Γιατί οι εγχώριοι επαρχιώτες ευρωπαϊστές βλάπτουν σοβαρά την ενοποίηση

Γιατί οι εγχώριοι επαρχιώτες ευρωπαϊστές βλάπτουν σοβαρά την ενοποίηση


Σχόλιο Αι. Ιδεών:
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι ο εγχώριος ευρωπαϊκός επαρχιωτισμός -που πάει μαζί με τον κυρίαρχο εθνομηδενισμό των ελίτ, και όχι μόνο, όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο ομότιμος καθηγητής της Παντείου κ. Γ. Παπαμιχαήλ εδώ, ή εδώ-, θεωρεί σχεδόν εξ υπαρχής «καταχρηστική και αντιευρωπαϊκή στάση την άσκηση βέτο». Ούτε ότι το βέτο υπάρχει ως θεωρητική δυνατότητα, για την προστασία των εθνικών συμφερόντων μιας επί μέρους χώρας εντός της Ε.Ε…

Το ζήτημα λοιπόν είναι, πέραν του κυρίαρχου δόγματος του ευρωπαϊκού -κι όχι μόνον- επαρχιωτισμού που χαρακτηριστικά εξέφρασε ο -για πολλούς- «εθνάρχης» δηλαδή το «Ανήκομεν εις την Δύσην» (κι όχι συμμετέχουμε ισότιμα), με ό,τι αυτό συνεπάγεται, εάν και κατά πόσο είναι ρεαλιστικά δυνατή η άσκηση του βέτο στις συναντήσεις κορυφής. Ποιες θα είναι οι έμμεσες, ή και οι άμεσες συνέπειες μιας τέτοιας άσκησης βέτο, από χώρες όπως η Ελλάδα. Και πως αυτά τα βέτο μπορούν να παρακάμπτωνται, οποτεδήποτε κι αν ασκούνται, εφαρμόζοντας πολιτικές με διαφορετικό «περιτύλιγμα», πέραν της άσκησης άμεσων εκβιασμών. Η ανατροπή του αποτελέσματος των δημοψηφισμάτων για το «ευρωσύνταγμα», με την υπογραφή της συνθήκης της Λισαβόνας είναι χαρακτηριστική και θα έπρεπε να αποτελεί δίδαγμα, σε όλους μας, για τον τρόπο και τις μεθοδεύσεις που τα επιτελεία λειτουργούν σε βάρος της λαϊκής βούλησης κι όχι μόνον.

Αρκεί να θυμηθούμε τη φωνή του -πρωθυπουργού τότε- Ανδρέα Παπανδρέου στην συγκλονιστικότερη διαπίστωσή του μετά τη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. στις Κάνες το 1995 (συνέντευξη του Α.Π. στις 26 Ιουνίου 1995), δηλαδή 23 ολόκληρα χρόνια πριν. Και μόνο οι δραματικοί τόνοι που χρησιμοποίησε και η τρεμάμενη σχεδόν φωνή του, καθώς και η έκφραση του προσώπου του, όταν έδινε τη συνέντευξη, θα αρκούσε -τουλάχιστον- για να ανοίξει αμέσως η συζήτηση για την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας και τη συμμετοχή της στην λεγόμενη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Είχε δηλώσει ακριβώς:
«Τι είναι η Ενωμένη Ευρώπη; Ποιος την κυβερνά; Τι ρόλο παίζουμε πλέον εμείς οι κυβερνήσεις, οι εθνικές κυβερνήσεις;» Στο ρητορικό αυτό ερώτημα του, έδωσε αμέσως ο ίδιος την απάντηση: «Βαδίζουμε προς μια σμίκρυνση των δυνάμεων του έθνους ως έννοιας, προς τη δημιουργία σφαιρών επιρροής ανάμεσα στους μεγάλους.» Και συνέχισε λέγοντας: «Να αφήσουμε τα μεγάλα λόγια και τις γυμνασιακές ομιλίες περί των προσόντων και μη της Ενωμένης Ευρώπης. Εδώ υπάρχει σαφές σχέδιο για τη μηδενοποίηση των εθνικών κυβερνήσεων, οι οποίες δεν θα μπορούν να παίξουν δημοκρατικά αποτελεσματικό ρόλο, αλλά θα υπόκεινται στις κατευθύνσεις που μας δίνει το Διευθυντήριο της ΕΕ».

Το συμπέρασμά του ήταν καταλυτικό: «Βαδίζουμε προς μια Ευρώπη που θα είναι δημοκρατική τύποις, αλλά που οι μεγάλες αποφάσεις θα παίρνονται από ένα triumviratum (τριανδρία) ηγετών της Ευρώπης… Βρίσκω ότι πάμε σε ένα είδος συρρίκνωσης της εθνικής δύναμης, αλλά όχι στον βωμό μιας συλλογικής δημοκρατικής διαδικασίας. Στον βωμό των συμφερόντων. Των συμφερόντων, ρητά!».

Μολονότι αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, με αδιαμφισβήτητη όμως, πολιτική οξυδέρκεια και αναλυτική δεινότητα, ο πολύπειρος Ανδρέας Παπανδρέου δεν ήταν ένας τυχαίος πολιτικός, που θα εκστόμιζε τέτοιο καταγγελτικό λόγο, χωρίς να είναι απολύτως πεισμένος για την πορεία των πραγμάτων, τρομαγμένος κι ο ίδιος γι’ αυτό που αντιμετώπισε στα ενδότερα της Συνόδου, ενώ δεν ήταν καθόλου ανυποψίαστος ήδη από πολύ καιρό πριν, για τα τεκταινόμενα. Κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τον Ανδρέα Παπανδρέου, ότι τον κατάτρεχε «ευρωπαϊκός επαρχιωτισμός» περιγράφοντας λιτά με αυτόν τον έντονα δραματικό τρόπο μια πορεία, δηλαδή για την ύπαρξη σχεδίου για εγκαθίδρυση τη νέας απολυταρχίας, στη βάση του οποίου χτίστηκε το όλο οικοδόμημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μιλώντας για το ότι τα πάντα θυσιάζονται στο βωμό των συμφερόντων και μάλιστα ρητά, αντιλαμβανόμενος τον «ιστό της αράχνης» που είχε πιαστεί η χώρα και δεν μπορούσε πλέον να απεμπλακεί, είτε με βέτο, είτε χωρίς αυτό.

Όμως και πρόσφατα μόλις, τέσσερα χρόνια πριν, πολύ πιο άμεσα η χώρα οδηγήθηκε στη σφαγή του 3ου μνημονίου με κλειστές τις τράπεζες υπό το βάρος της χρηματοδοτικής ασφυξίας που επέβαλε η καταστατικά «ανεξάρτητη» ΕΚΤ. Που και πως θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί άραγε το βέτο;;;

Φαίνεται όμως, ότι δεν πάσχει μόνον η Ελλάδα από «ευρωπαϊκό επαρχιωτισμό», αλλά το σύνολο των χωρών, ώστε να επιτρέψουν, μη ασκώντας τα όποια δικαιώματα τους διασφαλίζουν οι συνθήκες, την «μετάλλαξη» της Ε.Ε. σε αυτό που είναι σήμερα, και το άρθρο -έστω έμμεσα- αναδεικνύει.

Συμφωνούμε, όμως! Εάν ο ευρωπαϊκός επαρχιωτισμός δεν κατάτρεχε τις σκέψεις και τις δράσεις των ελληνικών ελίτ, και όχι μόνον, αλλά και των εκούσιων, ή ακούσιων, στυλοβατών τους στα ΜΜΕ, στα Πανεπιστήμια κι αλλού, τότε είναι πλέον και βέβαιο, ότι οι επιλογές δεν θα ήταν άλλες, από τη μη συμμετοχή, ή εφ’ όσον αυτή συνέβη με τον τρόπο που συνέβη, από την οριστική ρήξη, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, οι οποίες θα ήσαν πολύ πιο επώδυνες για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα απ’ ό,τι για την απελευθερωμένη από τον ιστό της αράχνης πλέον Ελλάδα. Είτε -πολύ ήπια και χωρίς επιπτώσεις- με την αποφυγή εμπλοκή μας στην ευρωζώνη, δηλαδή στον «σκληρό» πυρήνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης το 2001, αρνούμενοι να παραδώσουμε τη νομισματική μας κυριαρχία. Είτε μετέπειτα και άμεσα το 2010 με την χρεοκοπία, είτε με δραματικό τρόπο τελικά το 2015 και με όπλο το «ΟΧΙ» του 62% του ελληνικού λαού. Αλλά και τώρα καιρός είναι! Πριν την τελική και επικών διαστάσεων χρεοκοπία και τον διαμελισμό της χώρας, που αναπόδραστα επέρχονται, παρά τα φληναφήματα περί ξεπεράσματος της κρίσης και της δήθεν γεωπολιτικής ισχυροποίησης της Ελλάδας στο τρίγωνο Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ.

Μια τέτοια ρήξη δεν θα μπορούσε παρά να λειτουργήσει απελευθερωτικά και για όλους τους άλλους λαούς της Ευρώπης και θα έδινε ίσως την ευκαιρία, χτυπώντας το νεοναζιστικό τέρας στην καρδιά του, για επαναθεμελίωση της ευρωπαϊκής ιδέας σε υγιείς βάσεις υπέρ των λαών της ηπείρου.

Ωστόσο εάν η προτεραιότητά μας είναι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μέσω της σάτρα-πάτρα ενοποίησης -που κατά τα άλλα καταγγέλλουμε-, και όχι το εθνικό συμφέρον, η εδαφική ακεραιότητα, η ασφάλεια και η ευημερία του ελληνικού λαού, ακριβώς εξ αιτίας της ημιμάθειας και του απέραντου επαρχιωτισμού μας, τότε, όλα -μα όλα- γίνονται αποδεκτά και απλά ψάχνουμε δικαιολογίες, για να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι είμαστε ειλικρινείς, αντικειμενικοί κι ενδιαφερόμαστε για το εθνικό συμφέρον.
(Όθωνας Κουμαρέλλας).

του Σταύρου Λυγερού

Ο ευρωπαϊκός επαρχιωτισμός θεωρεί σχεδόν εξ υπαρχής καταχρηστική και αντιευρωπαϊκή στάση την άσκηση βέτο. Χωρίς υπερβολή, οι εκπρόσωποί του, οι εγχώριοι επαρχιώτες ευρωπαϊστές, που υψώνουν σαν καλοί μεταπράτες τη σημαία του εκσυγχρονισμού και της ευρωπαϊκής ενοποίησης, είναι έτοιμοι να υιοθετήσουν τις όποιες πολιτικές που έχουν ευρωπαϊκό περιτύλιγμα, ακόμα κι αν αυτές θίγουν τα εθνικά συμφέροντα.

Το να χρησιμοποιεί, όμως, ένα κράτος-μέλος τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την προάσπιση της εθνικής του ασφάλειας είναι θεμιτό. Είναι θεμιτό ακόμα και εάν δημιουργούνται προβλήματα στην προώθηση κοινοτικών πολιτικών, τις οποίες υποστηρίζουν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι ιδρυτικές και επόμενες συνθήκες προβλέπουν το δικαίωμα άσκησης βέτο σε ζητήματα εθνικής σημασίας για τα κράτη-μέλη.

Στην πραγματικότητα, οι εγχώριοι επαρχιώτες ευρωπαϊστές προσφέρουν πολύ κακές υπηρεσίες στην υπόθεση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Κι αυτό, επειδή διευκολύνουν τα μεγάλα κράτη-μέλη, που κατά κανόνα διαμορφώνουν το κλίμα και υπαγορεύουν τις πολιτικές επιλογές, να χρησιμοποιούν την ΕΕ σαν όχημα για να προωθήσουν τα εθνικά συμφέροντά τους, παρακάμπτοντας ή και παραβιάζοντας τα εθνικά συμφέροντα μικρότερων κρατών-μελών. Το διαπιστώνουμε πολύ καθαρά την τελευταία δεκαετία, οπότε δια της διολισθήσεως η Ευρώπη απέκτησε αφεντικό (Γερμανία), ιεραρχία και μεταμοντέρνες αποικίες (Ελλάδα).

Αυτή η μετάλλαξη της ΕΕ δεν παραβιάζει μόνο θεμελιώδεις αρχές, όπως η ισοτιμία των κρατών-μελών και η κοινοτική αλληλεγγύη. Λειτουργεί και σαν βόμβα στα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Το ενοποιητικό εγχείρημα θα είναι ευσταθές και θα έχει μέλλον μόνο εάν σεβαστεί τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα των κρατών-μελών και πατήσει στον καλώς εννοούμενο πατριωτισμό των επιμέρους εθνικών συνιστωσών. Το γεγονός ότι αυτή η βασική αλήθεια παραβιάζεται εξηγεί και την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού και της ευρωάρνησης, συνήθως με εθνικιστικό, αν όχι ακροδεξιό πρόσημο.

Ο ευρωπαϊκός επαρχιωτισμός έχει ταμπού

 
Το πολιτικό σύστημα και τα MME στην Ελλάδα έχουν αποφύγει επιμελώς να ανοίξουν μια δημόσια συζήτηση για τη μετάλλαξη της ΕΕ και πολύ περισσότερο για τη θέση της χώρας στο μεταλλαγμένο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το ζήτημα αντιμετωπίζεται σαν ταμπού που δεν μπορεί κατ’ ουδένα τρόπο να τεθεί σε αμφισβήτηση. Δεν πρόκειται για φαινόμενο που προέκυψε μετά την εκδήλωση της κρίσης.

Όταν πριν από αυτή, είχε τεθεί στην ευρωπαϊκή ατζέντα το περιβόητο Ευρωσύνταγμα (μέσα της δεκαετίας του 2000), το εγχώριο πολιτικό σύστημα είχε αποφύγει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Είχε προτιμήσει η κύρωση να γίνει από το Κοινοβούλιο και μάλιστα χωρίς σοβαρή συζήτηση, επιβεβαιώνοντας το χρόνιο έλλειμμα δημοκρατικής ουσίας. Το ελληνικό “ναι” είχε προκύψει έπειτα από έναν τυπικό κι ατροφικό κοινοβουλευτικό διάλογο, ο οποίος δεν διαχύθηκε ούτε κατ’ ελάχιστον στους κόλπους της κοινωνίας.

Οι Έλληνες -ακόμα και οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης- γνώριζαν ελάχιστα για το Ευρωσύνταγμα, όπως και για τη μεταγενέστερη συνθήκη της Λισσαβόνας. Το ίδιο είχε συμβεί και με άλλες βαρυσήμαντες επιλογές, όπως η κύρωση της συνθήκης του Μάαστριχ, η προσχώρηση στην ONE και η πορεία ένταξης της Τουρκίας στην EΕ. Σε όλα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ φρόντιζαν -διά παραλείψεων- να αφήσουν την κοινωνία στο περιθώριο. Ήταν το γαλλικό και ολλανδικό “όχι” στα αντίστοιχα δημοψηφίσματα που είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον και είχαν προκαλέσει συζήτηση στην Ελλάδα για το Ευρωσύνταγμα.

Στον σκληρό πυρήνα

 
Εκκινώντας από την ίδια επαρχιώτικη αντίληψη, η Αθήνα είχε πριν από την εκδήλωση της κρίσης αποδεχθεί, ουσιαστικά χωρίς συζήτηση, την προοπτική ομοσπονδοποίησης της ΕΕ. Κι αυτό, χωρίς να αποσαφηνιστούν ένα πλήθος πτυχών, οι οποίες έχουν συχνά καθοριστική σημασία. Η ελληνική θέση είχε υπαγορευθεί όχι από μια διεξοδική ανάλυση των επιπτώσεων της ομοσπονδοποίησης στα εθνικά συμφέροντα, αλλά από την επιδίωξη η Ελλάδα να βρεθεί εντός του σκληρού πυρήνα της ΕΕ. Η ομοσπονδοποίηση, όμως, δεν ήταν ποτέ ευρωπαϊκός μονόδρομος ούτε θεωρητικά ούτε πρακτικά.

Η ένταξη στον σκληρό πυρήνα θα ενίσχυε τη θέση της Ελλάδας και αναμφισβήτητα θα διασφάλιζε πλεονεκτήματα. Για τη συμμετοχή στην πρώτη ταχύτητα και ευρύτερα στις ενισχυμένες συνεργασίες, όμως, δεν αρκούσε να υψώνεις ανέξοδα τη σημαία του φεντεραλισμού. Μια χώρα πρέπει να μπορεί να σταθεί στον σκληρό πυρήνα. Σ’ αυτό το επίπεδο η Ελλάδα πάντα υστερούσε.

Όπως απέδειξαν τα γεγονότα, οι εγχώριες άρχουσες ελίτ όχι μόνο δεν εργάστηκαν για να καταστήσουν την Ελλάδα ικανή να σταθεί στον σκληρό πυρήνα, αλλά με το κλεπτοκρατικό και παρασιτικό μοντέλο πλασματικής ανάπτυξης που διαμόρφωσαν έριξαν τη χώρα στα βράχια. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά: Αντί για συμμετοχή στον σκληρό πυρήνα, Μνημόνια και μετατροπή της Ελλάδας σε μεταμοντέρνα αποικία της Ευρωζώνης.

Αυτά για να μην ξεχνιόμαστε, ευρωεκλογές που έρχονται…

από το «https://slpress.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο