Τα πανεπιστήμια και ο αναρχοφιλελεύθερος σκοταδισμός

Τα πανεπιστήμια και ο αναρχοφιλελεύθερος σκοταδισμός


του Γιάννη Παπαμιχαήλ

Το πνεύμα των καιρών συμβαδίζει στα πανεπιστήμια, όπως και αλλού, με τη διεύρυνση μιας κοινωνικής ομάδας, ημιμορφωμένων, αναρχοφιλελεύθερων κομφορμιστών. Πρόκειται για άτομα απολύτως συμμορφωμένα με τις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες και μαφιόζικες πρακτικές των χειραφετημένων από κάθε κοινωνικό έλεγχο αγορών. Πρόκειται για μια κρίσιμη μάζα από φοιτητές, φοιτητοπατέρες συνδικαλιστές, πολιτικούς, ακαδημαϊκούς συνυπεύθυνους, γονείς και κηδεμόνες διψασμένους για την κοινωνική διάκριση που συνοψίζεται σε έναν κάποιο τίτλο σπουδών.

Όλοι αυτοί, με τον καιρό πολλαπλασιάζονται. Με τον κυνισμό και την ανοχή τους υποθάλπουν συστηματικά όλες τις εκδηλώσεις του διανοητικού, ηθικού και πολιτικού εκφυλισμού της νεοελληνικής κοινωνίας. Όλοι αυτοί ελάχιστα ενοχλούνται και ακόμα λιγότερο ξαφνιάζονται από τέτοια φαινόμενα. Και ιδεολογικά τουλάχιστον, εμπλέκονται άμεσα με τις διαδικασίες του παραγωγικού παρασιτισμού. Άλλωστε, εύγλωττα τα “παιδιά” αποδίδουν τα πάντα στην οικονομική κρίση και στις κοινωνικές ανισότητες.

Πάντα έτσι γινόταν. Παλιά, τα “παιδιά της πιάτσας” συζητούσαν στους καφενέδες της γειτονιάς «περί αδικία της κενωνίας. Αλλού να τα ‘χει μάτσα και πάκα και άλλος να μην σταυρώνει χαρούπι» (Ν. Τσιφόρος, Παραμύθια πίσω από τα Κάγκελα, εκδ. Ερμής, 1972, σ. 317). Τα ίδια ακριβώς συζητούν και τώρα, στα τσιπουράδικα, στα καφέ, στα μπαράκια.

Μόνο που τώρα ως “κενωνία” έχουμε εξελιχθεί: τα “παιδιά” είναι πιο μορφωμένα, πιο πληροφορημένα, “σπουδαγμένα”. Την “κενωνία” την λένε τώρα κοινωνία. Οι συζητήσεις τους αναδεικνύουν περίτρανα τις οξυμένες κοινωνιοπολιτικές ευαισθησίες της προοδευτικής τους συνείδησης. Αυτών των ιδίων, των οικογενειών τους, των δασκάλων τους, των συνδικαλιστικών και πολιτικών τους εκπροσώπων.

Η ένσταση της ανεκτικότητας

Πράγματι, όπως όλοι ξέρουμε, ο κόσμος άλλαξε – ίσως προς το καλύτερο, ίσως προς το χειρότερο. Μαζί του άλλαξε το νόημα της κουλτούρας, της Τέχνης, της Παιδείας, της Επιστήμης. Η φιλολογία περί της νομικής ισότητας των ευκαιριών (στην αυτοπραγμάτωση του καθενός) εκτίναξε τις ατομικές χειραφετήσεις από παραδόσεις και κανόνες, όπως και τις προσδοκίες μιας “όλο και πιο ωραίας ζωής”, ή τις αναζητήσεις του “αυθεντικού εαυτού”.

Πολλαπλασίασε και τις διαφορετικότητες, τις ιδιαιτερότητες των γούστων και των επιλογών. Υπέσκαψε τις κοινότητες ηθών και εθίμων ως κάτι που αντιβαίνει τις ατομικές ελευθερίες του αυτοπροσδιορισμού. Με άλλα λόγια, κάτι τελεσίδικο και ολισθηρό, τόσο όσο η αίσθηση της ακατανίκητης σπουδαιότητας του αέναου παρόντος, εδραιώθηκε κυνικά στις μετανεωτερικές συνειδήσεις του Δυτικού Κόσμου.

Οι φιλοσοφικές μεγάλες αναζητήσεις έχασαν την αίγλη τους. Στη θέση τους οι τεχνοεπιστήμες προωθούν ολοένα και πιο αναλυτικές υπερεξειδικευμένες γνώσεις, οι οποίες είναι ευμετάβλητες, όπως όλες οι επιστημονικές γνώσεις. Εν μέρει και αβέβαιες, κατακερματισμένες, ίσως και επικίνδυνες, όσο τουλάχιστον αφορά τις άμεσες ή έμμεσες ανθρωπολογικές και πολιτικές συνέπειες των διαφόρων βιοτεχνολογικών, γενετικών και γνωσιακών τους εφαρμογών. Επίσης, όμως, γνώσεις ασταθείς και ιδεολογικά προσαρμοσμένες στις εξίσου ευμετάβλητες προτεραιότητες των αγορών, που ορισμένες από αυτές τις τεχνοεπιστημονικές εξειδικεύσεις καλούνται συγκυριακά να υπηρετήσουν.

Η εκπαίδευση δεν οργανώνει πλέον τις μεθόδους σκέψης και κριτικού αναστοχασμού, αλλά περιορίζεται συνήθως στο να μεταδίδει πληροφορίες και να συστηματοποιεί μαθηματικοποιημένες ή μη, παραστάσεις και μοντέλα “περιορισμένης χρήσης”. Στο πλαίσιο αυτό, τί νόημα έχει άραγε να κοπιάζει κανείς και να αποκτά γνώσεις, λόγου χάρη για τα μαθηματικά μοντέλα, σε ένα τομέα όπως η Διοίκηση Επιχειρήσεων, όταν μπορεί το ίδιο καλά να προμηθευτεί στην ελεύθερη αγορά την “εργασία” που τεκμηριώνει και πιστοποιεί την ενσωμάτωση των παραπάνω γνώσεων στα τυπικά επιστημονικά του εφόδια;

Η αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων

Ούτως ή άλλως ο τρόπος πρόσβασης και αποφοίτησης από το ελληνικό πανεπιστήμιο, ιδίως μετά το νόμο-πλαίσιο του 1982, δεν αντιστοιχούσε παρά ελάχιστα στις προϋποθέσεις και τις απαιτήσεις που ίσχυαν μέχρι πρότινος στα περισσότερα δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Κατά προέκταση, η φοίτηση στα ΑΕΙ δεν είχε την κοινωνικά επιλεκτική οργάνωση των δυτικών πανεπιστημίων, που τις προηγούμενες δεκαετίες τουλάχιστον ευνοούσε εξ ορισμού κάποιους “κληρονόμους” (σύμφωνα με την έκφραση του Bourdieu).

Τα πιο προνομιούχα, άλλωστε, κοινωνικά στρώματα στην Ελλάδα φρόντιζαν να στείλουν τα παιδιά τους στα καλά και αυστηρά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Η πραγματική αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων βασίστηκε συνεπώς περισσότερο στις πολλαπλές και ακριβές προετοιμασίες που παρείχε η παραπαιδεία στους μαθητές που κατευθυνόντουσαν όλο και πιο μαζικά στα πανεπιστήμια.

Επίσης, στις πολυάριθμες διευκολύνσεις αποφοίτησης που παρείχαν αυτά τα ίδια ελληνικά πανεπιστήμια στους ιθαγενείς φοιτητές. Αυτοί, εθισμένοι από νωρίς στον παπαγαλισμό και όχι στην κριτική σκέψη, διεκδικούσαν το “χαρτί”, έστω και για να το κάνουν κορνίζα στον τοίχο. Οι συστηματικές αντιγραφές και η αγορά εργασιών ήρθαν μετά, για να δέσει το γλυκό.

Κάποιοι προφανώς θα σπεύσουν να αντικρούσουν τα παραπάνω με το γνωστό δημαγωγικό επιχείρημα: «Μην ισοπεδώνουμε τα πάντα. Υπάρχουν και σοβαροί φοιτητές που σπουδάζουν σε σοβαρά, διεθνώς αναγνωρισμένα ελληνικά πανεπιστήμια». Αναμφισβήτητα. Όμως, ποιος ακριβώς άραγε ισοπεδώνει τα πάντα; Μήπως η κριτική μιας κυνικής τάσης υποβάθμισης των αξιών και των κανόνων της επιστημονικής εκπαίδευσης και της έρευνας, που μοιάζει να γενικεύεται, να εδραιώνεται στις συλλογικές συνειδήσεις πολλών ανθρώπων που δηλώνουν ότι σπουδάζουν; Αυτή η τάση υποβάθμισης γίνεται λίγο-λίγο κανόνας, έστω κανόνας αμφισβήτησης κάθε κανονικότητας. Μήπως είναι ισοπεδωτική η συστηματική υποτίμηση της σοβαρότητας του φαινομένου της υποβάθμισης με την προσχηματική υπενθύμιση ότι «όλα αυτά τα φαινόμενα αποτελούν εξαιρέσεις και παραμένουν περιθωριακά»;

Ο σκοταδισμός της αποδόμησης

Αν όντως δεχτούμε ότι τέτοια συμβάντα αποτελούν (ευτυχώς) ακόμα εξαιρέσεις (αν και ο ισχυρισμός αυτός θα έπρεπε να αποδειχτεί κάπως πιο συστηματικά), το πραγματικό ερώτημα είναι: Πώς ακριβώς αντιμετωπίζονται σήμερα όλες αυτές οι δήθεν εξαιρέσεις; Όμως, ο βαθύς σκοταδισμός της κυνικής αποδόμησης κάθε καθιερωμένης διαδικασίας κοινωνικού ελέγχου των ατομικών συμπεριφορών, έχει πλέον ντυθεί με τα επιπόλαια ιδεολογικά ρούχα του “προοδευτισμού”. Έχει επενδυθεί με το διανοητικό και ηθικό lifestyle της επιτρεπτικότητας και της ανεκτικότητας της κοινωνίας των ενηλίκων περίπου στα πάντα.

Όμως, στο κάτω-κάτω της γραφής, αν όντως καμία δουλειά δεν είναι ντροπή, η ανεκτικότητα της κοινωνίας -ιδιαίτερα της ακαδημαϊκής κοινότητας- στη λογοκλοπή και στην απάτη, είναι. Ή θα έπρεπε να είναι. Όπως και η εμμονή στην προσχηματική, τυπική επιστημονοποίηση του κάθε αντιγραφέα και λογοκλόπου που προτιμά να το παίζει φοιτητής και να απαιτεί μετά την επίσημη αναγνώριση προσόντων που δεν έχει.

Είναι προτιμότερο να πάει να δουλέψει σε κάτι πιο παραγωγικό από το να αντιγράφει ξένες εργασίες, να αγωνιστεί για μια καλύτερη ζωή στην Ελλάδα, ή στο εξωτερικό. Διότι, το ελληνικό δημόσιο ανώτατο εκπαιδευτικό σύστημα σε λίγο δεν θα είναι ούτε τριτοκοσμικά εμπορευματοποιημένο και φιλελεύθερα ιεραρχημένο, ούτε καν παρακμιακά αστικό. Τα πραγματικά αστικά στρώματα συνήθως γνωρίζουν καλά πώς να προασπίζονται τα κοινωνικά, πολιτικά και συμβολικά κεκτημένα της επικυριαρχίας τους. Η ηθική της εργασίας και της σοβαρής επένδυσης στο μέλλον συμβαδίζουν στις νοοτροπίες τους και στις επιλογές τους.

από το «https://slpress.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο