Τα σκάνδαλα του ιδιωτικού τομέα

Τα σκάνδαλα του ιδιωτικού τομέα


του Παύλου Δερμενάκη

Σημείωση Αιρ. Ιδεών: Το άρθρο αυτό ανάλυση χωρίζεται σε τρία, ή περισσότερα μέρη. Στο παρόν εκτίθενται τα δύο πρώτα, όπως αυτά δημοσιεύτηκαν στα αντίστοιχα φύλλα του «Δρόμος της Αριστεράς» και τα οποία αφορούν κατά κύριο λόγο στις υποθέσεις Παπαευαγγέλου της Jumbo με την πώληση ακινήτων στους Κινέζους και στην επίσης γνωστή υπόθεση της Folli-Follie, ενώ θα ακολουθήσει συνέχεια με άλλες περιπτώσεις σκανδάλων του «θαυμαστού» κόσμου της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που το… κράτος δεν την αφήνει να διαπρέψει!

Α’ μέρος – Η περίπτωση του Παπαευαγγέλου της Jumbo

 
Οι κήρυκες του νεοφιλελευθερισμού εδώ και σαράντα χρόνια επιτίθενται σε ό,τι αφορά το δημόσιο θεωρώντας το την πηγή όλων των δεινών. Ειδικά δε η δημόσια επιχειρηματική δραστηριότητα αποτελεί έγκλημα καθοσιώσεως. Αξιοποιώντας τις άπειρες στρεβλώσεις, που δημιούργησε ο εναγκαλισμός «κυβέρνησης – κόμματος» με τον δημόσιο τομέα της οικονομίας, έβρισκαν πάντοτε πρόσφορο έδαφος για να εξαπολύουν τις επιθέσεις τους. Παράλληλα δίπλα στον «κακό», κατ’ αυτούς, δημόσιο τομέα υπάρχει πάντοτε ο σωστός σε όλα του, χωρίς ουσιαστικά ψεγάδια, ιδιωτικός τομέας που συμβάλλει στην πρόοδο της οικονομίας. Με αυτό το πλαίσιο κινείται η προπαγανδιστική τους λογική λόγω πληθώρας δημοσιογράφων–αρθρογράφων, που ανεξάρτητα τι δηλώνουν, προβάλλουν τις πλέον ακραίες νεοφιλελεύθερες συνταγές και τεκμηριώσεις.

Φυσικά όπως προαναφέραμε το δημόσιο και ο δημόσιος τομέας της οικονομίας, και μάλιστα στην εποχή της διαπλοκής, κάθε άλλο παρά λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Εδώ δεν θα ασχοληθούμε για να αποδείξουμε το πώς πρέπει να λειτουργεί ο δημόσιος τομέας, που από τη θέση του και τον πραγματικό ιδιοκτήτη του, που είναι όλος ο λαός, οφείλει να λειτουργεί και να εξυπηρετεί τις ανάγκες του λαού. Θα ασχοληθούμε με τον «αψεγάδιαστο» ιδιωτικό τομέα που αποτελεί πρότυπο κατά τους νεοφιλελεύθερους.

Οι «μπίζνες» με τους Κινέζους

 
Διαχρονικά αν ψάξουμε θα διαπιστώσουμε και θα καταγράψουμε σκάνδαλα επί σκανδάλων με πρωταγωνιστές τα «καλά παιδιά» της ιδιωτικής οικονομίας. Όμως το τελευταίο διάστημα, ενώ ο λαός υφίσταται τα πάνδεινα από τις μνημονιακές πολιτικές στο όνομα του «κακού κράτους», τα σκάνδαλα του ιδιωτικού τομέα σκάνε το ένα μετά το άλλο από απίθανες μέχρι χθες επιχειρήσεις. Τα σκάνδαλα αυτά είναι τεραστίων διαστάσεων και φυσικά έχουν και διαπλεκόμενες με το δημόσιο πλευρές.

Ξεκινώντας από τα τελευταία προς τα παλαιότερα σήμερα θα ασχοληθούμε με το σκάνδαλο Jumbo – Παπαευαγγέλου.
Ο νούμερο δύο στην ιεραρχία της Jumbo, της μεγαλύτερης επιχείρησης λιανικής στην Ελλάδα -εκτός των σούπερ-μάρκετ, όπως αποδεικνύεται από όσα διαρρέουν είναι ο ιθύνων νους ενός σκανδάλου διεθνών διαστάσεων. Με «τεχνάσματα», αξιοποιώντας «γνωριμίες» μέσω τραπεζών ώστε να ξεπερνιούνται οι έλεγχοι συναλλάγματος (capital controls) που ισχύουν στην Κίνα, έστησε μία τεράστια «επιχείρηση» βασισμένη στην οικονομική απαξίωση των ακινήτων λόγω της κρίσης. Βλέπετε, για κάποιους η κρίση, όπως μας λένε τα παπαγαλάκια της δημοσιογραφίας και της πολιτικής, είναι ευκαιρία. Απλά η ευκαιρία βασίζεται στην παρανομία και στο ότι «πατάνε επί πτωμάτων». Έτσι ο κ. Παπαευαγγέλου αγόραζε ακριβά ακίνητα («φιλέτα») σε «σκοτωμένες τιμές», είτε μέσω των πλειστηριασμών των τραπεζών, είτε μέσω κανονικών αγοραπωλησιών από κόσμο που είχε μεγάλη ανάγκη. Τα ακίνητα αυτά τα μεταπουλούσε σε Κινέζους της νέας «επιχειρηματικής» ελίτ.

Να σημειώσουμε εδώ ότι με αγορά ακινήτου αξίας τουλάχιστον 250.000 ευρώ από αλλοδαπό τρίτης χώρας (εκτός Ε.Ε.), παρέχεται η λεγόμενη «χρυσή βίζα», χορήγηση ελληνικού διαβατηρίου για μία πενταετία που ανανεώνεται. Είναι ένα από τα μνημονιακά μέτρα «εξυγίανσης» της ελληνικής οικονομίας που είχε σαν συνέπεια μόνο τα τρία πρώτα έτη της εφαρμογής του, από τον Ιούνιο 2013, να γίνουν 1.100 τουλάχιστον επενδύσεις στην Ελλάδα για ποσό αξίας 1,5 δισ. ευρώ. Φυσικά ο «χορός» αυτός συνεχίζεται και σήμερα, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με διαμεσολαβητές όπως ο κ. Παπαευαγγέλου, για να μπορεί ο κ. Τσίπρας να κομπάζει ότι το 2017 π.χ. σημειώθηκε ρεκόρ «άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα» με αυτές τις διαδικασίες.

Η Jumbo απέπεμψε τον κ. Παπαευαγγέλου και προσπαθεί να πείσει ότι δεν έχει σχέση με αυτές του τις δραστηριότητες. Ανεξάρτητα από την όποια δική τους εμπλοκή που μπορεί, όπως ισχυρίζεται, και να μην υπάρχει, δημιουργείται το ερώτημα πώς ο κ. Παπαευαγγέλου άνοιξε τη δίοδο επικοινωνίας αποκλειστικά με τους Κινέζους για δουλειές ακινήτων όντας στέλεχος εταιρείας λιανικής. Η απάντηση είναι απλή λογικά. Τους γνώρισε μέσω της Jumbo η οποία είναι σχεδόν αποκλειστικά εισαγωγέας κινέζικων προϊόντων. Κοινώς με «ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια».

Οι προπαγανδιστές του νεοφιλελευθερισμού, υπό το φως των αποκαλύψεων υποχρεώνονται να καταγράφουν τα γεγονότα. Τα καταγράφουν ως απλοί, ουδέτεροι παρατηρητές. Αποφεύγουν να δημοσιοποιήσουν τα αναγκαία συμπεράσματα από αυτές τις πρακτικές γιατί θα τους χαλάσουν την εικόνα που θέλουν και πλασάρουν για τον ιδιωτικό τομέα. Φυσικά αν στην περίπτωση Παπαευαγγέλου ήταν κάποιο πρόσωπο από δημόσια επιχείρηση θα είχαν «οργιάσει», όχι για την πρακτική αλλά για το γεγονός ότι θα προερχόταν από τον δημόσιο τομέα

