Τρίτο μέτωπο Ρωσίας – Τουρκίας

Τρίτο μέτωπο Ρωσίας – Τουρκίας

Αρμένιοι στρατιώτες ετοιμάζονται να αναχωρήσουν για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ (φωτ. EPA).

του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

Ύστερα από τη Συρία και τη Λιβύη, ένα τρίτο μέτωπο στη «σύγκρουση μέσω αντιπροσώπων» μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας άνοιξε το πρωί της Κυριακής στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Πρόκειται για περιοχή του Νοτίου Καυκάσου, η οποία θεωρητικά ανήκει στο Αζερμπαϊτζάν, στην πράξη όμως ελέγχεται από τους Αρμενίους που την κατοικούν, ύστερα από τον αιματηρό πόλεμο της δεκαετίας του ’90. Η αναζωπύρωση των στρατιωτικών συγκρούσεων από το πρωί της Κυριακής φέρνει επί τάπητος το ενδεχόμενο ενός ανοιχτού πολέμου. Ο Ταγίπ Ερντογάν πήρε ανοιχτά θέση υπέρ του Αζερμπαϊτζάν, ενώ η Ρωσία έχει κάθε λόγο να προστατέψει την Αρμενία με την οποία έχει υπογράψει συμφωνία αμυντικής συνεργασίας, στο πλαίσιο της οποίας διατηρεί στρατιωτικές βάσεις.

Με έκταση όσο περίπου η μισή Κρήτη, αλλά κρίσιμη γεωστρατηγική σημασία, καθώς ελέγχει τους αγωγούς που μεταφέρουν αζέρικο πετρέλαιο και φυσικό αέριο από την Κασπία, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ αποτελεί τυπικό παράδειγμα «παγωμένης» σύγκρουσης σε πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες. Από εθνοτικής απόψεως, η ΕΣΣΔ έμοιαζε με τις παραδοσιακές ρώσικες κούκλες, τις ματριόσκα, όπου κάθε μία περιέχει μια άλλη, μικρότερή της. Κάθε σοβιετική Δημοκρατία είχε μια πλειοψηφούσα εθνική ομάδα, αλλά στο εσωτερικό της υπήρχαν θύλακες διαφορετικών εθνοτήτων, οι οποίοι απολάμβαναν διοικητική και πολιτιστική αυτονομία.

Με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η Ρωσική Ομοσπονδία αναγνώρισε τις άλλες Δημοκρατίες ως ανεξάρτητα κράτη, με τα εσωτερικά τους σύνορα να μετατρέπονται αυτομάτως σε εξωτερικά. Ωστόσο, αρκετοί θύλακες αποσχίστηκαν από τα νέα κράτη και αυτοανακηρύχθηκαν σε ανεξάρτητες Δημοκρατίες, κατά κανόνα με στήριξη ή και υποκίνηση της Μόσχας: Αμπχαζία και Νότια Οσετία στη Γεωργία, Υπερδνειστερία στη Μολδαβία, Ναγκόρνο-Καραμπάχ στο Αζερμπαϊτζάν και, αργότερα, Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ στην Ουκρανία. Αν και δεν αναγνωρίστηκαν διπλωματικά από κανέναν, η ύπαρξή τους επέτρεψε στη Ρωσία να διατηρεί στρατιωτικές βάσεις και μοχλούς πολιτικής επιρροής στο «εγγύς εξωτερικό». Η προσπάθεια του Γεωργιανού προέδρου Μιχαήλ Σαακασβίλι να ανατρέψει το στάτους κβο στην Νότια Οσετία το 2008 κατέληξε στην ταπεινωτική κατατρόπωσή του από τον ρωσικό στρατό.

Το ερώτημα είναι ποιοι και γιατί επιλέγουν να αναζωπυρώσουν την «παγωμένη» σύγκρουση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ σήμερα. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ο Αζέρος πρόεδρος Αλίεφ θέλησε να συσπειρώσει γύρω από τη σημαία έναν λαό που δυσφορεί για τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, ενδεχομένως υπερεκτιμώντας τη στήριξη που μπορεί να του προσφέρει ο πρόεδρος της «αδελφής» Τουρκίας (οι Αζέροι είναι το τρίτο πολυπληθέστερο τουρκικό φύλο μετά τους Τούρκους και τους Ουζμπέκους). Ενδεχομένως και ο Ερντογάν πιστεύει ότι μέσω της ανάφλεξης θα υπενθυμίσει στο ΝΑΤΟ και στη Δύση τη μεγάλη αξία χρήσης της χώρας του ως δύναμης ανάσχεσης της Ρωσίας. Το ρίσκο είναι μεγάλο. Σε αντίθεση με τις συγκρούσεις σε Ουκρανία και Γεωργία, η Ρωσία, παρά τους ισχυρούς πολιτιστικούς και αμυντικούς δεσμούς με την Αρμενία, διατηρεί ομαλές σχέσεις και πουλάει όπλα και στο Αζερμπαϊτζάν, ενώ συναπαρτίζει, μαζί με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, την τρόικα του ΟΑΣΕ που διαχειρίζεται την κρίση στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Εξάλλου, η παρουσία της δυναμικής αρμενικής διασποράς στις ΗΠΑ και κυρίως στη Γαλλία ευνοούν περισσότερο μια συνεννόηση της Δύσης με τη Ρωσία παρά με την Τουρκία στην παρούσα κρίση.

από το «https://www.kathimerini.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο