Με όχημα την ποίηση: Αλεξάντρ Πούσκιν (1799-1837)

Με όχημα την ποίηση: Αλεξάντρ Πούσκιν (1799-1837)


Επιμέλεια Λουκάς Αξελός

[Θυμούμαι τη στιγμή της τόσης ευτυχίας!]

Θυμούμαι τη στιγμή τής τόσης ευτυχίας!
Μπροστά μου τότε πρόβαλες εσύ,
Σαν όραμα και οπτασία περαστική,
Κι ωσάν το όργιο πλούσιας φαντασίας.

Μια καλλονή ασύγκριτης μαγείας.

Στον ποιητή

Ποιητή! Η αγάπη του λαού να μη σε πάει στην τρέλα.
Παρέρχεται η φήμη της στιγμής κι από επαίνους ενθουσιασμού.
Θ’ ακούσεις του ανόητου την κρίση, τα κρύα γέλια
Των πολλών, μα μείνε σταθερός και ήρεμος, σε θέση σκυθρωπού.

Εσύ ’σαι Ρήγας, ζήσε μόνος, τον λεύτερο ν’ ακολουθήσεις, έλα,
Δρόμο, στου πνεύματός σου δώσ’ σου τη ροή, στου στοχασμού,
Των λατρευτών σου ιδεών τους καρπούς φτάνοντας στην εντέλεια,
Για πράξεις ευγενικές παράσημα μη ζητάς του πρόσκαιρου συρμού.

Τα έχεις μέσα σου: κριτής ανώτατος του εαυτού σου.
Ξέρεις να κρίνεις αυστηρά τους κόπους τους δικούς σου.
Σου δίνει.
Καλλιτέχνη απαιτητικέ, χαρά των κόπων σου ο ιδρώς;

Πετάς από αγαλλίαση; Ας βλαστημάει το πλήθος,
Κι ας φτύνει στο βωμό, όπου η φωτιά σου καίει. Κι ο μύθος.
Με μπρίο παιδιού τον τρίποδα κραδαίνει ο τυφλός εσμός.

[Σηκώσου και πάλι σύσσωμη, Ελλάδα]

Σηκώσου και πάλι σύσσωμη, Ελλάδα,
Ότι μάταια δεν κίνησες ουρανό και γη,
Ότι μάταια δε φούντωσες πολέμου δάδα
Κι ο Όλυμπος, κι ο Πίνδαρος με σε μαζί.

Στον ίσκιο των αρχαίων σου ψηλών κορφών
Η νέα γεννήθηκε λευτεριά του ιερού σου πάθους,
Κι από του Περικλή και του Θεμιστοκλή τους τάφους
Και μες στη λάμψη των μαρμάρων σου κρυφών.

Ανέσπερης ηρώων δόξας και θεών πατρίδα
Σπάσε τις αλυσίδες σου, στη γόνιμη φωτιά πήδα
Με θούρια φλογερά μεγάλων βάρδων:
Του Ρήγα, του Τυρταίου και του Μπάιρον.

Μετάφραση: Γιάννης Μότσιος
από το «https://www.e-dromos.gr/»

 

 

Ένα σχόλιο

  • By Γιώργης Χολιαστός on 24 Ιουλίου 2018

    Απάντηση

    ΑΤΤΙΚΗ 23-7-18

    Αδέρφια μου,
    ταχύτερη απ’ τον φτεροσάνταλον Ερμή
    το νέο μάς ήρθε του ξολοθρεμού σας.
    Ένα όνειρο πικρό τα φρένα εξέσχισε των Ολυμπίων
    τον γαληνό ταράζοντάς τους ύπνο.
    Οι Συμπληγάδες της ψυχής μας
    ακίνητες μιας κι άνοιξαν εμείναν
    ακέριο αφήνοντάς το να περάσει το καράβι
    της Θλίψης, της Οργής και των Συγκλονισμών.
    Στην πλώρη του επάνω
    πελιδνός
    χωρίς φωνή και πρόσωπο
    της Τραγωδίας ο άγγελος να διασαλπίζει:
    “ΔΕΚΑΔΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΝΕΚΡΟΙ!”

    Ο απρόσμενος χαμός σας
    στις πιο ψηλές κορφές του Πόνου μάς ανέβασε.
    Εκεί που κόβεται η ανάσα,
    εκεί που άλαλα τα χείλη μένουν,
    εκεί που δεν μπορεί το δάκρυ ν’ αναβλύσει-
    εκεί στερρό που υψώνεται το κάστρο της Οδύνης
    με τα τριακόσα εξηνταπέντε δίκοπα της Φτώχειας
    ασήμαντα να κείνται τώρα κάτου-ευτελισμένα.

    Οι ώρες μας
    στην Άβυσσο της Λύπης βυθισμένες
    δεν αλλάζουν πια.
    Η υπομονή αδέρφια μου
    έφτασε ξάφνω
    στο ακρόχειλο του πιο βαθιού γκρεμού της
    βλέποντας κάτω
    αθέλητη υποψήφια αυτόχειρ.

    Στο πανηγύρι ετούτο του Χαμού,
    στο χώμα της πατρίδας μας επάνω
    η Φρίκη την πιο πλούσια της πραμμάτια εξεδίπλωσε
    κι απλόχερα τη σκόρπισε εναγύρω.

    Μέσα στων δέντρων τους κριγμούς
    μες στον ορυμαγδό
    μες στο φρικώδες ξάφνιασμα
    φωνές ακούονταν ικετευτικές
    από το κάθε στόμα:
    «Αδέρφια μας μη φεύγετε! Σταθείτε!”

    Όμως η Μοίρα εσάς σας είχε κιόλας ξεχωρίσει.
    Και σας πήρε.
    Και το άρωμα έμεινε χωρίς αγέρα
    το στόλισμα χωρίς γυναίκα
    η αγάπη δίχως αγκαλιά.

    Αδέρφια μας
    τώρα κοιμόσαστε ήρεμα
    γλυκά και αλαφρά.
    Τώρα στο χώμα ανθούν τα όνειρά σας.
    Κι οι αναμνήσεις σας-όσες προλάβατε να φτιάξετε-
    στα φύλλα των τριαντάφυλλων ακούμπησαν θλιμμένες.

Αφήστε ένα σχόλιο