Πώς ξεπερνούσαν τους κεφαλαιακούς ελέγχους της Κίνας που δεν επιτρέπει ελεύθερη εκροή συναλλάγματος; Με τη χρήση των γνωστών, μετά τα ελληνικά capital controls, POS. Αρχικά, όπως κυκλοφορεί στον Τύπο, προμηθευτής του ήταν η Eurobank, η οποία διαπίστωσε το ασυνήθιστο των συναλλαγών το καλοκαίρι του 2017 και σταμάτησε μαζί του τη συνεργασία. Στη συνέχεια, ή μπορεί και παράλληλα με τη Eurobank, έχοντας τις πλάτες ανώτατων στελεχών της Εθνικής στον χώρο των πιστωτικών καρτών, η «μηχανή» που έστησε ο κ. Παπαευαγγέλου συνέχισε απρόσκοπτα τη λειτουργία της. Μάλιστα, όταν χρειάστηκε, «πείστηκαν» όσοι είχαν φέρει κάποιες κατ’ αρχήν αντιρρήσεις.

Η φοροαποφυγή

 
Ένα δε από τα στοιχεία που επιτείνουν το σκάνδαλο είναι οι αξίες των συναλλαγών και οι «ουρές» από αυτές. Το ακίνητο αγοράζεται σε «σκοτωμένη» τιμή αρχικά. Όμως μεταπωλείται σε πολύ μεγαλύτερη, συνήθως τριπλάσια. Το κράτος φυσικά δεν εισπράττει κανένα φόρο, ενώ έχει «ξεζουμίσει» τον λαό στους φόρους, καθώς από το 2015 και μετά συνεχώς αναστέλλεται η εφαρμογή του φόρου υπεραξίας. Εδώ που έχουμε ξεκάθαρη κερδοσκοπία με τεράστια ποσά κανείς «αριστερός» υπουργός δεν φιλοτιμήθηκε, τουλάχιστον σε τέτοιες περιπτώσεις, να μην εξαιρούνται από τον φόρο. Από την τριπλάσια ή πολλαπλάσια αξία, που δεν φορολογείται, μπορούμε να πούμε σχηματικά ότι το ένα μέρος αφορά το κόστος κτήσης, το δεύτερο αφορά το κέρδος του κάθε Παπαευαγγέλου και της παρέας του και το τρίτο επιστρέφει αφορολόγητο στον αγοραστή ως κατάθεση στο όνομά του, στο πλαίσιο της συμφωνίας. Έτσι με τη «μηχανή» του τέκνου της «άσπιλης» ιδιωτικής οικονομίας κ. Παπαευαγγέλου, ο ξένος «επενδυτής» αγοράζει σε τιμή ευκαιρίας το ακίνητο, ξεπερνά τα capital controls της χώρας του, παίρνει ελληνικό διαβατήριο για όλη την Ε.Ε. και τον κόσμο, και του μένει και το 1/3 περίπου του ονομαστικού «κόστους αγοράς» σε μετρητά στον λογαριασμό του. Μετά δε από όλα αυτά οι κ.κ. Τσίπρας, Δραγασάκης και Τσακαλώτος πανηγυρίζουν για την αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα!

