Όταν «ανήκομεν εις την Δύσιν» και όχι στην Ελλάδα…

Όταν «ανήκομεν εις την Δύσιν» και όχι στην Ελλάδα…


του Γιώργου Μαργαρίτη*

Τις προηγούμενες μέρες, σε μία συγχορδία σημαδιακή, εξελίχθηκαν ταυτόχρονα δύο επίσημες παρεμβάσεις που είχαν άμεσο στόχο την Ελλάδα. Η πρώτη προήλθε από τον γνωστό Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Ο υπουργός ήταν περισσότερο σαφής στα λεγόμενά του απ’ ότι συνήθως -για τα ίδια ζητήματα- είναι. Η Ελλάδα, δήλωσε, έχει παραβιάσει τις συνθήκες της Λωζάννης του 1923 και των Παρισίων του 1947.

Οι συνθήκες αυτές έδωσαν τα νησιά του Αιγαίου στην Ελλάδα υπό τον όρο της αποστρατιωτικοποίησής τους. Η Ελλάδα παραβιάζει αυτόν τον όρο. Η Τουρκία προσέφυγε γι’ αυτό στον ΟΗΕ με δύο επιστολές. «Σε περίπτωση –τόνισε– που η Ελλάδα δεν αλλάξει στάση τότε είναι συζητήσιμη η κυριαρχία των νησιών αυτών». Εξάλλου, διευκρίνισε, «οι τελευταίες προειδοποιήσεις έχουν σταλεί»…

Οι δηλώσεις αυτές πέρασαν ένα ακόμα κατώφλι στην μεθόδευση των τουρκικών διεκδικήσεων. Η γειτονική χώρα έχει ξεκινήσει τις «νομικές», διπλωματικές αν θέλετε, διαδικασίες που ανοίγουν το κεφάλαιο της κυριαρχίας επί των νησιών του Αιγαίου. Δεν πρόκειται εδώ για «γκρίζες ζώνες» και για «μη αναφερόμενες ονομαστικά» στις συνθήκες νησίδες και βραχονησίδες του Αιγαίου. Εδώ πρόκειται για καθολική αμφισβήτηση όλου του καθεστώτος που διέπει –για ένα ολόκληρο αιώνα– τα σύνορα στην περιοχή.

Ως δε πρόσθετη απόδειξη της συνεκτικότητας και της μεθοδικότητας που χαρακτηρίζει την τουρκική επιθετική πολιτική, άρχισαν να εκδίδονται στην γείτονα «δελτία» παραβιάσεων των όρων των συνθηκών από την ελληνική πλευρά. Αυτό προστέθηκε στο γενικό πλαίσιο των ποικιλόμορφων κατηγοριών ενάντια στην Ελλάδα: για παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων, κακομεταχείριση και θανάτωση προσφύγων, υπόθαλψη τρομοκρατίας και πολλά άλλα.

Όλους μαζί!

Την ίδια όμως ημέρα που ο κ. Τσαβούσογλου έκανε τις δηλώσεις αυτές, αξιωματούχος μιας άλλης ισχυρής δύναμης της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής μας, έκανε επίσης δηλώσεις για την Ελλάδα. Ο Ρώσος πρέσβης στην Αθήνα τόνισε με νόημα ότι η Ελλάδα «θα πρέπει να ανησυχεί» για τις διευκολύνσεις και τις βάσεις που προσφέρει στην ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ για τις επιθετικές τους κινήσεις κατά της Ρωσίας.

Σε ημιεπίσημες δημοσιογραφικές ή άλλες πληροφορίες προστέθηκαν λεπτομέρειες για το είδος των ανησυχιών που πρέπει να ταράζουν τον ύπνο όσων συντάσσονται με τα επιθετικά σχέδια κατά της Ρωσίας. Τυχόν χρήση των βάσεων και των διευκολύνσεων για πλήγματα ή για ενέργειες κατά της Ρωσίας θα τις καθιστούσε αυτονόητα στόχους των ρωσικών δυνάμεων, ανεξάρτητα από το έδαφος της χώρας στην οποία αυτές βρίσκονται.

Θα μπορούσε κανείς να σημειώσει -πιθανόν με κάποια δόση αυτοϊκανοποίησης- ότι η μικρή Ελλάδα πέτυχε το εν δυνάμει ακατόρθωτο: Να δέχεται δηλαδή ταυτόχρονα ευθείες απειλές από τις δύο ισχυρότερες χώρες της περιοχής όπου η χώρα υπάρχει. Δεν αμφιβάλλουμε ότι τα τελευταία 10-15 χρόνια ειδικά η Ελλάδα, βαδίζοντας από επιτυχία σε επιτυχία, έχει γίνει «πόλος σταθερότητας» και «ισχυρός παράγοντας» στην στρατηγική της περιοχή!

Βασικός, όμως, παράγοντας της διπλωματίας, που τον υιοθετούν ισχυρές και ανίσχυρες χώρες, είναι να αντιμετωπίζεις τους εχθρούς σου κατά σειρά προτεραιότητας, όχι όλους μαζί. Φαίνεται πως η ισχύς της Ελλάδας της δίνει την ευχέρεια να τελειώνει μια και καλή με όλους μαζί, Τούρκους και Ρώσους! Εφόσον το έπραξε επί Αλεξάνδρου του Μέγα, γιατί να μην το επαναλάβει και σήμερα!

Ανήκομεν εις την Δύσιν…

Το πώς βρέθηκε η χώρα μας σε αυτή την ασυνήθιστη θέση θα μπορούσε να γίνει θέμα ιδιαίτερης μελέτης, είμαι σίγουρος ότι θα γίνει σε μελλοντικά Τμήματα Πολιτικών Επιστημών. Ουδείς έχει καταλάβει τι ακριβώς κέρδισε η Ελλάδα από την μετατροπή της (με συντονισμένα μέτρα της προηγούμενης, του ΣΥΡΙΖΑ, και της παρούσας, της ΝΔ, κυβερνήσεων) σε άνευ ορίων και όρων βάση και ορμητήριο των ΗΠΑ, σε τέτοιο βαθμό που να εμπεριέχει σαφή παραίτηση από εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα.

Ουδείς έχει καταλάβει σε τι βοήθησε την Ελλάδα η εντυπωσιακά παθητική της στάση απέναντι στην Τουρκία: η ανοχή των παραβιάσεων, η απάθεια στις εκτοξευόμενες κατηγορίες, η εγκατάλειψη της Κύπρου και όλα τα συναρτώμενα. Ουδείς έχει καταλάβει γιατί η χώρα μας δεν «ενοχλεί» με τα ζητήματα αυτά ούτε τους Διεθνείς Οργανισμούς, ούτε τις Συμμαχίες και τις Ενώσεις στις οποίες ανήκει – υποθέτουμε ακριβώς για να μην απειλεί κανείς την ασφάλειά της. Ουδείς έχει καταλάβει τον τρόπο που σκέφτονται οι ένοικοι του Μαξίμου, σημερινοί και χθεσινοί, και το τι είδους πολιτική εφαρμόζουν.

Με ποια λογική έχει εμπλακεί η χώρα μας στην υπόθεση της Ουκρανίας και μάλιστα στην πρώτη γραμμή; Τι έχει να κερδίσει η χώρα μας από την ταπείνωση ή την ήττα της Ρωσίας; Τη στιγμή, μάλιστα, που έχει αποδειχθεί ότι ο μόνος παράγοντας στην περιοχή που μπορεί να συγκρατήσει ή να περιορίσει την Τουρκία είναι ακριβώς η Ρωσία. Εκτός πλέον εάν η στήριξη της τότε Σοβιετικής Ένωσης στον «Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας» στην διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου, όπως πρόσφατα την «αποκάλυψε» ο «διαπρεπής» «εμβολιασμένος» κατά του κομμουνισμού «ιστορικός», αποτελεί διαχρονική περίπτωση casus belli, η οποία και πρέπει να απαντηθεί -ετεροχρονισμένα έστω- μόνο με πόλεμο και αίμα!

Εάν στα όσα συμβαίνουν στην εξωτερική πολιτική προσθέσουμε τα επιτεύγματα των ελληνικών κυβερνήσεων στην εσωτερική αντίστοιχη, τότε, παρηγορούμεθα μεν καθότι διακρίνουμε σταθερή σχέση και συνέπεια του έσω και του έξω. Τρέμουμε δε διότι και το μεν και το δε είναι εξόχως καταστροφικά. Δεν είναι πρόβλημα κυβερνήσεων. Πρόβλημα καθεστώτος είναι και ποιότητας της άρχουσας τάξης και των ελίτ που συνθέτουν το καθεστώς αυτό.

* Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι πανεπιστημιακός καθηγητής Ιστορίας και συγγραφέας. Διδάσκει Σύγχρονη Πολιτική και Κοινωνική Ιστορία στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ..

από το «http://www.dromosanoixtos.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο