Ανασχηματισμός: Το «άνοιγμα στο Κέντρο» αλά Τσίπρα και η πραγματική αμηχανία του ΣΥΡΙΖΑ

Ανασχηματισμός: Το «άνοιγμα στο Κέντρο» αλά Τσίπρα και η πραγματική αμηχανία του ΣΥΡΙΖΑ


Τις προηγούμενες μέρες μέσω των γνωστών μηχανισμών «διαρροών» κυκλοφορούσε η φράση «αμφίπλευρη διεύρυνση» σε σχέση με τον ανασχηματισμό που ετοίμαζε ο Αλέξης Τσίπρας.

Η περιγραφή αυτή στην πολιτική ιστορία του τρόπου έχει μεγάλη ιστορία, ήδη από την άνοιξη του 1978 όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έκανε ταυτόχρονα άνοιγμα και προς την Εθνική Παράταξη και προς την ΕΔΗΚ και προς το Κόμμα Φιλελευθέρων.

Βέβαια στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, η φράση αυτή χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει ένα άνοιγμα ταυτόχρονα προς την κεντροδεξιά και προς την κεντροαριστερά.
Όμως, εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα… γεωμετρίας. Η λέξη αμφίπλευρη δεν ταιριάζει ακριβώς στη διεύρυνση μιας κυβέρνησης που κορμό έχει ένα κόμμα τυπικά τουλάχιστον της αριστεράς και που ενισχύθηκε με πολιτικούς που τυπικά επίσης είναι σε πιο δεξιές θέσεις. Μόνο ένα κόμμα του Κέντρου θα όριζε ως «αμφίπλευρη» μια διεύρυνση προς την κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά.

Εκτός βέβαια και εάν η χρήση της φράσης δεν ήταν τυχαία και όντως ο ΣΥΡΙΖΑ κατεξοχήν διεκδικεί και το χώρο του Κέντρου ή εκτιμά ότι μπορεί να παίξει ανάλογο ρόλο.

Η διεκδίκηση του χώρου του Κέντρου

Τυπικά τα κόμματα της αριστεράς έχουν πάντα το φόβο ότι εάν κινηθούν σε πιο «δεξιές» θέσεις, τότε θα χάσουν από τα αριστερά τους. Ας μην ξεχνάμε ότι στην ιστορία της αριστεράς οι περισσότερες διασπάσεις γίνονταν προς τα αριστερά και από τάσεις που κατηγορούσαν τις ηγεσίες ότι ξεπουλούν αρχές και αξίες.

Όμως, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν αισθάνεται κάποιο τέτοιο φόβο. Κατάφερε να ανατρέψει καταλυτικά το συσχετισμό εντός της αριστεράς έναντι του ΚΚΕ το 2012, ενώ στις δεύτερες εκλογές του 2015 άντεξε μια διάσπαση που περιλάμβανε πολλά στελέχη πρώτης γραμμής. Σήμερα το τοπίο στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει κατακερματισμένο και χωρίς να μπορεί εκλογικά να τον αμφισβητήσει απειλητικά.

Επιπλέον, στο ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεχνούν ότι σε μεγάλο βαθμό ωφελήθηκαν εκλογικά από την εκλογική και πολιτική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ ήδη από το 2012. Από τότε ξεκινάει και η διαρκής προσπάθεια κατοχύρωσης για τον ΣΥΡΙΖΑ ταυτόχρονα του ιστορικού χώρου της αριστεράς αλλά και της κεντροαριστεράς.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει ακόμη και τον ιδιαίτερο ρητορικό πολιτικό τόνο του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα που ουκ ολίγες φορές συγκρίθηκε σε πλευρές του με αυτόν του Α. Παπανδρέου.

Σε αυτό το φόντο το πολιτικό σχέδιο ήδη από το 2015 ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ να καταλάβει τον πολιτικό χώρο της πάλαι ποτέ κεντροαριστεράς ενός δυνάμει μεταμνημονιακού δικομματισμού.

Άλλωστε, το πραγματικό πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ που αποδέχεται πλέον τις ιδιωτικοποιήσεις και τη δημοσιονομική πειθαρχία όπως και τη μισθολογική συγκράτηση στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και απλώς διεκδικεί ένα δίκτυ κοινωνικής προστασίας για τους πιο αδύναμους, λίγο απέχει από όσα λέει σήμερα όχι μόνο ο κορμός της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας αλλά ακόμη και «μετα-σοσιαλδημοκρατικές» απόψεις όπως αυτές του Εμανουέλ Μακρόν.

Ταυτόχρονα, με την κεντροαριστερά διαιρεμένη ως προς την προοπτική των πολιτικών συνεργασιών και πλέον και διασπασμένη, ο ΣΥΡΙΖΑ ελπίζει να προσελκύσει ξανά ένα δυναμικό από εκεί.

Η ανάγκη να καθησυχαστούν οι δανειστές

Παρότι η κυβέρνηση δηλώνει ότι πλέον είμαστε εκτός των μνημονίων και ότι ανακτούμε τον έλεγχο της άσκησης πολιτικής, καθώς όσο είμαστε εντός των δημοσιονομικών δεικτών μπορούμε να επιλέγουμε τα μέτρα, στην πραγματικότητα αυτή η κυβέρνηση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την «ευμενή διάθεση» και την «καλοσύνη» των δανειστών.

Δεν αναφερόμαστε μόνο στη συμβολική αλλά και πραγματική βαρύτητα που θα έχουν οι αξιολογήσεις που δεν πρόκειται να σταματήσουν αλλά και σε πιο άμεσες προτεραιότητες όπως αυτές που αφορούν την αναστολή της μείωσης των συντάξεων.

Σε ένα τέτοιο τοπίο είναι προφανές ότι όσες «αριστερές κορώνες» –εσωτερικής αποκλειστικά κατανάλωσης– και εάν ακουστούν, η κυβέρνηση το τελευταίο πράγμα που θέλει να κάνει είναι να δείξει στους «θεσμούς» ότι παρεκκλίνει της βασικής γραμμής της λιτότητας, των «υπερπλεονασμάτων» και της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Με αυτή την έννοια, τόσο η διατήρηση στη θέση του οικονομικού επιτελείου που χειρίστηκε τη διαπραγμάτευση για το «τέλος του ελληνικού προγράμματος» και αποδέχτηκε τις σκληρές δεσμεύσεις που αυτό συνεπαγόταν, όσο και η διεύρυνση του κυβερνητικού σχήματος κυρίως με στελέχη που προέρχονται από πιο «συστημικούς» πολιτικούς χώρους, αυτό το μήνυμα κυρίως θέλει να στείλει.

Τα πραγματικά όρια του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος διακυβέρνησης

Εδώ να προσθέσουμε και μια παράμετρο ακόμη. Έξι χρόνια μετά την εκτίναξή του στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τριάμισι από την άνοδο του στην εξουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δείξει τα όρια που έχει ως κόμμα διακυβέρνησης.

Στην πραγματικότητα, έχει φανεί πια και η αποτελεσματικότητα και οι δεξιότητες και δυνατότητες αλλά και οι περιορισμοί αυτού του πολιτικού δυναμικού.
Δεν είναι τυχαίο έτσι που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να παρουσιάσει ένα υπουργείο όπου να δοκιμάστηκε ένα «όραμα» ή μια σημαντική ανατροπή ή «μεταρρυθμιστική πνοή».
Οι πιο «πετυχημένοι» υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτοί που είτε είναι οι «καλοί μαθητές» της Τρόικας, όπως ισχύει για το οικονομικό επιτελείο, είτε οι πρωταθλητές της απορροφησιμότητας των ΕΣΠΑ, όπως ο κ. Χαρίτσης, είτε αυτοί που απλώς υλοποιούν μια προαποφασισμένη γεωπολιτική κατεύθυνση (και μάλιστα χωρίς πλήρη εκτίμηση των συνεπειών), όπως ο κ. Κοτζιάς.

Όσο για τους πολυδιαφημισμένες/ους «νέες/ους», κάποια στιγμή ας δείξει π.χ. η κ. Αχτσιόγλου, που αρέσκεται να πιστεύει ότι αγωνίζεται υπέρ του «κόσμου της εργασίας» χωρίς να έχει ακριβώς βιώσει την πραγματικότητά της, σε ποιο βαθμό όντως οι διακηρύξεις της έχουν σημάνει κάποια βελτίωση στην αγορά εργασίας, όταν όλα τα στοιχεία δείχνουν ακόμη μεγαλύτερη επισφάλεια, ελαστικότητα και μισθολογική υποβάθμιση.

Ούτε είναι τυχαίο ότι μετά την αποτυχημένη όπως αποδείχτηκε επιλογή Παπαδημητρίου (ενός κατά τα άλλα σεβαστού κατά τα άλλα πανεπιστημιακού που θεωρήθηκε ότι για κάποιο λόγο που ποτέ δεν εξηγήθηκε θα προσέλκυε επενδύσεις), την ανάλογη ευθύνη διατηρεί ο Γιάννης Δραγασάκης, δηλαδή ο άνθρωπος που ως υπεύθυνος του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ εξασφάλισε ότι δεν θα υπήρχε ακριβώς αναλυτικό πρόγραμμα, ώστε να είναι πιο εύκολη η προσαρμογή στις απαιτήσεις των δανειστών.

Γι’ αυτό και ακόμη και σε τομείς όπως η Παιδεία όπου δεν εξαρτώνται όλα από τα μνημόνια και όπου υπήρχε περιθώριο για πραγματικές μεταρρυθμιστικές τομές ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης του σχολείου, είχαμε απλώς διαχειριστικές παρεμβάσεις.

Αντίστοιχα, ένας κρίσιμος χώρος όπως η Υγεία παραμένει στα χέρια (και) του κ. Πολάκη ώστε να μπορεί ένα στενό κομματικό ακροατήριο να απολαμβάνει τις «παρεμβάσεις» του. Μόνο που από όσο γνωρίζουμε ο ρόλος του «κομματικού γελωτοποιού» δεν προβλέπεται ακριβώς στο κυβερνητικό οργανόγραμμα.

Οι δύσκολες ισορροπίες της κυβέρνησης

Το γεγονός ότι σήμερα η κυβέρνηση και τα φιλικά προς αυτή ΜΜΕ κυρίως τονίζουν το χαρακτήρα του ανοίγματος προς το Κέντρο, ενώ τις αμέσως προηγούμενες μέρες η κεντρική «γραμμή» ήταν το λεγόμενο «αριστερό πρόσημο» που υποτίθεται ότι επιστρέφει, αποτυπώνει ακριβώς τις δύσκολες ισορροπίες που προσπαθεί να κρατήσει η κυβέρνηση.

Αν το περιγράφαμε σχηματικά, θα λέγαμε ότι η κυβέρνηση ήθελε ταυτόχρονα να δείξει «αριστερό προφίλ», «κοινωνικό πρόσωπο» και «συστημικό προσανατολισμό».
Στην πραγματικότητα, το «αριστερό προφίλ» αφορά και μόνο το στενό κομματικό δυναμικό, την όποια ρητορική θα ξεδιπλώσουν συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης με επίσης συγκεκριμένα όρια (δυστυχώς για την κυβέρνηση το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας δεν σπεύδει κάθε πρωί να ανοίξει το left.gr) και την προσπάθεια που θα κάνει ο Πάνος Σκουρλέτης.

Την ίδια ώρα το «κοινωνικό πρόσωπο» θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το «συστημικό προσανατολισμό» και κυρίως από την καλή διάθεση των «θεσμών». Από εκεί θα εξαρτηθεί και το εάν θα προχωρήσει όπως θέλει η κυβέρνηση η αύξηση του κατώτατου μισθού ή η κατάργηση του «υποκατώτατου» μισθού όπως -και κυρίως- η διαπραγμάτευση για τις συντάξεις.

Όμως, όλα αυτά καθόλου δεδομένο δεν είναι ότι θα καταφέρουν να πετύχουν την εκλογική επανασυσπείρωση που θα ήθελε η κυβέρνηση. Αφενός, γιατί η κυβέρνηση αυτή σε μεγάλο βαθμό αποπνέει αίσθηση «συνέχειας» παρά «τομής και επανεκκίνησης». Αφετέρου, γιατί η πραγματική «κρίση εμπιστοσύνης» στη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τμήμα των ψηφοφόρων του, ιδίως αυτών που προέρχονται από την κεντροαριστερά, δεν απαντιέται απλώς με την υπουργοποίηση της κ. Ξενογιαννακοπούλου ή της κ. Ζορμπά.

Γιατί τα κόμματα και οι κυβερνήσεις σε τελική ανάλυση δεν κρίνονται από τα πρόσωπα ή την όποια επικοινωνιακή διαχείρισή τους, αλλά από τις πραγματικές πολιτικές που ασκούν. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να προσπαθεί να συσπειρώσει τους εργαζόμενους στο δημόσιο (με το φόβο τυχόν διακύβευσης της μονιμότητας) ή κάποια στρώματα που εξαρτώνται από τις επιδοματικές πολιτικές «κοινωνικής προστασίας», αλλά δεν μπορεί να πείσει πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας για τη δυνατότητα να φέρει πραγματικά την «ανάπτυξη» και έναν άλλο οικονομικό δυναμισμό, την ώρα που οι καταστροφικές πυρκαγιές έδειξαν με τραγικό τρόπο και μια αποτυχία να εξασφαλίσει στοιχειωδώς εύρυθμη κυβερνητική λειτουργία.

Οι ανασχηματισμοί αποτελούν κρίσιμα πολιτικά εργαλεία. Όμως, έχουν όρια στα αποτελέσματα που μπορούν να φέρουν και περιορισμένο χρόνο στον οποίο αλλάζουν την πολιτική ατζέντα. Μετά επανέρχονται αδυσώπητα τα πραγματικά πολιτικά ερωτήματα.

από το «http://www.in.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο