Covid-19

Covid-19


του Όθωνα Κουμαρέλλα

Ο μέσος όρος θανάτων από κάθε αιτία στη χώρα μας κάθε μήνα ανέρχεται τα τελευταία χρόνια γύρω στις 10.000. Αυτό σημαίνει ότι (10.000/30,45=) 328 θάνατοι καταγράφονται καθημερινά στα ληξιαρχεία της χώρας μας, πάντα από κάθε αιτία. Οι περισσότεροι θάνατοι προφανώς οφείλονται σε γηρατειά και σε βαριά νοσήματα, που συνήθως αυξάνονται με την ηλικία. Μερικοί θάνατοι -δεν ξέρουμε πόσοι, αφού κανείς δεν κρατάει τέτοιες στατιστικές- οφείλονται σε ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, εξ αιτίας πλημμελών μέτρων υγιεινής, που κι αυτά ήλθαν λόγω της συστηματικής υποβάθμισης του εθνικού συστήματος υγείας.

Κάθε χρόνο επίσης, υπολογίζεται ότι κατά μέσον όρο έχουμε περίπου 1.500 θανάτους που αποδίδονται στη γρίπη. Ποιος δεν θυμάται τα ρεπορτάζ μόλις πέρσι για την έλλειψη κρεβατιών εντατικής στην κορύφωση της εποχικής γρίπης;

Στη χώρα μας υπάρχουν 277 νοσοκομειακού τύπου δομές υγείας (στοιχεία 2017).

Από αυτές οι 177 είναι μικρομεσαίου μεγέθους ιδιωτικές κλινικές με ένα δυναμικό 14.878 κλινών, ενώ στο δημόσιο σύστημα εντάσσονται 130 νοσοκομεία με δυναμικότητα 30.389 κλινών.

Το σύνολο των κλινών ιδιωτικού και δημόσιου τομέα ανέρχεται στις 45.267 κλίνες με μια αντιστοιχία 433 κλινών ανά 100.000 πληθυσμού, ή 4,3 κλίνες ανά χίλιους κατοίκους, με έναν ευρωπαϊκό μέσον όρο που ξεπερνά τις 6,5 κλίνες ανά χίλιους κατοίκους.

Βεβαίως ο αριθμός αυτός νοσοκομειακών κλινών αφορά στις γενικές ανάγκες νοσηλείας του πληθυσμού από τα ψυχιατρικά νοσήματα, τα μαιευτήρια κτλ μέχρι τα λοιμώδη νοσήματα.

Συνεπώς οι νοσοκομειακές κλίνες οξείας νοσηλείας είναι αρκετά λιγότερες.

Αναφορικά με τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) ο αριθμός τους έφτανε στο δημόσιο σύστημα, πριν το ξέσπασμα της επιδημίας στις 580 με επιπλέον 150 περίπου κλειστές λόγω έλλειψης προσωπικού για να τις στελεχώσουν. Δηλαδή, υπήρχαν 5,5 κλίνες ΜΕΘ ανά 100.000 πληθυσμού με έναν ευρωπαϊκό μέσον όρο τουλάχιστον 11,5 κλινών/100.000.

Με την επιστράτευση των λίγων 10δων ΜΕΘ του ιδιωτικού τομέα και την ταχεία προσθήκη νέων στα νοσοκομεία αναφοράς του Covid-19, φαίνεται ότι εντός του Απριλίου, εκ των ενόντων, προσεγγίζουμε κοντά (αλλά πάντα λιγότερες) στον ευρωπαϊκό μέσον όρο σε κλίνες ΜΕΘ, δηλαδή στις 1.000 κλίνες.

Στα στοιχεία αυτά θα πρέπει να προστεθούν η υποστελέχωση των μονάδων κυρίως σε νοσηλευτικό προσωπικό και η γήρανσή του με δεδομένη τη φυγή των νέων στο εξωτερικό, που πλήττει με ιδιαίτερη ένταση τον τομέα υγείας τόσο σε νέους γιατρούς, όσο και σε λοιπό εξειδικευμένο νοσηλευτικό και παραϊατρικό προσωπικό. Επίσης είναι προφανής η έλλειψη σύγχρονου εξοπλισμού, αλλά και αναλώσιμων υλικών, ενώ η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας ήταν -και ενδεχομένως εξακολουθεί να είναι- σε κατάσταση ημιδιάλυσης.

Αυτή είναι η πραγματικότητα που αντιμετωπίζει το Εθνικό Σύστημα Υγείας που με «μπαλώματα» προσπαθεί η κυβέρνηση να ξεπεράσει την υγειονομική κρίση που προέκυψε λόγω κορωναϊού.

Μια νέα ασθένεια και η αδυναμία της επιστήμης

Παρ’ όλα αυτά, όπως ειδικοί επιστήμονες όλων των τάσεων και απόψεων, επισημαίνουν, ο Covid-19 είναι μια νέα ασθένεια, αγνώστου προελεύσεως παρά τις διάφορες θεωρίες που κυκλοφορούν, για την οποία εκτός από την έλλειψη μέχρι τώρα κατάλληλης και αποτελεσματικής θεραπευτικής αγωγής και εμβολίου, η επιστημονική κοινότητα γνωρίζει πολύ λίγα.

Αυτό που σίγουρα διαπιστώθηκε εδώ και 4 μήνες, αφ’ ότου ξεκίνησε η επιδημία στην Κίνα, είναι ότι ο συγκεκριμένος ιός μεταδίδεται πολύ εύκολα και πολύ γρήγορα. Επίσης, το γεγονός ότι η επώασή του μέσα στον πληγέντα οργανισμό μπορεί να διαρκέσει αρκετές ημέρες μέχρι να παρουσιάσει συμπτώματα, τον καθιστά εξαιρετικά ύπουλο στον τρόπο, την ταχύτητα και το εύρος της μετάδοσής του.

Γενικά θεωρείται ότι προκαλεί ήπια νόσηση με περίπου το 80% αυτών που προσβάλλονται είτε να έχουν ελαφρά συμπτώματα τύπου κοινού κρυολογήματος, είτε να παραμένουν ασυμπτωματικοί και μόνον το 20% να παρουσιάζουν σοβαρότερα συμπτώματα με λιγότερο από τους μισούς των τελευταίων να χρειάζονται νοσοκομειακή νοσηλεία και περίπου το ¼ αυτών να χρειάζονται διασωλήνωση σε ΜΕΘ. Η θνησιμότητα, όλο και περισσότερο επιβεβαιώνεται ότι έχει σχέση με την μεγάλη ηλικία και συνοδά υποκείμενα νοσήματα, χωρίς φυσικά να λείπουν οι εξαιρέσεις που αφορούν σε υγιή και νεαρότερα άτομα, οι οποίες γίνονται περισσότερες, όσο περισσότερο αυξάνουν τα κρούσματα.

Για τον λόγο αυτό, λόγω και της ταχύτητας της εξάπλωσης της νόσου και των έκτακτων συνθηκών που επικρατούν στις νοσηλευτικές μονάδες, ενδεχομένως το πραγματικό αίτιο θανάτου να είναι άλλο από αυτό που καταγράφεται, ειδικά σε κορεσμένες μονάδες, όπως στη βόρεια Ιταλία, την Ισπανία, ακόμη και στη Νέα Υόρκη. Η εικόνα θα ξεκαθαριστεί πολύ αργότερα, όταν θα καταλαγιάσει η επιδημία και θα υπάρξουν αξιόπιστες επιδημιολογικές μελέτες. Μολονότι όλο και περισσότερο επιβεβαιώνεται, ότι η θνησιμότητα από τον Covid-19 ολοένα και θα πλησιάζει εκείνη της γρίπης, παρόλο που τα νούμερα που αναφέρονται στις τηλεοράσεις είναι εξαιρετικά εντυπωσιακά και προκαλούν τρόμο, σε όσους τουλάχιστον δεν έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν τα πραγματικά στοιχεία και επηρεάζονται από τις επιφανειακές και πλήρως δραματοποιημένες «αφηγήσεις» των έτσι κι αλλιώς γνωστών από παλιά πληρωμένων κονδυλοφόρων στην υπηρεσία του καθεστώτος που έταξαν να υπηρετούν. Καθώς επίσης και συμπαθών, κατά τα άλλα, επιστημόνων ιατρών, που πέραν της εξασφάλισης τις προβολής τους στα κανάλια, θεωρούν ότι επιτελούν θεάρεστο έργο τρομοκρατώντας τον κόσμο προκειμένου να μείνει σπίτι του, ενώ απέναντι στον ιό δεν έχουν απάντηση επί της ουσίας.

Προσωπικά δεν αμφισβητώ καθόλου και σε κανέναν την επιστημονική επάρκεια, ούτε τη σκληρή μάχη που δίνουν οι κλινικοί γιατροί στις εντατικές μέσα σε αντίξοες συνθήκες για να σώσουν αυτόν που σώζεται, ακόμη και αυτόν που δεν σώζεται και είναι άξιοι της ευγνωμοσύνης μας.

Ωστόσο μπροστά στην πανδημία, η έλλειψη ολοκληρωμένης απάντησης από την ιατρική οδηγεί σε παραδοσιακές τακτικές από περασμένους αιώνες, δηλαδή στην κοινωνική «αποστασιοποίηση» και τη γενικευμένη καραντίνα.

Πότε αυτό; Στον 21ο αιώνα με όλην αυτή την τεράστια πρόοδο στις επιστήμες, την τεχνολογία και την ίδια την ιατρική. Το γεγονός αυτό από μόνο του είναι που μας βγάζει μαζικά από την προηγούμενη κατάσταση επανάπαυσης και επίπλαστης αίσθησης ασφάλειας.

Η επιχειρούμενη εκτροπή

Μεθόδους όμως καραντίνας, στέρησης ελευθεριών και επιβολής, στο όνομα της ίδιας της προστασίας της ζωής, που δεν έχει υπάρξει προηγούμενο και με κίνδυνο ταχείας εκτροπής (εάν δεν έχει εκτραπεί ήδη) σε ένα γιγαντιαίο σε παγκόσμια κλίμακα βιοπολιτικό πείραμα κατίσχυσης και ελέγχου επί των πληθυσμών.

Τελικά μπορώ να ισχυριστώ -προφανώς καθ’ υπερβολήν χάριν της εμφάσεως-, τους κλινικούς γιατρούς τους έχουμε ανάγκη. Τους επιδημιολόγους τι να τους κάνουμε; Από στατιστικές γνωρίζουν πολλοί κι από εμάς, ίσως και καλύτερα πολλές φορές. Για τα δε μέτρα και την επιβολή τους, μας φτάνουν οι «χωροφύλακες» τύπου Χαρδαλιά. Η έστω όμως και ακούσια συμμετοχή επιστημόνων σε τέτοιου τύπου πειράματα, κλονίζει την αναγκαία εμπιστοσύνη και δημιουργεί κατάλληλο έδαφος για γενικευμένη καχυποψία.

Η οποία γενικεύεται ακόμη περισσότερο, όταν αντί το lockdown στα σύνορα και τον περιορισμό της εισαγωγής των κρουσμάτων από το εξωτερικό, επιλέχθηκε πρώτα το εσωτερικό lockdown με όλες τις αρνητικές του συνέπειες στην κοινωνία και την οικονομία.

Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο καθηγητής κ. Γρίβας σε προχθεσινό άρθρο του, οι κυβερνήσεις -και η ελληνική- είχαν όλον τον χρόνο από το ξέσπασμα της επιδημίας στην Κίνα να λάβουν μέτρα κλεισίματος και αυστηρού ελέγχου των συνόρων, για τον περιορισμό της διασυνοριακής μετάδοσης μεταξύ των χωρών. Όπως προκύπτει από τα ημερήσια δελτία τύπου του ΕΟΔΥ τα 550 από τα 2.235 κρούσματα μέχρι χθες, δηλαδή σχεδόν το 25%, έχουν σχέση με το εξωτερικό. Κατά μια έννοια είναι εισαγόμενα και τουλάχιστον τα πρώτα από αυτά ευθύνονται για τη διασπορά του ιού στη χώρα μας.

Δεν επελέγη αυτή η τακτική έγκαιρης αντιμετώπισης της ίωσης, επειδή ήταν έξω από τη λογική των κυβερνώντων. Προσκολλημένοι στη φαντασίωση του «παγκόσμιου χωριού» και στην απέχθεια απέναντι στα σύνορα, καθυστέρησαν στην επιβολή ελέγχων ακριβώς στις πύλες εισόδου, με συνέπεια την ανεξέλεγκτη εξάπλωση της επιδημίας. Η οποία πήρε έτσι τη μορφή πανδημίας σε 210 χώρες και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, που οι ιθύνοντες και ο τύπος έσπευσαν να κατακεραυνώσουν τις ΗΠΑ που πρώτες, αν και αυτές πολύ καθυστερημένα, εφάρμοσαν την απαγόρευση πτήσεων και του ελέγχου των συνόρων.

Οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης απέναντι στις εθνοκεντρικές πολιτικές

Προκαλεί, όντως, εντύπωση η μανία των δημοσιογράφων των συστημικών λεγομένων μέσων ενημέρωσης, εναντίον τόσο του Μπόρις Τζόνσον στην Αγγλία, που στάθηκε σκεπτικιστής απέναντι στις καραντίνες, όσο και απέναντι στον Πρόεδρο των ΗΠΑ Τράμπ, που επιδιώκει την ταχεία αποκλιμάκωση των μέτρων και αποκατάσταση της οικονομικής λειτουργίας. Τρομολαγνικά ρεπορτάζ παρουσιάζουν μια κατάσταση χάους στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο με υψηλούς αριθμών κρουσμάτων και θανάτων.

Όμως όποιος παρακολουθεί συστηματικά τα πραγματικά στοιχεία και τα δεδομένα της εξέλιξης της νόσου, τα πράγματα στις ΗΠΑ, σχετικά με τον κορωναϊό, εξελίσσονται πολύ καλύτερα από την Ευρώπη, με μόλις 123,32 θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού, έναντι 237,47 θανάτων στην Ευρωζώνη, σχεδόν διπλάσιους από τις ΗΠΑ. Ενώ και η κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο, που παρουσιάζει ανάλογη εικόνα με την Ευρωζώνη, είναι σχετικά καλύτερη από εκείνη στην Ισπανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Ιταλία και το Βέλγιο. Ο παρακάτω πίνακας είναι ενδεικτικός της εξέλιξης της επιδημίας στις τρεις περιοχές (ευρωζώνη, Ην. Βασίλειο και ΗΠΑ). Το να κουνά κανείς το δάκτυλο στους άλλους για ένα τόσο ζωτικής σημασίας ζήτημα, όταν ο ίδιος βρίσκεται σε χειρότερη θέση είναι ο ορισμός της χυδαιότητας, της πολιτικής και δημοσιογραφικής αγυρτείας. Με την “Ευρώπη” και τους εγχώριους υποστηρικτές της μόνον σε αυτό να μας έχει συνηθίσει…

Που μπορεί να αποσκοπεί όλο αυτό που ζούμε;

Όλο αυτό το σκηνικό που προσλαμβάνει χαρακτηριστικά προπαγανδιστικής υστερίας. Ωσάν οι απανταχού κεκράχτες της παγκοσμιοποίησης να δίνουν τον υπέρ πάντων αγώνα ενάντια στις χώρες με εθνοκεντρικούς προσανατολισμούς.

Αυτή είναι η γεωπολιτική διάσταση, που έρχεται να προστεθεί στις προϋπάρχουσες προσπάθειες διεθνών ανακατατάξεων. Μαζί βεβαίως με την αστυνομικού, έως στρατιωτικού τύπου, σε μερικές χώρες, μέτρων επιβολής της κοινωνικής αποστασιοποίησης στο εσωτερικό τους. Η οποία φτάνει στον παραλογισμό του αποκλεισμού ακόμη και του υποβρύχιου ψαρέματος, ή του θαλάσσιου μπάνιου, το κλείσιμο πάρκων και παραλιών, ακόμη και το κλείσιμο των εκκλησιών με επιβολή εξοντωτικών προστίμων, δημιουργεί σοβαρές σκέψεις. Σοβαρές σκέψεις για το που οδηγεί όλο αυτό. Πόσο μεθοδευμένο μπορεί να υπήρξε, προκειμένου να δοθεί ευκαιρία στον καπιταλισμό «καταστροφής» να απαλλαγεί από κεφάλαια που του ήταν βάρος και δεν έβρισκαν πλέον περιθώριο κερδοφορίας και ο κορωναϊός έδρασε ως ο «από μηχανής θεός». Ως «από μηχανής θεός» επίσης, για να ξεμπερδέψουνε οριστικά με τις «εθνολαϊκιστικές» δυνάμεις, ή τουλάχιστον να μην επωφεληθούν οι τελευταίες από την κρίση. Προκειμένου, επίσης, οι λαοί να μην μπορούν να αντιδράσουν σε εξοντωτικά μέτρα διάλυσης των εργασιακών σχέσεων και υποβάθμισης σε τριτοκοσμικά επίπεδα των αμοιβών της εργασίας, στο όνομα της υγειονομικής κρίσης που μετατρέπεται σταδιακά σε χωρίς προηγούμενο οικονομική κρίση. Με τον «μπαμπούλα» του κορωναϊού να επικρέμαται στο διηνεκές πάνω από τα κεφάλια μας και στην ταχεία «επιστροφή» σε ένα δυστοπικό περιβάλλον, σε μια δήθεν «κανονικότητα», που μας προϊδεάζουν, ότι τίποτε δεν θα είναι ίδιο όπως πριν. Με τη φτώχεια και την ανεργία να επαπειλεί με πολύ περισσότερους θανάτους από τον Covid-19. Κάτι που οι συστημικοί επιδημιολόγοι αποσιωπούν χαρακτηριστικά.

«Μέλημά μας» ανέφερε σε κάποιο από τα πρόσφατα διαγγέλματά του ο πρωθυπουργός «θα είναι η δίκαιη κατανομή σε όλους των ζημιών και των βαρών που προκαλεί η υγειονομική κρίση». Εάν δεν χρησιμοποίησε ακριβώς αυτά τα λόγια, αυτό εννοούσε. Δηλαδή το απ’ εδώ και εμπρός σφίξιμο μέχρι εκεί που δεν παίρνει του ζωναριού.

Τα μέτρα όμως ήσαν αναγκαία

Παρ’ όλα αυτά κανείς σοβαρός δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι τα μέτρα αυτά δεν ήσαν αναγκαία, αφού φυσικά χάθηκε η ευκαιρία αποτροπής με τον ενδελεχή έλεγχο στα σύνορα και το lockdown εκεί πρώτα και μια πιο ήπια εφαρμογή του στο εσωτερικό.

Ο κορωναϊός στάθηκε η αφορμή για να φανεί ολόκληρη η γύμνια του κοινωνικοοικονομικού μοντέλου που εγκαθιδρύθηκε με τον νεοφιλελευθερισμό και που ακολουθείται με θρησκευτική ευλάβεια, στο όνομα των ατομικών ελευθεριών, καταπατώντας πρώτα αυτές τις ίδιες ατομικές ελευθερίες.

Φάνηκε η γύμνια των συστημάτων υγείας που υποβαθμίζονται συστηματικά τις τελευταίες δεκαετίες. Φάνηκε η ανυπαρξία μέριμνας και κονδυλίων στην έρευνα για την προστασία από τέτοιου τύπου λοιμώδεις απειλές, με την επιστήμη να σηκώνει τα χέρια ψηλά και τις κυβερνήσεις να καταφεύγουν σε πρακτικές (καραντίνα) γνωστές και εφαρμοζόμενες από τον μεσαίωνα.

Απέναντι σε αυτή την γύμνια τα μέτρα είναι αναγκαία για την προστασία της δικής μας υγείας, των δικών μας ανθρώπων και όχι για να καλυφθεί η αβελτηρία και η γύμνια των κυβερνώντων και η αδυναμία των επιστημόνων.

Σπεύδω να εξηγήσω τον λόγο, παραθέτοντας κάποια σημαντικά, κατά τη γνώμη μου, στοιχεία.

Για την εξέλιξη της νόσου αναπτύσσονται διάφορα σενάρια. Από τα πιο αισιόδοξα, έως τα πλέον απαισιόδοξα.

Ένα σενάριο που επικράτησε νωρίς, στις αρχές της επιδημίας στην Ευρώπη, και υιοθετήθηκε από τις κυβερνήσεις, με πρώτη την κα Μέρκελ, αλλά και από τον ίδιο τον Π.Ο.Υ., είναι ότι θα νοσήσει το 60-70% του πληθυσμού. Αυτό που κανείς δεν μπορούσε να μας πει, ήταν σε ποιο βάθος χρόνου θα συνέβαινε αυτή η νόσηση. Απ’ ό,τι προέκυψε και με τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης που ακολουθήθηκαν σχεδόν από όλα τα κράτη, το σενάριο αυτό δεν φαίνεται να επαληθεύεται. Προς το παρόν απέχει μακράν. Χωρίς φυσικά να γνωρίζουμε τι μπορεί να συμβεί, όταν αποσυρθούν έστω σταδιακά τα lockdown.

Όμως, τέσσερις μήνες μετά την έναρξη της επιδημίας και την εξάπλωσή της σε 210 χώρες του κόσμου, παρά την ταχύτητα αυτής της εξάπλωσης, ο πληθυσμός που έχει πληγεί φαίνεται να είναι ποσοστιαία εξαιρετικά μικρός, μολονότι κανείς δεν γνωρίζει τον πραγματικό αριθμό των κρουσμάτων, ακόμη και σε χώρες όπως η Γερμανία που κάνει εκτεταμένα τεστ ανίχνευσης του ιού. Μάλιστα φαίνεται ότι διεθνώς έχουμε φτάσει σε μια κορύφωση η οποία αρχίζει σιγά-σιγά να αποκλιμακώνεται.

Στη Γερμανία τα επιβεβαιωμένα κρούσματα φτάνουν μόλις στο 0,17% του συνολικού πληθυσμού. Στην Ιταλία το 0,29%. Στις ΗΠΑ το 0,22%, με μόνον τη Νέα Υόρκη να φτάνει το 1,24%, έχοντας παγκόσμια πρωτιά.

Ακόμη και στην Ισλανδία που ο έλεγχος του πληθυσμού είναι συνεχής και εκτεταμένος, άρα και η ανίχνευση είναι περισσότερο ακριβής, το ποσοστό των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων δεν ξεπερνά το 0,52% του γενικού πληθυσμού.

Ακόμη και 10πλάσια, ή και 40πλάσια να είναι τα πραγματικά κρούσματα πάλι το συνολικό ποσοστό δεν ξεπερνά το 9% στις ΗΠΑ, απέχοντας πολύ από το 60% και θα χρειαστούν πολλοί μήνες, ίσως και δύο χρόνια για να φτάσουμε σε τέτοια ποσοστά, εάν φυσικά η επιδημία συνεχίσει να εξαπλώνεται με αμείωτους ρυθμούς, πράγμα που δεν φαίνεται να συμβαίνει. Αντίθετα η ανακοπή της είναι ήδη μετρήσιμη σε πολλές χώρες.

Αυτό συμβαίνει και στην πατρίδα μας με ελαχιστοποίηση των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων παρά την αύξηση των ελέγχων και αυτό πιστοποιείται και από την καταγραφή των θανάτων. Στην Ελλάδα, με τον μικρό αριθμό τεστ,  το ποσοστό κρουσμάτων που καταγράφονται είναι μόλις 0,021% του γενικού πληθυσμού. Ακόμη και 100 φορές περισσότερα να είναι τα πραγματικά δεν ξεπερνάνε το 2,14% του πληθυσμού, ή περίπου 200.000.

Αυτά όμως συμβαίνουν με τη λήψη των γενικευμένων μέτρων καραντίνας και το ερώτημα που γεννάται είναι τι θα συνέβαινε εάν δεν παίρνονταν καθόλου μέτρα, ή παίρνονταν κάποιου ενδιάμεσου τύπου όπως πχ στη Σουηδία.

Εάν δεν ελαμβάνοντο μέτρα

Στην περίπτωση που δεν παίρνονταν καθόλου μέτρα, τότε είναι προφανές ότι η επιδημία θα εξαπλώνονταν με μεγαλύτερη ταχύτητα και θα κάλυπτε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ας πούμε 4 μηνών ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Το πόσο δεν ξέρουμε αλλά, ας πούμε, ότι θα αποφεύγαμε το 60-70% των εκτιμήσεων και αυτό το ποσοστό θα ήταν αρκετά μικρότερο. Επειδή δεν μπορούμε να το προσεγγίσουμε, ας ακολουθήσουμε μια διαφορετική μέθοδο.

Τι ποσοστό κρουσμάτων σε καθημερινή βάση θα μπορούσε να εξυπηρετήσει το σύστημα υγείας, χωρίς τον κίνδυνο κατάρρευσης;

Γνωρίζουμε, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, ότι περίπου το 10% των κρουσμάτων θα χρειαστούν νοσοκομειακή νοσηλεία και από αυτούς περίπου ένα 30% διασωλήνωση σε εντατική, δηλαδή περίπου οι τρεις στους 100, με μόνον έναν στους τέσσερις από αυτός να καταλήγει. Φυσικά δεν γνωρίζουμε καν εάν ισχύει αυτό και τα πραγματικά ποσοστά είναι πολύ μικρότερα, αλλά είναι η μόνη επίσημη υπόθεση αναφορικά με τη νοσηρότητα που προκαλείται, και οφείλουμε να υπολογίζουμε με βάση αυτήν, αφού δεν υπάρχουν μελέτες που να αποδεικνύουν τα πολύ μικρότερα ποσοστά, ή ό,τι δημοσιεύεται είναι πολύ πρώιμο και η αξιοπιστία του είναι προς εξέταση.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν, ότι -όπως αναφέρεται στην αρχή- διαθέτουμε συνολικά στα δημόσια νοσοκομεία και στις ιδιωτικές κλινικές 45.267 νοσοκομειακές κλίνες, έχουμε: Εάν από αυτές τις κλίνες θα μπορούσαμε να διαθέσουμε το 40% αποκλειστικά για Covid-19, διότι και οι άλλες παθήσεις δεν περιμένουν, τότε στην πραγματικότητα θα μπορούσαμε να έχουμε για την αντιμετώπιση της επιδημίας 45.267 Χ 0,40 = 18.107 απλές κλίνες και 450 ΜΕΘ. Με δεδομένο ότι ο μέσος όρος παραμονής σε ΜΕΘ είναι οι 15 ημέρες, δηλαδή κάθε επιβαρυμένο και βαρέως νοσούν κρούσμα απαιτεί τουλάχιστον 15 ημέρες νοσηλείας, τότε αντίστοιχα η πραγματική ημερήσια δυνατότητα των ΜΕΘ είναι 450/15 = 30 περίπου ταυτόχρονες νέες εισαγωγές, οι οποίες αντιστοιχούν σε πραγματικά 1.000 κρούσματα, με συμπτώματα, αλλά και ασυμπτωματικά στην κοινότητα, για να λειτουργεί το σύστημα απολύτως οριακά πριν καταρρεύσει. Ακόμη και εάν θεωρήσουμε, ότι μόνον το 1% των πραγματικών κρουσμάτων, το οποίο -προϊόντος του χρόνου- μάλλον φαίνεται ως το πιο πιθανό, θα έχρηζε νοσηλείας σε ΜΕΘ, αυτό θα αντιστοιχούσε σε περίπου 3.000 νέα πραγματικά κρούσματα στην κοινότητα καθημερινά. Καθετί παραπάνω από αυτό θα οδηγούσε σε κατάρρευση.

Με δεδομένο ότι ο περίπου ο ένας στους τέσσερις εισαγόμενους σε ΜΕΘ καταλήγει, εάν τα ποσοστά θνητότητας ανέρχονται στα επίπεδα της γρίπης (περίπου 0,2%), τότε οι ανάγκες σε ΜΕΘ μειώνονται στο 0,8% των πραγματικών κρουσμάτων που σημαίνει ότι τα όρια θραύσης του συστήματος φτάνει τα 3.750 νέα πραγματικά ημερήσια κρούσματα στην κοινότητα.

Σε μια τέτοια περίπτωση, αντιστοίχισης σε αναλογία με την εποχική γρίπη, τα πραγματικά κρούσματα στη χώρα μας μέχρι σήμερα με τους 113 νεκρούς θα ανέρχονταν σε 56.500, ή στο 0,54% του πληθυσμού. Εκεί που, προσωπικά μελετώντας τα στοιχεία, θεωρώ ότι βρισκόμαστε, με 1.046 περίπου κρούσματα ημερησίως ως μέσον όρο, ανεξάρτητα των μόλις 2.235 συνολικά επιβεβαιωμένων, που πλέον βαίνουν μειούμενα, με το σύστημα να δουλεύει επί της ουσίας περίπου στο 1/3 των δυνατοτήτων του.

Το καταστροφικό σενάριο

Εάν, όμως, χωρίς λήψη μέτρων, φτάναμε κάποτε το 60% του πληθυσμού να νοσήσει, όπως είχε προϋπολογιστεί επίσημα διεθνώς από τον ίδιο τον ΠΟΥ, ας πούμε -αφού δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο άλλο- σε διάστημα δύο ετών, τότε θα είχαμε έναν αριθμό κρουσμάτων κατά μέσον όρο την ημέρα 6.000.000/(2Χ365) = 8.219 έναντι των μόλις 3.000 κρουσμάτων, ή έστω των 3.750 (σε περίπτωση ανάλογης της εποχικής γρίπης), που θα μπορούσε να αντέξει θεωρητικά το σύστημα. Ενώ από τις 27 Φεβρουαρίου που ανιχνεύθηκε το πρώτο κρούσμα μέχρι σήμερα (19/4) θα είχαμε 8.219Χ54= 443.826 περίπου κρούσματα με το 10% από αυτά να απαιτεί περίπου 44.000 Χ15= 660.000 συνολικές ημέρες νοσηλείας σε νοσοκομείο και τουλάχιστον (443.826Χ0,008)= 3.551Χ15= 10.455 συνολικό αριθμό αναγκαίας ημερήσιας νοσηλείας σε ΜΕΘ έναντι μόλις 1.620 ((54/15)Χ450), έως 1.700 το πολύ διαθέσιμο. Ακόμη και εάν στην πράξη αποδεικνύονταν ότι θα χρειαζόντουσαν οι μισές ημερήσιες νοσηλείες, το σύστημα θα κατέρρεε. Ακόμη και να μπορούσαμε εντός ελάχιστου χρόνου να διπλασιάσουμε τις διαθεσιμότητες, πάλι η καταστροφή θα ήταν αναπόφευκτη. Το υγειονομικό σύστημα έτσι θα κατέρρεε από τις πρώτες εβδομάδες, εάν όχι ημέρες και η θνητότητα θα εκτοξεύονταν σε απίθανα ύψη, αφού πολλοί βαριά νοσούντες ασθενείς που θα μπορούσαν όμως να έχουν καλή εξέλιξη, θα κατέληγαν λόγω έλλειψης φροντίδας. Κάτι που περίπου το είδαμε εν μέρει να συμβαίνει στη βόρειο Ιταλία, την Ισπανία και τελευταία στη Νέα Υόρκη. Κι αυτό ανεξάρτητα από τα πραγματικά αίτια πολλών από τους θανάτους εκεί (υποκείμενα νοσήματα, βακτηριδιακού τύπου συνοσηρότητες, ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, ταυτόχρονη παρουσία γρίπης κτλ). Το σύστημα «στόμωσε» και οι θάνατοι επήλθαν! Είναι λάθος να προσπαθούμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, προσπαθώντας να ανακαλύψουμε τα πραγματικά αίτια των θανάτων. Το πρώτο και κύριο αίτιο είναι η αδυναμία των συστημάτων υγείας να παράσχουν μαζικά επαρκή και ποιοτική νοσηλεία στους πιο βαριά ασθενούντες για οποιονδήποτε λόγο την περίοδο της πανδημίας.

Αυτό αποφεύχθηκε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, στην Ελλάδα, και οφείλουμε να είμαστε ευχαριστημένοι, πιστώνοντας την επιτυχία πρώτα και κύρια στους εαυτούς μας για την αυτοπειθαρχία που επιδείξαμε. Η κυβέρνηση και οι υγειονομικοί, απλά έπραξαν, στο μέτρο που το έπραξε ο καθένας τους, το καθήκον τους, ως είχαν ευθύνη και υποχρέωση. Τα υπόλοιπα με τα χειροκροτήματα κτλ είναι “χαζοχαρουμενιές” για αφελείς συναισθηματικούς.

Όμως, ας φανταστούμε τι θα γίνονταν εάν, με δεδομένη την ταχύτητα, η εξάπλωση της νόσου στο 60% του πληθυσμού περιορίζονταν σε κάποιους μήνες εκτοξεύοντας τον αριθμό των ημερήσιων κρουσμάτων.

Φυσικά αυτό θα ήταν ένα απόλυτα καταστροφικό σενάριο. Σενάριο απελπισίας.

Ποιο ακριβώς υγειονομικό σύστημα θα μπορούσε να ανταποκριθεί, όσο τέλειο κι εάν ήταν;

Ποια ακριβώς πολιτική ηγεσία, ποιας πολιτικής απόχρωσης, ή ιδεολογικού προσανατολισμού, θα αναλάμβανε την ευθύνη της μη λήψης αυστηρών μέτρων εγκλεισμού για την ανάσχεση της επιδημίας, όταν ένας τέτοιος κίνδυνος θα ήταν έστω και λίγο πιθανός;

Ποιοι επίσης ειδικοί λοιμωξιολόγοι κι άλλοι επιστήμονες θα δραπέτευαν του καθήκοντός τους να προστατεύσουν στο μέτρο του δυνατού την κοινότητα, προειδοποιώντας και προτείνοντας μέτρα αναγκαστικά αντικοινωνικά και εγκλεισμού μπροστά στην επερχόμενη -με πολύ μεγάλες πιθανότητες- καταστροφή, αφού η ίδια η επιστήμη τους αδυνατεί, προς το παρόν, να δώσει δόκιμες απαντήσεις μέσω αποτελεσματικού φαρμάκου, ή εμβολίου;

Πολλοί θα ισχυριστούν ότι ήδη έχουμε φτάσει σε πολύ μεγάλους αριθμούς κρουσμάτων με τη θνητότητα να παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, καθώς και η ανάγκη για νοσηλεία και μονάδων εντατικής θεραπείας, είναι πολλές φορές μικρότερη της υπολογιζόμενης, ίσως αντίστοιχης, ή και μικρότερης της γρίπης. Ίσως έχουν δίκιο, όμως με βάση τα συμβαίνοντα όπως αυτά στη βόρεια Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και τη Νέα Υόρκη, η επίσημη υιοθέτηση μιας πολιτικής βασισμένης σε αυτή την άποψη θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένη.

Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε μόλις χθες από το πανεπιστήμιο του Στάνφορντ στις ΗΠΑ υπό τον κ. Ιωαννίδη βασισμένη σε έρευνα αντισωμάτων σε δείγμα 3.300 ατόμων στην κομητεία της Σάντα Κλάρα της Καλιφόρνια δείχνει ότι η θνητότητα του Covid-19 μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 0,1-0,2%, δηλαδή περίπου στα ποσοστά της εποχικής γρίπης. Μια μελέτη που ενισχύει την προσωπική μου θέση για την πραγματική εξάπλωση του ιού στην Ελλάδα (περίπου 57.000 κρούσματα και μόλις 113 θάνατοι).

Τα τεστ

Τα μαζικά τεστ που προτείνουν άλλοι, αφ’ ενός μεν είναι πολύ δύσκολο να εξασφαλιστούν. Ιδίως ήταν στην αρχή της πανδημίας, αφού μόλις στις 12 Ιανουαρίου χαρτογραφήθηκε το γονιδίωμα του ιού και έγινε δυνατή η δυνατότητα ανίχνευσής του στον πληθυσμό με κατάλληλα τεστ. Μόλις στις 17 Ιανουαρίου ξεκίνησε η παρασκευή των πρώτων αντιδραστηρίων, ενώ στη διεθνή αγορά η ζήτηση για τα κατάλληλα αντιδραστήρια εξακολουθεί να είναι τεράστια και η προμήθειά τους αποτελεί περιπέτεια, ενώ η αξιοπιστία τους δεν ξεπερνά το 70%. Αφ΄ ετέρου δε, για να ελεγχθεί ολόκληρος ο πληθυσμός θα χρειάζονταν πολλοί μήνες, εάν όχι χρόνια.

Τα τεστ έχουν αυτή την αξιοπιστία (70%), όχι διότι αυτά καθ’ αυτά δεν είναι ακριβή, αλλά διότι πρώτον η λήψη του δείγματος είναι διαδικασία που απαιτεί πολύ καλά εκπαιδευμένο προσωπικό και οποιοδήποτε λάθος θα οδηγεί σε επίσης λανθασμένο αποτέλεσμα, ενώ είναι γεγονός, ότι ένας έλεγχος μπορεί να δείξει αρνητικό κάποιον, ο οποίος όμως μπορεί να είχε πρόσφατα μολυνθεί και ο ιός να μην είχε προλάβει να αναπτυχθεί σε ανιχνεύσιμους αριθμούς. Επίσης τίποτε δεν εμποδίζει κάποιον που «βγαίνει» σήμερα αρνητικός να μολυνθεί την επομένη. Συνεπώς θα απαιτούνταν επαναλαμβανόμενοι έλεγχοι ανά τακτά διαστήματα. Το τεστ ούτε προστατεύει, ούτε προλαμβάνει τη μόλυνση, πολύ περισσότερο δεν θεραπεύει. Περισσότερο στις στατιστικές μελέτες χρησιμεύει και βεβαίως στον έλεγχο των προσερχομένων νοσούντων στις δομές υγείας και την ανίχνευση των επαφών τους.

Από την άλλη η διαδικασία είναι αρκετά χρονοβόρα, που μειώνει τη δυνατότητα για εκτεταμένα τεστ στην κοινότητα. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Παστέρ: «…η μοριακή αποτελεί την πιο έγκυρη μέθοδο για τη διάγνωση του νέου κορωναϊού και είναι ευρέως γνωστή ως PCR («πι-σι-άρ») πραγματικού χρόνου. Για την εξέταση γίνεται λήψη υγρού από τη μύτη ή το φάρυγγα με στειλεό που μοιάζει με μακριά μπατονέτα. Το δείγμα μπαίνει σε κατάλληλο φιαλίδιο και στέλνεται στο εργαστήριο, όπου ελέγχεται για την παρουσία του ιού μέσω της ανίχνευσης του γενετικού υλικού (RNA) του ιού. Αυτό γίνεται με την μέθοδο PCR πραγματικού χρόνου, στην οποία το γενετικό υλικό του ιού πολλαπλασιάζεται (όπως αντίστοιχα γίνεται όταν κάνουμε πολλές φωτοτυπίες) και έτσι μπορεί να ανιχνευθεί στα ειδικά μηχανήματα. Από τη στιγμή που σε ένα δείγμα ξεκινά η διαδικασία της εξέτασης, απαιτούνται περίπου 3 ώρες για την ολοκλήρωσή της. Όταν όμως το εργαστήριο δέχεται μεγάλο αριθμό δειγμάτων, τότε απαιτείται αρκετός χρόνος αφενός για την καταγραφή των ασθενών και αφετέρου για τη διεκπεραίωση των εξετάσεων που πρέπει να γίνεται καθ’ ομάδες ορισμένου αριθμού δειγμάτων».

Ένας ενδεχόμενος επαναλαμβανόμενος έλεγχος τυχαίου μικρού, αλλά αντιπροσωπευτικού δείγματος του γενικού πληθυσμού, όπως προτείνουν πολλοί, θα ήταν χρήσιμο. Θα έδινε σε επίπεδο στατιστικής μια καλύτερη αποτίμηση της εξάπλωσης της νόσου, χρήσιμη για επιδημιολογικές μελέτες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να αναιρέσει τη λήψη μέτρων και το βάδισμα στα τυφλά θα συνεχίζονταν έτσι κι αλλιώς για πολύ χρόνο μέχρις ότου εξάγονταν ασφαλή συμπεράσματα.

Συμπεράσματα

1. Ο ιός είναι καινούργιος και έχει ακόμα άγνωστες πτυχές η συμπεριφορά του. Δεν γνωρίζουμε από που προήλθε και το πιθανότερο είναι να μην το μάθουμε ποτέ, αλλά είναι το λιγότερο που πρέπει να μας ενδιαφέρει στην παρούσα φάση. Περισσότερο τις μυστικές υπηρεσίες μεγάλων κρατών πρέπει να απασχολεί. Εμάς το πως θα προφυλαχθούμε καλύτερα και με τις μικρότερες δυνατές συνέπειες στην κοινωνική ζωή και την οικονομία.

2. Εκείνο που πλέον δεν αμφισβητείται είναι η ταχύτητα της διάδοσης του ιού και αυτό είναι το βασικότερο πρόβλημα, αφού μαζική νόσηση σημαίνει υπερφόρτωση των συστημάτων υγείας και πιθανολογείται η κατάρρευσή τους. Τα οποία συστήματα υγείας έτσι κι αλλιώς έχουν υποβαθμιστεί τις τελευταίες δεκαετίες στο όνομα τις περιστολής δαπανών και κατεύθυνσή τους σε πιο αποτελεσματικές (κερδοφόρες) κατευθύνσεις, με τις δαπάνες για την υγεία να θεωρούνται (ενδεχομένως όχι πια -και μακάρι) σπατάλη.

3. Η ανυπαρξία δόκιμης φαρμακευτικής αντιμετώπισης της συγκεκριμένης ίωσης και η έλλειψη εμβολίου.

4. Η επιστήμη και η ιατρική ειδικότερα αδυνατεί παρά τις τεράστιες προόδους να δώσει αποτελεσματικές απαντήσεις σε προκλήσεις πανδημικού τύπου, όπως αυτή που βιώνουμε.

5. Οι περιοχές που πλήττονται ιδιαίτερα είναι οι περισσότερο εκτεθειμένες στις μαζικές μετακινήσεις και εμπορική και άλλη διεθνή δραστηριότητα. Οι λιγότερο «παγκοσμιοποιημένες» περιοχές αποδεικνύονται ασφαλέστερες.

6. Με βάση τα προηγούμενα η λήψη μέτρων περιορισμού και κοινωνικής αποστασιοποίησης μέσω καραντίνας φαίνεται ότι ήταν αναπότρεπτη επιλογή για όλες τις χώρες, πάρα την αποδεδειγμένη ηπιότητα της νόσου και για την ολοένα και περισσότερο επιβεβαιούμενη χαμηλή θνητότητα που προκαλεί. Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εύρος και η ποιότητα των μέτρων, εάν ήταν σε κατάλληλη «δοσολογία», ή ήταν εξαιρετικά υπερβολική με σημαντικές παρενέργειες στο εξής στην κοινωνία και την οικονομία, παγκοσμίως και σε κάθε χώρα ξεχωριστά, ειδικά για τις πιο αδύναμες όπως η δική μας χώρα.

Επιμύθιο

Χάθηκε το μέτρο; Προφανέστατα!

Δεν υπήρξε προστασία με αυστηρούς ελέγχους στα σύνορα και διακοπή της διακίνησης ανθρώπων από μολυσμένες περιοχές και χώρες με συνέπεια το lockdown να γίνει αναπότρεπτα καθολικό, εξαιρετικά σκληρό και επώδυνο για την κοινωνία και την οικονομία στο εσωτερικό της χώρας.

Είναι βέβαιο ότι τα μέτρα ενίσχυσης των δομών υγείας είναι λίγα και αποσπασματικά, στηριγμένα περισσότερο στην κινητοποίηση των ιδιωτών που βρήκαν την ευκαιρία να διαφημίσουν μέσω των προσφορών τον… φιλανθρωπισμό τους. Δεν μπορείς να πεις κουβέντα όμως -και κάθε προσφορά δεκτή!

Με το κράτος, όμως, να αναλαμβάνει κυρίως το ρόλο του χωροφύλακα της κοινωνίας επιλέγοντας το κατάλληλο πρόσωπο γι’ αυτόν τον σκοπό και επενδύοντας σε μια άνευ προηγουμένου επικοινωνιακή καταιγίδα, χρησιμοποιώντας, ίσως άθελά τους, επίσης τα κατάλληλα πρόσωπα και τα πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρώντα εξωνημένα ΜΜΕ.

Ναι, κάποιοι θα προσπαθήσουν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Η κυβέρνηση, ενώ δεν έδρασε εξ αρχής με κλείσιμο των συνόρων και ουσιαστική ενίσχυση του ΕΣΥ, επειδή τελικά, μπροστά στην κατακραυγή που φοβήθηκε, πήρε γοργές αποφάσεις και δεν δίστασε να τις εφαρμόσει, επενδύει πολιτικά.
Κάποιοι, ενδεχομένως, θα φροντίζουν για την προβολή τους.
Οι πραγματικοί επιστήμονες επωφελούνται από την εμπειρία που αποκτούν.
Οι ημέτεροι κερδοσκοπούν. Τα δήθεν σεμινάρια για την «εκπαίδευση» των επιστημόνων, οι χορηγίες προς τους κλινικάρχες κτλ, είναι ενδεικτικά του τι συμβαίνει στο παρασκήνιο.
Κι όλοι εμείς, βράζοντας στο ζουμί του εγκλεισμού μας, επειδή τα θύματα που θρηνούμε τελικά είναι λίγα.

Τέλος, τα διεθνή αφανή και φανερά κέντρα θα προσπαθήσουν να επωφεληθούν για να επιβάλλουν τις απάνθρωπες επιδιώξεις τους.

Απέναντι σε αυτά και στον οικονομικό Αρμαγεδδώνα που μας επιφυλάσσουν οφείλουμε να σταθούμε όρθιοι και να πολεμήσουμε.

Όπως ήλθαν τα πράγματα, αυτός ο γύρος δεν θα μπορούσε ποτέ παρά να είναι δικός τους, ο επόμενος πρέπει να είναι δικός μας!

Το πρώτο μέρος του άρθρου αυτού ίσως φαντάζει αντιφατικό σε σχέση με το δεύτερο, αφού στο πρώτο εκφράζεται έντονα ο προβληματισμός για τα μέτρα της καραντίνας, για τη σκοπιμότητά τους και την πιθανολογούμενη εκμετάλλευσή τους από υπερεθνικά κέντρα που σχεδιάζουν και επιβάλλουν, ενώ στο δεύτερο αποδεικνύει την αναγκαιότητά τους.

Μα είναι αυτό που ακριβώς ζούμε σήμερα. Τη μεγάλη αντίφαση μεταξύ του δέοντος και του επιθυμητού. Του μέτρου και της μεγάλης ασυμμετρίας. Της ελευθερίας και της δυστοπίας που υλοποιείται στο όνομά της. Αυτού που θα έπρεπε και αυτού που εξ αντικειμένου μπορεί να γίνεται με βάση τις διαμορφωμένες -από άλλους- συνθήκες…. Αυτές οφείλουμε να αλλάξουμε!

 

 

Αφήστε ένα σχόλιο