Όχι πια

Όχι πια


Κοινωνίες χωρίς εμπιστοσύνη δεν υπάρχουν

του Κώστα Κουτσουρέλη

Ο ένας στους τρεις Γερμανούς δεν έχει εμβολιαστεί, έδειξε μια πρόσφατη έρευνα στη χώρα, ούτε και έχει την παραμικρή πρόθεση να το κάνει. Αν προσθέσει κανείς σ’ αυτούς εκείνους που εμβολιάστηκαν όχι επειδή πείστηκαν ότι αυτό είναι προς το συμφέρον τους αλλά επειδή εξαναγκάστηκαν από τις επαπειλούμενες κυρώσεις, το ποσοστό πρέπει να ανεβαίνει αρκετά. Τα στοιχεία που διαθέτουμε από τις περισσότερες χώρες είναι συγκρίσιμα. Οι ερευνητές που τα αξιολογούν μιλούν συχνά για «θεσμική κρίση». 

Πολλοί είναι αυτοί που δεν καταλαβαίνουν γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι δεν θέλουν ή διστάζουν να εμβολιαστούν. (Ο γράφων δεν ανήκει σ′ αυτούς.) Ο Παναγιώτης Κονδύλης το είχε εξηγήσει σε μια ιδιωτική του κουβέντα κάποτε μετά από μια παραμονή του σε νοσοκομείο: «Οι γιατροί δεν είναι πια αυτό που ήταν». Εννοούσε κάτι πολύ απλό που άλλα επαγγέλματα το έχουν βιώσει νωρίτερα. Ο μέσος άνθρωπος δεν εμπιστεύεται πλέον τους ειδικούς και τους επιστήμονες. Η αισιοδοξία για τις δυνατότητες της επιστήμης, η πίστη του στην πρόοδο που έφτασε στο αποκορύφωμά της στον 19ο και τον 20ο αιώνα, ανήκει στο παρελθόν.

Ο σημερινός άνθρωπος του 21ου αιώνα έχει ζήσει την καθίζηση του κύρους των εκπαιδευτικών, έχει δει την υποκριτική τέχνη των νομικών, έχει δει σεισμολόγους και οικονομολόγους να τσακώνονται στα κανάλια, τώρα βλέπει να κάνουν το ίδιο και οι γιατροί. Όταν βλέπει κανείς τον διαρκή πόλεμο των εμβολίων, όταν ξέρει ότι η χώρα χρεοκόπησε μεταξύ άλλων επειδή υπερδιπλασίασε τις φαρμακευτικές της δαπάνες σε μια πενταετία, όταν κάποιες μελέτες λένε ότι ώς και το 50% των ιατρικών πράξεων που διενεργούνται πάνω μας είναι εντελώς αχρείαστες και ένα άδηλο ποσοστό τους ευθέως βλαπτικές, όταν ακούει ότι στον εμβολιαστικό σκεπτικισμό πρωτοστατούν κάποτε γιατροί και νοσηλευτές, όταν βλέπει την παραπληροφόρηση της κοινής γνώμης από τους κυβερνώντες στους οποίους κάνουν πλάτη, φευ, κάποιοι ειδήμονες, τι να πιστέψει, και γιατί;

Ο μέσος άνθρωπος σήμερα βλέπει ότι οι τεχνολογικές επινοήσεις τού αφαιρούν το έδαφος κάτω από τα πόδια, ότι η αυτοματοποίηση και η ψηφιοποίηση καταστρέφουν επαγγελματικούς κλάδους εν ριπή οφθαλμού (έχει αλήθεια καταλάβει κανείς ότι οι μουσικοί εδώ στον τόπο μας από επίζηλες διασημότητες έγιναν άσημοι προλετάριοι μέσα σε μια δεκαετία;), ότι η πρόοδος που του έταξαν είναι ένας αγώνας δρόμου με τον ίδιο ξεθεωμένο εκάστοτε να τρέχει με τους ουραγούς.  

Γιατί να πιστέψει αίφνης ότι ειδικά το «υγειονομικό-φαρμακευτικό σύμπλεγμα» (για να παραφράσω τον Άικ), ο πρώτος σε τζίρο δηλαδή οικονομικός κλάδος παγκοσμίως, νοιάζεται γι′ αυτόν και όχι, πρωτίστως, για την αφεντιά του; Η πανδημία, ας μη το ξεχνάμε όσο κι αν θέλει να το ξεχνάει η πολιτική, γιγάντωσε τους γίγαντες και εξουθένωσε τους μικρούς, ενίσχυσε την ανισοκατανομή του εισοδήματος σε βαθμό σκανδαλώδη.

Όπως διαπιστώνουν και οι Γερμανοί δημοσκόποι, όπως υποδηλώνουν και ανάλογες μετρήσεις εδώ σε μας και άλλες χώρες, ο «αντιεμβολιασμός» είναι σημαία ευκαιρίας, τρόπος διαμαρτυρίας, όχι πιστεύω ή πρόγραμμα. Τη στάση των αμφισβητιών υπαγορεύει η καθολική δυσπιστία απέναντι στην πολιτική και τους θεσμούς, απέναντι στην επιστήμη και το εμπόριο εν ονόματί της.

Κοινωνίες χωρίς εμπιστοσύνη δεν υπάρχουν. Στον θεό ή στην πρόοδο, στην παράδοση ή στην αυθεντία, στους θεσμούς ή στους ιθύνοντες, στο έθνος ή στον ηγέτη, αδιάφορο, σε κάποιους, σε κάτι πρέπει να στηρίζεται κατ’ αρχήν μια συλλογικότητα αν θέλει να μη διαλυθεί εντελώς. Οι νεωτερικές κοινωνίες αυτό το στήριγμα το έβρισκαν δύο αιώνες τώρα πρωτίστως στην επιστήμη. Επιστήμη σήμαινε καλύτερο, ασφαλέστερο αύριο. Όχι πια.

από το «https://www.huffingtonpost.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο