λιγότερο τους εργαζόμενους, αισθάνονται ολοένα και πιο ισχυροί και αφού τους δίνεται πολιτικά η δυνατότητα, δεν αναγνωρίζουν ότι οι ασφαλιστικές εισφορές είναι μέρος του μισθού και προσπαθούν με κάθε τρόπο να τις αποφύγουν, όπως πιέζουν και για μειώσεις στη φορολογία των κερδών τους, αρνούμενοι οποιαδήποτε κοινωνική ευθύνη τους αναλογεί. Απολύουν το ηλικιωμένο προσωπικό, που έχει απαιτήσεις και στοιχίζει ακριβά και στη θέση των απολυμένων προσλαμβάνουν νεαρούς ωρομίσθιους, «μερικώς» απασχολούμενους (αλλά με εξοντωτικά ωράρια) και κακοπληρωμένους. Στις περιπτώσεις που δεν μπορούν να απολύουν, προχωρούν σε «εθελούσιες» εξόδους και είναι τραγική η ειρωνεία που ακόμη και οι υπό κρατικό έλεγχο επιχειρήσεις προχώρησαν και προχωρούν, μέσω εθελούσιων εξόδων, στην ριζική αλλαγή του είδους του προσωπικού που θέλουν να απασχολούν, αλλάζοντας δραματικά τις συνθήκες εργασίας και βέβαια στη μείωση του αριθμού του. Τη τάση αυτή της αγοράς ακολουθούν αναγκαστικά και οι μικρότερες επιχειρήσεις, οι μεσαίοι, προκειμένου να εξασφαλίσουν στοιχειώδη ανταγωνιστικότητα.

Την ευρύτερη κοινωνία όμως, δεν θα πρέπει να την απασχολήσει το τεράστιο πρόβλημα που δημιουργείται;

Από τη μια πλευρά νέοι άνθρωποι, ανειδίκευτοι και εξειδικευμένοι, πτυχιούχοι, ή μη, να μένουν στο περιθώριο, ή να προσπαθούν «φιλώντας κατουρημένες ποδιές», για μια θέση εποχιακού, ή ωρομίσθιου, χωρίς καμιά συλλογική κάλυψη και από την άλλη, ώριμοι εργαζόμενοι, οικογενειάρχες πολλές φορές, να χάνουν τη δουλειά τους σε ηλικία τέτοια, που δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, αλλά και κανείς να μην ενδιαφέρεται να τους προσλάβει. Και πως θα συγκεντρώσουν αυτές τις προϋποθέσεις όντας άνεργοι; Να αλλάξουν επάγγελμα και ειδικότητα στα 55 ή τα 60 τους χρόνια; Έστω κι αν κάποιοι τα καταφέρουν, να μάθουν καινούργια πράγματα, ποιος θα τους προσλάβει και με τι προϋποθέσεις και μισθό;

Και όμως έχουν το θράσος, να προτείνουν περαιτέρω αύξηση στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, αδιαφορώντας πλήρως για τους ανέργους και τα τεράστια προβλήματα που προκύπτουν κυρίως στους ολοένα αυξανόμενους σε αριθμό απολυμένους, μέσης ηλικίας.

Προτείνεται η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, αλλά κανείς δεν εξηγεί, πως αυτό συμβαδίζει, με τη τάση της αγοράς για απασχόληση νεωτέρων ηλικιών, που είναι λιγότερο απαιτητικές, έχουν μεγαλύτερη αντοχή για να αποδίδουν περισσότερο και ακόμα μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα και δυνατότητα αφομοίωσης νέων τεχνολογιών και μεθόδων.

Πως επιλύεται η αντίφαση μεταξύ της αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και της πρακτικής των μεγάλων επιχειρήσεων μείωσης του «ώριμου» προσωπικού μέσω απολύσεων και εθελούσιων εξόδων;

Απλά δεν επιλύεται, αλλά αποδεικνύει τις πραγματικές προθέσεις των προτεινόντων.

Προτείνουν μείωση στο ύψος των συντάξεων, με αλλαγή του τρόπου υπολογισμού τους, αγνοώντας το ύψος των χρημάτων που έχουν καταβληθεί μέχρι τώρα, σπρώχνοντας το επίπεδο διαβίωσης, όλο και περισσότερο στα όρια της φτώχειας.

Οι προτάσεις για αύξηση των ορίων ηλικίας, για σταδιακή μείωση του ύψους της σύνταξης, κατά κανόνα ανεξάρτητα των εισφορών που έχουν καταβληθεί, έστω κι αν δεν ομολογείται και από την άλλη πλευρά, οι εξαγγελίες των πολιτικών περί δημιουργίας Ταμείου φτώχειας και καθιέρωσης Εθνικής σύνταξης, εκεί στοχεύουν: Στην απαλλαγή της άρχουσας τάξης, από την οποιαδήποτε κοινωνική της υποχρέωση και την διασφάλιση μέσω της φορολογίας των πλατιών λαϊκών μαζών, ενός ελάχιστου επιπέδου δυνατότητας κατανάλωσης προϊόντων, από τα ίδια αυτά λαϊκά στρώματα[10]. Αν η εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου δυνατότητας κατανάλωσης προϊόντων μόνο, μπορεί να αποκληθεί αξιοπρεπής διαβίωση, ή και ευημερία, που εξασφαλίζει τη κοινωνική συνοχή, αυτό ας το κρίνει ο καθένας με τη λογική του.

Ας τους προβοκάρουμε: Δώστε μας πίσω, εδώ και τώρα, εντόκως τα λεφτά που έχουμε καταβάλλει για 25, 30 ή και παραπάνω χρόνια και σας χαρίζουμε το ασφαλιστικό σας σύστημα και την αγωνία για το μέλλον του! Αγορά δεν θέλουν; Τότε ας λειτουργήσουμε όλοι με αγοραίο τρόπο![11]

Μα θα μας απαντήσουν το σύστημα είναι αναδιανεμητικό και όχι κεφαλαιοποιητικό, θα θυμηθούν και την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών. Τρίχες κατσαρές! Ένα σύστημα κρίνεται από την ποιότητα και την αποτελεσματικότητά του, αν πραγματώνει, δηλαδή, το σκοπό της ύπαρξής του.

10. Το ισχύον σύστημα πραγματώνει το σκοπό της ύπαρξής του; Είναι αποτελεσματικό; Διαθέτει την απαιτούμενη ποιότητα στον τρόπο, αλλά και σ’ αυτές καθ’ αυτές τις υπηρεσίες που παρέχει;

Ασφαλώς Όχι!

Αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υποχρηματοδότησης, έλλειψης οργάνωσης, γραφειοκρατίας και κακής εν γένει ποιότητας παρεχομένων υπηρεσιών (ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κυριολεκτικά «της πλάκας», υψηλότατες εισφορές και χαμηλότατες συντάξεις) και από την άλλη πλευρά, τεράστια ελλείμματα;

Βεβαιότατα Ναι!

Χρειάζεται λοιπόν και με βάση τις παραπάνω ασφαλείς απαντήσεις, μια ριζική μεταρρύθμιση του συστήματος;

Ποιος σοβαρός και λογικός άνθρωπος θα απαντούσε όχι σε αυτονόητα ζητούμενα!

Ασφαλώς λοιπόν Ναι, χρειάζεται μια ριζική μεταρρύθμιση του συστήματος, απλά θα πρέπει να προστεθεί ένα δεύτερο ερώτημα: προς ποια κατεύθυνση;[12]

Αυτό το δεύτερο ερώτημα πρέπει να απαντηθεί πρώτο.

Θέλουμε απλά μια «ριζική μεταρρύθμιση», που θα εξασφαλίσει μόνο τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος, αποδεχόμενοι ως αναπόφευκτη συνέπεια τη χειροτέρευση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (μείωση συντάξεων, αυξήσεις έστω και έμμεσα ορίων ηλικίας κτλ.);

Μήπως έτσι θα οδηγηθούμε στην πλήρη απαξίωση του συστήματος, αφού όλοι πολύ λίγα θα έχουν να περιμένουν απ’ αυτό και ολοένα και λιγότεροι θα είναι πρόθυμοι να το στηρίξουν; Συνεπώς, όλο και περισσότεροι θα θέλουν να στραφούν προς την Ιδιωτική Ασφάλιση, που όμως λόγω της ανατροπής των εργασιακών συνθηκών, της σταδιακής απώλειας της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων από μισθωτή εργασία, της υποαπασχόλησης και της ανεργίας, όλο και λιγότεροι θα έχουν τη δυνατότητα πληρωμής των απαιτουμένων υψηλών ασφαλίστρων. (Βεβαίως αρκετοί, από τα λεγόμενα μεσαία στρώματα, που συντηρούνται κυρίως από την λεγόμενη παραοικονομία, καθώς και ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι και υψηλόβαθμα στελέχη του ιδιωτικού τομέα, θα το μπορούν, στην αρχή τουλάχιστον, γι’ αυτό και η πίεση να οδηγηθούν τα πράγματα προς τα εκεί. Αλλά οι περισσότεροι;).

Μήπως τελικά, ο ασφαλέστερος τρόπος να καταρρεύσει το σύστημα και εν τέλει να καταργηθεί, αφού όπως προελέχθη, θεωρείται, ανομολογήτως εν πολλοίς, ανασχετικός παράγοντας στην ανάπτυξη της οικονομίας και της αγοράς, είναι ακριβώς η «μεταρρυθμιστική» προσπάθεια για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του;

11. Αν όμως σοβαρά επιθυμούμε ένα πραγματικά βιώσιμο, αλλά και «αξιόπιστο και λειτουργικό Σύστημα Ποιοτικών Υπηρεσιών Πρόνοιας και Εξασφάλισης όρων αξιοπρεπούς διαβίωσης και ευημερίας για Όλους και όχι μόνο για τους πλούσιους», τότε θα πρέπει να ξαναδούμε τα πράγματα από την αρχή. Από μηδενική βάση, καθώς λέγεται.

Πρώτα πρέπει να απαντήσουμε με ειλικρίνεια και να θυμηθούμε την ιστορία, αν και γιατί πρέπει να υπάρχει ένα τέτοιο Σύστημα.

Κατόπιν για ποιους και σε ποιους απευθύνεται και αφορά.

– Κάποτε οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι δεν ζουν στη ζούγκλα. Ότι δεν είναι δυνατό, να ξεζουμίζεται η ζωτικότητα τους και όταν αυτή τελειώνει, να πετάγονται σαν στημένες λεμονόκουπες στο περιθώριο.

Έτσι, αποφάσισαν, μετά από σκληρούς αγώνες είναι η αλήθεια, ένα μέρος από την αμοιβή τους για την εργατική τους δύναμη που προσέφεραν στη παραγωγή των αγαθών, να πηγαίνει σε ένα μεγάλο «κουμπαρά» και τα χρήματα αυτά να επιστρέφονταν, όταν ο άνθρωπος δεν θα είχε πια τη δυνατότητα να νοικιάζει την εργατική του δύναμη, είτε γιατί αρρώσταινε, ή γιατί η ηλικία, του αφαιρούσε τις δυνάμεις που απαιτούσε η εργασία, έτσι ώστε να μπορέσει να ξεκουραστεί και ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, με αξιοπρέπεια και χωρίς να γίνεται βάρος σε κανένα. Με τον τρόπο αυτό γεννήθηκαν τα Ασφαλιστικά Συστήματα.

Σιγά – σιγά, η κοινωνία ωριμάζοντας, δημιούργησε, μέσω της οργανωμένης της έκφρασης, – που είναι το Κράτος – και άλλους θεσμούς, συμπληρωματικούς, πρόνοιας και αλληλεγγύης. Έτσι, η κοινωνία, τουλάχιστον στις λεγόμενες ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης, έζησε μια πρωτόγνωρη περίοδο ευημερίας, πολιτισμού και ανάπτυξης που (ίσως για λίγο) ακόμα απολαμβάνουμε στις μέρες μας.

Στη πράξη, η κοινωνία βίωσε τη Δημοκρατία, στην ουσία της. (Όχι πλήρως ασφαλώς, γι’ αυτό και οι αγώνες για το βάθεμα και πλάτεμά της και για την ολοσχερή επικράτηση της Οικονομικής Δημοκρατίας, συνεχίζονταν μέχρι την εποχή της Μεγάλης Ανατροπής).

Σήμερα, με την επικράτηση παγκοσμίως του νέο – Καπιταλισμού, αμφισβητείται για πρώτη φορά στη καρδιά του, το Κράτος Δικαίου (γιατί Κράτος Δικαίου είναι ακριβώς το Κράτος πρόνοιας και το κράτος που εξασφαλίζει στοιχειωδώς συνθήκες κοινωνικής δικαιοσύνης και ευημερία για τους περισσότερους, αν όχι για όλους).

Άραγε, η αλλαγή των συνθηκών παραγωγής, οι νέες τεχνολογίες και η παγκοσμιοποίηση, αναιρούν τη χρησιμότητα του Κράτους Δικαίου; Καθιστούν περιττά πλέον τα συστήματα κοινωνικής ασφάλειας και πρόνοιας;

Οι πανανθρώπινες αξίες της Ειρήνης, της Δικαιοσύνης, του Ανθρωπισμού και της Ισότητας, έχασαν το νόημά τους και δεν ισχύουν πλέον, επειδή υπάρχουν οι οπτικές ίνες, τα κινητά, το Internet και η δορυφορική;

Αυτό δεν το ομολογούν, (ανεξάρτητα κι εάν το πιστεύουν), ούτε οι αντιδραστικοί!

Σήμερα, την εποχή που αλλάζουν τα πάντα τόσο γρήγορα, που οι νέες μέθοδοι παραγωγής ανατρέπουν κάθε κοινωνικό status, σπρώχνοντας όλο και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας στην ανασφάλεια, την ανέχεια και τελικά την φτώχεια, το Κράτος Δικαίου, καθώς και η ύπαρξη συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και πρόνοιας, καθίσταται περισσότερο χρήσιμη και αναγκαία από ποτέ.

– Σε ποιους αφορά και σε ποιους απευθύνεται το Κοινωνικό Κράτος, οι προνοιακές του Υπηρεσίες και το Ασφαλιστικό Σύστημα;

Δεν αφορά προφανώς στους πλούσιους, τους «έχοντες και κατέχοντες». Αυτοί δεν περιμένουν να εισπράξουν στο τέλος του μήνα τη σύνταξη για να ζήσουν, όπως δεν περιμένουν από το δημόσιο σχολείο να σπουδάσει τα παιδιά τους, ούτε από το δημόσιο σύστημα υγείας για να τους γιατρέψει αν αρρωστήσουν. Πανάκριβα κολέγια και κλινικές, εδώ και στο εξωτερικό, είναι στην άμεση υπηρεσία τους.

Δεν αφορά επίσης, στους φτασμένους managers και τους «επιτυχημένους» ελευθεροεπαγγελματίες, μεγαλέμπορους, μεταπράτες, μεγαλογιατρούς, μεγαλοδικηγόρους, μεγαλομηχανικούς, εργολάβους, δημοσιογράφους, ανθρώπους του θεάματος, της νύχτας κ.τ.λ. Αυτοί έχουν κάνει γερή τη «μπάζα» τους κατά τη διάρκεια του «παραγωγικού» τους βίου. Δεν αφορά, δηλαδή, στα περίφημα «μεσαία» στρώματα, που αυτοθαυμάζονται που τα κατάφεραν και μιμούνται τον τρόπο ζωής των πλουσίων.[13]

Δεν αφορά όμως ούτε στους πολιτικούς. Κι αυτοί πλήρως εξασφαλισμένοι είναι.

Και όλοι οι παραπάνω πόσοι τελικά είναι; Είναι στην Ελλάδα, μαζί και με τα μέλη των οικογενειών τους, 500.000, ένα εκατομμύριο, άντε το πολύ ενάμιση έως δύο εκατομμύρια (σαφώς δεν είναι τόσοι!). Δεν είναι περισσότεροι. Αυτοί είναι η άρχουσα τάξη, η διευθυντικοπολιτική ελίτ και το κατεστημένο, που περιέγραφε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Κι όμως αυτοί θέλουν, να αποφασίζουν για τα υπόλοιπα 9 εκατομμύρια.

Σε αυτά τα 9 εκατομμύρια των ανθρώπων του καθημερινού μόχθου και της βιοπάλης, των μικροεπαγγελματιών, των αγροτών, των υπαλλήλων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, των βιομηχανικών εργατών, των ανειδίκευτων, αλλά και των εξειδικευμένων, των υποαπασχολούμενων και των ανέργων, των πτυχιούχων που ετεροαπασχολούνται, αυτών που αναγκάζονται να κάνουν δύο και τρεις δουλειές για να τα φέρουν βόλτα, των συνταξιούχων. Σ’ αυτούς αφορά και απευθύνεται το Κοινωνικό Κράτος, οι προνοιακές του Υπηρεσίες και το Ασφαλιστικό Σύστημα. Στη μεγάλη μάζα των μη προνομιούχων, τελικά του προλεταριάτου, έστω κι αν αυτή η λέξη είναι ντεμοντέ και τείνει να γίνει απαγορευμένη. Έστω κι αν πολλοί απ’ αυτούς έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν, με το προσωπικό τους μόχθο, έχοντας συνήθως απέναντί τους ένα εχθρικό κράτος, κάποια μικρή ή μεγαλύτερη περιουσία, ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, πιθανά κάποιο εξοχικό, που βλέπουν όμως ότι χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερος μόχθος για να μπορέσουν, αν μπορέσουν, να διατηρήσουν ότι έχουν καταφέρει, ή ότι κατάφεραν γι’ αυτούς οι γονείς τους.

Σ’ αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να τους δοθεί μια πραγματική λύση, μια πραγματική και βάσιμη ελπίδα, ένα καινούργιο όραμα.

Να πεισθούν, ότι τα πράγματα πρέπει και μπορούν να αλλάξουν!

12. Αν δεχθούμε λοιπόν, ότι τα προβλήματα στη μεταβιομηχανική εποχή που βιώνουμε, οφείλονται στην ανατροπή της σχέσης μεταξύ του συνολικού απαιτούμενου χρόνου για τη παραγωγή και του χρόνου που περισσεύει, σε βάρος του χρόνου εργασίας, τότε η λύση θα βρεθεί στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση, από εκείνη που προτείνουν οι νεοφιλελευθεριστές.

Ο ταχύτατα αυξανόμενος Ελεύθερος Χρόνος να κατανεμηθεί ορθολογικότερα μεταξύ εργαζομένων, ανέργων και συνταξιούχων και όχι σε βάρος των εργαζομένων με αύξηση των ωραρίων, περιορισμό του αριθμού των ημερών αδείας και με αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης.

Η αύξηση των ωρών εργασίας, ο εν γένει περιορισμός του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων και η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον ακόμα μεγαλύτερο περιορισμό των θέσεων εργασίας, αύξηση επομένως της κοινωνικά άδικης ανεργίας, χωρίς παράλληλα να μειώνεται σημαντικά ο αριθμός των συνταξιούχων, με αποτέλεσμα το σύστημα να χρηματοδοτείται με ακόμα μικρότερα ποσά, άρα να καθίσταται αναγκαία η σταδιακή μείωση του ύψους των συντάξεων και τελικά να οδηγηθούμε στη πλήρη απαξίωση του συστήματος.

Διπλό, λοιπόν, το αρνητικό αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης πρότασης: Από τη μια πλευρά, η διατήρηση υψηλών επιπέδων ανεργίας και υποαπασχόλησης, με συνεχή μάλιστα αυξητική τάση και από την άλλη πλευρά, ενίσχυση της υποχρηματοδότησης του συστήματος, διεύρυνση των ελλειμμάτων του, με συνέπεια πολύ γρήγορα να καταστεί αναγκαία η λήψη και άλλων πιο σκληρών μέτρων.

Φαύλος κύκλος!

Η λύση, πολύ απλά, δεν μπορεί να είναι, παρά ευθέως ανάλογη της αιτίας που δημιουργεί το πρόβλημα και η θεραπεία της αιτίας αυτής.

Αν λοιπόν, δεχθούμε ότι είναι αλήθεια, γιατί είναι, ότι η αιτία των προβλημάτων είναι η μείωση του απαιτούμενου συνολικού χρόνου εργασίας για την παραγωγή των προϊόντων, αλλά και για την προσφορά υπηρεσιών, λόγω της έκρηξης της παραγωγικότητας, που οφείλεται με τη σειρά της στις νέες τεχνολογίες, που οδηγεί σε δραματική μείωση των απαιτουμένων θέσεων εργασίας, τότε εάν θέλουμε να πετύχουμε συνθήκες στοιχειώδους κοινωνικής δικαιοσύνης, θα πρέπει να διασφαλίσουμε την ορθολογική κατανομή του χρόνου που περισσεύει:

Οι εργαζόμενοι δεν διαθέτουν πολύ χρόνο, τρέχουν αγχωμένοι να προλάβουν να είναι εντάξει στη δουλειά τους, για να μην τη χάσουν, ή για να προαχθούν σε καλύτερη και πιο αποδοτική θέση, πολλές φορές να εξασφαλίσουν και δεύτερη δουλειά στη παραοικονομία, για να καλύψουν τις ανάγκες της ζωής έξω απ’ τη δουλειά τους, τις ανάγκες της οικογένειάς τους και γενικά, να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής, που τους καθιστούν όλο και πιο ανασφαλείς, νευρωτικούς και αποξενωμένους.

Αντίθετα οι άνεργοι, διαθέτουν πολύ ελεύθερο χρόνο. Κακό όμως χρόνο. Γιατί είναι χρόνος που σπαταλιέται άσκοπα. Ελεύθερος χρόνος, χωρίς όμως τη δυνατότητα απόλαυσης της ζωής, γεμάτος άγχος και ανασφάλεια για το μέλλον, που αποξενώνει τα άτομα, τα σπρώχνει στην απόρριψη και στο περιθώριο, καθίσταται πηγή κοινωνικής αδιαφορίας, εγκληματικότητας, ναρκομανίας και οδηγεί σε απονεύρωση και τελικά σε διάλυση τον κοινωνικό ιστό.

Πολύ ελεύθερο χρόνο διαθέτουν και οι συνταξιούχοι. Ο χρόνος αυτός, αντίθετα, είναι καλός, ή πρέπει να είναι καλός! Γιατί είναι χρόνος που προσφέρει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να ξεκουραστούν, να απολαύσουν τους καρπούς των κόπων της ζωής τους, να ικανοποιήσουν μικρές ή μεγαλύτερες επιθυμίες τους. Ελεύθερος χρόνος, που πρέπει να τους κάνει να αισθάνονται ικανοποίηση, που φθάνοντας στην ωρίμανση, παραχωρούν τη θέση τους, δίδοντας τη δυνατότητα και την ευκαιρία σε νέους ανθρώπους, να εργαστούν και να προσφέρουν στη κοινωνία, να δημιουργήσουν και τελικά να ζήσουν κι αυτοί.[14]

Το δίλλημα τίθεται από μόνο του και είναι αμείλικτο: Θέλουμε περισσότερους εργαζόμενους και συνταξιούχους και κατά συνέπεια λιγότερους ανέργους, ή αντίστροφα περισσότερους ανέργους και λιγότερους εργαζόμενους και συνταξιούχους;

Αυτό σημαίνει, ότι το Ασφαλιστικό πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί αποσπασματικά και μόνο του, με τη δια σαλαμοποίησης μέθοδο, αλλά σε συνδυασμό συνολικά, ως ένα και μόνο θέμα, μαζί με την Ανεργία και το Εργασιακό, δηλαδή με το συνολικό Οικονομικό και τελικά, Πολιτικό Ζήτημα.

Ιδού λοιπόν η νέα διαχωριστική γραμμή μεταξύ προόδου και συντήρησης.

Ο ελεύθερος χρόνος που προκύπτει, για να κατανεμηθεί ορθολογικά, θα πρέπει πρώτα να εκτιμηθεί σαν Αξία. Είτε σαν κοινωνική, είτε σαν Ηθική Αξία και να γίνει προσμετρήσιμος. Να προσδοθεί στον ελεύθερο χρόνο έννοια και σημασία, που να τον καταστήσει κοινωνική Αναγκαιότητα.[15]

13. Κάθε λογικός και έντιμος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να θέλει: περισσότερους εργαζόμενους, πιο παραγωγικούς, λιγότερο αγχωμένους και ανασφαλείς, με περισσότερο διαθέσιμο χρόνο για τον εαυτό τους και την οικογένειά τους, με αμοιβές που θα ανταποκρίνονται στις σύγχρονες απαιτήσεις της ζωής, σαφώς καθόλου ανέργους και βέβαια, συνταξιούχους, που ανεξάρτητα από τον αριθμό τους, θα μπορούν να ζουν με αξιοπρέπεια, χωρίς να γίνονται βάρος σε κανέναν.

Για να γίνει αυτό πρέπει κατ’ αρχήν:

Οι εργαζόμενοι να δουλεύουν λιγότερες ώρες την ημέρα, λιγότερες μέρες το χρόνο και ο εργάσιμος βίος να διαρκεί λιγότερα χρόνια.

Με τον τρόπο αυτό, θα σταματήσει η «αιμορραγία» των θέσεων εργασίας, θα μειωθεί η ανεργία και θα εξασφαλισθούν πόροι για το σύστημα.

Αυτό όμως μπορεί, να πραγματοποιηθεί με μία προϋπόθεση: Ότι το συνολικό Κεφάλαιο που διατίθεται για την ανταμοιβή της εργασίας, δεν μπορεί να μείνει στάσιμο, ούτε να ελαττωθεί όπως επιδιώκεται, αλλά αντίθετα θα πρέπει να αυξηθεί και μάλιστα σημαντικά, σε μέτρο κατ’ αρχήν, τουλάχιστον αντίστοιχο της αύξησης της παραγωγικότητας.

Αυτό σημαίνει, ότι η Κοινωνία θα πρέπει να πεισθεί, ότι προκειμένου να μείνει συνεκτική και να ευημερεί συνολικά, είναι αναγκαίο, να επιβάλλει μια ριζική αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου.

Τα χρήματα πράγματι υπάρχουν, πολύ απλά αυτοί, οι λίγοι, που μέχρι τώρα τα καρπούνται, δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένοι, να τα μοιραστούν με τους υπόλοιπους και χρησιμοποιούν όλα τα μέσα, για να τα κρατήσουν.

Να λοιπόν, που δεν τελείωσε η Ιστορία, ούτε καταργήθηκε η Πάλη των τάξεων, απλά τα ζητήματα τίθενται πάλι επί τάπητος, με δραματικότερο τρόπο απ’ ότι πριν. Γιατί τώρα, ο αγώνας δεν είναι για να διευρυνθούν οι κατακτήσεις, να επιτευχθούν καλύτερες συνθήκες δουλειάς, να αυξηθεί η κοινωνική ευημερία, αλλά διεξάγεται από χειρότερες θέσεις, διατήρησης όποιων κεκτημένων και ανάσχεσης της αρνητικής φοράς των πραγμάτων.

Είναι δυνατόν όμως, αυτή η μειονεξία να μετατραπεί σε πλεονέκτημα: Με φυγή όμως προς τα ‘μπρος!

Να τεθεί, εδώ και τώρα, σε τροχιά, η διαδικασία μετάβασης από την Κοινωνία της Εργασίας, σε αυτή του Ελεύθερου Χρόνου!

Οι αντικειμενικές συνθήκες, καθώς έλεγε και ο αείμνηστος Μιχάλης Ράπτης, είναι ώριμες, η ίδια η Επιστήμη και η Τεχνολογία τις ωρίμασε, ας βοηθήσουμε να ωριμάσουν και οι υποκειμενικές!

Η προσπάθεια αυτή και ο Αγώνας, δεν μπορεί, παρά να κερδηθεί στο επίπεδο των Αρχών και των Αξιών, γι’ αυτό είναι, κατά κύριο και πρώτο λόγο, Αγώνας Ιδεολογικός.

Ο νεοφιλελευθερισμός, εκεί κέρδισε πρώτα τη μάχη και επικράτησε, στο επίπεδο των Ιδεών πρέπει να ηττηθεί, για να υποχωρήσει.

Κάθε πνευματικός άνθρωπος, κάθε ελεύθερος πολίτης, που αισθάνεται άβολα μέσα στη πλήρη αταξία, που επιβάλλει η καπιταλιστική Νέα Τάξη, θα πρέπει να αντιδράσει και να ενταχθεί στη πρώτη γραμμή της νέας προσπάθειας.

Η Κοινωνία, χρειάζεται άμεσα τη νέα Καθοδήγηση. Οι υπάρχουσες «προοδευτικές» παρατάξεις και τα κόμματα, φαίνεται, να μην κατανοούν και έτσι να μην μπορούν, να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών, αφού είναι απολύτως εγκλωβισμένα στα περιθώρια, που έχει επιβάλει ο επαγγελματικός Κοινοβουλευτισμός και οι εξαρτήσεις του, (έμμεσες ή άμεσες, εμφανείς ή αφανείς, συνειδητές ή και όχι), από τον Οικονομικό Παράγοντα.

Είναι οι άνθρωποι του Πνεύματος, των Γραμμάτων και των Τεχνών, οι Επιστήμονες και όλοι εκείνοι, ανεξάρτητα του τι είναι και ποια η οικονομική τους θέση, ή και η κατ’ αρχήν πολιτική τους προτίμηση, που διαθέτουν όμως ακόμα κάποια ψήγματα ευαισθησίας, ανθρωπιάς και Λογικής, που πρέπει να πάρουν την υπόθεση αυτή, στα χέρια τους. Να πεισθούν οι ίδιοι και να πείσουν, ότι υπάρχει άλλος δρόμος και προοπτική και ότι αξίζει τον κόπο, να το παλέψουν ξανά. Να γίνουν αυτοί οι διαμορφωτές της «κοινής γνώμης» και τα μέσα (που τώρα καλύπτουν το κενό της δικής τους εσωστρέφειας και αδιαφορίας), απλά τα εργαλεία γι’ αυτό.

Για να πεισθεί η Κοινωνία και να δημιουργηθεί ένα νέο και μεγάλο ρεύμα Αντίστασης και Ανατροπής της φοράς των πραγμάτων, μαζί με όλες εκείνες τις δυνάμεις, κοινωνικές και πολιτικές, που είναι δυνατό, να αφυπνιστούν και να συμβάλουν σ’ αυτό……..

O.K.

[1] Αφού όλοι ίδιοι είναι, προτιμούμε τον «καταλληλότερο», δηλαδή αυτόν που εκφράζει με τον πιο αυθεντικό τρόπο τις αναμενόμενες εξελίξεις, ή απλά καταθέτουμε –«αριστερά»-, τη διαμαρτυρία μας και την αποστροφή μας, γνωρίζοντας εκ των προτέρων, ότι αδυνατούμε να αλλάξουμε τη φορά των πραγμάτων.
[2] Με τη παρεμβολή, πολύ φοβούμαι όμως, ενός νέου και απεχθέστερου Μεσαίωνα, άγνωστης χρονικής διάρκειας!
[3] «Παράπλευρη» απώλεια της με κάθε τρόπο και μέσο αύξησης της κερδοφορίας, είναι η συστηματική χειροτέρευση της ποιότητας τόσο των προσφερομένων υπηρεσιών όσο και των προϊόντων.
[4] Θα προσέθετε κανείς, την «επιτυχία» της «σωστής πληροφορίας» στο χρηματιστήριο, να αγοράσει κάποιος φτηνά και να πουλήσει ακριβά την όποια σημαία ευκαιρίας. Αν και κατά κανόνα πάντα υπάρχουν κάποιοι να πουλήσουν πριν από σένα, πιο φτηνά και να σου μείνουν τα χαρτιά στο χέρι, περιμένοντας τη νέα ευκαιρία!
[5] Είναι χαρακτηριστική η προσπάθεια επιβολής στο Ευρωσύνταγμα, ως υπέρτατες Αρχές την Ελεύθερη Οικονομία της Αγοράς και τον Ανταγωνισμό. Ευτυχώς που, προς το παρόν, αντέδρασαν οι λαοί που τους δόθηκε η δυνατότητα να αποφασίσουν.
[6] (μολονότι όλοι οι πολιτικοί και τα κόμματα ισχυρίζονται ότι θέλουν να περιφρουρήσουν, στα λόγια βέβαια, γιατί οι εφαρμοζόμενες πολιτικές αλλού οδηγούν)
[7] που αν δεν υπάρξουν, ως μορφή σπασμωδικής αντίδρασης στα τεκταινόμενα, θα πρέπει να ανακαλυφθούν!
[8] Γιατί σε φτωχοποίηση οδηγεί το συνολικό πακέτο των μέτρων που προτείνεται….
[9] (έστω και με ένα τρόπο ανορθόδοξο για πολλούς)
[10] (Τι σου είναι τελικά αυτοί οι γιάπηδες: και τα δικά τους, δικά τους και τα δικά μας, δικά τους και ‘μεις, εμ’ δαρμένοι εμ’ και χρεωμένοι αποπάνω!)
[11] Μαζικές προσφυγές στα δικαστήρια, ελληνικά και ευρωπαϊκά, να μας επιστραφούν εντόκως τα λεφτά που έχουμε δώσει, αφού μονομερώς αλλάζουν τους όρους των συμβάσεων υποχρεωτικής μάλιστα ένταξής μας στο σύστημα!
[12] Είναι ακριβώς το ερώτημα, που συνήθως ξεχνούν, να θέτουν, οι δημοσκόποι!
[13] (και τάσσονται εν πολλοίς πολιτικά στο πλευρό τους, τι δουλειά εξ’ άλλου έχουν με τη «πλέμπα»!)
[14] (Είναι και αυτός ένας τρόπος να αντιληφθούμε την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών)
[15] Στον Καπιταλισμό, που στηρίζεται σε αρχέγονες αξίες και αντιλήψεις, ο ελεύθερος χρόνος για τους πολλούς, εκλαμβάνεται σαν αργοσχολία, τεμπελιά και ανεπροκοπή: «αργία μήτηρ πάσης κακίας»…..

Αφήστε ένα σχόλιο