Βιώσιμη γεν(ε)οκτονία χρέους
του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Ενώ εγώ βρίσκομαι στην αποδρομή του εργασιακού βίου μου και, συνειδητά ή ασυνείδητα, μετρώ ένσημα, ασφαλιστική ιστορία και πλασματικά χρόνια, μπας και βρω πόρτα εξόδου στο συνταξιοδοτικό καθαρτήριο, η κόρη μου μόλις αρχίζει τη μεγάλη περιπλάνησή της στο αχαρτογράφητο, άγνωστης διάρκειας και αδιάφορο για ημερομηνία συνταξιοδοτικής λήξης εργασιακό τοπίο. Τα βασικά της εφόδια δεν είναι ένα πτυχίο, μια-δυο γλώσσες, ένα μεταπτυχιακό, ένα δεύτερο ίσως αργότερα, μερικές ψηφιακές δεξιότητες και η ευχέρεια περιπλάνησης στον εικονικό, γενναίο νέο κόσμο. Τα θεμελιώδη προσόντα της είναι πως αυτή, όπως όλα τα παιδιά της γενιάς της, ξεκινούν με τη -συμβολικά νομοθετημένη σε έναν άθλιο κατώτατο μισθό- βεβαιότητα ότι πρέπει να πορεύονται με τις ελάχιστες απαιτήσεις από την εργασιακή ζωή τους. Αλλά κι ότι ξεκινούν με προσδόκιμο ζωής αρκετά υψηλότερο από της δικής μας γενιάς. Κάθε νέα και νέος που μόλις μπαίνει στην αγορά εργασίας και στο ασφαλιστικό σύστημα έχει μπροστά του τουλάχιστον 40 χρόνια δουλειάς κι ένα προσδόκιμο ζωής που τείνει σταθερά προς τα 90 χρόνια. Αν δεν μεσολαβήσει ένας κανονικός παγκόσμιος πόλεμος ή μια πιο φονική πανδημία, η αμέσως επόμενη γενιά μπορεί με ασφάλεια να χτυπήσει ένα προσδόκιμο κοντά στα 100.
Η μακρά βιωσιμότητα της κόρης μου, του γιου σας, των εγγονιών ή και των δισέγγονών σας, των ανιψιών ή των βαφτιστηριών σας, αν δεν έχετε δικούς σας βιολογικούς απογόνους (μια και υποθέτω ότι όσοι διατηρείτε το κουσούρι της ανάγνωσης εφημερίδων θα είστε μέσης και πάνω ηλικίας), είναι χρήσιμη για τους γόνους και απογόνους μας. Αλλά είναι ακόμη πιο χρήσιμη για το ασφαλιστικό σύστημα, το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος. Ενδεχομένως αυτός είναι και ο βασικός προορισμός της. Μεγαλώνουμε τα παιδιά μας με την αγωνία να τους εξασφαλίσουμε τη μέγιστη ποιότητα και διάρκεια ζωής. Αλλά τα μέσα που υποτίθεται ότι το εξασφαλίζουν αυτό -σωματικά και διανοητικά προσόντα, γνώσεις, επαγγελματικές δεξιότητες- δεν αφορούν την ίδια την απόλαυση της ζωής στην κάθε στιγμή της, αλλά την επιβίωσή τους σε ένα ακραία ανταγωνιστικό περιβάλλον και, τελικά, την παραγωγικότητά τους.
Ένας περίπλοκος μηχανισμός που ξεκινά από το σπίτι, τη γονεϊκή στοργή, τα ακριβά αξεσουάρ εξυπηρέτησής της και φτάνει στα πανεπιστήμια, στα κέντρα κατάρτισης, στα βιοτεχνολογικά εργαστήρια και στα εικονικά εργοστάσια ανάπτυξης ψηφιακών εφαρμογών δουλεύει για να μεγιστοποιήσει την παραγωγικότητα, την αντοχή και τη διάρκεια ζωής των γόνων μας. Τα παιδιά και τα εγγόνια μας πρέπει να ζουν όλο και περισσότερα χρόνια γιατί πρέπει να ξεπληρώσουν τα δάνεια και τα χρέη μας. Δημόσια και ιδιωτικά.
Η βιωσιμότητα ή αειφορία προβάλλεται ως ο μόνος όρος παραγωγικής επιβίωσης του είδους μας στην ανθρωπόκαινο εποχή. Οι πάντες διεκδικούν πιστοποιητικά βιωσιμότητας. Από τις πολυεθνικές του πετρελαίου μέχρι τα εργοστάσια παραγωγής πυρηνικής ενέργειας. Και από τις εταιρείες παραγωγής όπλων μέχρι τις βιομηχανίες μεταλλαγμένων τροφίμων. Ακόμη κι ένα F-35 ή μια βόμβα διασποράς, προορισμένα να σκοτώσουν εκατοντάδες, έχουν δικαίωμα σε μια πιστοποίηση SDG (Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης). Κι αν η αειφορία φαίνεται μονόδρομος στη σχέση του παραγωγικού μοντέλου με το περιβάλλον, τους φυσικούς πόρους και το κλίμα, στην περίπτωση του χρήματος και του χρέους γίνεται ένα ανθρωποκτόνο οξύμωρο.
Μέχρι πριν από μια δεκαετία, μονεταριστές και νεοφιλελεύθεροι αντιμετώπιζαν το χρέος ως έγκλημα καθοσιώσεως, που τα κράτη, οι κοινωνίες, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις όφειλαν να μειώνουν. Οι κρατικές, εταιρικές και ατομικές χρεοκοπίες ήταν καταδίκη σε οικονομικό θάνατο ή σε πολύχρονη εξορία από τον θαυμαστό κόσμο των πιστωτών. Η νέα οικονομική συνθήκη του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού εγκαταλείπει την προτεσταντική εγκράτεια και υιοθετεί το λαϊκό «οι ωραίοι έχουν χρέη», ας είναι κι άσχημοι. Ωραίοι και άσχημοι, πλούσια και φτωχά έθνη μπορούν να μπαζώνουν όσο χρέος θέλουν, που έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να εξοφληθεί ποτέ, αρκεί να εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του. Για την ακρίβεια, αρκεί να υπάρχουν αρκετοί «ανθρώπινοι πόροι» που υπηρετούν αγόγγυστα και αενάως τη βιωσιμότητά του. Δηλαδή, παιδιά και εγγόνια με προσδόκιμο ζωής 90 και 100 ετών που θα εξοφλούν δόσεις δανεισμού μέχρι το 2070, αν μιλήσουμε για το ελληνικό χρέος των 357 δισ. ευρώ, για το ιταλικό χρέος των 2,7 τρισ. ευρώ ή για τα 12 τρισ. ευρώ χρέους της ευρωζώνης.
Η Ελλάδα χρεοκόπησε ουσιαστικά το 2010 με 300 δισ. ευρώ αβίωτο χρέος, αλλά 12 χρόνια μετά, το πολύ υψηλότερο χρέος της βαφτίζεται μια χαρά βιώσιμο. Γιατί; Γιατί όλες οι χώρες, και οι καθαροί πιστωτές σαν την καθωσπρέπει Γερμανία, και οι καθαροί οφειλέτες σαν την κακόφημη Ελλάδα, από τη μια κρίση στην άλλη συσσώρευσαν νέους όγκους χρέους από το λεφτόδεντρο του μέλλοντος. Χρέους που κανείς δεν πιστεύει -ούτε αυτοί που το δανείζουν- πως θα εξοφληθεί ποτέ. Τα παλιά προσχήματα των καλών λογαριασμών έδωσαν τη θέση τους στην επινόηση της βιωσιμότητας. Η αειφορία του χρέους βασίζεται στη βεβαιότητα ότι τουλάχιστον δύο γενιές υγιών, ανθεκτικών και ευέλικτων ανθρώπων με υψηλά προσδόκιμα ζωής είναι στα σκαριά ή ήδη μοχθούν για να το τρέφουν. Από μια άποψη το δόγμα της βιωσιμότητας είναι μια καθαρή γεν(ε)οκτονία. Δυστυχώς, με τη δική μας συνενοχή ως γενιάς υπό απόσυρση, μπορεί να θεωρηθεί και παιδοκτονία.
Καθώς γράφω αυτό το κείμενο είμαι στο σπίτι μου. Παράθυρα και μπαλκόνια ανοιχτά. Από τον πάνω όροφο ακούω τα μικρά παράφωνα ή μουσικά επιφωνήματα ενός μωρού που δεν έχει ακόμη χρονίσει και τελεί υπό τη φροντίδα του συνταξιούχου παππού του. Δεν το βλέπω, αλλά η εικόνα του μου είναι καθαρή. Το μωρό γαρδελίζει που λέμε – με χαρά, θυμό, θαυμασμό ή απορία. Και η ακατάληπτη λαλιά του μοιάζει να συνομιλεί με τα τζιτζίκια που απ’ τα απέναντι πεύκα τερετίζουν ακατάπαυστα, υμνώντας την λίγων εβδομάδων ζωή τους στο φως του καλοκαιριού, έπειτα από πολύχρονη αναμονή στο σκοτάδι της γης. Το προσδόκιμο του μωρού είναι 100 χρόνια, του τζίτζικα μόλις 2-3 μήνες. Αναρωτιέται κανείς αν από την καθημερινή συνομιλία τους μεταξύ μπαλκονιού και πεύκου θα προλάβει να μάθει κάτι το μωρό για το δικαίωμα στην τεμπελιά, πριν μπει στα υπερεντατικά μαθήματα παραγωγικότητας για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους για το οποίο δεν φέρει την παραμικρή ευθύνη.
Θεωρίες για την υπεραξία
Γεννήθηκα στην Κιβωτό
μαζί με τ’ άλλα ζώα
και τώρα εδώ σας τραγουδώ
δαιμόνια κι αθώα.
Γεννήθηκα και μου ‘δωσαν
για προίκα μια μαγκούρα
να τη βαράω με δύναμη
στου νου μου την καμπούρα.
Είμαι εξάρτημα εγώ της μηχανής σας
κι ο γιος μου τ’ ανταλλακτικό
θα ‘ναι εντάξει μια ζωή στη δούλεψή σας
είναι από άριστο υλικό.
Γεννήθηκα με ένα γιατί
μες στην καρδιά κρυμμένο
ποιους μάγκες εξυπηρετώ
ποιοι μ’ έχουν κουρδισμένο.
Με φέρανε και μου ‘πανε
ποτέ μιλιά μη βγάλω
πως είναι που γεννήθηκα
προνόμιο μεγάλο.
Γεννήθηκα στην Κιβωτό
εννιά και δεκατρία
την ώρα που οι πλανήτες μου
βαράγαν μα…
Μαρία με τα κίτρινα
με βάση τα δεδόμενα
εδώ ο πλανήτης χάνεται
κι εσύ το παίζεις γκόμενα
Ελένης Βιτάλη, «Κιβωτός» (άλμπουμ «Το απέναντι μπαλκόνι», 1989)
από το «http://kibi-blog.blogspot.com/»
https://www.hereticalideas.gr/2022/07/biosimi-geneoktonia-hreoys.html
Αφήστε ένα σχόλιο