Τα δύσκολα ερωτήματα

 
Το σκάνδαλο δεν ξεσκεπάστηκε στην Ελλάδα αλλά από την Κίνα, αν και στην Ελλάδα έπρεπε να είναι γνωστό και να έχουν κινηθεί οι αρμόδιες αρχές από το καλοκαίρι του 2017, όταν η Eurobank διαπίστωσε τις «ανορθόδοξες» συναλλαγές και διέκοψε τη συνεργασία με την εταιρεία του κ. Παπαευαγγέλου. Δημιουργούνται συνεπώς τα ερωτήματα: α) Η Eurobank ενημέρωσε για αυτά την αρχή για το «ξέπλυμα χρήματος» ώστε να ελεγχθεί το θέμα; β) Ενημέρωσε την εποπτική της αρχή, την Τράπεζα Ελλάδος; γ) Οι δύο αρχές, αν ενημερώθηκαν, τι έκαναν; δ) Πώς μπορούσε και συνέχιζε η Εθνική τη «μηχανή», αν είχε ενημερωθεί η Τράπεζα Ελλάδος; ε) Η Τράπεζα της Ελλάδος, που ελέγχει τις συναλλαγές και τις τράπεζες, δεν κατάλαβε επί δύο και πλέον χρόνια τίποτε; στ) Οι συναλλαγές που γίνονταν ήταν «καραμπινάτα» εντός ελέγχου των διαδικασιών «ξεπλύματος χρήματος», η αρμόδια υπηρεσία της Εθνικής Τράπεζας τι έκανε; Πώς και δεν το πήρε είδηση; Αυτά είναι μόνο μερικά απλά ερωτήματα για την πορεία του θέματος που δείχνουν ότι κάτι πολύ σάπιο υπάρχει στο τραπεζικό σύστημα και δεν είναι μόνο τα κόκκινα δάνεια. Οι ιδιωτικές διοικήσεις των τραπεζών, που με τις «πλάτες» της κυβέρνησης εξαντλούν την αυστηρότητά τους στον κάθε φουκαρά που πήρε ένα δάνειο και δεν μπορεί να το αποπληρώσει γιατί μειώθηκε το εισόδημά του, φαίνεται ότι αναζητούν νέες ευκαιρίες κερδοφορίας κάνοντας με τη σειρά τους «πλάτες» σε παράνομες πρακτικές.

Ο θαυματουργός ιδιωτικός τομέας στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης και της απαξίωσης των ακινήτων έκανε και εδώ το «θαύμα» του. Το παράδειγμα του κ. Παπαευαγγέλου είναι απτό. Παράλληλα υπάρχουν αρκετές άλλες «γκρίζες» ζώνες σε αντίστοιχες συναλλαγές με Τούρκους ολιγάρχες, που αγοράζουν ακίνητα-φιλέτα σε ακριτικές περιοχές της χώρας π.χ. Δωδεκάνησα. Οι προπαγανδιστές του νεοφιλελευθερισμού, υπό το φως των αποκαλύψεων υποχρεώνονται να καταγράφουν τα γεγονότα. Τα καταγράφουν ως απλοί, ουδέτεροι παρατηρητές. Αποφεύγουν να δημοσιοποιήσουν τα αναγκαία συμπεράσματα από αυτές τις πρακτικές γιατί θα τους χαλάσουν την εικόνα που θέλουν και πλασάρουν για τον ιδιωτικό τομέα. Φυσικά αν στην περίπτωση Παπαευαγγέλου ήταν κάποιο πρόσωπο από δημόσια επιχείρηση θα είχαν «οργιάσει», όχι για την πρακτική αλλά για το γεγονός ότι θα προερχόταν από τον δημόσιο τομέα. Για αυτούς ο ιδιωτικός τομέας φέρει «φωτοστέφανο» ενώ ο δημόσιος είναι «έργο του διαβόλου». Τα έργα Παπαευαγγέλου – Jumbo αποδεικνύουν του το αναληθές αυτής της προσέγγισης.

Β’ Μέρος – Η περίπτωση Folli-Follie – Οικογένεια Κοτσολιούτσου

 
Στο παρόν β’ μέρος, θα δούμε μόνο μερικές πλευρές από το διαχρονικό σκάνδαλο της Folli-Follie (FF) καθώς η αναλυτική του παρουσίαση απαιτεί χώρο πολύ μεγαλύτερο.

Εταιρεία υπόδειγμα;

 
Εδώ και 20 χρόνια, μετά τη χρηματιστηριακή κρίση της εποχής Σημίτη (1998-2000), μία από τις λίγες εταιρείες «κόσμημα» στην αγορά, αγαπημένη των θεσμικών επενδυτών, ήταν η FF. Εταιρεία παραγωγής κοσμημάτων αρχικά, μετεξελίχθηκε σε μεγάλο παραγωγικό και εμπορικό όμιλο επιχειρήσεων. Αντικείμενα του ομίλου, η παραγωγή ειδών πολυτελείας (κοσμήματα, ενδύματα, αξεσουάρ κ.λπ.) με εξαγωγικό προσανατολισμό και τα εμπορικά πολυκαταστήματα (εξαγόρασε τα Duty Free και τα μεταπώλησε, κατέχει σήμερα το 36% στα Αττικά Πολυκαταστήματα κ.λπ.).
Ιδιοκτήτες της επιχείρησης ήταν η οικογένεια Κοτσολιούτσου, η οποία με συνεχή προγράμματα διάθεσης μετοχών (placement) μείωνε σταδιακά τη συμμετοχή της στην επιχείρηση, καταγράφοντας ιδιαίτερα υψηλά κέρδη και αντλώντας ποσά εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Τις μετοχές αυτές, αγόραζαν διάφοροι θεσμικοί επενδυτές από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Για να έχουν επιτυχία τα προγράμματα διάθεσης, βασική προϋπόθεση ήταν να υπάρχουν βελτιούμενα οικονομικά μεγέθη και προοπτικές αύξησης πωλήσεων και κερδοφορίας. Αυτά «εξασφαλίστηκαν» από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 με την επέκταση της επιχείρησης στην Άπω Ανατολή, αρχικά στην Ιαπωνία και στη συνέχεια στην ταχέως αναπτυσσόμενη και στην κατανάλωση ειδών πολυτελείας Κίνα. Η ευημερία των ισολογισμών απέφερε οικονομική ευημερία στη διοίκηση της εταιρείας, την οικογένεια Κοτσολιούτσου, και τεράστια κέρδη σε κάθε δημόσια διάθεση μετοχών.

Όλοι οι εμπλεκόμενοι στα επιχειρηματικά και χρηματιστηριακά δρώμενα στην Ελλάδα (μέσα ενημέρωσης, εποπτικές αρχές, πολιτεία και φορείς τη επιχειρηματικής δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα) είχαν να λένε πάντοτε πολύ καλά λόγια για το επιχειρηματικό «θαύμα» της FF και το «ελληνικό δαιμόνιο» των διοικητών της.

Όμως, το θαύμα κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος σε μία ημέρα. Και εδώ, όπως και στην περίπτωση του κ. Παπαευαγγέλου της Jumbo, ο λόγος γα τον οποίο ξεσκεπάστηκε η ανώμαλη κατάσταση που επικρατούσε επί χρόνια, δεν ήταν ότι κάποιοι διαπίστωσαν κάτι στραβό. Δεν ήταν οι αρμόδιες αρχές που εκπλήρωσαν το ρόλο που τους έχει ανατεθεί. Και αυτό το σκάνδαλο ξεσκεπάστηκε από το εξωτερικό, από μια επιχείρηση που κανείς δεν θα μπορούσε αρχικά να το φανταστεί.

 Με με τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, προκύπτει το συμπεράσματα ότι το «μαγείρεμα» των οικονομικών καταστάσεων, η γνωστή «δημιουργική λογιστική», στην υπόθεση FF δεν είναι κάτι που αφορά μόνο το 2017 αλλά μια πρακτική που εφαρμόζεται εδώ και μία τουλάχιστον δεκαετία

Τεράστιο σκάνδαλο από το πουθενά

 
Ήταν αρχές Μαΐου 2018 όταν η επενδυτική εταιρεία (Fund) QCM δημοσιοποίησε έκθεση που αμφισβητούσε τα οικονομικά στοιχεία της FF, καθώς και τον αριθμό των καταστημάτων της στην Άπω Ανατολή. Παράλληλα βέβαια, το κερδοσκοπικό fund προχώρησε σε θέσεις short στη μετοχή της FF (υποτιμητική κερδοσκοπία), προεξοφλώντας τη μεγάλη πτώση της τιμής της μετοχής. Η αναταραχή που ξέσπασε ως «κεραυνός εν αιθρία» είχε σαν αποτέλεσμα την ελεύθερη πτώση της τιμής της μετοχής. Η τιμή της διαμορφώθηκε, από 15,34€ πριν τη δημοσιοποίηση των στοιχείων (3/5/2018), σε 4,80€ στις 24/5/2018 που ήταν και η τελευταία μέρα διαπραγμάτευσης της στο χρηματιστήριο, καταγράφοντας σωρευτικά μείωση 67,70%.

Η μετοχή σταμάτησε να διαπραγματεύεται από τις 25/5/2018 με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Ε.Κ.), αλλά και μετά από αίτημα της ίδιας της εταιρείας, καθώς η τελευταία δεν ήταν σε θέση να παράσχει τα αναγκαία στοιχεία που αφορούσαν τις οικονομικές της καταστάσεις και ιδίως τα επίμαχα σημεία της έκθεσης της QCM. Χρειάστηκαν δηλαδή 20 μέρες για να διαπιστώσει η Ε.Κ. αυτό που θα ήταν αυτονόητο αν είχε κάνει άμεσα τη δουλειά της, ότι η FF δεν μπορούσε να δώσει επαρκείς απαντήσεις.

Σημειώνεται ότι αμέσως μόλις δημοσιοποιήθηκε η έκθεση της QCM, η FF δια του επικεφαλής της, κ. Τζ. Κοτσολιούτσου, μιλούσε για «ανυπόστατα ψεύδη» και «σχέδιο κατά της FF», ενώ δημοσίευσε κείμενα που υποτίθεται ότι ανασκεύαζαν την έκθεση «σημείο προς σημείο». Στην πράξη, ήταν σχεδιασμένες ενέργειες για να κερδίσει χρόνο έναντι των εποπτικών αρχών, των μετόχων και των πιστωτών της εταιρείας, προετοιμάζοντας την «άμυνα» της οικογένειας και του ίδιου του ομίλου.

Ανεπάρκεια των ελεγκτικών μηχανισμών

 
Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε την παντελή αδυναμία της Ε.Κ. να διαχειριστεί ένα θέμα που ανήκει στην εποπτεία της. Χρειάστηκε να περάσουν τρεις βδομάδες για να λάβει την απόφαση της αναστολής της διαπραγμάτευσης της μετοχής για να «προστατεύσει το επενδυτικό κοινό». Και την έλαβε μετά από «πρωτοβουλία» της ίδιας της εταιρείας όταν η τελευταία μόνη της ζήτησε τη διακοπή της διαπραγμάτευσης, ομολογώντας ότι δεν μπορεί να δώσει τα ζητούμενα στοιχεία, ήτοι επαρκείς εξηγήσεις για το σκάνδαλο που είχε ξεσπάσει σε βάρος της.

Συνεπώς, για μία ακόμα φορά η Ε.Κ., όπως και κατά το παρελθόν σε άλλες περιπτώσεις, επενέβη «κατόπιν εορτής» αποδεικνύοντας ότι, αντί να αποτελεί στοιχείο στήριξης της αξιοπιστίας της αγοράς, συμβάλλει κι αυτή στην όλη αναξιοπιστία του συστήματος που υποτίθεται ότι εποπτεύει και προστατεύει.

Σημειώνουμε ότι η Ε.Κ. είναι εποπτικό όργανο και η διοίκησή της εγκρίνεται από επιτροπή της Βουλής μετά από πρόταση του υπουργού Οικονομικών. Ο σημερινός πρόεδρος κ. Γκότσης τοποθετήθηκε πρόεδρος της Ε.Κ. στο τέλος Νοεμβρίου 2016, από την παρούσα κυβέρνηση. Κατά τη συνεδρίαση δε της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής, στις 17/5/2018 για θέματα της Ε.Κ., έγιναν μια σειρά αναφορές στο θέμα της FF που κάθε άλλο παρά αποδεικνύουν την εγρήγορση, την αποτελεσματική λειτουργία και την επαρκή αντίδραση της Επιτροπής. Το γεγονός δε ότι χρειάστηκε να περάσει μία ακόμα εβδομάδα μέχρι να αποφασιστεί τελικά η αναστολή διαπραγμάτευσης της μετοχής, ενώ συζητήθηκε έντονα το θέμα στη Βουλή, δημιουργεί ακόμα περισσότερα ερωτηματικά.

Η όλη καθυστέρηση της αντίδρασης των εποπτικών αρχών και της πολιτείας στο θέμα, έδωσε στους διοικούντες την FF τον αναγκαίο χρόνο να «τρέξουν» όχι για να δημοσιοποιήσουν τα στοιχεία που όφειλαν και να δώσουν επαρκείς απαντήσεις, αλλά να «καλυφθούν» από προβλήματα που θα αναδεικνύονταν στην πορεία. Ένα από αυτά ήταν η εγγραφή προσημειώσεων σε περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας Κοτσολιούτσου έναντι δανεισμού που έγινε ξαφνικά εν μέσω της κρίσης από μη τραπεζική εταιρεία με έδρα την Ελβετία! Με τη βολική αυτή προσημείωση, που έγινε στις 30/5/2018, η οικογένεια ουσιαστικά προστατεύτηκε από τους πιστωτές αλλά και επενδυτές που θα στραφούν στην πορεία εναντίον της.

 Το μέγεθος του «μαγειρέματος» των στοιχείων

 
Ένα από τα επίμαχα σημεία της κριτικής της QCM προς την FF ήταν η μη ενδεδειγμένη διαδικασία ελέγχου από ορκωτούς ελεγκτές των οικονομικών της καταστάσεων, που είχε σαν αποτέλεσμα να αμφισβητούνται τα στοιχεία των ισολογισμών. Να σημειώσουμε εδώ ότι η εταιρεία ορκωτών ελεγκτών στην Ελλάδα απέσυρε το πιστοποιητικό που χορήγησε για τον ισολογισμό χρήσης 2017 μετά τη δημοσιοποίηση του ισολογισμού! Κατά τον έλεγχο δε της ίδιας της εταιρείας ορκωτών, εκ των υστέρων φυσικά και αφού έχει ξεσπάσει το σκάνδαλο, προκύπτουν πλήθος παρατυπίες και για την ίδια. Δύο παραδείγματα: α) Ο τελευταίος ισολογισμός δικός της που έχει δημοσιεύσει το 2018 αφορά το 2014 και β) η FF, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία, άλλαξε ελεγκτική εταιρεία, αλλά ο ελεγκτής παρέμεινε ο ίδιος! Συνεπώς, προκύπτει ότι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του ελληνικού κράτους, όχι μόνο η Ε.Κ., για μία ακόμα φορά απέτυχαν στο έργο τους.

Η διεθνής εταιρεία Alvarez & Marsal (A&M) κλήθηκε και πραγματοποίησε έλεγχο στα οικονομικά στοιχεία της FF για το 2017. Η έκθεσή της αποτέλεσε σοκ ακόμα και για τους πλέον καλόπιστους όσον αφορά το τι συνέβαινε στην FF. Οι αποκλίσεις μεταξύ των οικονομικών καταστάσεων του 2017 και των αποτελεσμάτων από τον έλεγχο της Α&Μ ήταν τεράστιες, πέρα από κάθε εκτίμηση. Ενδεικτικά και μόνο, αναφέρουμε ότι: α) Τα έσοδα της FF από την Ασία ήταν μόλις το 1/10 αυτών που ανακοίνωνε η εταιρεία (πραγματικά 116,8 εκ. δολάρια έναντι ανακοίνωσης 1,1 δισ.), β) τα αποθέματα ήταν 34 εκ. δολάρια έναντι 582 εκ. που εμφάνιζε η εταιρεία και γ) τα καθαρά αποτελέσματα ήταν ζημιές 45 εκ. δολάρια έναντι δημοσιοποίησης για κέρδη 316 εκ. ευρώ…

Παράλληλα, ο έλεγχος που επίσης έγινε από την Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχου, το πόρισμα της οποίας κατατέθηκε στον οικονομικό εισαγγελέα και στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, καταγράφει κι άλλα πρωτοφανή στοιχεία όσον αφορά τη διαχείριση της εταιρείας. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνονται και εικονικά δάνεια χωρίς αναφορά επιτοκίου και χωρίς εξασφαλίσεις, εικονικές συναλλαγές με ανύπαρκτους πελάτες και προμηθευτές για να «φουσκώνουν» τα αποτελέσματα κ.λπ. Γενικά, με τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, προκύπτει το συμπεράσματα ότι το «μαγείρεμα» των οικονομικών καταστάσεων, η γνωστή «δημιουργική λογιστική», στην υπόθεση FF δεν είναι κάτι που αφορά μόνο το 2017 αλλά μια πρακτική που εφαρμόζεται εδώ και μία τουλάχιστον δεκαετία. 

Η υπόθεση της FF αποδεικνύει ότι όσο προβληματικά ήταν τα στοιχεία του δημόσιου τομέα, με τα οποία οι κυβερνήσεις πριν τα μνημόνια κατέγραφαν «επιτυχίες» στον οικονομικό τομέα, άλλο τόσο προβληματικά είναι και τα στοιχεία του ιδιωτικού τομέα που κατέγραφαν «επιχειρηματικά θαύματα»

Η δικαιοσύνη και οι γνωστοί ρυθμοί της

 
Με αυτά τα δεδομένα, το «θαύμα» της FF και τα οικονομικά της μεγέθη κατέρρευσαν, όπως αναφέραμε ήδη, σαν χάρτινος πύργος. Επενδυτές και πιστωτές έχουν ξεκινήσει έναν μακρόχρονο, όπως προβλέπεται, δικαστικό αγώνα απέναντι στην εταιρεία και τη διοίκησή της, την οικογένεια Κοτσολιούτσου. Παράλληλα, το λόγο έχει πλέον και η δικαιοσύνη αυτεπάγγελτα, καθώς έχουν δημοσιοποιηθεί στοιχεία στον οικονομικό εισαγγελέα και στην επιτροπή για το ξέπλυμα παράνομου χρήματος.

Όμως, ακόμα και σήμερα η οικογένεια Κοτσολιούτσου παραμένει αγκιστρωμένη στη διοίκηση της FF, προφανώς με στόχο να περισώσει ό,τι μπορεί από το «έργο» της, αξιοποιώντας κάθε δυνατότητα. Δημιουργεί δε τεράστια ερωτηματικά πώς είναι δυνατόν, μετά από τέτοιες εξελίξεις, ο υιός Τζ. Κοτσολιούτσος, που ήταν επικεφαλής της διοίκησης της FF την επίμαχη περίοδο και βαρύνεται με όλη αυτή τη «μαγειρική» των μεγεθών, να συνεχίζει να παραμένει στη θέση του. Σε αυτές τις συνθήκες, οι εργαζόμενοι της FF είναι που δεν έχουν καμία ευθύνη για όσα έχουν συμβεί και βρίσκονται πλέον σε καθεστώς πλήρους αβεβαιότητας για το μέλλον τους.

Η υπόθεση της FF αποδεικνύει ότι όσο προβληματικά ήταν τα στοιχεία του δημόσιου τομέα, με τα οποία οι κυβερνήσεις πριν τα μνημόνια κατέγραφαν «επιτυχίες» στον οικονομικό τομέα, άλλο τόσο προβληματικά είναι και τα στοιχεία του ιδιωτικού τομέα που κατέγραφαν «επιχειρηματικά θαύματα». Στην περίπτωση του ιδιωτικού τομέα, το όφελος από το «μαγείρεμα» των στοιχείων είναι άμεσο καθώς μεταφράζεται σε κέρδη από μερίσματα, μπόνους διοικούντων και κέρδη υπεραξίας πώλησης (placement) μετοχών, τα οποία ακόμα και σήμερα είναι αφορολόγητα. Παράλληλα, για μία ακόμα φορά αποδείχθηκε η γενική ανεπάρκεια των εποπτικών μηχανισμών στην Ελλάδα.

Έπεται σε ξεχωριστό άρθρο το τρίτο μέρος με τα «έργα και τις ημέρες» Βγενόπουλου – Marfin και όχι μόνο

από το «https://www.e-dromos.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο