Το αδιέξοδο του μανιχαϊκού τρόπου σκέψης

Το αδιέξοδο του μανιχαϊκού τρόπου σκέψης


του
 Νίκου Τσούλια

Θα το αποτολμήσω, έστω και αν δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι θα τα καταφέρω. Ισχυρίζομαι ότι η αιτία που δεν μπορέσαμε να «προβλέψουμε» τη σημερινή δεινή θέση της χώρας και του αβέβαιου μέλλοντός μας οφείλεται στο μανιχαϊκό τρόπο σκέψης μας. Και ακόμα ισχυρίζομαι ότι αυτός ο τρόπος σκέψης είναι φοβερά απλουστευτικός, είναι αδύνατος να μας οδηγήσει σε ουσιαστική ανάλυση της πραγματικότητας, είναι κατά βάση «επίπεδος» και όχι μόνο δεν δίνει καμιά προοπτική περαιτέρω καλλιέργειας της σκέψης μας, αλλά και τη στομώνει και την οδηγεί σε αδιέξοδο.

The Sistine Chapel; Ceiling Frescos after Restoration, the Delphic Sibyl, by Michelangelo Buonarroti

Η ίδια η θεμελίωση του μανιχαϊσμού ως ένα γνωστικό θρήσκευμα με ηγέτη τον Πέρση μεταρρυθμιστή Μάνη που δέχεται ότι «στον κόσμο διεξάγεται ένας αδιάλειπτος αγώνας μεταξύ φωτός και σύμπαντος και μεταξύ καλού και κακού» είναι σαθρή. Ο ιστορικός Ε. Βενέτης σε ένα σχετικό άρθρο του (Η θρησκεία στο Σασσανιδικό Iράν, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30.1.2005) δίνει την ουσία αυτού του ρεύματος. «O μανιχαϊσμός βασίζεται στη ζωροαστρική ιδέα της διαρκούς σύγκρουσης Kαλού και Kακού, Aχουρα Mάζδα και Aριμάν, δίδυμων αδελφών υπό τη σκέπη του πατρός Zουρβάν (Χρόνος). Tο σύμπαν χωρίζεται στο Βασίλειο του Καλού και στο Βασίλειο του Κακού. Tο πρώτο ταυτίζεται με το Φως, τη συμμετρία και την αρμονία, το δεύτερο με το Σκότος, την ασυμμετρία, τη δυσαρμονία και την αναρχία. Tα όντα του Σκότους προσπαθούν διαρκώς να προκαλούν αναστάτωση στο Βασίλειο του Φωτός, που βρίσκεται «από πάνω τους». Aπό τη σύγκρουση των δύο αυτών δυνάμεων δημιουργήθηκε το υλικό σύμπαν, όπου κυριαρχεί το Σκότος ενώ το Φως βρίσκεται σε δυσχερή θέση».

Πρόκειται για μια πρωτόγονη σύλληψη του κόσμου που αποβλέπει πρωτίστως στη δημιουργία χειραγωγικής σκέψης, σκέψης που όχι μόνο δε δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να κατανοήσει την πραγματικότητα αλλά και του αποστερεί «εξ ορισμού» την όποια χαραμάδα προοπτικής ώστε να κατακτήσει μια σκέψη ουσιαστικού μετασχηματισμού του εαυτού του και της κοινωνίας του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο μανιχαϊσμός πήρε εξ αρχής την έννοια ρεύματος θρησκευτικού, ρεύματος δημιουργίας οπαδών, ότι δεν αφήνει καθόλου ίχνη αμφισβήτησης που τόσο είναι απαραίτητη για μια κουλτούρα έρευνας, για μια κουλτούρα χειραφέτησης και συστηματικής προσπάθειας για την κατάκτηση της πνευματικής ελευθερίας μας.

Από πού τεκμηριώνεται ότι η ερμηνεία του κόσμου μπορεί να δοθεί από μια τέτοια ρηχή μεθοδολογία; Πώς μπορεί να αιτιολογηθεί η απόπειρα κατανόησης του κόσμου με βάση το δίπολο «μαύρο – άσπρο» ή ακόμα με το δίπολο «καλό – κακό»; Αυτή η μεθοδολογία είναι ο κλασικός τρόπος δημιουργίας στρατοπέδων, όπου βέβαια το δικό μας στρατόπεδο είναι το καλό και το αντίπαλο είναι το κακό. Είναι μια συνειδητή επιλογή κατασκευής υπηκόων και υπάκουων ανθρώπων, είναι μια χοντροκομμένη μέθοδος για να ελέγξουμε συνειδήσεις και για να μαζικοποιήσουμε και στη συνέχεια να «οπαδοποιήσουμε» πολίτες από φωτισμένες δήθεν ηγεσίες. Αυτός ο τρόπος σκέψης επεκτάθηκε και στη σφαίρα της πολιτικής όπου ο άξονας «αριστερά – δεξιά» ή «συντήρηση – πρόοδος» παγίδευε κάθε έννοια ουσιαστικής προσέγγισης μιας κατάστασης. Αν κάτι είναι «δεξιό», τότε είναι «κακό» και πρέπει να εξαφανιστεί (ή αντιστρόφως). Και αν εξαφανιστεί, τότε προχωρά η ιστορία προς τα εκεί που εμείς θέλουμε!

Στη χώρα μας, αυτός ο τρόπος σκέψης διεισδύει ακόμα και σε άλλους κοινωνικούς θεσμούς, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εκείνο του χώρου του ποδοσφαίρου, όπου ο άξονας «Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός» επιχειρεί να ερμηνεύσει τα πάντα γενικότερα στον αθλητισμό και όχι μόνο στο ποδόσφαιρο και να αγνοήσει κάθε άλλη πλευρά. Το σχήμα «άσπρο – μαύρο» είναι βολικό για εύκολες προσεγγίσεις, που είναι όμως πάντα οριακές καταστάσεις. Υπάρχει ανάμεσά τους ένα ευρύτατο συνεχές φάσμα «γκρίζων αποχρώσεων», που ουσιαστικά αντανακλά την συνθετότητα της φύσης και το οποίο ευρύ φάσμα δίνει την πλήρη εικόνα κάθε ειδώλου. Αλλά ακόμα και στην έννοια της φωτογραφίας βάλαμε την ετικέτα «ασπρόμαυρη», παρά το γεγονός ότι δεν αντιστοιχεί σε καμιά πραγματικότητα.

Αλλά επειδή χαθήκαμε στα επιμέρους και στα επουσιώδη, ας επανέλθουμε στον πυρήνα του θέματός μας. Ας θέσουμε ένα ερώτημα: μπορεί να διακρίνονται με τόσο απόλυτο τρόπο οι έννοιες και τα πράγματα στον άξονα «καλό – κακό», όπως αποτείνεται ο μανιχαϊσμός; Ας πάρουμε μόνο ένα παράδειγμα. Η έννοια του πόνου -ένα θέμα που απασχολεί κάθε άνθρωπο- είναι καλή ή κακή; Είναι καλό να υπάρχει ο πόνος ή κακό; Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί με το δίλημμα αυτό, αφού ο πόνος είναι ταυτόχρονα και αξεδιάλυτα ένα «γεγονός» που δεν τον ενδιαφέρει η έννοια του καλού ή του κακού -και όχι μόνο κατά την άποψη ότι η έννοια της ηθικής δεν αφορά τη φύση και είναι μια κατασκευή του ανθρώπου-, αφού ο πόνος είναι απαραίτητος για να αντιλαμβανόμαστε σχεδόν κάθε πρόβλημα υγείας μας (και αν δεν υπάρχει, τότε την…  πατάμε) αλλά ταυτόχρονα είναι και συνοδευτικό και σκληρό στοιχείο των ασθενειών μας. Και είναι ο φόβος μας απέναντι στον πόνο που μάς οδηγεί στο να τον εξορκίζουμε και αυτό γίνεται πολύ καλύτερα με τον μανιχαϊκό τρόπο σκέψης. Αλλά αλλάζει αυτό τίποτα στον κόσμο της πραγματικότητας;

Στη μνήμη τα επώδυνα γεγονότα δεν δρουν μόνο αρνητικά. Έτσι η απώλεια ενός οικείου προσώπου δημιουργεί ένα συνεχές φάσμα θύμησης, όπου ο πόνος και η ευχαρίστηση εναλλάσσονται διαρκώς στη σκέψη μας και μάλιστα προϊόντος του χρόνου η ευχαρίστηση κερδίζει διαρκώς «έδαφος». Αλλά και η νοσταλγία γενικότερα δε συνιστά ένα αξεδιάλυτο μίγμα γλυκού πόνου ή πικρής γλύκας;

Συμπερασματικά, ισχυρίζομαι ότι η πραγματικότητα είναι αρκετά πολύπλοκη και «πυκνή» και δεν μπορεί να προσεγγιστεί με απλουστευτικά διπολικά σχήματα. Οι αρχαίοι Έλληνες (που καλλιέργησαν και διεύρυναν τη σκέψη του ανθρώπου όσο κανείς άλλος στην ιστορία της ανθρωπότητας) ποτέ δεν παγιδεύτηκαν σε τέτοια «παιδιαριώδη» σχήματα ερμηνείας του κόσμου, ποτέ δεν έφτιαχναν διπολικά σχήματα -το «ουδέν κακόν αμιγές καλού» είναι ενδεικτικό του τρόπου σκέψης τους- και πάντα υιοθετούσαν πολλαπλά ερμηνευτικά εργαλεία που ετίθεντο, σε κάθε περίπτωση, στη βάσανο της λογικής και του ορθολογισμού και δοκιμάζονταν διαρκώς στα γόνιμα και πάντα σύνθετα εδάφη της αντιπαράθεσης των ιδεών.

clip_image002[7]

image

Μανιχαίοι ιερείς, κατά το συγγραφικό έργο τους, με επιγραφή στη σογδιανή γλώσσα. Κινέζικο χειρόγραφο από την περιοχή του λεκανοπεδίου Ταρίμ.

Ὀρθόδοξος: Ἐπειδὴ συνεληλύθαμεν ἀλλήλοις λογικὴν συζήτησιν ποιήσασθαι͵ ἐρωτῶ σε· Τί τὸ ζητούμενον;
Ὁ Μανιχαῖος: Τὸν περὶ πίστεως γυμνάσαι λόγον͵ ὅπως ἂν εὕρωμεν τὴν ἀλήθειαν.
Ὀρθόδοξος: Τί γάρ ἐστιν ἡ ἀλήθεια;
Μανιχαῖος: Ἡ τοῦ ὄντος διάγνωσις καὶ ὁμολογία.
Ὀρθόδοξος: Τὸ ψεῦδος τῇ ἀληθείᾳ ἐναντίον;
Μανιχαῖος: Παντὶ τρόπῳ.
Ὀρθόδοξος: Πῶς τοῦτο φῄς;
Μανιχαῖος: Ἐπειδὴ ἡ μὲν ἀλήθεια τῶν ὄντων ἐστὶ γνῶσις͵ τὸ δὲ ψεῦδος τοῦ μὴ ὄντος.
Ὀρθόδοξος: Οὐ καλῶς ἀπεκρίθης· ἡ μὲν ἀλήθεια τῶν ὄντων ἐστὶ γνῶσις͵ τὸ δὲ ψεῦδος μὴ ὄντος γνῶσις· τὸ γὰρ μὴ ὂν οὐ γινώσκεται.
Μανιχαῖος: Τί οὖν ἐστι τὸ ψεῦδος;
Ὀρθόδοξος: Τῶν ὄντων ἀγνωσία.
Μανιχαῖος: Ὀρθῶς εἴρηκας.
Ὀρθόδοξος: Εἰ οὖν ἡ μὲν ἀλήθεια τῶν ὄντων ἐστὶ γνῶσις͵ τὸ δὲ ψεῦδος ἄγνοια τοῦ ὄντος͵ εἰπέ μοι· Ἡ γνῶσις ἕξις;
Μανιχαῖος: Ναί.
Ὀρθόδοξος: Εἰ ἡ γνῶσις ἕξις͵ ἡ ἄγνοια πάντως στέρησις.
Μανιχαῖος: Καὶ ἡ ἄγνοια ἕξις.
Ὀρθόδοξος: Τί ἐστιν ἄγνοια;
Μανιχαῖος: Τὸ μὴ ἔχειν γνῶσιν.
Ὀρθόδοξος: Τὸ μὴ στερητικόν ἐστιν ἢ ἀποφαντικὸν καὶ ἑκτικόν;
Μανιχαῖος: Τὸ μὴ στερητικόν ἐστιν.
Ὀρθόδοξος: Μὴ ὂν λέγομεν τὸ ἐστερημένον τοῦ εἶναι;
Μανιχαῖος: Δηλονότι.
Ὀρθόδοξος: Οὐκοῦν εἰ ἡ ἄγνοια τὸ μὴ ἔχειν γνῶσίν ἐστι͵ τὸ δὲ μὴ στερητικόν͵ ἡ ἄγνοια ἄρα στέρησις καὶ οὐχ ἕξις.
Μανιχαῖος: Ὀρθῶς εἴρηκας.
Ὀρθόδοξος: Εἰ οὖν ἡ ἀλήθεια γνῶσις͵ ἕξις δηλονότι· καὶ εἰ τὸ ψεῦδος ἄγνοια͵ στέρησις κατὰ τὸν τῆς ἀληθείας λόγον. Ἔσται οὖν ἡ μὲν ἀλήθεια ἕξις͵ τὸ δὲ ψεῦδος στέρησις͵ καὶ ἔσται ἡ μὲν ἀλήθεια ὄν͵ τὸ δὲ ψεῦδος μὴ ὄν.
Μανιχαῖος: Ἐκ παντός.
Ὀρθόδοξος: Ψεῦδος ἡ κακία ἢ ἀλήθεια;
Μανιχαῖος: Ψεῦδος.
Ὀρθόδοξος: Οὐκ ὂν ἄρα ἡ κακία͵ ἀλλ΄ ὄντος στέρησις καὶ μὴ ὂν καὶ ὡς στέρησις ἕξει ἀντίκειται τῷ ἀγαθῷ».

— Κατά Μανιχαίων διάλογος 1:1-26,
Ιωάννης Δαμασκηνός

Πηγή: βικιπαίδεια.

από το «https://anthologio.wordpress.com/»

Αφήστε ένα σχόλιο