Η αυτοκράτωρ Τουρκία

Η αυτοκράτωρ Τουρκία


του Χρήστου Γιανναρά

Υπάρχει η Τουρκία των εφημερίδων, των καθημερινών Ειδήσεων, της πολιτικής αρθρογραφίας. Μια χώρα επιδεικτικά ανυπότακτη στη στοιχειώδη λογική της «καλής γειτονίας» των διεθνών κανόνων συνύπαρξης κρατών. Χώρα που συνεχώς απειλεί, διεκδικεί γη και θάλασσα γειτόνων της. Άπληστη, εμφανίζει την αυθαιρεσία της σαν δικαίωμα που το αντλεί από το πληθυσμικό και εδαφικό της μέγεθος. Σφαγίασε λαούς ιστορικούς, βαρύνεται με τη γενοκτονία Ελλήνων, Αρμένιων, Κούρδων, ξερίζωσε, από τα εδάφη που σφετερίστηκε, πανάρχαιους πολιτισμούς – είναι ίσως ο λαός με τα περισσότερα «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».

Υπάρχει και η εικόνα που δίνει σήμερα η Τουρκία στους επισκέπτες της, σε εκατομμύρια τουρίστες κάθε χρόνο. Εικόνα μιας χώρας που σφύζει από δημιουργικότητα, αναπλάθεται ολόκληρη με ρυθμούς πυρετώδεις τεχνολογικού και οργανωτικού εκσυγχρονισμού: Πολλαπλές γέφυρες για τη σύνθεση του ελάχιστου ευρωπαϊκού με το μεγάλο ασιατικό τμήμα της, υποθαλάσσια τούνελ, υπερσύγχρονο οδικό δίκτυο, συστοιχίες παντού ουρανοξυστών, ένα ακραία φιλόδοξο καινούργιο αεροδρόμιο στην Ιστανμπούλ. Όπου η αρχιτεκτονική του τεράστιου κεντρικού οικοδομήματος παραπέμπει αφαιρετικά στη λεπτουργημένη κομψότητα της οθωμανικής αραβουργίας (–είναι σκέτη μελαγχολία και ντροπή η σύγκριση με το απρόσωπο «Ελευθέριος Βενιζέλος» στη φωτοχυσία της Αττικής: ένα ουδέτερο γερμανικό κατασκεύασμα που θα μπορούσε να έχει χτιστεί οπουδήποτε, από τη Σκανδιναβία ως τα εμιράτα του Κόλπου, χωρίς ίχνος «ταυτότητας», δηλαδή σχέσης με τη γη και την Ιστορία της – όνειδος ανάλογο με το Μουσείο της Ακρόπολης του Ελβετού Tschumi).

Η πλατεία του Ταξίμ, ομφαλός της Πόλης, ριζικά μεταποιημένη, κυριαρχείται από ένα μοντέρνας αρχιτεκτονικής τζαμί, πολυμερισμένο σε χώρους εκθέσεων και εκδηλώσεων. Η υπερμοντέρνα Τουρκία, κολλημένη συντηρητικότατα στο Ισλάμ, συνταιριάζει την κατάφαση της πιο σύγχρονης τεχνικής και αισθητικής με την πιο στεγνωμένη και αφιλοσόφητη θρησκευτικότητα. Μόνο (ίσως) για να διασώσει ειδοποιό διαφορά συλλογική από τον εμπορευματοποιημένο πολτό της παγκοσμιοποίησης.

Ολοφάνερα οι Τούρκοι είναι λαός περήφανος γι’ αυτό που είναι, έχουν τον αέρα της καύχησης για την ιδιαιτερότητά τους. Γι’ αυτό και προσλαμβάνουν το αλλοδαπό καινούργιο σαν δικό τους εντόπιο, όχι σαν δάνειο. Οργανώνουν τον κοινό τους βίο με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας που γέννησε ο ατομοκεντρισμός του «Διαφωτισμού», αλλά συνοδεύουν την πρόσληψη με πεισματική εμμονή στα εξωτερικά τουλάχιστον σημαίνοντα της «εθνικής» (κοινωνικής) συνοχής: Μια θάλασσα από σημαίες με την ημισέληνο παντού και αναρίθμητους μιναρέδες με στεντόρειες προσευχές λαρυγγώδους μεγαφωνίας.

Είναι ο τρόπος τους για να δηλώσουν ότι προσλαμβάνουν τη Δύση και τα «φώτα» της, όμως όχι τον μηδενισμό της και συνοδά τον αμοραλισμό. Δεν εξάρτησαν ποτέ οι Τούρκοι τον εκσυγχρονισμό τους από τη μεταφυσική, η θρησκευτικότητά τους είναι πάντοτε υπηρετική της εξουσιαστικής ισχύος. Τρέφει η θρησκευτικότητα και ο εθνικισμός τους τη συλλογική τους αυτοπεποίθηση, όπως έτρεφε κάποτε την αυτοπεποίθηση των υπόδουλων Ελλήνων ο πολιτισμός τους. Τότε που οι Έλληνες δεν είχαν δικό τους, νεωτερικό εθνικό κράτος, αντλούσαν ταυτότητα από τη συνέχεια της γλώσσας τους, την ιστορική τους συνείδηση, τις τέχνες τους, τα πανηγύρια και τις γιορτές τους – τη μεταφυσική της ελευθερίας, όχι της αναγκαιότητας. Αντλούσαν από θησαυρίσματα μακραίωνης αρχοντιάς. Ήταν υπόδουλοι και όμως άρχοντες.

Η εικόνα που δίνει σήμερα η Τουρκία στον επισκέπτη, είναι εικόνα λαού που πιστεύει στον εαυτό του. Επειδή θέλει να είναι αυτό που είναι, μπορεί και να προσλάβει οτιδήποτε από οπουδήποτε, χωρίς τον μιμητισμό του μειονεκτικού και ανασφαλούς. Οι Ελληνώνυμοι σήμερα θέλουμε να γίνουμε οπωσδήποτε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε – «να γίνουμε επιτέλους Ευρωπαίοι, για να γίνουμε άνθρωποι» διακήρυττε αδίστακτα ο «εθνάρχης» μας Καραμανλής, μηδενός αντιλέγοντος. Και ένας λαός που ποθεί διακαώς να γίνει κάτι άλλο από αυτό που είναι, δεν επιβιώνει ιστορικά, έχει τελειώσει.

«Να γίνουμε Ευρωπαίοι», αποδείχθηκε, σαράντα χρόνια τώρα, ότι σημαίνει για τους πολλούς: να είμαστε όλοι διορισμένοι στο Δημόσιο, αργόσχολοι υπάλληλοι και πρόωροι συνταξιούχοι, και η Ευρώπη να μας τρέφει με δάνεια και με «πακέτα» στο διηνεκές. Να το παίζουμε απάτριδες, «διεθνιστές», «αντικρατιστές», «αναρχικοί» ανυπότακτοι σε συμβάσεις και σύμβολα, αλλά η πατρίδα, που αρνούμαστε, θέλουμε να πειθαρχεί στις αρχές του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και να σέβεται σαν «ατομικό μας δικαίωμα» στη σαδιστική παράνοια.

Ένας λαός που θέλει να είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι, δεν μπορεί να επιβιώσει ιστορικά, έχει τελειώσει. Ο,τι δικό μας το μεταποιήσαμε σε φολκλορικό κιτσαριό για τους τουρίστες ή σε χλεύη για τον «σκοταδισμό» που κομίζει η κακόφημη πια λέξη «φιλοπατρία». Αν θέλαμε να ξέρουμε αυτό που είμαστε και το εκτιμούσαμε, δεν θα παραδίναμε την παιδεία των παιδιών μας στον εφιάλτη της αγραμματοσύνης και της συμπλεγματικής μονομανίας των «προοδευτικών» υπουργών Παιδείας – όποιο κόμμα κι αν κυβερνάει.

Θα διδασκόμασταν τα Αρχαία Ελληνικά ως πρώτη γλώσσα. Τα μαθηματικά ως γλώσσα, όχι ως χρηστικό «εργαλείο». Η μουσική θα ήταν ο τρίτος πυλώνας της σχολικής μας κατάρτισης. Το κρατικό διοικητικό μας σύστημα θα είχε αφετηρία και άξονα την αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα. Θα ζωντανεύαμε την κοινοτική (όχι συμβάσεων) λειτουργία του Δικαίου. Θα προσλαμβάναμε οτιδήποτε από οπουδήποτε με κριτήριο την κοινωνία των σχέσεων, όχι την «αξιωματική» ορθότητα.

Τι ήταν οι Τούρκοι και τι έγιναν. Τι ήμασταν οι Έλληνες και πώς μας καταπίνει η ευτέλεια.

από το «https://www.kathimerini.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο