Από τα λόγια του αέρα… Στα λόγια του διαδικτύου

Από τα λόγια του αέρα… Στα λόγια του διαδικτύου


της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη

«Προκριτωτέρα η αμάθεια της δοκησισοφίας.»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Η σιωπή ποτέ δεν κάνει γκάφες.»
Μπερναρντ Σω

Στις δικές μας σημερινές μεταβατικές, χαοτικές, πιεστικές, «καταθλιπτικές» συνθήκες ζωής, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που διακρίνει τους ανθρώπους είναι η υπερκινητικότητα, τουλάχιστον στο πεδίο του λόγου. Η ακατάσχετη πολυλογία εφαρμόζεται παντού: Όλοι μιλούν πολύ, δημόσια, ιδιωτικά, στον εαυτό τους, στους γύρω τους. Στις κυνικές, ψευδεπίγραφες δημοκρατίες του σήμερα όλοι έχουν δικαίωμα στη γνώμη και στη δημόσια τοποθέτηση. Βεβαίως, όπως είχε αναφέρει ένας Αμερικανός πολιτικός «το δικαίωμα του καθενός να έχει γνώμη, δεν συνεπάγεται δική μας υποχρέωση να τον πάρουμε στα σοβαρά.»

Η υπέρμετρη φλυαρία βρίσκει στο διαδίκτυο το ιδανικό πεδίο εφαρμογής της. Ήδη λίγο μετά το 2000 μια Αμερικανίδα συγγραφέας, η οποία στις αρχές του ’90 είχε γίνει διάσημη μέσα από τα σεμινάρια της με κεντρικό θέμα την «απελευθέρωση του συγγραφέα που όλοι κρύβουμε μέσα μας», επανήλθε στο προσκήνιο με το «Εργαστήρι της Πόλλυ Φροστ για να βγάλετε το σκασμό»(1). Χαρακτηριστικά ανέφερε: «Πάσχετε από μπλογκοολισμό, τουϊτερίτιδα, εξάρτηση από κριτικές, εξάρτηση από τα RSS feeds, σύνδρομο διαταραχής ανανέωσης status; Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε. Η λύση είναι στο χέρι σας! Τώρα θα μπορέσετε να βάλετε ένα τέλος στη ροή έκδοσης σκουπιδιών από εσάς χάρη στο σεμινάριο ανασυγκρότησης της Πόλλυ Φροστ

Ο τρόπος που αξιοποιήθηκαν στα media και στο διαδίκτυο τα δύο πρόσφατα παραδείγματα της απαγωγής της μικρής Μαρκέλλας και της υπόθεσης της γυναίκας που δέχτηκε βιτριόλι στο πρόσωπο από κάποια άλλη γυναίκα, (που όλως περιέργως διαδέχονται τον τρίμηνο περίπου εγκλεισμό της ελληνικής κοινωνίας λόγω πανδημίας), καθώς και οι συζητήσεις με τις οποίες πλαισιώθηκαν, δείχνουν για πολλοστή φορά πως η υπερπληροφόρηση ή και η παραπληροφόρηση συμβάλλουν στη δημιουργία ενός κοινού νου ο οποίος, επειδή «κάτι έχει ακούσει», «κάτι έχει πληροφορηθεί», «κάτι υπέπεσε στην αντίληψή του» κλπ., θεωρεί αυτομάτως πως έχει έγκυρη γνώμη και τεκμηριωμένη άποψη, την οποία μάλιστα έχει κάθε δικαίωμα να εκφράζει δημόσια, συνεισφέροντας με την σειρά του στο χάος της παραγωγής υπερ-παραπληροφόρησης, θύμα της οποίας είναι και ο ίδιος. Μια υπερπληροφόρηση που δεν προάγει τη διεύρυνση των γνώσεων. Αντίθετα, οδηγεί σε ένα «ξεχείλωμα του μυαλού», αφού το άτομο καλείται να επεξεργαστεί συχνά αντιφατικές και ασύνδετες μεταξύ τους διαθέσιμες πληροφορίες τις οποίες δεν μπορεί να συνθέσει κριτικά. Συνεπώς τις αναπαράγει όπως ο παπαγάλος, χωρίς να τις έχει αφομοιώσει και κατανοήσει πραγματικά. Πρόκειται για το εκκολαπτόμενο είδος του (μετα) μοντέρνου ομιλητή ο οποίος μιλάει για καθετί όπως τον βολεύει και τον συμφέρει κάθε φορά, χωρίς καμία μέριμνα συνέπειας με όσα κατά καιρούς λέει ή /και πράττει.

Βεβαίως, δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε πως βασικό τμήμα των φλυαρούντων είναι πολλοί κοινωνικοί συνήθως επιστήμονες, οι οποίοι μιλούν δημόσια και αυτοδιαφημίζονται ως ειδικοί, διατυπώνοντας οποιαδήποτε στερεότυπη κοινοτυπία, ερμηνεία, εξήγηση κλπ. η οποία νομιμοποιείται απλώς και μόνο επειδή φαίνεται να απορρέει από κάποιον ο οποίος διαθέτει ακαδημαϊκούς τίτλους που προσδίδουν εξ’ ορισμού κάποιο ορθολογικό κύρος στην άποψή του.

Αυτή η πολυλογία επί παντός επιστητού θα μπορούσε να ανασύρει ένα κάπως ρομαντικό συναίσθημα νοσταλγίας για την παλιά ήσυχη, λιτή άγνοια που δεν «πούλαγε μούρη με τις γνώσεις της», «δεν είχε άποψη για τα πάντα» και κυρίως ήταν πολύ προσεκτική όταν τοποθετείτο δημόσια για εγκληματικές πράξεις, για υπέρβαση των ορίων, για άνομες συμπεριφορές προς παιδιά κλπ.

Την σημερινή περίοδο μοιάζουν οι άνθρωποι να έβγαλαν (και μέχρι ενός σημείου δικαίως), το φίμωτρο που τους είχε φορέσει μέχρι τη νεωτερικότητα η έλλειψη μόρφωσης, η απαγόρευση, ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι αυταρχικές εξουσίες κλπ. και το φόρεσαν στο «μυαλό» τους. Γεμίσαμε κενούς νόες με μεγάλα στόματα. Αναπαραγωγούς στερεοτύπων, που αναδιατυπώνουν όσα άκουσαν χωρίς να τα επεξεργαστούν και κυρίως χωρίς τα λεγόμενα τους να έχουν κόστος. Όπως έλεγε ο Ρ. Μουζίλ (2), ο άνθρωπος που παραγεμίζεται με ότι υπάρχει, ότι ακούγεται και ότι λέγεται «πρέπει ο ίδιος να είναι άμορφος σαν σακί». Για τον σημερινό διαδικτυακά και τηλεοπτικά πολυλογά, οι συνέπειες των λεγομένων του είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Η επικοινωνία εξελίσσεται σε μια επιπόλαιη, επιφανειακή διαδικασία που στόχο έχει τον εντυπωσιασμό και όχι την πραγματική συνεννόηση. Ο λόγος που παράγεται σε μια τέτοια περίπτωση είναι κούφιος, κενός νοήματος και απαρτίζεται από στερεότυπες λέξεις και φράσεις που δηλώνουν με στόμφο σκέτες κοινοτοπίες.


Παραπομπές:
(1) Περιοδικό Monthly Review, Ιούλιος – Αύγουστος 2009
(2) Μουζίλ, Ρ. (1992). Ο Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, Τόμος Β, εκδ. Οδυσσέας, σ. 702

από το «https://psy-counsellors.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο