Η επόμενη μέρα στο θερμό τρίγωνο ΗΠΑ – Ρωσία – Ουκρανία

Η επόμενη μέρα στο θερμό τρίγωνο ΗΠΑ – Ρωσία – Ουκρανία


του Κώστα Ράπτη

Αγάπη, σύμφωνα με τον ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν, είναι το να προσφέρεις κάτι που δεν έχεις σε κάποιον που δεν το χρειάζεται. Δύσκολα, βέβαια, θα μπορούσαμε να φανταστούμε ως σχέση αγάπης αυτό που εκτυλίσσεται μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, ωστόσο χαρακτηρίζεται από το ίδιο περίπου παράδοξο. Διότι το μεγαλύτερο εμπόδιο σε ένα πιθανό δούναι και λαβείν μεταξύ των δύο αυτών πυρηνικών δυνάμεων είναι η αδυναμία αμοιβαίας κατανόησης του τι «διαθέτει» και τι «ζητά» η κάθε πλευρά.

Η ασυμμετρία αυτή έγινε ολοφάνερη κατά τις συνομιλίες (διάρκειας άνω των δύο ωρών) που είχαν την Τρίτη μέσω ασφαλούς βιντεοσύνδεσης ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και ο Ρώσος ομόλογός του, Βλαντίμιρ Πούτιν, με πρωτοβουλία του πρώτου. Μια ασυμμετρία που υπογραμμίστηκε ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι ο μεν ισχυρός άνδρας του Κρεμλίνου παρέστη μόνος, ενώ ο ένοικος του Λευκού Οίκου είχε στο πλάι του κορυφαίους συνεργάτες του (τον υπουργό Εξωτερικών, τον Εθνικό Σύμβουλο Ασφαλείας κ.ο.κ.).

Αλλά τα σημειολογικά ζητήματα είναι το λιγότερο που αξίζει να μας απασχολήσει σε μια συγκυρία κατά την οποία, με αφορμή την ουκρανική κρίση, τα ρίσκα για την παγκόσμια ειρήνη είναι, κατά τους γνωρίζοντες, εφάμιλλα αυτών της παρ’ ολίγον πυρηνικής σύγκρουσης για τους πυραύλους της Κούβας το 1962. Εκτός και αν κανείς αρέσκεται να πιστεύει ότι ένα «θερμό επεισόδιο» που εμπλέκει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη Ρωσία και το ΝΑΤΟ μπορεί να μείνει χρονικά και γεωγραφικά περιορισμένο.

Οι ταλαντεύσεις της Ουάσινγκτον

Η ασάφεια (άγνωστο πόσο «δημιουργική») μέσα στην οποία ολοκληρώθηκε η επικοινωνία Μπάιντεν-Πούτιν δεν μας επιτρέπει να περιγράψουμε με κάποια βεβαιότητα τα σενάρια που διανοίγονται εφεξής. Όμως και μόνο το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε αυτή η επαφή, η πρώτη μετά τη διά ζώσης συνάντηση των δύο ηγετών τον Ιούνιο στο περιθώριο της Συνόδου της G20, είναι από μόνο του ενθαρρυντικό. Άλλωστε, δεν προηγήθηκαν για το τίποτε, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς, οι δύο συναντήσεις των επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών των δύο πλευρών και η τηλεφωνική επικοινωνία των αντίστοιχων αρχηγών Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων.

Βέβαια, από τις κινήσεις για την αποφυγή τυχόν μοιραίου «ατυχήματος» μέχρι την εξασφάλιση ενός συνολικότερου modus vivendi, ο δρόμος είναι μακρύς και η επιτυχία διόλου εγγυημένη. Και δυσκολεύει τα πράγματα ακόμα περισσότερο αφενός το ότι ο επικοινωνιακός πόλεμος συσκοτίζει τις πραγματικές προθέσεις των πρωταγωνιστών, αφετέρου το ότι απέναντι στην πολιτική μονολιθικότητα της Ρωσίας η αμερικανική πλευρά προσέρχεται εσωτερικά διχασμένη ή, έστω, ταλαντευόμενη.

Η διαπραγματευτική θέση του «ρεαλιστή» Μπάιντεν περιπλέκεται από την ανάγκη του να μη φανεί «υποχωρητικός» και «αδύναμος» απέναντι στην εγχώρια κοινή γνώμη (η οποία ήδη τον αντιμετωπίζει αρνητικά λόγω της εκτόξευσης του πληθωρισμού) και να μη δει τις όποιες πρωτοβουλίες του να βραχυκυκλώνονται από το «κόμμα του πολέμου» στο Κογκρέσο και στο «βαθύ κράτος».

Τα άγχη της Μόσχας

Ο Πούτιν, από την άλλη, αδημονεί να βρει έναν τρόπο να ανακόψει ό,τι το ρωσικό κατεστημένο αποκαλεί πλέον ανοιχτά «τακτική της σαλαμοποίησης», δηλ. το γεγονός ότι κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες η υπό αμερικανική ηγεμονία Δύση «περικυκλώνει» τη Ρωσία, μέσα από αλλεπάλληλες κινήσεις (αρχής γενομένης από την παραβίαση της υπόσχεσης προς τον Γκορμπατσόφ για μη επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς), καθεμία εκ των οποίων δημιουργεί ασφαλώς προηγούμενο, αλλά δεν συνιστά από μόνη της επαρκή λόγο ρήξης.

Για τον λόγο αυτό, ο Ρώσος ηγέτης υποχρεώθηκε παραμονές της συνομιλίας με τον Μπάιντεν να εξειδικεύσει ρητά τις περίφημες «κόκκινες γραμμές» της Μόσχας, για τις οποίες είχε προ μηνών προειδοποιήσει ότι συνιστούν αιτία σύγκρουσης. Το μέγα ζητούμενο πλέον για τον Πούτιν είναι η παροχή νομικά δεσμευτικών και επαληθεύσιμων εγγυήσεων ότι δεν θα υπάρξει άλλη επέκταση του ΝΑΤΟ ή μεταφορά επιθετικού οπλισμού στις χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία και κατεξοχήν στην Ουκρανία.

Αλλά σχετικά με αυτή την κορυφαία ανησυχία ασφαλείας της ρωσικής πλευράς ο Μπάιντεν δεν είχε καμία εγγύηση να προσφέρει. Αντιθέτως, υπεραμύνθηκε του δικαιώματος κάθε χώρας να συνάπτει τις συμμαχίες που επιθυμεί, έξω από λογικές σφαιρών επιρροής.

Ανταλλαγή διπλωματικών μηνυμάτων

Σύμφωνα με την ενημέρωση που προσέφερε ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Τζέικ Σάλιβαν, οι ΗΠΑ είναι «έτοιμες να κάνουν» όσα δεν ήσαν σε θέση (λόγω της απορρόφησής τους τότε από τους πολέμους του Ιράκ και του Αφγανιστάν) να κάνουν το 2008, κατά τη σύγκρουση Γεωργίας-Ρωσίας για τη Νότια Οσσετία. Διατηρούν το δικαίωμα να ενισχύσουν την ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, να εξοπλίσουν περαιτέρω την Ουκρανία και να προβούν σε σαρωτικές κυρώσεις, θέτοντας επί τάπητος και τη διακοπή της λειτουργίας του νέου υποθαλάσσιου αγωγού ρωσικού φυσικού αερίου NordStream2 (και υπαινισσόμενος ακόμα και αποκοπή της Ρωσίας από το σύστημα πληρωμών SWIFT), εάν η ρωσική πλευρά δεν αποκλιμακώσει, όπως μόνο σε αυτήν εναπόκειται, και προβεί ενδεχομένως σε στρατιωτική επέμβαση στο ουκρανικό έδαφος.

Συμβαίνει, βέβαια, η «κλιμάκωση», για την οποία κατηγορείται η Ρωσία, να συνίσταται σε στρατιωτικές κινήσεις στο δικό της έδαφος, οπότε και η «αποκλιμάκωση» καθίσταται γρίφος. Συμβαίνει, επίσης, η επαπειλούμενη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να προκύπτει από έναν επικοινωνιακό ορυμαγδό που η πλευρά της Δύσης ξεσήκωσε, με τον ίδιο τον Σάλιβαν να παραδέχεται εν παρόδω ότι δεν είναι βέβαιο ότι κάτι τέτοιο ανήκει όντως στις προθέσεις της Ρωσίας.

Τα ευρύτερα συμφραζόμενα

Στην πραγματικότητα, αφότου απέσπασε ό,τι κυρίως την ενδιέφερε, δηλ. την Κριμαία, η Ρωσία δεν έχει κανένα συμφέρον να εμπλακεί πολεμικά στην Ουκρανία, πόσω μάλλον να αναλάβει το κόστος της ανοικοδόμησής της: αρκείται στο να προωθεί μια ειρηνευτική λύση «τύπου Μινσκ», που θα προβλέπει την παραμονή των αυτονομιστών του Ντονμπάς στην ουκρανική δικαιοδοσία, υπό ειδικό καθεστώς, ώστε να εξασφαλιστεί έτσι και ότι το Κίεβο δεν θα έχει μονοσήμαντα αντιρωσικό προσανατολισμό. Αντιθέτως, ήταν τα κυβερνητικά ουκρανικά στρατεύματα που συγκεντρώθηκαν το τελευταίο διάστημα στη γραμμή αντιπαράταξης, με την έμμεση (πλην παραπλανητική, διότι διόλου δεν συνεπάγεται μελλοντική επιχειρησιακή στήριξη) ενθάρρυνση των πολεμικών πλοίων του ΝΑΤΟ που συνέρρευσαν στη Μαύρη Θάλασσα.

Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ διά του Σάλιβαν προχωρούν σε μια «επίδειξη αποφασιστικότητας», με απειλές τις οποίες εξαρτούν από ένα πολύ συζητήσιμο ενδεχόμενο. Και ενώ προσπερνούν τη συζήτηση για τις «κόκκινες γραμμές» του Πούτιν, προσφέρουν κάτι απτό: τη συνέχιση του διαλόγου σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων και τη στήριξη των Συμφωνιών του Μινσκ, που θέτουν απαιτήσεις και προς το Κίεβο και το τελευταίο διάστημα είχαν στη Δύση ξεχαστεί.

Όλα αυτά θα πρέπει να ιδωθούν σε ένα πλαίσιο πολύ ευρύτερο του διμερούς, καθώς από μία πλευρά οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται για την επιβεβαίωση της διατλαντικής σχέσης, σε μια φάση μεταβατική για τον γαλλογερμανικό άξονα, ενώ η Ρωσία πολλαπλασιάζει τα πεδία συνεργασίας με την Κίνα αλλά και την Ινδία.

από το «https://www.capital.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο