Υπέρ βωμών και εστιών…

Υπέρ βωμών και εστιών…


του Μανώλη Μούστου

Οι πυρκαγιές έσβησαν, οι κάτοικοι μαζεύουν τα κομμάτια τους και η Ελλάδα μετράει πάνω από 1 εκατ. στρέμματα καμένης γης.

Και μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει κάτι που πέρασε στα ψιλά: αρκετές περιουσίες και σπίτια σώθηκαν όχι σαν αποτέλεσμα του σχεδιασμού της κυβέρνησης αλλά επειδή ακριβώς οι κάτοικοι αρνήθηκαν να εκκενώσουν τις περιοχές τους και έκατσαν και πάλεψαν με τις φλόγες. Όσοι έχουν φίλες και φίλους από την Βόρεια Εύβοια μπορούν να το πιστοποιήσουν.

Και για να γίνει αυτό καλύτερα αντιληπτό: όλες οι περιπτώσεις ανθρώπων που είδαμε στις ειδήσεις να παλεύουν με κλαδιά και κουβάδες και να σβήνουν φλόγες ήταν άνθρωποι που είχαν λάβει πολλαπλά SMS εκκένωσης και απλά είχαν αδιαφορήσει. Το φαινόμενο δεν ήταν μεμονωμένο. Σε πολλές περιοχές οι ίδιοι οι Δήμοι, οι τοπικές κοινότητες, οι πολιτιστικοί σύλλογοι και διάφορα αθλητικά σωματεία και πεζοπορικοί σύλλογοι οργάνωσαν τους κατοίκους οι οποίοι έστησαν φράγματα, βρήκαν μέσα κατάσβεσης και συνεργάστηκαν για να σώσουν τις περιουσίες τους. Μόνοι τους.

«Απόλυτη προτεραιότητα μας οι ανθρώπινες ζωές» επαναλάμβανε μονότονα ο πρωθυπουργός αλλά αν ήθελε να είναι ειλικρινής θα έλεγε κάτι άλλο:

«Απόλυτη προτεραιότητα μας το όσο δυνατόν μικρότερο πολιτικό κόστος. Αν υπάρξουν νεκροί θα έχουμε την πολιτική μοίρα του Τσίπρα. Χεστήκαμε και για τα σπίτια σας και για τα δάση σας και για την άγρια ζωή. Οπότε, εκκενώστε τις περιοχές και αφήστε τη φωτιά να σβήσει από μόνη της στη θάλασσα».

Για τους κυβερνώντες και την εγχώρια ελίτ, η εικόνα ενός ανθρώπου που παλεύει με ένα κλαδάκι για να μην περάσει η φλόγα τον φράχτη του σπιτιού του είναι εντελώς ακατανόητη. Γιατί ρισκάρει έτσι τη ζωή του; Γιατί δεν σηκώνεται να φύγει μήπως και σωθεί; Γιατί δεν ακολουθεί τις οδηγίες και τα SMS της Πολιτικής Προστασίας;

«Τα σπίτια ξαναχτίζονται» λένε ελαφρά τη καρδία τα κυβερνητικά παπαγαλάκια. Εμ κάποια σπίτια δεν ξαναχτίζονται, τι να κάνουμε τώρα; Τα δικά τους σπίτια, οι βίλες τους και τα δεκάδες εξοχικά μπορεί και να ξαναχτίζονται. Το σπίτι μίας οικογένειας που το έφτιαξε με αμέτρητες θυσίες άπαξ και καταστραφεί, πάει τελείωσε. Για αυτό και πολύς κόσμος έλεγε «θα κάτσω εδώ να παλέψω κι ας καώ κι εγώ».

Όμως, υπάρχει σε όλο αυτό κάτι βαθύτερο. Κάτι σχεδόν υπαρξιακό. Για κάθε απλό άνθρωπο, το σπίτι του δεν είναι απλώς τα τούβλα ή τα τσιμέντα ή οι ηλεκτρικές εγκαταστάσεις.

Είναι μία ολόκληρη ζωή. Είναι καταρχάς οι αναμνήσεις. Των μυρωδιών του κυριακάτικου τραπεζιού, του κυνηγητού των ξυπόλητων παιδιών στο σαλόνι, των φίλων στη βεράντα την Κυριακή του Πάσχα.

Κάθε άνθρωπος που μπόρεσε με πολύ κόπο να φτιάξει ένα σπιτικό θυμάται δεκαετίες μετά τον ήχο που έκανε ο διακόπτης του ρεύματος στην είσοδο την πρώτη φορά που τον άνοιξε. Ή τη μυρωδιά της φρέσκιας μπογιάς στα δωμάτια. Θυμάται μέχρι και τον υπάλληλο της τράπεζας που υπέγραψε το δάνειο, ένα πρωινό μίας Πέμπτης που είχε κίνηση στο κέντρο και τα παιδιά περίμεναν στο αμάξι.

Πού να τα ξέρουν όλα αυτά οι «άριστοι» της κυβέρνησης που παίζει να μην είχαν ποτέ τους μία κανονική δουλειά; Πώς να συναισθανθούν τον άνθρωπο που ρίχνεται στις φλόγες για να σώσει τον τόπο του;

Βασικά, για τον σύγχρονο καπιταλισμό και τις κοσμοπολίτικες ελίτ δεν υπάρχει πιο απωθητική εικόνα από αυτήν ενός ανθρώπου που αντιστέκεται για να σώσει το σπίτι του, τον Τόπο του ή την Πατρίδα του. Ιδανικός ανθρωπότυπος για αυτούς είναι ο ανέστιος, ο ξεριζωμένος, ο πρόσφυγας. Διαρκώς μετακινούμενος -σαν το κεφάλαιο- και ελαστικός, χωρίς σύνορα και φραγμούς, όπου έχει δουλειά, ευκαιρίες ή απλώς «φασούλα» Χωρίς τόπο, χωρίς ρίζες. Χωρίς Σπίτι.

Πάνω από όλα, λοιπόν, το «σπίτι» συνιστά τη Ρίζα κάθε ανθρώπου με τον τόπο του. Την άγκυρα που κατασκεύασε για να κρατηθεί πάνω στη Γη και να αντέξει στις φουρτούνες της Ζωής. Το τεχνητό υποσύνολο του Περιβάλλοντος, όπου εντός του ο άνθρωπος μπορεί προστατευμένος να δημιουργήσει οικογένεια και δεσμούς, να γελάσει με τους φίλους τους ή να κλάψει με την ησυχία του. Να δημιουργήσει δηλαδή Ιστορία και Εαυτό.

Υπέρ βωμών και εστιών, δηλαδή.
Όπως πάντα σε αυτόν τον τόπο.
Υπάρχει πιο ιερό καθήκον;

 

 

2 Σχόλια

  • By Μάνος on 14 Αυγούστου 2021

    Απάντηση

    Τρομερός

  • By Δημήτρης on 15 Αυγούστου 2021

    Απάντηση

    Ακριβώς. Είναι υπαρξιακό και συνιστά κατά τη γνώμη μου την “συντηρητική” πλευρά του ανθρώπου. Ισχύει ακριβώς το ίδιο για τους πρόσφυγες από πόλεμο ή εκτεταμένες φυσικές καταστροφές. Αυτή είναι και η δυσκολία του να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου, στον ίδιο ή σε ξένο τόπο. Η προσαρμογή από την αρχή σε νέες εμπειρίες και ερεθίσματα που καθορίζουν το περιβάλλον διαβίωσης.

Αφήστε ένα σχόλιο