Ο Αισχύλος της Αθήνας και του κόσμου όλου.

Ο Αισχύλος της Αθήνας και του κόσμου όλου.


του Δημήτρη Σπάθα

Με αφορμή την υπέροχη θεατρική παράσταση «Προμηθέας Δεσμώτης» Από το Θέατρο Πορεία σε συμπαραγωγή με το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη, και τον Γιάννη Στάνκογλου (Προμηθέας) επικεφαλής μιας αξιόλογης ομάδας νέων ηθοποιών, η σκέψη μας ας γυρίσει στον μεγάλο Αισχύλο. Μια επαναστατική προσωπικότητα της εποχής του και όλου του κόσμου, που αγωνίστηκε με την γραφίδα και το όπλο στο χέρι για την Πατρίδα και την Δημοκρατία. Γράφει λοιπόν ο Αισχύλος σ’ ένα αυτοεπίγραμμά του τα παρακάτω λόγια:

«Ποιητής μπορεί νά γίνει κι ένας δειλός κι ένας γυναικωτός κι ένας άνόητος κι ένας προδότης. Μαραθωνομάχος όμως δέ μπορεί νά γίνει παρά μονάχα ό άντρας κι ό πατριώτης. Κι άμα ξέρετε, πώς στάθηκα Μαραθωνομάχος μέ «άλκήν εύδόκιμον», («άνενεχθείς φοράδην» άπό τό πεδίον τής μάχης), τότε θά καταλάβετε τό ήθος και τό ύψος τού Λόγου μου. Είναι ή πίστη μου στήν έλευθερία καί στή δημοκρατία. Σ’ αύτήν έδώ την πλάκα σημείωσα ό,τι είναι πιό άξιομίμητο γιά τούς μελλούμενους νέους καί γιά τούς ποιητάδες. «Οχι οι στίχοι μου! Ό άγώνας μου γιά τήν πατρίδα! Κι άν θά βρεθεί κανένας νά με κακίσει, πώς πολέμησα μαζί μέ τό «σωρό» (μαζί μέ τό λαό τής Αθήνας) γιά νά διώξουμε τούς βαρβάρους καί νά δώσουμε τη λευτεριά μας, άς μάθει, πώς ό λαός είναι ή πατρίδα και πώς χωρίς λεύτερο λαό δέ θά μπορούσε νά γραφτεί ή «Όρέστεια». «Αν είναι «λιποψυχία» τό νά πολεμάς τόν καταχτητή, τότες θά έχετε σαπίσει τόσο πολύ, πού νά θεωρείτε μεγαλοψυχία τό να σκοτώνετε τούς Μαραθωνομάχους».

«Αύτό είναι πάνου κάτου τό νόημα τού αύτοεπιγράμματος τού Αισχύλου. Ό ποιητής, πού γνώρισε στά παιδικά του χρόνια τούς δυό τυραννοκτόνους, τόν ‘Αρμόδιο καί τόν ‘Αριστογείτονα, πού «ίσονόμους τάς ‘Αθήνας έποιησάτην», ό ποιητής, πού στην άντρική του ήλικία πολέμησε όχι μονάχα στό Μαραθώνα, παρά, όπως λένε, σ’ όλες τίς μάχες ένάντια στούς καταχτητές (Σαλαμίνα, Πλαταιές, ‘Αρτεμίσιο), είτανε μεγάλο τέκνο τής μεγάλης έποχής του καί μίλησε πεθαίνοντας, όπως μιλούσε κ’ έπραττε ζώντας, όχι μονάχ’ αύτός παρά κι όλοι οι συγκαιρινοί του, πού θεωρούσανε τούς Μαραθωνομάχους όμοια μέ θεούς, αφού όρκιζόντανε στ’ όνομά τους: «Μά τούς Μαραθώνι άγωνισαμένους» ! Σά νά λέμε : «Μά τούς έναντίον τών καταχτητών άγωνισαμένους» !
(Κώστας Βάρναλης: Αισθητικά- Κριτικά- Σολωμικά, σ .54)

Εμείς, λοιπόν, σήμερα ποιους πρέπει να ακούσουμε για να λάβουμε σωστή ρότα στη ζωή μας; Αυτούς που για να διατηρήσουν την εξουσία στην Πατρίδα μας, σκύβουν συνεχώς το κεφάλι στα κελεύσματα βαρβάρων ξένων, δήθεν πολιτισμένων που παίζουν μπαλάκι έθνη και λαούς και αιματοκυλούν διαρκώς τον κόσμο και ειδικότερα την Μεσόγειο και Μ. Ανατολή; Ήλθαν από τα πέρατα της Δύσης να κάνουν κατοχές στους λαούς της Μεσογείου και στην Ελλάδα, με μόνο όπλο τους την αγάπη για το χρήμα και την αλαζονεία των δυνατών. Εξαφανίζουν κάθε πανανθρώπινη αξία που με πολύ κόπο και αίμα συσσωρεύτηκε ανά τους αιώνες, με πρωταρχική έγνοια τους την τσαλαπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ως κύριο συστατικό της αξίας του ανθρώπου. Μέσα σ’ αυτά κρύβονται τα οικονομικά και κοινωνικά δεινά που εξαπολύουν διαρκώς, νομίζοντας ότι έτσι θα διατηρήσουν την κυριαρχία και τα άνομα κέρδη τους. Να μας καλούν διαρκώς να υποτασσόμαστε στα εξουσιαστικά τους σχέδια που δεν προμηνύουν τίποτε καλό για την πλειοψηφία των ανθρώπων, πότε με ψεύτικες καλοσύνες δήθεν ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά τις περισσότερες φορές σκορπίζοντας τον τρόμο και τον φόβο, αιώνιους συμμάχους τους για την απολυταρχία την αυθαιρεσία, την παραπλάνηση και την υποταγή.

Βλέποντας την θεατρική αναπαράσταση του «Προμηθέα Δεσμώτη» όπου όρθιος πάνω στο βράχο του, αλυσοδεμένος, να φωνάζει στον απεσταλμένο της εξουσίας του Δία, Ερμή, «Χάνεις τα λόγια σου, δεν προσκυνώ, δεν υποτάσσομαι» Κι ανατριχιάζει ο κόσμος στο Ηρώδειο και πάνω απ’ το κεφάλι σου, ο Παρθενώνας της οικουμένης, τραυματισμένος μα αγέρωχος, δυόμιση χιλιάδες χρόνια τώρα.

Δίπλα σου το θέατρο του Διονύσου όπου ακούστηκαν για πρώτη φορά τούτα τα λόγια του ανθρώπου προς τους απανταχού εξουσιαστές του. Γι’ αυτό έγραψε ο ποιητής «Σε τούτα δώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει» Είναι τόση η δύναμη των λόγων του Αισχύλου, που όσο θα υπάρχουν άνθρωποι, ότι και να κάνουν κάποιοι πρατηριούχοι ξένων αλαλαγμών, δεν θα μπορέσουν να νικήσουν στο τέλος. Η συνομιλία με την ιστορία και τον πολιτισμό, θα φτάσει κάποτε και στο ζοφερό παρών και τότε οι άνθρωποι θα πούν «Κάποτε είμασταν άνθρωποι, τώρα τι είμαστε»

Εδώ που φτάνουν τα πράγματα για τον κόσμο, όπου για την Ελλάδα προετοιμάζουν μια τιμητική ευθανασία, θα ήταν μεγάλη τιμή να ακουστούν και πάλι τα λόγια των ποιητών μας, των αγωνιστών μας, δικές μας υποθήκες, παμπάλαιες και συνάμα πάντα νέες, που να απευθύνονται προς όλον τον ταλαιπωρημένο κόσμο, μια και όλα μπορούν να συμβούν κάθε στιγμή. Ας αφήσουμε για λίγο την τετριμμένη γλώσσα μιας τρέχουσας πολιτικής που λέει και γράφει πολλά για να μην πεί τίποτα, που δεν εμπνέει τον κόσμο αλλά τον αποκοιμίζει πάνω στην κόψη του ξυραφιού.

Ήρθαν
ντυμένοι φίλοι
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας
και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
(Οδυσσέας Ελύτης)

 

 

 

Αφήστε ένα σχόλιο