Οι έχοντες, οι κατέχοντες και οι απέχοντες

Οι έχοντες, οι κατέχοντες και οι απέχοντες


του Ιωσήφ Λουκέρη

Τα τρία κακά της μοίρας μας, που «μυστηριωδώς» εμφανίζονται και θορυβούν λίγο πριν από κάθε εκλογική διαδικασία: Οι έχοντες, οι κατέχοντες και οι απέχοντες.

Οι «έχοντες» είναι αυτοί που έχουν κάμει το κουμάντο τους πριν και κατά την διάρκεια της κρίσης, έχουν ένα κομπόδεμα εκ παξιμαδοποιημένων περιττωμάτων στην άκρη, για ώρα ανάγκης, έχουν στείλει τα παιδιά τους στο εξωτερικό, για μια καλύτερη (νιανιά και ανούσια) ζωή και τώρα, ως καλοί νοικοκυραίοι, διαλαλούν παντού τον φόβο τους μήπως εκνευρίσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση α.ε. και χάσουν τα όσα κέρδισαν από την χρόνια, σπαγκοραμμένη  αποξένωσή τους από κάθε τι κοινό.

Οι «κατέχοντες» πλούτο, δύναμη, δόξα, τεχνογνωσία, διατυμπανίζουν και αυτοί την ανησυχία τους, μήπως οι λοιποί, αποτυχημένοι και απόκληροι, δεν αφεθούμε στην φιλανθρωπία τους και παραβούμε την επιτυχημένη συνταγή που οδηγεί μόνο αυτούς στο «success story».

Και οι δύο κατηγορίες, «έχοντες» και «κατέχοντες», αξίζουν να επαινεθούν, για ένα μόνο πράγμα: Για την ειλικρίνειά τους! Και τα δύο … είδη, υποστηρίζουν καθαρά και ξάστερα τα δικά τους μικροσυμφέροντα, μιλώντας μέσα από τον εγωιστικό τους μικρόκοσμο, με το μίζερο εκείνο  ύφος που τους χαρακτηρίζει χρόνια τώρα .

Οι της τρίτης όμως κατηγορίας, οι πιο θορυβώδεις, οι «απέχοντες», δεν διαθέτουν ειλικρίνεια ούτε απέναντι στον ίδιο τον εαυτό τους. Και αυτό τους καθιστά άκρως επικίνδυνούς.

Ο κλασσικός «απέχων» είναι κάποιος «έχων» ή «κατέχων» ή κάποιος που θα ήθελε να είναι «έχων» ή «κατέχων». Αυτό όμως ένας «απέχων» ουδέποτε θα το ομολογήσει στον εαυτό του ή στους άλλους.

Λάβρος κατά του συστήματος θα συμμετέχει σε πλατείες, σε πορείες, σε πολιτικούς σχηματισμούς, στην προσωπόβιβλο, στο τιτιβιστήριον…

Αλλά όταν έλθει η ώρα των εκλογών, όταν κληθεί ως πολίτης να σχηματίσει το σώμα των αντιπροσώπων του Έθνους, ο απέχων…. απέχει.

Τότε, ο απέχων θυμάται τα παράπονά του εναντίον συναγωνιστών ή εχθρών, θυμάται πόσο αδικήθηκε από την ποτάνα την κενωνία που δεν τον ακολούθησε σε μια επανάσταση που ποτέ δεν ξεκίνησε, θυμάται ότι είναι κάτι «άλλο» από τον λαουτζίκο που τρέχει να χρησιμοποιήσει το όπλο της ψήφου του, ζαλισμένος από τα σκουπίδια του συστήματος.

Τότε, ο απέχων θυμάται ότι «αν οι εκλογές βελτίωναν τη ζωή μας θα ήταν παράνομες» και ξεχνά ότι σε λίγο, -ναι, σε πολύ λίγο- οι εκλογές θα είναι όντως παράνομες και η δική του συμβολή σε αυτό θα είναι τεράστια.

Καημένε μου άδολε απέχοντα, αν υπάρχεις, σε οικτίρω. Λυπάμαι για εσένα πιο πολύ απ’ ότι για τον έχοντα ή τον κατέχοντα. Κάνεις τον θαρραλέο, τον τολμητία επαναστάτη και όμως, μέσα σου τρέμει μια μικροαστική ψυχούλα. Τρέμει την εξουσία ή για λίγη εξουσία….

 

 

Αφήστε ένα σχόλιο