Παραμορφωτικές προϊδεάσεις και αντικειμενικότερη γνώση

Παραμορφωτικές προϊδεάσεις και αντικειμενικότερη γνώση

Dosso Dossi (πραγματικό όνομα Giovanni di Niccolò de Luteri), Δίας, Ερμής και Αρετή [*], 16ος αιώνας, Συλλογή Lanckoroński, Wawel Castle

του Γιώργου Κουτσαντώνη

Σε αυτή την εργασία θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε ορισμένες μόνο από τις πολλές δυσχέρειες που σχετίζονται με την αντικειμενικότητα της πολιτικής ανάλυσης[1] (ειδικότερα) και της γνώσης των πολιτικών φαινομένων[2] (γενικότερα), ώστε αρχικά να περιγραφεί η λειτουργία των παραμορφωτικών προϊδεάσεων[3] και στη συνέχεια να διατυπωθούν ορισμένοι προβληματισμοί.

Καταρχάς είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι η αξιολογική ουδετερότητα είναι δύσκολη υπόθεση διότι:
α)
τίποτα δεν το προσλαμβάνουμε γυμνό και αμόλυντο από εμάς του ίδιους,
β) καθένα πολιτικό φαινόμενο που ερευνούμε δεν επηρεάζεται μόνο από τη δική μας αντίδραση, αλλά και από τις σκέψεις, τους στοχασμούς και τις ανησυχίες άλλων στοχαστών[4],
γ) πολλές από τις πλευρές των πολιτικών φαινομένων αδυνατούμε να τις δούμε στην ολότητά τους,
δ) ακόμη κι όταν ερευνούμε πολιτικά φαινόμενα από το παρελθόν, αυτό δεν σημαίνει ότι βρισκόμαστε και «έξω από αυτά»[5]. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει η συνθήκη του «άγραφου πίνακα» (tabula rasa)[6], αντιθέτως για όλα τα αντικείμενα έχουμε μια ιδέα και μια «εντύπωση» πριν ακόμη τα γνωρίσουμε.

Επομένως αντικειμενικότητα στη πολιτική σκέψη, πρώτα από όλα, σημαίνει απόσταση ανάμεσα στην ανάλυση (ως αναζήτηση της αλήθειας και ερμηνεία των φαινομένων) και στην πίστη (ως προϊδέαση της αλήθειας).

Η δυσκολία βρίσκεται στο ότι αυτός που εξετάζει και αναζητά, ως ερευνητής πολιτικός επιστήμονας, πριν ακόμη προσεγγίσει ένα πολιτικό ζήτημα το κοιτάζει, εκ των προτέρων, μέσα από υποκειμενικές παραμορφωτικές προϊδεάσεις.

Οι προϊδεάσεις, με τις οποίες θα καταπιαστούμε εδώ, ορίζονται ως παραμορφωτικές ερευνητικές στάσεις (attitudes) και νοούνται ως προσανατολισμοί που επειδή προκαλούν ένα αίσθημα ικανοποίησης οδηγούν τον ερευνητή να συλλαμβάνει το πολιτικό φαινόμενο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην εμποδίζεται η ικανοποίηση αυτή.

Δηλαδή θα μιλήσουμε για εκείνες τις ανάγκες που, επειδή πρέπει να πληρωθούν (ικανοποιηθούν) με τον τρόπο που τους αντιστοιχεί, εμποδίζουν την αποστασιοποίηση ανάμεσα στον πολιτικό αναλυτή και το πολιτικό αντικείμενο. Αυτή η απόσταση όσο είναι μεγαλύτερη, τόσο ματαιώνει ή μειώνει την παραγωγή της διανοητικής ευφορίας. Οι κυριότερες παραμορφωτικές προϊδεάσεις[7], που θα εξεταστούν εδώ με κριτήριο την ψυχολογική τους κατεύθυνση[8], είναι οι εξής:
α)
η «ανάγκη» γενικοποίησης,
β) η «ανάγκη» του ειδικού ή της μοναδικότητας και
γ) η ασφάλεια της αυθεντίας.

Α. Η ανάγκη γενικοποίησης

Ένα από τα εξωτερικά γνωρίσματα της επιστημονικής γνώσης είναι η στιγμή που η μελέτη του (α) ή (β) πολιτικού φαινομένου επιτρέπει στον πολιτικό επιστήμονα να το εντάξει σε μια γενική κατηγορία μαζί με άλλα φαινόμενα που διέπονται από τους ίδιους ή ανάλογους κανόνες. Κάνοντας αυτό ο πολιτικός αναλυτής δημιουργεί, τροφοδοτεί υπάρχουσες γενικές κατηγορίες που έχουν μια λιγότερο ή περισσότερο τυπολογική λειτουργία[9].

Έτσι π.χ. συχνά διαβάζουμε ότι τα αγγλικά και αμερικανικά κόμματα λειτουργούν μέσα σ’ ένα σύστημα εκλογικού συσχετισμού που έχει τη δική του λογική: τη δικομματική. Πρόκειται για ένα σύστημα μέσα στο οποίο δύο κατά κύριο λόγο πολιτικά κόμματα εναλλάσσονται με κάποια περιοδικότητα στην εξουσία. Δημιουργείται έτσι η γενική έννοια του δικομματικού συστήματος που στη συνέχεια οδήγησε σε συμπληρωματικές κατηγορίες όπως «μονοκομματικά», «πολυκομματικά», «δικομματικά με κυριαρχικό κόμμα» συστήματα, κλπ.

Με βάση αυτές τις γενικές κατηγορίες πολλοί εντάσσουν στη συνέχεια τα διάφορα πολιτικά καθεστώτα σε ομογένειες, κάτι που από πρώτη άποψη δεν είναι διόλου επιλήψιμο.

Τα προβλήματα όμως αρχίζουν όταν αυτή την ανάγκη της ένταξης την έχουμε τόσο πολύ συνηθίσει, ώστε και ορισμένα συστήματα που δεν εντάσσονται σε καμιά από τις κατηγορίες αυτές να θέλουμε οπωσδήποτε να τα ταξινομήσουμε κάτω από ένα γενικό τίτλο π.χ. μονοκομματικά, δικομματικά κλπ. Η αλήθεια είναι ότι μια τέτοια υπαγωγή υπακούει στην ανάγκη μας να ελέγξουμε το φαινόμενο υποτάσσοντάς το στους κανόνες της κατηγορίας που νομίζουμε ότι ανήκει. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί σε εμάς κάποια διανοητική ασφάλεια γιατί ξέρουμε ότι το φαινόμενο είναι πια ταξινομημένο[10].

Τέτοιες υπαγωγές όμως δεν είναι επαρκείς λόγοι για να μετατρέψουμε την ανάγκη μας για διανοητική ασφάλεια, σε γενικότερη ερευνητική επιστημονική στάση και νοοτροπία. Γιατί υπάρχουν περιπτώσεις που ορισμένα κομματικά ή άλλα συστήματα εμφανίζουν τέτοιες ιδιοτυπίες ώστε να μην εντάσσονται σε καμιά κατηγορία από εκείνες τουλάχιστον που διαθέτουμε ορισμένη στιγμή.

Για παράδειγμα, ας λάβουμε υπόψη το ελληνικό πολιτικό σύστημα την τελευταία δεκαετία, της κρίσης, μια σειρά από πολιτικά κόμματα έχουν βρεθεί εντός και στη συνέχεια εκτός του Κοινοβουλίου. Το εύλογο ερώτημα που τίθεται αυτομάτως είναι το εξής: είναι αρκετή αυτή η δυναμική των τελευταίων ετών ώστε να μας επιτραπεί να χαρακτηρίσουμε το σημερινό πολιτικό μας σύστημα ως πολυκομματικό; Στην πραγματικότητα, τα συστήματα αυτά, όπως και η ελληνική περίπτωση, θα πρέπει να ερευνηθούν προσωρινά ως αυτοτελείς περιπτώσεις γιατί ακριβώς εμφανίζουν μια δική τους λειτουργία.

Αν αντίθετα μας διακατέχει τόσο πολύ η λατρεία του γενικού, το πάθος της με κάθε τρόπο ένταξης, κινδυνεύουμε να υπερτονίσουμε, στο συγκεκριμένο φαινόμενο που ερευνούμε, όλα τα στοιχεία που διευκολύνουν την υπαγωγή του μια (α) ή (β) κατηγορία και να αγνοήσουμε τα χίλια στοιχεία που το διαφοροποιούν. Και αυτά τα δεύτερα είναι εκείνα ακριβώς που μας ενδιαφέρουν.

Όλα αυτά οδηγούν στην υπόθεση πως βρισκόμαστε κάτω από έναν διαρκή κίνδυνο, ασυνείδητο έστω, να απωθούμε όλα τα διαφοροποιητικά χαρακτηριστικά ενός φαινομένου, επειδή η αποκάλυψή τους θα διατάραζε την παραμορφωτική προθεώρηση που έχουμε για το φαινόμενο.

Πολλές φορές μάλιστα, μέσα από τη λατρεία του γενικού, φθάνουμε χωρίς να το συνειδητοποιούμε σε σκέψεις δεοντολογικές ώστε να θεωρούμε ότι επειδή ορισμένα π.χ. κομματικά συστήματα δεν είναι δικομματικά, αυτό είναι αρνητικό. Και αυτό a priori το θεωρούμε αντικανονικό[11].

Μια τέτοια κρίση όμως, ενώ μπορεί να είναι ορθή από μια ορισμένη άποψη πολιτικής ή επιστήμης της πολιτικής, δεν έχει καμία σχέση με την Πολιτική Επιστήμη. Το πρώτο πράγμα που ενδιαφέρει την Πολιτική Επιστήμη, στη σειρά της έρευνας, δεν είναι το τί είναι ή δεν είναι αντικανονικό, αλλά το τί υπάρχει[12].

Ένα συχνό παράδειγμα που αφορά σε αδικαιολόγητες γενικοποιήσεις είναι όταν δημιουργούνται τυπικές κατηγορίες επαναστάσεων και αρχίζει αμέσως η διανομή συγκεκριμένων επαναστατικών γεγονότων μέσα στις «υποδοχές» που έχουν έτσι προκατασκευαστεί[13]. Όσο όμως και αν είναι χρήσιμη μια τέτοια δραστηριότητα για έναν ερευνητή και για τους επόμενους ερευνητές, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως είναι ενδεχόμενο μια ή δυο επαναστατικές εκδηλώσεις να πρέπει να μείνουν απ’ έξω γιατί δεν «ταιριάζουν» στις υπάρχουσες «υποδοχές»[14]. Θα πρέπει δηλαδή να παραμείνουν ως υλικό υπό διάσκεψη. Η τακτική αυτή είναι χρήσιμη από δύο απόψεις. Πρώτα απ’ όλα δείχνει μη πίστη στο ψευδοεπιστημονικό ιδανικό «η ένταξη για την ένταξη». Δεύτερο μπορεί η καθυστέρηση της υπαγωγής να υποψιάσει στο κατά πόσο οι «υποδοχές», οι τυπολογίες που διαθέτουμε είναι οι κατάλληλες, ή μήπως θα πρέπει να τις ανακατασκευάσουμε ή και να τις αντικαταστήσουμε.

Βέβαια, όλες αυτές οι ενστάσεις για τους κινδύνους που ενέχει η ένταξη για την ένταξη, δεν θα πρέπει να μετατρέπονται σε προσχήματα για να αναστέλλεται κάθε θεωρητική γενίκευση με τη δικαιολογία μάλιστα ότι το εμπειρικό υλικό που διαθέτουμε δεν είναι «ακόμα» επαρκές. Γιατί τότε θα είναι αντικειμενικά αδύνατο να συμφωνήσουμε πότε το υλικό αυτό θα είναι επαρκές, πότε θα έχει έλθει η στιγμή για την ένταξη.

Το να εντάσσουμε ανάλογα εμπειρικά ποσά πολιτικής ύλης σε ανάλογες θεωρητικές «γενικοποιήσεις» δεν αποτελεί εκδήλωση παραμορφωτικής στάσης, αλλά νόμιμη χρήση ορισμένου επιπέδου ανάλυσης. Αντίθετα εκείνο που θα πρέπει να αποφεύγουμε είναι να στηρίζουμε ένα ανώτερο επίπεδο ανάλυσης, μια ανώτερη θεωρητική γενίκευση, στο εμπειρικό υλικό που αντιστοιχεί σ’ ένα κατώτερο επίπεδο ανάλυσης[15].

Μια συχνή μορφή με την οποία εκδηλώνεται η ανάγκη για γενικοποίηση είναι οι λεγόμενες διχοτομικές ταξινομήσεις. Η διχοτομική ταξινόμηση π.χ. φιλελεύθερα καθεστώτα/αυταρχικά καθεστώτα, έχει μια εξωτερική απλότητα που γοητεύει.

Το πλεονέκτημα όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να μας κάνει να αγνοήσουμε, ότι κάθε διχοτομική ταξινόμηση έχει ένα χαρακτήρα λιγότερο ή περισσότερο απόλυτο και πολωτικό, ώστε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να πρέπει να υπαχθεί στη μια ή την άλλη κατηγορία. Ο απόλυτος χαρακτήρας της αποκαλύπτεται από την έρευνα που κάνουμε στο εσωτερικό κάθε ακραίας κατηγορίας.

Διαπιστώνουμε εκεί ότι μερικά από τα καθεστώτα που είναι ταξινομημένα π.χ. ως φιλελεύθερα καθώς και μερικά άλλα ταξινομημένα ως αυταρχικά μοιάζουν σε μερικές από τις συγκλίνουσες πλευρές τους τόσο πολύ, ώστε η ανάγκη για μια τρίτη και τέταρτη ενδιάμεση ασυνεχή κατηγορία να είναι απολύτως απαραίτητη[16].

Β. H ανάγκη του ειδικού ή της μοναδικότητας

Πολλές φορές η επιστημονική υποχρέωση να επισημαίνουμε τις ιδιοτυπίες των πολιτικών φαινομένων, δημιουργώντας καινούργιες κατηγορίες, έστω και σε βάρος της τυπολογικής απλότητας, μπορεί να μας οδηγήσει σε μια εντελώς αντίθετη ψυχολογική κατεύθυνση από την προηγούμενη. Εκεί είχαμε να αντιμετωπίσουμε τις παραμορφωτικές συνέπειες της γενικοποίησης, εδώ βρισκόμαστε μπροστά στην απειλή από την απόλαυση τις ειδικής περίπτωσης.

Η παραμορφωτική στάση της ειδικής περίπτωσης αποτελεί απάντηση-ικανοποίηση στην ανάγκη να θεωρούμε πολλά πολιτικά φαινόμενα ως «έκτακτα», ως «εξαιρετικά», ως απολύτως ειδικά και να αρνούμεθα κάθε υπαγωγή τους σε γενικότερες κατηγορίες. Ορισμένοι πολιτικοί επιστήμονες βρίσκουν μια ιδιαίτερη ευχαρίστηση, όχι με το να σημειώνουν τις αποκλίσεις εκεί που υπάρχουν, αλλά με το να τις εφευρίσκουν και εκεί που δεν υπάρχουν.

Αποκλίσεις βέβαια υπάρχουν, άλλωστε αυτό ήταν το νόημα των προειδοποιήσεων που διατυπώσαμε στην προηγούμενη παράγραφο. Εκείνο όμως που διαπιστώνουμε εδώ είναι ότι πολλές από τις λεγόμενες ειδικές ή εξαιρετικές περιπτώσεις δεν είναι παρά χαρακτηρισμοί, που αντί να δικαιολογούνται από μια πραγματική διαφορά δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ικανοποιούν ένα αίσθημα προσωπικής διαφοροποίησης του ερευνητή, που εξωτερικεύεται μέσα από τη διανοητική διαφοροποίηση του φαινομένου, Ορισμένοι από εμάς, που θα θέλαμε να διατυπώσουμε κάτι το διαφορετικό, κατασκευάζουμε μια νέα θεωρία παραθέτοντας τα γεγονότα τόσο ιδιαίτερα ώστε να δικαιολογούμε τη νέα θεωρία[17].

Αυτές οι διευκρινίσεις δεν γίνονται εδώ με σκωπτική διάθεση. Μόνο σκοπό έχουν να συνειδητοποιήσουμε ότι πολλές φορές η ερευνητική προσπάθεια του πολιτικού επιστήμονα είναι ταυτόχρονα και έκφραση των προσωπικών του προβλημάτων.

Αυτό θα πρέπει να μας κάνει εξαιρετικά προσεκτικούς και να μας υποχρεώσει ίσως σε κάποια προερευνητική αυτογνωσία που στη γλώσσα μιας άλλης επιστήμης λέγεται και «αυτοανάλυση». Ας μας επιτραπεί να θυμίσουμε εδώ μια εξήγηση για το φαινόμενο αυτό, που διατυπώθηκε από τον G. Βachelard κατά τρόπο γενικό και που δεν υπάρχει κανείς λόγος να μην ισχύει εξ ίσου και για την Πολιτική Επιστήμη.

Σύμφωνα με αυτή, η τάση του πολιτικού επιστήμονα αλλά και του οποιουδήποτε ερευνητή να ανακαλύπτει εξαιρέσεις και ειδικές περιπτώσεις οφείλεται σε ορισμένο μέτρο και σε μια βαθύτερη ανάγκη του, που προσδιορίζεται κατά μεγάλο ποσοστό από το είδος της πρώιμης διαπαιδαγώγησής του ειδικότερα από το βαθμό του «αποκρυφισμού» που ως νοοτροπία χαρακτήριζε το πρώτο οικογενειακό του περιβάλλον. Χωρίς αυτό να σημαίνει, όπως είπαμε και στην προηγούμενη παράγραφο, ότι δεχόμαστε κάθε προκαθοριστική υπερβολή.

Όπως ξέρουμε, πολλοί γονείς κρύβουν από τα παιδιά τους το μυστικό της διαιώνισης του είδους και προωθούν «εξηγήσεις» που τις περισσότερες φορές είναι τόσο αφελείς, ώστε τα παιδιά να διευκολύνονται στο να αποκαλύπτουν μόνα τους την ειδική πραγματικότητα γρηγορότερα απ’ ότι θα ήθελαν, οι γονείς τους. Αυτό όμως τα κάνει να υποψιάζονται και τελικά να συνειδητοποιούν ότι οι γονείς αποκρύβουν κάτι, για να τους αποκλείσουν την είσοδο σε μια ειδική ηδονική περιοχή (libidinale). Αλλά τότε κινείται ο εξής καταπληκτικός σε δύναμη αναστροφής μηχανισμός. Κάθε τί που είναι libido και προβάλλεται από τους γονείς ως μυστήριο, κάνει ώστε στη συνέχεια κάθε τί άλλο που παραβάλλεται ως μυστήριο να θέτει σε κίνηση ένα γενικότερο libido, που χωρίς να είναι γενετικό, εκφράζεται και ικανοποιείται μέσα από την αναζήτηση του ειδικού. Το υποκείμενο αρχίζει έτσι να έλκεται όχι μόνο από το libido «αυτό καθ’ εαυτό» αλλά από ό,τι είναι μυστήριο, ειδικό, που δεν υπακούει σε γενικούς κανόνες.

Αυτό συμβαίνει στη μεγαλύτερή του έκταση μέσα από μια ασυνείδητη διαδικασία που μπορεί να δημιουργεί διευθυντικές τάσεις και για κάθε άλλη κοινωνική συμπεριφορά και γιατί όχι και για την ερευνητική συμπεριφορά του πολιτικού επιστήμονα[18].

Η ερμηνεία αυτή, χωρίς να είναι γενικής ισχύος, οδηγεί ίσως στην υποχρέωση να δεχθούμε, πως ανάμεσα στις προπαρασκευαστικές πράξεις που έχουμε να ενεργήσουμε, πριν δηλαδή αρχίσουμε την έρευνα, είναι και η συνειδητοποίηση ότι υπάρχει ο κίνδυνος να αναζητούμε χωρίς λόγο εξαιρετικές ή άλλες ειδικές αιτίες. Χωρίς να αποκλείουμε ότι οι αιτίες αυτές μπορεί να υπάρχουν σε ορισμένη έκταση, αυτή η αναζήτηση μπορεί να οφείλεται στο ότι τελικά ικανοποιεί μια άλλη βαθύτερη ανάγκη μας που όμως ως ερευνητές έχουμε υποχρέωση να την υποψιαστούμε. Ίσως έτσι βοηθήσουμε στο να ξεπεράσουμε την παραμορφωτική στάση της ειδικής περίπτωσης, στο μέτρο βέβαια που πρόκειται για πραγματική παραμορφωτική στάση και όχι για πραγματικά ειδική περίπτωση[19].

Σε κάθε περίπτωση, ενώ τα πολιτικά φαινόμενα συμβαίνουν στο παρόν που βιώνουμε και πρέπει να τα αναλύουμε, το πιο πιθανό είναι ότι «όλα τα βασικά έχουν ήδη ειπωθεί» κατά το παρελθόν, δηλαδή από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Επομένως η εξερεύνηση και η ανασύνθεση όλων αυτών των πραγμάτων, η αντιστοίχισή τους με το σήμερα, η δημιουργία αναλογιών -όπου αυτές μπορεί να υπάρχουν- και ειδικότερα η παραγωγή νέας αναλυτικής γνώσης και η διερεύνηση της ενδεχόμενης πρωτοτυπίας[20], μοναδικότητας ή της εξαίρεσης, δεν μπορεί παρά να είναι μια κοπιαστική και ιδιαίτερα επισφαλής προσπάθεια.

Γ. Η ανάγκη της αυθεντίας

Μια από τις πιο συχνές και επικίνδυνες παραμορφωτικές στάσεις είναι και η ανάγκη ή ακριβέστερα η ασφάλεια της αυθεντίας[21]. Πριν ακόμη προσεγγίσουμε ένα πολιτικό φαινόμενο, για να το γνωρίσουμε σ’ αυτό που είναι, ψάχνουμε -και έχουμε βέβαια υποχρέωση να το κάνουμε- τί είδους προηγούμενες διαγνώσεις ή θεωρήσεις υπάρχουν πάνω σ’ αυτό. Μέχρι εδώ δεν υπάρχει πρόβλημα.

Όταν όμως κάποια στιγμή ανακαλύψουμε, πως ανάμεσα στις προηγούμενες έρευνες υπάρχει μια γνώμη που εκφράστηκε από ένα μεγάλο όνομα μπορεί να αρχίσουμε να βλέπουμε και εμείς το πολιτικά φαινόμενο με έναν ανάλογο περίπου τρόπο. Τίποτε δεν αποκλείει ο διαπρεπής ερευνητής ή στοχαστής να το έχει δει σωστά, αλλά τίποτε δεν αποκλείει επίσης να μεταβληθούμε σε οπαδούς λανθασμένων απόψεων από μόνο το γεγονός ότι δεν τολμούμε να υποθέσουμε ότι ο άλλος (ο μεγάλος) που προηγήθηκε μπορεί να κάνει λάθος. Εξ άλλου η άκριτη προσχώρηση μας σε «διάσημες» απόψεις συνιστά και μετάθεση ευθύνης.

Υπάρχουν συναρτήσεις στην Πολιτική Επιστήμη που διατυπώθηκαν σε ορισμένη εποχή και που είναι χωρίς αμφιβολία ισχυρές για την εποχή αυτή. Τίποτε όμως δεν επιβάλει να αποδώσουμε σ’ αυτές μια a priori διαχρονική ισχύ, για το λόγο ότι διατυπώθηκαν από αναγνωρισμένες αυθεντίες.

Ένα ex auctoritate principis στο γνωστικό χώρο είναι χρήσιμο στο μέτρο που δεν αποδυναμώνει τη δική μας υποχρέωση για διερεύνηση και «βασανισμό» της πολιτικής διαδικασίας. Γιατί διαφορετικά, στη προσπάθειά μας να γνωρίσουμε ένα πολιτικό φαινόμενο αντικειμενικότερα, αντί να αποστασιοποιηθούμε πραγματικά από αυτό το τελευταίο, βάζουμε κάποιον άλλον ανάμεσα σ’ εκείνο και σε μας και δεν το κοιτάζουμε πια παρά μέσα από τη δική του, παρενθετική για εμάς, σκέψη. Ένας στοχαστής που χαίρει μεγάλης εκτίμησης για το έργο του, και πολύ περισσότερο για την συνέπεια λόγου-πράξεων, δεν πρέπει αυτομάτως και άκριτα να ταυτίζεται με την «αυθεντία». Η μεγάλη δημοφιλία ενός στοχαστή δεν αποτελεί «πιστοποιητικό αυθεντίας», πόσο μάλλον αυθεντίας επί παντός επιστητού.

Πολλές φορές η ανάγκη της αυθεντικής αναζήτησης δεν εκδηλώνεται μέσα από ένα όνομα, αλλά μέσα από έναν «αριστοκρατικό» όρο[22]. Ας μη ξεχνάμε ότι κάποτε στον ευρωπαϊκό χώρο αναζητούσαμε μια ελληνική ή λατινική λέξη για να πείσει τους αναγνώστες και για να τοποθετήσει μια γνώμη έξω από οποιαδήποτε αμφισβήτηση[23].

Ανάλογα ισχύουν και για τις σύγχρονες μορφές αυθεντικών νομιμοποιήσεων που γίνονται μέσα από αυτή που ονομάζεται «λογία παράδοση». Αν και είναι σπάνιες οι περιπτώσεις, παρ’ όλα αυτή η προσφυγή σ’ ένα γαλλικό, γερμανικό ή αγγλικό όρο κρίνεται από ορισμένους αρκετή για να δημιουργήσει υπόθεση, προϊδέαση αλήθειας.

Η ακρίβεια της επιστημονικής πληροφορίας επιβάλει βέβαια πολλές φορές την αναφορά στον ξένο όρο. Μόνο που δεν θα πρέπει να ξεχνάμε να διακρίνουμε πότε αυτό το κάνουμε από επιστημονική ανάγκη για να περιορίσουμε τις πιθανότητες της παρανόησης και πότε γιατί μας «αρέσει» επειδή ικανοποιεί κάποια νοσταλγική δικαίωση.

Με άλλα λόγια δεν θα πρέπει να λησμονούμε πως η οποιαδήποτε λεκτική διακόσμηση μας θεωρίας, με αριστοκρατικούς όρους, δεν είναι αρκετή για να δεχθούμε, από αυτό και μόνο το λόγο, ότι η υπόθεση που εκφράζει είναι και η άριστη άποψη.

Προβληματισμοί: από το ειδικότερο της Πολιτικής Επιστήμης στο γενικότερο της πολιτικής σκέψης

Αν και το περιεχόμενο αυτού του κειμένου, ειδικά το πρώτο μέρος, απευθύνεται κυρίως σε «ειδικούς»[24] θεωρούμε ότι είναι χρήσιμο και για κάθε πολίτη που θέλει να έρθει σε επαφή με την μεθοδολογία αναζήτησης της αλήθειας των πολιτικών φαινομένων, ώστε να μπορεί να αξιολογεί και να κρίνει, ενδεχομένως κάπως καλύτερα, τα κείμενα που συμβουλεύεται, είτε αυτά είναι άρθρα μιας εφημερίδας/ιστοσελίδας, είτε η διατριβή ενός ακαδημαϊκού.

Μάλιστα οι άξονες του κειμένου δεν αφορούν μόνο τα κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα, σε απόλυτες έννοιες αφορούν και τα φυσικά. Γιατί τόσο τα πρώτα, όσο και τα δεύτερα όχι μόνο δεν φανερώνονται σε εμάς παρά μέσα από τις αισθήσεις μας, αλλά και αυτές οι τελευταίες δεν μπορούν να λειτουργήσουν και να προσλάβουν τον εξωτερικό κόσμο, αν δεν έχουν να κινήσουν άλλες επίθετες, προεισηγμένες παραστάσεις[25], πάλι από τον εξωτερικό κόσμο.

«Και η αμφιβολία σας ακόμη μπορεί να γίνει πολύτιμο χάρισμα, άμα την πλάσετε όπως πρέπει και την κάνετε όργανο γνώσης, όργανο κριτικής. Ρωτάτε την, κάθε που θα θελήσει ν’ αφανίσει κάτι, τί άσχημο του βρίσκει·-ζητάτε αποδείξεις- εξετάζετέ την προσεκτικά: ίσως δείτε, τότε, πως είναι διστακτική και φθαρμένη, ή ίσως πάλι, πως βρήκε το δρόμο […] να της ζητάτε πάντα να σας αραδιάζει τα επιχειρήματα -μην το ξεχάσετε αυτό ποτέ»[26]

Καθένας από εμάς αντλεί ικανοποίηση από την επιβεβαίωση όσων πιστεύει ή όσων έχει μελετήσει, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ανθρώπους που έχουν στηρίξει το σύνολο της καριέρας τους σε ορισμένες γνώσεις και απόψεις, συχνά υπό την αιγίδα μια μεγάλης αυθεντίας.

Σε κανένα δεν αρέσει η απόρριψη ή η ακύρωση όσων πιστεύει και έχει κοπιάσει για να μάθει.

Οι γενικεύσεις και οι αφορισμοί είναι στάσεις συχνά αναπόφευκτες διότι το ανθρώπινο μυαλό, αν και υπέροχο όργανο, έχει τα όριά του, τις ανάγκες του και τις αδυναμίες του, όπως καθετί στον ενθάδε κόσμο. Να μην μπορούμε να συλλάβουμε ένα φαινόμενο στην ολότητά του είναι κάτι φυσιολογικό και ανθρώπινο, άρα δεν πρέπει να είναι αξιωματικά κατακριτέο ή, πολύ χειρότερα, να συνδέεται αυτομάτως με την υπόθεση ότι ένας αναλυτής αποκρύβει κάτι ή χαρακτηρίζεται από ιδεοληψία, δόλο ή κακή προαίρεση[27].

Αντιθέτως η επίγνωση αυτής της φυσικής αλήθειας θα μπορούσε να γίνει κίνητρο τόσο για κατανόηση, όσο και για αναζήτηση επιχειρημάτων με στόχο περισσότερη αντικειμενικότητα. Επομένως, η αδυναμία αυτή μπορεί να συμβάλλει στην καλλιέργεια μιας κουλτούρας βελτίωσης μέσα από την αναγνώριση των αστοχιών, τη συμπλήρωση των κενών και την επισήμανση των ελλείψεων και παραλείψεων.

Η παραπάνω θέση μας, δεν αγνοεί ότι υπάρχουν στοχαστές και πολιτικοί αναλυτές που συμπεριφέρονται με δόλο και μεροληψία χωρίς να έχουν ως κίνητρο την αναζήτηση της αλήθειας ενός πολιτικού φαινομένου, αλλά πολιτικές σκοπιμότητες, την ικανοποίηση των εμμονών – ιδεοληψιών τους και το οικονομικό κέρδος.

Αυτό που υποστηρίζουμε είναι ότι η υπηρέτηση της αλήθειας και η προσπάθεια αντικειμενικής ανάλυσης, είναι στάση ζωής και δεν πρέπει να συγχέεται (αδίκως) με την εσκεμμένη παραπλάνηση και την απάτη. Όχι μόνο γιατί ο δρόμος της «αθωότητας» είναι επιλογή, αλλά και γιατί διαφορετικά η σκέψη μας μπορεί να συντριβεί στα γρανάζια των θεωριών συνωμοσίας ή της αέναης και στείρας αμφισβήτησης.

Σήμερα υπάρχει τεράστια ανάγκη για νηφάλια κριτική σκέψη, πολιτική αρετή, πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα, διότι οι περισσότερες δυτικές κοινωνίες, ενώ παρουσιάζουν έντονα σημάδια παρακμής, μοιάζουν πολιτικά αμήχανες και απροετοίμαστες να αντιμετωπίσουν τις τεράστιες προκλήσεις του μέλλοντος[28].

Επιπλέον, ορισμένα πράγματα που ωφελεί να λαμβάνουμε υπόψη μας είναι:
α)
την ανάγκη ύπαρξης μιας σταθερής βάσης και αφετηρίας στοχασμού[29],
β)
ότι η σαφήνεια στην ανάλυση ενός φαινομένου, θα πρέπει να θεωρείται αρετή και όχι μειονέκτημα, και
γ) ότι ένας ορισμένος χρόνος επεξεργασίας των νέων θεωριών κρίνεται απαραίτητος.

Η αντίσταση που δείχνει ορισμένες φορές η επιστημονική κοινότητα, αλλά και καθένας από εμάς, στην απότομη αλλαγή ή στην ανατροπή των ήδη αποδεκτών θεωριών είναι απολύτως υγιής.

Αντίσταση με την έννοια της διατήρησης μιας συνέχειας και μιας άμυνας απέναντι στην αναξιοπιστία και στην απόλυτη ρευστότητα, στην οποία θα οδηγούμασταν αποδεχόμενοι καθετί το νέο με ευκολία, χωρίς δοκιμασία, παιδεμό και έρευνα.

Όταν φυσικά αυτή η άμυνα γίνεται τυφλή άρνηση, οποιασδήποτε ερευνητικής προσπάθειας ή δοκιμής, τότε περνάμε σε μια ατελέσφορη αντίπερα όχθη που δεν είναι επιθυμητή, ούτε και ωφελεί[30]. Περισσότερο ανησυχητική είναι η τάση ορισμένων ερευνητών (κυρίως κοινωνικών επιστημόνων) να «παρεμβαίνουν» και στην ουσία να «κατασκευάζουν» οι ίδιοι το κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο που υποτίθεται πως εξετάζουν ή άλλοι αποκομμένοι από την πραγματικότητα να αναλώνονται, ξοδεύοντας χρόνο, ενέργεια και πόρους, σε εξωφρενικές θεωρίες όπως αυτές των φύλων[31] (gender studies).

Στον ευρύτερο δυτικό κόσμο, ρεύματα, κοινωνικές θεωρίες και ιδεολογίες όπως λ.χ. ο υπαρξισμός, ο δομισμός και μεταδομισμός, ο μαρξισμός κ.ά. φαίνεται να κλείνουν οριστικά τον ιστορικό τους κύκλο. Μάλιστα κάποιες από αυτές τις θεωρίες είχαν στηριχθεί σε μια «αριστοκρατικού» τύπου, αντιδημοκρατική θα λέγαμε, αντίληψη της διανόησης, δηλαδή στη αλληλεπίδραση ανάμεσα στους δάσκαλους-αυθεντίες (όπως οι Μαρξ, Μπερξόν, Σαρτρ, Λεβί-Στρος, Λακάν, Γκράμσι, Αλτουσέρ, Φουκώ κ.ά.) με το κλειστό και στενό κύκλο των οπαδών-μαθητών τους.

Η προσωπολατρία, ο δογματισμός ή ακόμη και ο φανατισμός συχνά υπήρξαν παράγοντες καταλυτικοί για τη εκπομπή διανοητικής ακτινοβολίας. Η παραπάνω πεποίθηση, αν φυσικά αποδειχθεί αληθής, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται αρνητικά, ούτε σημαίνει ότι όλη αυτή η θεωρητική γνώση είναι για το καλάθι με τα άχρηστα.

Αντιθέτως θα πρέπει να αισθανόμαστε ικανοποιημένοι που η εξάντληση αυτών των ιδεών, αφού άλλοτε εμπλούτισε (ανατροφοδότησε) και άλλοτε διατάραξε τη σκέψη, τελικά ενδέχεται να συμβάλει στην απελευθέρωση από τα «πέπλα» και τα «δεσμά» των ανεκπλήρωτων μεγάλων υποσχέσεων που επισκίαζαν σπουδαίους νεότερους στοχαστές (όπως για παράδειγμα ο J.G.A. Pocock και ο Quentin Skinner) ή έβαζαν φρένο σε άλλους, λιγότερο ελιτιστές, ουτοπιστές, στρατευμένους, ριζοσπάστες, ιδεαλιστές και επαναστάτες.

Ίσως τώρα, αυτή είναι μια ελπίδα, αναδυθούν νέοι στοχαστές που αισθάνονται την ανάγκη να ενισχύσουν/εμπλουτίσουν την κλασική και ρεπουμπλικανική σκέψη και να σταθούν, με μέτρο και σοβαρότητα, απέναντι στο μηδενιστικό μεταμοντερνισμό[32] και στη μαζικοποίηση του ναρκισσισμού[33].

Άνθρωποι που θα θέσουν τον εαυτό τους -και κυρίως την κριτική του έργου τους- πέρα από τα στενά διανοητικά μικροπεριβάλλοντά τους, πολύ πιο κοντά στον αχανή έξω κόσμο: στις αλήθειες και στους «μύθους», στα προβλήματα και στα αδιέξοδα, στα διλήμματα και στις κρίσιμες επιλογές[34], στις ανάγκες και τις προοπτικές, του σύγχρονου μέσου πολίτη[35].

Η παρακμή του «μοντέλου» διανόησης, που είχε μάθει να επενδύει στη συναισθηματική ακρότητα, την ουτοπία και την πρόκληση, μπορεί να είναι μια καλή δημοκρατική είδηση – διαπίστωση που ασφαλώς μένει να αποδειχθεί, αν είναι ευσεβής πόθος ή κάτι περισσότερο.

Επιστρέφοντας στην αντικειμενικότητα της πολιτικής ανάλυσης, χρειάζεται να γνωρίζουμε ότι ορισμένες εκφράσεις των παραμορφωτικών τάσεων είναι εξαιρετικά δύσκολο ή και αδύνατο να αντιμετωπιστούν χωρίς εξωτερική αρωγή, διότι αυτές μπορεί να λειτουργήσουν αυτόματα, χωρίς δυνατότητα αυτοελέγχου (εσωτερικός έλεγχος).

Συνεπώς, έστω σε ορισμένες περιπτώσεις, μαζί με την αυτοανάλυση κρίνεται απαραίτητη και η επιτήρηση από άλλους (εξωτερικός έλεγχος) για να ξεχωρίσουμε, όσο γίνεται, το πολιτικό αντικείμενο από τις ασυνείδητες ή συνειδητές προδιαθέσεις, τις παγιωμένες πεποιθήσεις ή το πάθος μας για ένα πολιτικό θέμα[36].

Εύλογα, η νομιμότητα αυτής της προσπάθειας, χωρισμού του υποκειμένου από το ερευνώμενο πολιτικό αντικείμενο, μπορεί να αμφισβητηθεί ως εξής: όταν κατορθώνουμε (έστω μερικά) αυτόν τον χωρισμό ανάμεσα στο πολιτικό αντικείμενο και τις γνώμες μας, μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτό; Μήπως μέχρι το σημείο όπου οι γνώμες, αν και επειδή είναι λανθασμένες, θα πρέπει να αγνοηθούν και να πάψουν να έχουν αξία; Η απάντηση είναι ασφαλώς αρνητική, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει δεκτό[37]·καθεμιά γνώμη έχει την αξία της και κυρίως το ρόλο της.

Οι προδιαθέσεις μας, οι γνώμες μας, όπως και εκείνες των άλλων που διατυπώθηκαν για το ίδιο φαινόμενο, αποτελούν στοιχεία ενός συνόλου. Αν με το πρόσχημα της αντικειμενικής γνώσης απορρίπτουμε τα στοιχεία αυτά, τότε η αντικειμενική γνώση θα σήμαινε διάλυση του πολιτικού φαινομένου ως σύνολο, ως πολιτικά νοούμενο Όλον.

Η αντικειμενικοποίηση θα είναι δηλαδή άσχετη με την κοινωνική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα το υπό εξέταση φαινόμενο να βρεθεί έξω από αυτήν, σε έναν ιδεατό κόσμο μεταμοντέρνου-αναλυτικού κατακερματισμού. Πάντα θα υπάρχει μια διττή κατάσταση: από τη μια το πολιτικό φαινόμενο μαζί με την δική μας πρόσληψη και από την άλλη το φαινόμενο στην ολότητά του χωρίς αυτήν.

«Tο μείζον πρόβλημα που αντιμετωπίζει η σύγχρονη κοινωνία είναι η συμφιλίωση της ισότητας με την ελευθερία» (Alexis de Tocqueville)

Προσοχή! Η προηγούμενη θέση μας δεν είναι σχετικιστική: «όλες οι αναλυτικές γνώμες είναι ισάξιες», αντιθέτως είναι: «όλες οι γνωστές αναλυτικές γνώμες λαμβάνουν μέρος του συνόλου που ορίζει ένα πολιτικό φαινόμενο και δεν πρέπει να τις αγνοούμε».

Με άλλα λόγια η θέση μας έχει ως αρχή την ελευθερία του λόγου[38] και μια πραγματιστική ανεκτικότητα, όπως θα δούμε σε συντομία στη συνέχεια. Οφείλουμε όμως πρώτα να τονίσουμε τη γενική αξία της γνώμης (Δόξας)[39], ως θεμελιώδες στοιχείο της δημοκρατίας, έχοντας υπόψη πάντα τη σχετικότητα του λαϊκού ρητού: «η μόρφωση ανοίγει το μυαλό». Αυτό γιατί το μυαλό ενδέχεται να «ανοίξει» με την μόρφωση -σε ορισμένο τομέα γνώσης, αλλά ποτέ σε όλους.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή ένας νους μπορεί να «κλείσει ερμητικά» όταν πείθεται για κάτι (ότι είναι οπωσδήποτε σωστό) και στη συνέχεια το υπερασπίζεται, με οποιοδήποτε μέσο, ακόμη και με επιστημολογικά τεχνάσματα, τυφλή μαθηματικοποίηση[40], ή με προμελετημένη χρήση των παραμορφωτικών προϊδεάσεων και άλλων τεχνικών.

Όπως και να‘χει το ζήτημα της επιστημολογίας είναι πολύπλοκο, ιδιαίτερα στις πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες[41]. Κάποιοι μάλιστα, αντιμετωπίζουν ριζικά το φόβο να κατηγορηθούν για πολιτική σκοπιμότητα απέχοντας πλήρως από οντολογικές/φιλοσοφικές δηλώσεις, ορίζουν ως μόνο δυνατό πεδίο εμπλοκής το επιστημολογικό/θεωρητικό, βάζουν έτσι τη θεωρία απέναντι στη φιλοσοφία.

Ωστόσο οι θεωρίες αλλάζουν και σήμερα θεωρούμε ότι η εμπλοκή της φιλοσοφίας θα ήταν μια καλοδεχούμενη εξέλιξη[42]. Ένας τρόπος σκέψης που δεν στοχεύει σε κάποια ουτοπική αλήθεια και δεν υποτάσσεται στη θεωρητική γνώση -η οποία κρίνεται ως μη προσπελάσιμη στην τελειότητά της- αλλά με εξασφαλισμένη την ελευθερία του λόγου, εστιάζει στην ανεκτικότητα, την πειθώ, την κοινή λογική, την ευπρέπεια και το ήθος, μπορεί να «ικανοποιηθεί» με το «εύλογο» και να θέσει αυτό το εύλογο σε μια πραγματιστική πολιτική βάση[43], όπως την όρισε ο Κικέρωνας (Academica posteriora)[44].

«Όλοι μας έχουμε ξεμάθει σε τέτοιο βαθμό τη ζωή, που μερικές στιγμές αισθανόμαστε μίαν αηδία για την πραγματική ζωή και για αυτό την αποστρεφόμαστε σαν μας τη θυμίζουν. Καταντήσαμε να θεωρούμε την πραγματική ζωή κάτι σαν αγγαρεία, σχεδόν σαν επάγγελμα, κι όλοι έχουμε τη γνώμη, μέσα μας, πως είναι προτιμότερο να ζει κανείς τη ζωή των βιβλίων»[45]

Αντί επιλόγου

H αντικειμενικότητα, η ελευθερία του λόγου και η ανεκτικότητα είναι από τα θεμελιώδη στοιχεία της πολιτικής σκέψης, ωστόσο και η ίδια η συσσώρευση γνώσης, όχι μόνο επί των πολιτικών φαινομένων, θα πρέπει να δοκιμάζεται και να συνοδεύεται από την πρακτική εμπειρία. Σε κάθε άλλη περίπτωση ενδέχεται να οδηγήσει στην υπερσυσσώρευση[46] και στην απώλεια επαφής με τις αντιξοότητες της ζωής.

Αυτή η απώλεια επαφής, υποστηρίζει η Χάνα Άρεντ[47], δηλαδή η αποκομμένη από την πραγματικότητα εξωβιωματική γνώση, πολλές φορές καταλήγει να στρέφεται στην αναζήτηση ενός τέλειου κόσμου. Όμως, grosso modo, «τελειότητα» σημαίνει μη πραγματικότητα με όλες τις οδυνηρές συνέπειες που ενέχει αυτό τόσο σε προσωπικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.

Απεναντίας η επαφή με την αδυναμία, τα αδιέξοδα, την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και τα βάσανα του εμπειρικού βίου, αποτρέπει την αναζήτηση επίγειων παραδείσων, ενώ περιορίζει την αφ’ υψηλού πολιτική «σωτηριολογία», τον ελιτισμό, τη μνησικακία και την αντεκδίκηση.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παρά τις πολλές δυσχέρειες να αιτιολογήσουμε και να περιγράψουμε αντικειμενικά ένα φαινόμενο (γνωστική διαδικασία), πάντα θα είναι δυσκολότερη η αντιμετώπιση των πρακτικών θεμάτων, όπου και εντοπίζεται η πολιτική αρετή. Μόνον έχοντας επίγνωση της μη τελειότητας του κόσμου μας, καλλιεργείται και αυξάνεται η συνείδηση των προβλημάτων της ανθρώπινης συμβίωσης, ενισχύονται τα κίνητρα ενσυναίσθησης του άλλου, ενώ μας αποκαλύπτεται η ψυχοσύνθεσή μας. Ίσως έτσι οι άνθρωποι, με την προσπάθειά μας να επιβιώσουμε μέσα στον κόσμο, να προσαρμοστούμε και να τον κατανοήσουμε, μπορεί να γλυτώσουμε από τη μνησικακία του ντοστογιεφσκικού «προσβεβλημένου ποντικού»[48] και να γίνουμε τουλάχιστον συνειδητοποιημένοι «ποντικοί», κάνοντας ένα μικρό αλλά ουσιαστικό βήμα προς την πολιτική ωριμότητα.

[*] Κάποτε, σε μια άσχημη διαμάχη της με την Τύχη, η Αρετή ικετεύει τον Δία για υποστήριξη, όμως ο Ερμής παρεμβαίνει και της ζητά να σιωπάσει διότι: «τώρα οι θεοί είναι απασχολημένοι κάνοντας τις αγγουριές ν’ανθίσουν και ζωγραφίζοντας φτερά στις πεταλούδες».


[1] Το κείμενό μας έχει εισαγωγικό χαρακτήρα, δεν προϋποθέτει ιδιαίτερα εξειδικευμένες γνώσεις και βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο βιβλίο: Α.-Ι.Δ. Μεταξά, Πολιτική Επιστήμη (Β’ Τόμος) – Πολιτική Μεθοδολογία, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 2001 (σελ. 179-199).
[2] Ειρωνευόμενος τη θέση του Θουκυδίδη -ο οποίος υποστήριζε ότι ο ιστορικός πρέπει να διηγείται γεγονότα χωρίς να παίρνει το μέρος του ενός ή του άλλου- ο F. Hegel έγραφε στο Leçons sur la philosophie de l’histoire: «Αναγκαστικά η ιστορία ενός αντικειμένου, του οποιουδήποτε, ενσωματώνεται και με τον πιο στενό τρόπο στην αντίληψη που ο ίδιος ο ιστορικός έχει για το αντικείμενο». Ο Κικέρων θεωρούσε ότι: «φως της αλήθειας, μάρτυρας των καιρών, δάσκαλος της ζωής είναι η Ιστορία».
[3] Οι προϊδεάσεις σχετίζονται με την υποβολή σε κάποιον μιας πρώτης, γενικής ή αόριστης, ιδέας για κάτι που πρόκειται να αντιμετωπίσει πριν ακόμη έρθει σε επαφή με αυτό το κάτι. Νοούνται ως παραμορφωτικές όταν η σκέψη οδηγείται από νοοτροπίες και προϋπάρχοντες τρόπους προσέγγισης που είτε αλλοιώνουν την ερμηνεία αυτού του «κάτι», είτε, αν δεχτούμε ότι δεν υπάρχει απολύτως αντικειμενική γνώση, παρεμποδίζουν την προσπάθεια για όλο και αντικειμενικότερη γνώση.
[4] Ποτέ δεν (θα) έχουμε να κάνουμε με έναν μόνο στοχαστή, αλλά κάθε φορά και με εκείνους από τους οποίους έχει αυτός εμπνευστεί. Για παράδειγμα ο Τζων Λοκ βασίστηκε σε παλαιότερους φιλόσοφους όπως ο Χομπς και ο Πλάτωνας, αλλά και αυτοί οι τελευταίοι επηρεάστηκαν από ακόμη παλαιότερους, όπως οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι.
[5] Α.-Ι.Δ. Μεταξά, Πολιτική Επιστήμη (Δεύτερος Τόμος) – Πολιτική Μεθοδολογία, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 2001 (σελ. 165-166).
[6] Ο όρος tabula rasa χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν άνθρωπο με τελείως καθαρό μυαλό, που δεν έχει επηρεαστεί από τίποτα και κανέναν. Ξεκίνησε ως όρος της φιλοσοφίας -συνδεδεμένος με το φιλοσοφικό ρεύμα του «εμπειρισμού»- για να αποδώσει τη θεωρία ότι ο άνθρωπος γεννιέται χωρίς γνώσεις για τον κόσμο, χωρίς προϋπάρχουσες αντιλήψεις και προκαταλήψεις.
[7] Στο παρόν κείμενο δεν θα αναφερθούμε στη Μονιστική Ερμηνεία η οποία είναι μια σημαντική και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παραμορφωτική προϊδέαση. Επιγραμματικά θα αναφέρουμε ότι η μονιστική εξήγηση, δηλαδή η αιτιολόγηση ορισμένων πολιτικών γεγονότων με βάση έναν μόνο παράγοντα που τον θέλουμε διευθυντικό, μπορεί μόνο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Υπάρχουν όμως πολλές περιπτώσεις, ενδεχομένως οι περισσότερες, όπου αυτή η τοποθέτηση είναι μια νοητική ιδιοτυπία, παρά μια αληθινή συνάρτηση. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η μονιστική εξήγηση είναι κάτι περισσότερο από παραμορφωτική στάση, είναι μια «αυταρχική ιδεολογία»: μοιάζει να αναζητούμε την υποταγή σε μια μόνον αιτία, όπως αισθανόμαστε την ανάγκη να εξουσιαστούμε από έναν μόνον ηγέτη. Μάλιστα χωρίς να ταυτίζεται με τον Αναγωγισμό, η μονιστική προσέγγιση συνδέεται πολύ συχνά με αυτό το λογικό σφάλμα (βλ. Αναγωγισμός, άγνοια ελέγχου και αναζήτηση της αλήθειας, για την ηλεκτρονική σελίδα του ResPublica.Gr (2018). Για τους παραπάνω λόγους θεωρούμε ότι η Μονιστική Ερμηνείαθα άξιζε ξεχωριστή ανάλυση.
[8] Οι διακρίσεις των παραμορφωτικών προϊδεάσεων γίνονται με τρόπο συστηματικό στο 3ο Κεφ. του βιβλίου του Α.-Ι.Δ. Μεταξά, Πολιτική Επιστήμη (Δεύτερος Τόμος) – Πολιτική Μεθοδολογία, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 2001 (σελ. 159 – 227). Πολύ γενικά αναφέρουμε ότι η έρευνα των πολιτικών φαινομένων παρουσιάζει δυσχέρειες οι οποίες διακρίνονται σε α) αντικειμενικές που σχετίζονται με ιδιαίτερη φύση του φαινομένου και β) σε υποκειμενικές, δηλαδή παραμορφωτικές προϊδεάσεις που προέρχονται από τον ίδιο τον ερευνητή.
[9] Στόχος μιας τυπολογικής λειτουργίας είναι να περιγράψει και να εξηγήσει τις κοινές ιδιότητες που έχει ένα φαινόμενο με άλλα φαινόμενα. Ο όρος Τυπολογία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κλάδους της Γλωσσολογίας. Το αντικείμενο έρευνας της Τυπολογίας είναι η αναζήτηση, η επισήμανση και η ανάλυση των δομικών ομοιοτήτων που υπάρχουν ανάμεσα σε κάποιες, ή στις περισσότερες από τις, γλώσσες του κόσμου.
[10] Ό.π. (σημ. 5, σελ. 181).
[11] Το αν κάτι στην πολιτική είναι ή δεν είναι αντικανονικό θα κριθεί με βάση τα διάφορα πολιτικά ιδανικά που εξωτερικεύει μια κοινωνία. Για την Πολιτική Επιστήμη όμως και στην πιο προφανή περίπτωση, είναι προτιμότερο γι’ αυτήν να μιλά για αποκλίσεις παρά για αντικανονικότητες ή ανωμαλίες. Όταν μάλιστα αυτές οι τελευταίες είναι για άλλους κάτι το κανονικό ή στοιχείο μιας «αντί-κουλτούρας» (contre-culture) ή ακόμα προαγγελία μιας επερχόμενης αυριανής κανονικότητας.
[12] Στη πραγματικότητα της πολιτικής ζωής, η διάκριση αυτή είναι περισσότερο θεωρητική καθώς διάφορα πεδία της Πολιτικής Επιστήμης διαμεσολαβούν και διαπλέκονται με την πολιτική. Για ένα πολύ σύντομο και γενικό ορισμό της Πολιτικής βλ. Γιώργος Κουτσαντώνης, Ορίζοντας την Πολιτική, για την ηλεκτρονική σελίδα του ResPublica.Gr (2018).
[13] Βλ. Π.Κονδύλης, Συντηρητισμός, Ιστορικό Περιεχόμενο και Παρακμή, μτφρ.: Λ. Αναγνώστου, ΠΕΚ, Αθήνα, 2015 (σελ. 234-296) και Α. S. Cohan: Theories οf Reνοlution-An Introduction, Nelson, 1975. Ιδιαίτερα το Κεφ. 3 Theories and Models in the Analysis of Revοlution, (σελ. 36-51).
[14] Χαρακτηριστική είναι η διαμάχη μεταξύ οπαδών των μαρξιστικών, από τη μια, και μη μαρξιστικών θεωριών της επανάστασης, από την άλλη, που έχει διχοτομήσει τη σκέψη σε δυο στρατόπεδα. Για περισσότερα: Andrew Heywood, Εισαγωγή στην Πολιτική, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2007, (σελ. 305-309).
[15] Ό.π. (σημ. 5, σελ. 183).
[16] Ο R. Dahl αναλύοντας κατά κριτικό τρόπο τους δυνατούς συνδυασμούς ανάμεσα στην οικονομία (καπιταλισμός- σοσιαλισμός) και στην πολιτική (δημοκρατία – δικτατορία) υπογραμμίζει γενικότερα τον κίνδυνο που μπορεί να προκύψει από εύκολες διχοτομικές τυπολογίες που βασίζονται στο συνδυασμό των τεσσάρων «όρων». «Κάθε ζεύγος όρων συνεπάγεται μια διχοτόμηση, και οι διχοτομήσεις είναι πολύ συχνά μη ικανοποιητικές. Στην πραγματικότητα, πληθώρα πολιτικών συστημάτων δεν είναι ούτε πλήρως δημοκρατικά, ούτε εξ ολοκλήρου δικτατορικά, ενώ σε πολλές χώρες οι ιδιωτικές και οι κυβερνητικές (δημόσιες) λειτουργίες συνδυάζονται μεταξύ τους με πολλούς και ποικίλους τρόπους. Αυτά τα μείγματα δεν αποδεικνύουν μόνο το μειονέκτημα της διχοτόμησης «καπιταλισμός-σοσιαλισμός», αλλά υπογραμμίζουν επίσης ότι ορισμένα θεσμικά όργανα/διαδικασίες μπορούν να θεωρηθούν ως τμήμα του οικονομικού συστήματος για κάποιο σκοπό και ως μέρος του πολιτικού συστήματος για άλλους σκοπούς». Modern Political Analysis, Prentice-Hall, 1970 (σελ. 7).
[17] Ό.π. (σημ. 5, σελ. 185).
[18] Την αφετηρία για την υπόθεση αυτή, να συνδέσουμε το «ειδικό» με την τάση «αποκρυφισμού» με τρόπο ώστε η δεύτερη όταν ενισχύεται, να αναζητεί, ως καθαρτική λύση (με την αριστοτελική έννοια) το πρώτο, την οφείλουμε σε μια σκέψη του G. Bachelard. Βλ. «La formation de l’esprit scientifique», J. Vrin (10η έκδοση), 1977 (σελ. 185).
[19] Ό.π. (σημ. 5, σελ. 187).
[20] Για την «πρωτοτυπία», μπορείτε να δείτε μια ενδιαφέρουσα θέση στον πρόλογο του κειμένου, Simone Weil – Δίκαιο, δικαίωμα, δικαιοσύνη, μτφρ.: Αλέξανδρος Μπριασούλης, για την ηλεκτρονική σελίδα του ResPublica.Gr (2018)
[21] Για μια προσέγγιση του ζητήματος «αυθεντία», όχι ως «αυθεντία εν γένει», αλλά με την ειδικότερη και ιστορική έννοιά της, βλ. Hannah Arendt – Τι Είναι Αυθεντία; για την ηλεκτρονική σελίδα του ResPublica.Gr (2019). Δείτε επίσης: Το συναίσθημα, η αυθεντία και η ενοχή ως λογικές πλάνες, για την ηλεκτρονική σελίδα του ResPublica.Gr (2018).
[22] Ό.π. (σημ. 5, σελ. 188).
[23] Υπάρχουν όμως όροι ή και ολόκληρες εκφράσεις που για την ακρίβεια και την αισθητική τους διάσταση δεν θα ήταν σκόπιμο να αποκλεισθούν.
[24] Με την έννοια των «ειδικών» της Πολιτικής Επιστήμης η οποία ασχολείται με την μορφή, οργάνωση και διοίκηση ενός κράτους ή μερών του και με την ρύθμιση των σχέσεων του με άλλα κράτη (oxf dic).
[25] Αυτές οι παραστάσεις εξελίσσονται σε κατηγορικές «μητρικές μνήμες» που τις αποκτούμε σιγά σιγά και με τις οποίες στην συνέχεια αποκωδικοποιούμε το υλικό που διοχετεύεται μέσα από τους διαύλους των αισθήσεων. Δεν ακούμε απλώς έναν ήχο, αλλά έχουμε μάθει να τον ξεχωρίζουμε από έναν άλλο.
[26] Rainer Maria Rilke – Γράμματα σ’ένα νέο ποιητή, 9η Έκδοση, μτφρ.: Μάριος Πλωρίτης, Εκδ. Ίκαρος, 1987.
[27] Πρέπει να αναφέρουμε ότι οι ψυχολογικές εκφάνσεις των προϊδεάσεων, αλλά και γενικότερα τα σφάλματα της λογικής, δεν πρέπει να εξετάζονται αποκλειστικά ως γνωρίσματα του ανθρώπινου μυαλού (αδυναμίες, αστοχίες κτλ.), αλλά και ως εργαλεία, όπλα στη φαρέτρα, των ειδικών της πολιτικής επικοινωνίας οι οποίοι, γνωρίζοντας από πριν την ισχύ τους, τα χρησιμοποιούν συστηματικά, ενίοτε με στόχο την εξαπάτησή μας ως πολίτες.
[28] Προκλήσεις όπως: α) το μεταναστευτικό ζήτημα που απειλεί τη σταθερότητα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, β) η ρύπανση του περιβάλλοντος (μαζί με το Greenwashing) και το ερώτημα της κλιματικής αλλαγής, γ) η οικονομική αβεβαιότητα στη Δύση και κυρίως στην Ευρώπη (που συνδέεται με την τάση αποεπένδυσης, την αύξηση της ανεργίας και την μεταφορά παραγωγικών δομών σε τρίτες χώρες), δ) η επιθετικότητα του Ισλαμισμού, ε) η διαχείριση των ενεργειακών πόρων, ζ) η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και η περαιτέρω γιγάντωση των μεγαλουπόλεων, η) το δημοκρατικό έλλειμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η κρίση των αντιπροσωπευτικών πολιτικών συστημάτων, θ) τα προβλήματα των σχέσεων του ανθρώπου με τη σύγχρονη τεχνολογία κ.ά.
[29] Για το δυτικό πολιτισμό η αρχαία κλασική σκέψη (αρχαιοελληνική και ρωμαϊκή) είναι αναπόσπαστη αφετηρία και σταθερή βάση στοχασμού. Κανείς μεγάλος στοχαστής του παρελθόντος, και του πολύ πρόσφατου, δεν θα μπορούσε να διανοηθεί μια πορεία στον κόσμο της πολιτικής ανάλυσης και γενικότερα των ιδεών χωρίς σταθερές-κλασικές βάσεις, αλλά και χωρίς έναν Κανόνα (Canon) με την έννοια του βασικού συνόλου πραγμάτων και αξιών («σημείο εκκίνησης») που θεωρούνται κοινά αποδεκτά. Το φαινόμενο που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες, να παραγκωνίζεται ή ακόμη χειρότερα να αγνοείται πλήρως η κλασική σκέψη, είναι κατά τη γνώμη μας πολύ ανησυχητικό.
[30] Ο Edmund Burke (Reflections on the French Revolution, σελ. 106) υποστηρίζει ότι ο καλύτερος τρόπος για να συντηρηθεί κάτι είναι αυτό το κάτι να μένει ανοιχτό σε αλλαγές, να μπορεί δηλαδή το ίδιο να αναμορφωθεί. Αν παραμείνει τελείως αμετάβλητο μπορεί γίνει ένα απλό αντικείμενο επανάληψης και συνήθειας (custom). Μια συνήθεια ενδέχεται να εξαφανιστεί, πιο εύκολα, αν πάψουν να καταλαβαίνουν οι άνθρωποι για ποιον λόγο την επαναλαμβάνουν και αρχίσουν να την αναπαράγουν μηχανικά, δίχως σκοπό και νόημα. Έτσι αυτή μπορεί σταδιακά να ξεχαστεί, εφόσον οι άνθρωποι πάψουν να πιστεύουν ότι δίνει νόημα στη ζωή τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όταν ένα σύστημα ή μια παράδοση γίνεται απλή-μηχανική συνήθεια, τότε εύκολα σβήνεται από τη συλλογική μνήμη. Αντιθέτως αν μια παράδοση γίνει αντικείμενο μνημόνευσης, δηλαδή ρητής αναγνώρισης των λόγων για τους οποίους την αναπαράγουμε, πράγμα που συνεπάγεται και άνοιγμα σε κριτική διαφόρων εκδοχών της ίδιας της παράδοσης, τότε μπορεί να συντηρηθεί καλύτερα.
[31] Μια εκπρόσωπος της μεταμοντέρνας φεμινιστικής φιλοσοφίας είναι η Judith Butler, η οποία ανάπτυξε τη θεωρία ότι η σεξουαλική ταυτότητα είναι κάτι το ρευστό, άρα μη δεδομένο. Η Butler υποστήριξε ότι οι «έμφυλες ταυτότητες», όπως τις ονόμασε, θα μπορούσαν στο μέλλον να εξαφανιστούν διότι η διάκριση μεταξύ άνδρα και γυναίκας είναι κοινωνικά κατασκευασμένη, μη πραγματική, είναι δηλαδή μια «ψευδής διχοτόμηση».
[32] Ειδικά εκείνες τις μεταμοντέρνες θεωρίες που υπερασπίζονται την καταστροφή και τη ματαιότητα όλων των αξιών ή βλέπουν τη γνώση και τον λόγο -με τρόπο μονιστικό- ως «εξουσιαστικά» μέσα, ταγμένα αποκλειστικά στον έλεγχο και την κυριαρχία του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Επίσης το να δεχτούμε σήμερα, όπως άλλοτε ο J-F Lyotard, ότι η μοντερνιστική υπεράσπιση του δυτικού πολιτισμού συνιστά και στάση -έστω αβούλητη- πολιτισμικού ιμπεριαλισμού, είναι εκτός από παράλογο και αυτοκαταστροφικό. Αντιθέτως σήμερα, ειδικά στην Ελλάδα, σπανίζει η συστηματική και τεκμηριωμένη κριτική στην ιδεολογία της αέναης προόδου, αλλά και σε παρωχημένες, εσφαλμένες και παραπλανητικές  προσεγγίσεις όπως λ.χ. η μαρξιστική που θεωρεί τις κυρίαρχες ιδέες ως αποκλειστικό δημιούργημα της λεγόμενης άρχουσας τάξης. Δείτε επίσης: Roger Scruton, Fools, Frauds and Firebrands: Thinkers of the New Left, Bloomsbury Continuum (2015).
[33] Βλ. Κρίστοφερ Λας, Η κουλτούρα του ναρκισσισμού, εκδ. Νησίδες, 2002. Δείτε επίσης: Christopher Lasch – Το θέατρο της καθημερινής ζωής, για την ηλεκτρονική σελίδα του ResPublica.Gr (2019).
[34] Ό.π (σημ. 28)
[35] Κατά τη γνώμη μας η διχαστική ρητορική των ταυτοτήτων (idendity politics) όπως εξελίχτηκε από την δεκαετία του 1970-80 και έπειτα, καθώς και οι αλλεπάλληλες τεχνητές πολώσεις (Αριστερά vs Δεξιά), ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, όχι μόνο δεν ωφέλησαν τη δημοκρατία και την πολιτική χειραφέτηση, αλλά συνέβαλλαν α) στον κατακερματισμό των κινημάτων για τα πολιτικά δικαιώματα και β) στην ενίσχυση μιας πολιτικά αδιάφορης στάσης του μέσου ανθρώπου.
[36] Για τη σύγχρονη Πολιτική Επιστήμη, αξιολογική ουδετερότητα, σε μια ανάλυση κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου, σημαίνει εκτός των άλλων και σιωπηρή αναφορά σε ηθικές αξίες. Το ζήτημα της «ηθικοποίησης της πολιτικής» είναι σημαντικό και, σε γενικές γραμμές, μας βρίσκει σύμφωνους η μακιαβελική γραμμή της «ψυχρής» ηθικής που βασίζεται στην υπευθυνότητα και λαμβάνει πάντα υπόψη την τραγικότητα κάθε πολιτικής πράξης. O Μακιαβέλλι υποστήριξε ότι για να παραμείνουν υγιείς οι κοινωνικές συγκρούσεις, θα πρέπει με κάθε τρόπο να καταπολεμηθεί η διαφθορά. Για τον μεγάλο Φλωρεντίνο στοχαστή, μια από τις βασικές αιτίες της διαφοράς, μαζί με την υπέρμετρη φιλοδοξία και τον πλουτισμό, είναι και η έκπτωση των ηθών (virtù). Αυτή τη μακιαβελική θέση, που συμμερίζεται και ο Harrington, αναλύει ο J.G.A. Pocock (Βλ. The Machiavellian Moment – Florentine Political Thought and the Atlantic Republican Tradition, Princeton University Press). Πάντα θα υπάρχει ο κίνδυνος μετατροπής της ηθικής και του ανθρωπισμού σε πολιτικό εμπόρευμα και κερδοσκοπική δραστηριότητα. Από την άλλη αξίζει να θυμηθούμε τα λόγια του πρώην ΠτΔ, Κ. Παπούλια: «ηθική και πολιτική δεν είναι ασύμβατες μεταξύ τους», και «η επίκληση της ηθικής δεν είναι πάντοτε ένας τρόπος συγκάλυψης των αξιώσεων ισχύος εκείνου που την επιχειρεί» (Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων, 12/11/2007).
[37] Ό.π. (σημ. 5, σελ. 167).
[38] Σήμερα λογικές Πολιτικής Ορθότητας σε πανεπιστήμια της Δύσης τείνουν, με τρόπο ενίοτε αυταρχικό, να περιορίσουν την ελευθερία του λόγου σε συγκεκριμένους τομείς. Καθηγητές κατηγορούνται με ευκολία για ρατσισμό επειδή χρησιμοποιήσαν μια «λάθος» λέξη, δείτε λ.χ.: White professor investigated for quoting James Baldwin’s use of N-word. Ακόμη η κριτική στις επιθετικές εκφάνσεις του Ισλαμισμού συχνά επισύρει καταγγελίες για «Ισλαμοφοβία». Προβληματισμοί πάνω στο μεταναστευτικό/προσφυγικό ζήτημα και τις αθρόες μετακινήσεις πληθυσμών στην Ευρώπη συχνά παραγκωνίζονται, επειδή οπαδοί της Πολιτικής Ορθότητας έχουν την τάση να τους ταυτίζουν με «ακροδεξιές» φωνές μίσους ή με «φιλοαποικιοκρατικό λόγο». Κάπως έτσι αυτές οι συζητήσεις, και πολλές άλλες ακόμη, μετατρέπονται σε ταμπού. Δείτε επίσης: Γιώργος Κουτσαντώνης, Πολιτική ορθότητα και αισθητικοποίηση και Νικόλας Γκιμπιρίτης, Πολιτική ορθότητα: ο ανοιχτόμυαλος μακαρθισμός της Αριστεράς, για την ηλεκτρονική σελίδα του ResPublica.Gr (2017).
[39] Όχι με την πλατωνική ερμηνεία του όρου «Δόξα», ο Πλάτων χρησιμοποίησε τον όρο με κάπως υποτιμητικό τρόπο για να αναφερθεί στην κοινή γνώση, αλλά με την έννοια της έλλογης και τεκμηριωμένης γνώμης.
[40] «Η ασυνείδητη λαχτάρα κάθε γνήσιας επιστήμης, η οποία – ας το επαναλάβουμε- υπάρχει μόνο στο πνεύμα πολιτισμένων ανθρώπων, στρέφεται προς τη πλήρη κατανόηση του κοσμοειδώλου της φύσης, όχι προς την ίδια τη μέτρηση, μια δραστηριότητα που ευχαριστούσε πάντοτε ασήμαντα πνεύματα. Οι αριθμοί θα πρέπει να είναι μόνο το κλειδί για το μυστικό. Στο όνομα των αριθμών δεν θα έκανε θυσίες ποτέ κανένας σημαντικός άνθρωπος» (Ο. Spengler, Η Παρακμή της Δύσης, Περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας, 1ος Τόμος, Μορφή και πραγματικότητα, εκδ. Τυπωθήτω – Δαρδανός, Αθήνα 2004, σελ. 510).
[41] Τα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα από κάποιους θεωρούνται «τυχαία» (τελεονομικά) σε αντίθεση με τα φυσικά που θεωρούνται «αιτιώδη» (νομετελιακά). Αυτή η διχοτομία δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Πρώτον γιατί θα αποθάρρυνε την προσπάθεια κάθε θετικής, έστω γενικής, γνώσης των πολιτικών διαδικασιών. Δεύτερον γιατί στην περίπτωση των κοινωνικοπολιτικών φαινομένων, η αποκάλυψη των αιτιών δεν πρέπει να θεωρείται αδύνατη αλλά σαφώς δυσκολότερη:  πράγματι, ενώ ο παράγοντας τυχαιότητα (fortuna) υπάρχει πάντα, είναι και η ανθρώπινη εσωτερική παρουσία σε αυτά που αυξάνει την απροσδιοριστία τους σε σχέση με εμάς. Επομένως τέτοιου είδους διχοτομήσεις πρέπει να αποφεύγονται όχι μόνο γιατί είναι ψευδοεπιστημονικές, αλλά και γιατί δίνουν τη αίσθηση ότι πίσω από μια έρευνα που επικαλείται τη λεγόμενη ενδοπαθητική μέθοδο (την είσοδο δηλαδή του ερευνητή στην «πνευματική» κατάσταση και στην «ψυχή» του φαινομένου) – όπως άλλωστε έχει δείξει στο παρελθόν η περίπτωση της «ψυχής» του γερμανικού έθνους που «δεν εξηγείται, αλλά μόνο κατανοείται»– μπορεί να κρύβονται συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες.
[42] Ας σκεφτούμε π.χ. πόσο ωφέλιμη, για μελλοντικές κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις, θα μπορούσε να είναι η ανάπτυξη και η εμπλοκή της Βιοηθικής (ως διεπιστημονικός φιλοσοφικός λόγος) σε ζητήματα που αφορούν στην ταυτότητα και στη στάση του σύγχρονου ανθρώπου μέσα στον υπερτεχνολογικό κόσμο του 21ου αιώνα. Μια προσέγγιση που να βασίζεται στη γενική αρχή της πρόληψης και της υπευθυνότητας, είναι νομίζουμε όλο και πιο απαραίτητη, ειδικά σήμερα όπου με την βιοτεχνολογική επανάσταση – και παρά τις πολλές διακηρύξεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων- αρχίζει να σχετικοποιείται, επικίνδυνα κατά τη γνώμη μας, ακόμη και ο ορισμός του «Τι είναι ζωή». Δείτε επίσης: Evandro Agazzi – Για την κρίση ταυτότητας του σύγχρονου ανθρώπου, μτφρ.: Γιώργος Κουτσαντώνης, για την ηλεκτρονική σελίδα του ResPublica.Gr (2017).
[43] Η οποία θα είναι σύμμαχος της πολιτικής διαύγειας και όχι της πολιτικής ασάφειας. Στοχαστές όπως λ.χ. ο Λιοτάρ, ο Φουκώ κ.ά. βάσισαν την πολιτική δράση σε μια αόριστη «αντίσταση» στις δομές και στις σχέσεις της εξουσίας και σε απλοϊκές διχοτομήσεις: εμείς και το σύστημα, ο λαός και οι ελίτ, οι αδύναμοι και οι ισχυροί, οι φτωχοί και οι πλούσιοι κ.λπ.
[44] Ο Κικέρων, στα ώριμα χρόνια του, συνέδεσε την πιθανοκρατία (probabilism) της Ακαδημίας με ένα είδος πραγματιστικού σκεπτικισμού, ο οποίος, χωρίς να αρνείται την ύπαρξη μιας αλήθειας πέρα από τα φαινόμενα, ασχολείται κυρίως με τη διασφάλιση του ενδεχομένου μιας πιθανής γνώσης, που όμως θα είναι χρήσιμη για τον προσανατολισμό της πολιτικής δράσης. Στον διάλογο με τον Λούκουλο (Academica posteriora), πάνω σε αυτόν τον σκεπτικισμό, εγείρεται η εξής ένσταση: αν όλα είναι αμφισβητήσιμα και όλα είναι πιθανά, τότε δεν θα υπάρξει περισσότερη βεβαιότητα ή αλήθεια, διότι δεν μπορούμε να αρνηθούμε την ύπαρξη ορισμένων σταθερών κριτηρίων στις αντιλήψεις μας. Ωστόσο ο φιλοσοφικός εκλεκτικισμός του Κικέρωνα δεν ήταν τυχαίος και άναρχος, αντιθέτως ήταν υποταγμένος στις απαιτήσεις μιας αυστηρής μεθόδου, η οποία προσπαθεί να καθιερώσει έναν διάλογο μεταξύ των διαφόρων δογμάτων από τα οποία πρέπει να αποκλείεται κάθε πολεμικό πνεύμα και να προάγεται η ανεκτικότητα. Αυτό γιατί ένας σκεπτικισμός, ακόμη και γενικός, δεν συνεπάγεται την άρνηση της αλήθειας. Πράγματι ο Κικέρωνας στις Τουσκουλανές Διατριβές (Tusculanae Disputationes) ορίζει μια συγκεκριμένη και αυστηρή μέθοδο για τη αντιμετώπιση των σημαντικότερων πολιτικών προβλημάτων: με την αποφυγή της διατύπωσης μιας συγκεκριμένης και δογματικής άποψης, προσπαθεί να εκθέσει ελεύθερα τις διάφορες πιθανές απόψεις και να τις συγκρίνει, ώστε να δούμε αν υπάρχουν απόψεις οι οποίες είναι πιο συνεπείς, πιο πειστικές και πιο πιθανές από άλλες, αλλά και αν μια ιδέα έχει θετικές συνέπειες για έναν συγκεκριμένο σκοπό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιπαράθεση της πολιτικής σκέψης του Κικέρωνα σε σχέση με αυτή του Επίκουρου (ενός από τους μεγάλους υλιστές της αρχαιότητας) που, κατά τη γνώμη μας, αποκαλύπτει τη βαθύνοια και την ανωτερότητα της σκέψης του πρώτου.
[45] Φ. Ντοστογιέφσκι, απόσπασμα από Το Υπόγειο, μτφρ.: Δημήτρης Παπαδόπουλος, Εκδ. Μάλλιαρης-Παιδεία, 2014. Στον 21ο αιώνα φαίνεται ότι πολλοί προτιμούν να ζουν εντελώς αποκομμένοι από την πραγματικότητα, βυθισμένοι όχι τόσο στα βιβλία, όσο στον πολυδύναμο και συχνά παραπειστικό ψηφιακό κόσμο.
[46] Υπερσυσσώρευση γνώσης βάσει λογικών συμπερασμάτων η οποία δεν έχει επαφή με τον πραγματικό και ζωντανό ανθρώπινο βίο, είναι μη πρακτική. Κυρίως πρόκειται για τη γνώση που βασίζεται σε συμπεράσματα μαθηματικού τύπου (mathematical reasoning). Η Χάνα Άρεντ στη θέση των συμπερασμάτων μαθηματικού τύπου, προτείνει μια γνώση που πηγάζει μέσα από τις δημόσιες συζητήσεις (public reasoning), ενώ αφήνει ανοιχτή την πιθανότητα να συμπεριλάβει κανείς και τη διαίσθηση, ιδέα που προφανώς προέρχεται από την Καντιανή φιλοσοφία.
[47] Βλ. Hannah Arendt, The life of the mind, Harcourt, Inc. New York, 1978.
[48] Στο Υπόγειο, ο Φ. Ντοστογιέφσκι μιλά για τον μοχθηρό και «προσβεβλημένο ποντικό» ο οποίος ενώ έχει συναίσθηση της σκληρής και σκοτεινής εκδοχής της ανθρώπινης συμπεριφοράς και νοοτροπίας, βυθισμένος μέσα στην καταρρακωμένη έπαρσή του αδυνατεί να συνειδητοποιήσει τους προσωπικούς του διχασμούς (τα δύο ήμισυ του εαυτού) και έτσι θρέφοντας μόνο το ένα του μισό, το ρομαντικό όπως επισήμανε ο ιστορικός και κριτικός λογοτεχνίας Rene Girard, καταλήγει να τους επιδεινώνει.

από το «http://www.respublica.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο