H Eλλάδα και η Συμπεριφορική Μακροοικονομική

H Eλλάδα και η Συμπεριφορική Μακροοικονομική


του
Ηλία Καραβόλια -European Business Review

Είμαστε πλέον case study στα διεθνή οικονομικά.
Η ελληνική οικονομία κινείται μεταξύ υπερπλεονασματικών στόχων και μή ισχυρής ανάπτυξης, με υψηλή ανεργία ταυτόχρονα -που βαίνει μειούμενη λόγω χαμηλών μισθών μερικής απασχόλησης- παρά την οριακή άνοδο των επενδύσεων. Η εικόνα της οικονομίας δηλαδή, δεν μοιάζει με εικόνα μιας οικονομίας που παλεύει να ισορροπήσει σε «φυσικά ποσοστά» δημοσιονομικών μεγεθών (πόσο φυσιολογικό είναι άραγε να τρέχουν τα πλεονάσματα υψηλότερα από την ανάπτυξη;).

Όπως ανέφερα και στο τελευταίο άρθρο μου οι εκτιμήσεις του Εθνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου για πλεόνασμα 5,2 % το 2022 αλλά ανάπτυξη για τότε κοντά στο 2,5%, στηρίζονται πάνω σε μια παραμετροποίηση που λαμβάνει υπ’ όψιν αισιόδοξες ανοδικές τάσεις της οικονομίας, χωρίς όμως αυτές να στηρίζονται σε μια «κανονικότητα».
Τι εννοώ; Μια οικονομία συμπεριφέρεται μακροοικονομικά ως συλλογικό υποκείμενο που χρησιμοποιεί έναν σχεδόν ασυνείδητο μηχανικό τρόπο προσαρμογής των ατόμων στα δεδομένα που προκύπτουν από την δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Έτσι, και η ελληνική οικονομία συμπεριφέρεται -πλέον- ως συλλογικός φορέας αγοράς που διαμορφώνει σχεδόν ομοιογενή αποτελέσματα, ως προς την διάχυση του κόστους, στα μέλη της αφού όλοι πληρώνουμε στο Κράτος. Αλλά με την διάχυση του οφέλους τι γίνεται; Γιατί όλοι δεν καρπωνόμαστε το όφελος της ορθολογικής συμπεριφοράς του εθνικού ισοζυγίου εσόδων – δαπανών;

Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το ελληνικό παράδοξο: αυτός ο συλλογικός φορέας, η ελληνική «αγορά» δηλαδή (παραγωγή, εμπόριο, πιστωτικό σύστημα) έχει κυριαρχηθεί -για την ακρίβεια έχει εγκιβωτιστεί- από τον αδηφάγο συλλογικό κεφαλαιοκράτη που λέγεται Κράτος. Και όλοι καταλαβαίνουμε ότι ο μεγάλος καπιταλιστής της χώρας, το Δημόσιο, έχει καταφέρει να βγάζει πλεόνασμα δημιουργώντας ελλείμματα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις (και όχι απο μεγέθυνση της οικονομίας).

Άραγε πόσο φυσιολογικό είναι αυτό σε επίπεδο μακροοικονομικής ισορροπίας; Και πόσο στέκεται στο Θέατρο της οικονομίας η εκδοχή της μονοπωλιακής εισπρακτικής ισχύος από το Κράτος; Η απάντηση είναι σύνθετη. Εξαρτάται από την συμπεριφορά των οικονομικών δρώντων στην οικονομία και από τον βαθμό εξάρτησης τους από το Κράτος. Αν αυτό είχε γενναίο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και συμπράξεων με τον ιδιωτικό τομέα ώστε να ανοίγονται θέσεις εργασίας σε έργα πχ. υποδομών και ενέργειας, τότε η ισχύς του κρατικού καπιταλιστή θα είχε συμβάλλει στην δημιουργία εισοδήματος για τους πολλούς. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Και όσο δεν γεννάει βιώσιμες θέσεις ο ιδιωτικός τομέας (αδράνεια επενδυτικών κεφαλαίων λόγω υπερ-φορολόγησης και γραφειοκρατίας) τόσο περισσότερο θα μοιάζει με απατηλό όνειρο η άνοδος του εθνικού εισοδήματος (κατ’ επέκτασιν και του κατά κεφαλήν εισοδήματος) παρά την μειούμενη ανεργία (αφού αυτή θα στηρίζεται σε μερική και εποχική απασχόληση αλλά και σε χαμηλούς μισθούς).

Η Συμπεριφορική Μακροοικονομική διερευνά αυτές ακριβώς τις ανισορροπίες που γεννιούνται όταν μια οικονομία δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε μεσομακροπρόθεσμες τάσεις μεγέθυνσης ενώ ήδη βρίσκεται σε βραχυπρόθεσμη (δυστυχώς παρατεταμένη στην περίπτωση μας) προσαρμογή μέσω εσωτερικής υποτίμησης και δημοσιονομικής πειθαρχίας. Και για την ιστορία της σύγχρονης αυτής θεωρίας (behavioral macroeconomics) καταλήγω με αυτό ακριβώς που ξεκίνησα: Η Ελλάδα είναι ήδη case study…


Σημείωση Αι. Ιδεών: Στην προκειμένη περίπτωση ο «συλλογικός κεφαλαιοκράτης» δεν είναι το ανύπαρκτο ελληνικό κράτος, αλλά το κατεχόμενο από του τοκογλύφους δανειστές υβριδικό κράτος με έδρα το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες! Ενδεχομένως η «λεπτομέρεια» αυτή οφείλουμε να λαμβάνουμε υπ’ όψη ως τη κυρίαρχη παράμετρο στη μελέτη της ελληνικής «εξίσωσης»!

 

 

Ένα σχόλιο

  • By George Kakarelidis on 10 Ιουνίου 2018

    Απάντηση

    πῶς νὰ μὴν ὑπάρχῃ παράδοξο, ὅταν δὲν ὑπάρχει δημοσιονομική ΚΑΙ νομισματική κυριαρχία;

Αφήστε ένα σχόλιο