Η… προσφορά του Κ. Σημίτη στο Έθνος

Η… προσφορά του Κ. Σημίτη στο Έθνος


ή για το πως το εξωτερικό δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε σε μια νύκτα μέσα από 37,9 δις σε 145,737 δις ευρώ.*

του Όθωνα Κουμαρέλλα

Τις προάλλες διοργανώθηκε τελετή για να τιμηθεί για την… προσφορά του στο Έθνος ο πρώην πρωθυπουργός του ΠΑΣΟΚ και αρχιτέκτονας του ευρωπαϊκού «εκσυγχρονισμού» της χώρας κ. Κωνσταντίνος Σημίτης. Παρόν στην εκδήλωση έδωσε όλο το enfant gâté του ελληνικού πολιτικού απαράτ και των πάσης φύσης φερόμενων ως ελίτ του τόπου, από τον νυν πρωθυπουργό Μητσοτάκη έως την φερόμενη ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας κα Σακελλαροπούλου.

Θα ήταν παράληψη από την πλευρά μας, με την ευκαιρία,  να μην υπενθυμίσουμε το μεγαλύτερο, ή τουλάχιστον ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα, που έγινε σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας τουλάχιστον μεταπολεμικά. Και αυτό ήταν η χωρίς όρους και προϋποθέσεις ένταξη της χώρας στον σκληρό πυρήνα της ΟΝΕ, που οδήγησε στην υπερχρέωση και στο καθεστώς χρεοκρατίας που κατέστρεψε και συνεχίζει να μας καταστρέφει απορροφώντας και την τελευταία ικμάδα και δυνατότητα αυτής της δύσμοιρης χώρας και του λαού της.

Μέχρι το βράδυ της 31ης Δεκεμβρίου 2001 το ελληνικό δημόσιο χρέος ύψους μέχρι τότε 49,66 τρισεκατομμυρίων δραχμών -ή αποτιμώμενο σε ευρώ 145,74 δις- ήταν κατά ένα ποσοστό τουλάχιστον 74% σε ελληνικά ομόλογα πληρωτέα σε δραχμές και επί της ουσίας εσωτερικό χρέος που το κατείχαν κυρίως Έλληνες ομολογιούχοι – αποταμιευτές. Κατά μια έννοια το σε εγχώριο νόμισμα χρέος αποτελούσε ταυτόχρονα εθνική αποταμίευση, ενώ δεν αμφισβητείτο η δυνατότητα εξυπηρέτησης του, μέσω της ανακύκλωσης των ομολόγων και την κοπή νέου χρήματος. Μόνον περίπου το 26%, ή 37,9 δις ευρώ, ήταν σε ξένο συνάλλαγμα. Τουτέστιν, το πραγματικό εξωτερικό χρέος της χώρας ήταν εξαιρετικά μικρό, τόσο σε απόλυτους αριθμούς, όσο και σε ποσοστό επί του ΑΕΠ, συνεπώς απόλυτα εξυπηρετήσιμο κι εντός των δυνατοτήτων της έτσι κι αλλιώς ασθενικής ελληνικής οικονομίας.

Ξημερώματα της 1ης Ιανουαρίου 2002 το σύνολο του χρέους (145,737 δις αποδιδόμενο σε ευρώ) μετετράπη σε συναλλαγματικό, δηλαδή σε ένα νόμισμα που η Ελλάδα δεν εξέδιδε και για να μπορούσε να το ξεπληρώνει όφειλε, ή να έχει τεράστια δημοσιονομικά πλεονάσματα με τα πρωτογενή να ξεπερνούν ακόμη και το 4,5% του ΑΕΠ, ή να δανείζεται επίσης σε συνάλλαγμα. Επειδή το πρώτο ήταν αδύνατο να συμβεί ακόμη και από οικονομίες πολύ ισχυρότερες από την ελληνική (πχ Ιταλία, Ισπανία, αλλά και η ίδια η Γερμανία), ο εξωτερικός (συναλλαγματικός) δανεισμός, για την εξυπηρέτηση (μόνον των τόκων) του τεράστιου πλέον εξωτερικού (συναλλαγματικού) χρέους για τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας ήταν μονόδρομος. Τόκοι επάνω στους τόκους σε ένα αέναο σπιράλ καταστροφής που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Για να καταλάβουμε τα μεγέθη από το 2002 έως και το 2009, που ουσιαστικά χρεωκοπήσαμε, η χώρα είχε πληρώσει για τόκους και χρεολύσια σε σκληρό ευρώ (= συνάλλαγμα) 254,021 δις και ταυτόχρονα το χρέος της υπερδιπλασιάστηκε και από 145,737 δις, έφτασε στο τέλος του 2009 στα 301,062 δις. Το αρνητικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα της περιόδου 2002-9 έφτασε αθροιστικά μόλις τα 51,697 δις, κι εάν εξαιρέσουμε το 2008 και 2009, ήταν εντός του πλαισίου των προβλέψεων του Μάαστριχτ περί δημοσιονομικού ελλείμματος (3%). Φυσικά τόσο οι πληρωμές των τόκων και χρεολυσίων του παλαιού δραχμικού χρέους (επιβαρυμένου με υψηλά επιτόκια που το ακολούθησαν και μετά τη μετατροπή του σε ευρώ), όσο τα δημοσιονομικά ελλείμματα, καλύφθηκαν με νέο δανεισμό. Εξ ου και η υπερχρέωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 155,325 δις που προστέθηκαν στο αρχικό χρέος, μόνον τα 51,697 δις, ήτοι μόνον το 33% του νέου δανεισμού πήγε για την κάλυψη ελλειμμάτων της περιόδου 2002-2009. Τα υπόλοιπα 103,628 δις μαζί με άλλα 254,021 δις που ήδη είχαμε πληρώσει στο μεσοδιάστημα για τόκους και χρεολύσια (79,374 για τόκους μόνον), κατευθύνθηκαν στην εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους, το οποίο έφτασε πριν το PSI του 2012 στα 356,289 δις ευρώ. Για να επιστρέψει μετά το PSI, που χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους όλων των εποχών παγκοσμίως, στο τέλος του 2012 στα 305,096 δις ευρώ.

Στο ευρώ, όπως συμβαίνει συνήθως με τα συναλλαγματικά χρέη, όσο πληρώνεις το χρέος, τόσο αυτό αυξάνει. Έτσι, παρά τα μνημόνια, την εξοντωτική εσωτερική υποτίμηση κτλ, φτάσαμε στην «πανηγυρική» μας δήθεν έξοδο από τα μνημόνια το 2018 να χρωστάμε, μολονότι είχαμε ήδη πληρώσει αθροιστικά όλα αυτά τα χρόνια 489,312 δις ευρώ (μόνον για τόκους 156,216 δις ευρώ), άλλα 358,949 δις και σήμερα χρωστάμε πάνω από 405 δις (έχοντας πληρώσει έκτοτε και μέχρι σήμερα άλλες αρκετές δεκάδες δις σε τόκους και χρεολύσια παρά τις υποτιθέμενες ευνοϊκές ρυθμίσεις ως προς τον ESM). Με τις υγείες μας, παραμένοντας πάντα πιστοί στη… σωστή πλευρά της ιστορίας!

(Στον επισυναπτόμενο πίνακα όλες οι πληροφορίες και τα μεγέθη αναλυτικά μέχρι και το 2018, από τους εθνικούς λογαριασμούς, ο πίνακας συμπληρώνεται μέχρι και το τέλος του 2022, αλλά λείπουν οι πληρωμές εξόφλησης χρεολυσίων).

Το παραμύθι των χαμηλών επιτοκίων.

Σε αντιδιαστολή της επιχειρηματολογίας για τα αρνητικά αποτελέσματα αυτής της βίαιης και δίχως την παραμικρή μελέτη για τις επιπτώσεις της, εκχώρηση της νομισματικής κυριαρχίας της χώρας, αντιτείνεται το γεγονός, ότι η χώρα μπορούσε να δανείζεται με χαμηλότερα επιτόκια, από εκείνα της περιόδου προ του ευρώ.

Πρόκειται περί απάτης ολκής τα χαμηλά επιτόκια! Διότι το παλαιότερο δραχμικό χρέος ήταν ήδη επιβαρυμένο με υψηλά επιτόκια, τα οποία το ακολούθησαν και μετά την ολοκληρωτική μετατροπή του σε ευρώ. Έτσι τα «χαμηλά» επιτόκια του νέου δανεισμού, ήλθαν να επικαθίσουν στα παλαιότερα υψηλά. Ουσιαστικά μιλάμε για πανωτόκια!

Τη στιγμή που ήταν αδύνατον να ανατροφοδοτείς το χρέος στο νόμισμά σου, τα χαμηλά επιτόκια του νέου χρέους, για την εξυπηρέτηση του παλαιού, ήταν όχι μόνον δώρο άδωρο, αλλά και ασφαλής οδηγός προς τη συναλλαγματική υπερχρέωση.

Το πρόβλημα αυτό έχει επισημανθεί από πολλούς έγκριτους ξένους οικονομολόγους, διότι δεν αφορούσε μόνον το ελληνικό χρέος. Μάλιστα τέθηκε με επίταση και από την κυβέρνηση των 5 αστέρων στην Ιταλία τον Σεπτέμβριο του 2018, από τον γνωστό βραβευμένο καθηγητή Paolo Savona, υπουργό τότε για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις στην ιταλική κυβέρνηση, με ένα ιστορικό ντοκουμέντο προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τίτλο «Μια πολιτεία για μια Ευρώπη διαφορετική, πιο δυνατή και πιο δίκαιη», επισημαίνοντας ως μια από τις κύριες πηγές της Ευρωπαϊκής κακοδαιμονίας, τη μη ρύθμιση των χρεών των χωρών στα εθνικά τους νομίσματα, πριν την καθιέρωση του κοινού νομίσματος. Πρότεινε μάλιστα σειρά από λύσεις, που προφανώς απορρίφθηκαν από το «ιερατείο» των Βρυξελλών, αφού στερούσε από τις πλούσιες και πλεονασματικές χώρες τη δυνατότητα να κανιβαλίζουν τις πιο αδύναμες στο εσωτερικό της ένωσης.

Το «φθηνό» χρήμα με το ευρώ

Πράγματι αμέσως μετά την καθιέρωση του ευρώ, οι τράπεζες επιδόθηκαν σε έναν αγώνα δρόμου πιστωτικής επέκτασης και κάλυψης, διαμέσου του δανεισμού, του κενού που δημιουργούσε η σταδιακή πτώση των πραγματικών εισοδημάτων. Με «τυράκι» τα υποτιθέμενα χαμηλά επιτόκια (που στην περίπτωση των καταναλωτικών δανείων παρέμεναν υψηλότατα) δημιούργησαν την ψευδαίσθηση του «εύκολου» και «φθηνού» χρήματος, οδηγώντας τον κόσμο στην παγίδα του υπερδανεισμού. Ωστόσο η πορεία των πραγμάτων απέδειξε ότι δεν ήταν φθηνό το χρήμα με το ευρώ, αλλά πανάκριβο. Για πρώτη φορά στην ιστορία παράλληλα με το δημόσιο εκτινάχθηκε και το ιδιωτικό χρέος νοικοκυριών κι επιχειρήσεων.

Κι αυτό διότι ο μόνος τρόπος να αποκτήσεις το χρήμα σε ένα κατ’ εξοχήν ανταγωνιστικό περιβάλλον έναντι ισχυρότατων οικονομιών σε σχέση με τη δική σου, είναι ο δανεισμός. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω  με βάση τα πραγματικά στοιχεία και τους αριθμούς, το δημοσιονομικό έλλειμμα (για πολλούς «φαγοπότι», όχι ότι δεν υπάρχει και τέτοιο, ιδιαίτερα στην εποχή μας) ήταν την περίοδο 2002-2009, 51,697 δις, ενώ την ίδια περίοδο ο νέος δανεισμός που προστέθηκε στο δημόσιο χρέος, ανήλθε στα 155,325 δις ευρώ, ενώ ήδη είχαν καταβληθεί άλλα 254,021 δις για τόκους και χρεολύσια του παλαιότερου χρέους. Είναι η παράδοση της νομισματικής κυριαρχίας της χώρας που οδήγησε σε αυτόν τον φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης και της τελικής χρεοκοπίας.

Όσο αυτό δεν γίνεται κατανοητό, με την ημιμάθεια να παραμένει χειρότερη της άγνοιας, τόσο το χειρότερο για όλους μας με την πατρίδα να κινδυνεύει να μετατραπεί σε τούρκικο σαντζάκι!

Ο τοκογλυφικός χαρακτήρας του χρέους

Όπως προκύπτει από τον ανωτέρω πίνακα, για ένα αρχικό χρέος 145,737 δις αυξανόμενο σταδιακά με δημοσιονομικά ελλείμματα συνολικού ύψους 110,574 δις μέχρι το τέλος του 2022, ήτοι για ένα τελικά διαμορφωμένο βασικό χρέος 146+111 = 257 δις έχουμε πληρώσει ήδη σε τόκους 156,2 δις και οφείλαμε ακόμη στο τέλος του 2022, 400,2 δις = 659 δις ευρώ μαζί με τα λοιπά έξοδα, πέραν της ανακύκλωσης των χρεολυσίων μέχρι τώρα (καταβληθέντα 330,85 δις ευρώ μέχρι και το 2018), δηλαδή 2,56 φορές το «βασικό» χρέος, πράγμα που αποδεικνύει τον τοκογλυφικό χαρακτήρα του, αφού αντιστοιχεί -με βάση και τις πραγματοποιηθείσες ετήσιες πληρωμές τόκων-, σε πραγματική ετήσια επιτοκιακή επιβάρυνση πλέον του 6,77%, όταν το μέσο επιτόκιο της ΕΚΤ ολόκληρης της περιόδου δεν ξεπερνά το 1,5% (για να μη μιλήσουμε για τα αρνητικά επιτόκια επί σειρά ετών) -απλοί υπολογισμοί είναι για όποιον δεν φοβάται να τους αποτολμήσει, αντικρίζοντας κατάματα την πραγματικότητα. Εάν μάλιστα αφαιρέσουμε το προκύψαν όφελος 53 δις ευρώ από το PSI του 2012, τότε μεσοσταθμικά η προκύπτουσα ετήσια επιτοκιακή επιβάρυνση ξεπερνά το 8,03%, για να φθάσει το χρέος στο τέλος του 2022 τα 400,276 δις ευρώ!

Αυτό είναι το φτηνό χρήμα με το ευρώ και τα χαμηλά επιτόκια που απολαμβάνουμε, σύμφωνα με τους πληρωμένους κονδυλοφόρους, τους σιτιζόμενους από ευρωπαϊκά κονδύλια πανεπιστημιακούς, αλλά και τους ανίδεους στα οικονομικά κατά τα άλλα ανιδιοτελείς ευρωλάγνους, που αποτελούν όμως τους χρήσιμους ηλίθιους του καθεστώτος.

Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας ως αίτιο της υπερχρέωσης

Άλλοι πάλι, αδυνατώντας να κατανοήσουν τη λειτουργία του νομισματικού συστήματος σε ολόκληρο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας, αποδίδουν αποκλειστικά την κακοδαιμονία της ελληνικής οικονομίας εντός του ευρώ στη χαμηλή της ανταγωνιστικότητα. Αυτό εν μέρει είναι αλήθεια. Όντως η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας ήταν χαμηλή πολύ πριν την είσοδό μας στο ευρώ κι αυτό αντανακλάτο στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών και κυρίως στο εμπορικό ισοζύγιο. Ήταν όμως η άκριτη αποδοχή των κανόνων και οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που οδήγησε σε σταδιακή συρρίκνωση το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, τόσο στον πρωτογενή, όσο και στον δευτερογενή τομέα και εμπόδισε την τεχνολογική του αναβάθμιση, επιδιώκοντας μια ολική στροφή στον παρασιτισμό του τριτογενούς τομέα.

Με την έλευση του ευρώ τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα με τη στέρηση κάθε εργαλείου υποβοήθησης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, αφού πλέον αυτή δεν είχε τίποτε να αντιτάξει απέναντι στον εν πολλοίς αθέμιτο ανταγωνισμό εντός των ευρωπαϊκών αγορών, ενώ ταυτόχρονα τα ελληνικά προϊόντα έγιναν ακριβότερα, συνεπώς μη ανταγωνιστικά και στις εκτός Ε.Ε. αγορές.

Η συναλλαγματοποίηση του χρέους και η συνακόλουθη εκτίναξή του, ήλθε να προστεθεί, έχοντας άμεση επίπτωση και στον τομέα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας απορροφώντας κρίσιμους πόρους από αυτήν για την εξυπηρέτησή του. Λειτούργησε συνδυαστικά με το «σκληρό» ευρώ, αποδεικνύοντας ότι χρέος και χαμηλή ανταγωνιστικότητα είναι αλληλοτροφοδοτούμενα πεδία.

Επίλογος

Επειδή τα προαναφερόμενα στην παραπάνω ανάλυση δεν είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπο μαχητά, με τους αριθμούς να είναι αμείλικτοι τιμωροί για όσους δεν τους σέβονται, ή θέλουν να τους αγνοούν, και αποδεικνύουν ακόμη και στον τελευταίο καλόπιστο, ότι η συνέχιση εξυπηρέτησης αυτού του ληστρικού κυριολεκτικά χρέους, ταυτόχρονα με την παραμονή μας στην ευρωένωση, μόνον στην «τελική λύση» της διάλυσης της χώρας οδηγεί, τόσο οικονομικά, όσο και γεωπολιτικά, ο δρόμος που οφείλουμε να ακολουθήσουμε είναι ο αντίστροφος των επιλογών του Σημίτη και της εποχής του. Να διαγράψουμε μονομερώς το χρέος και να φύγουμε μακρυά από την ευρωφυλακή, που μόνον περισσότερα δεινά και καταστροφές μας επιφυλάσσει, ιδιαίτερα σήμερα σε αυτόν τον κόσμο που αλλάζει ραγδαία και μια νέα διεθνής οικονομική πραγματικότητα τείνει να εγκαθιδρυθεί, πετώντας στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας τη νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή ουτοπία, που έφερε την ίδια την Ευρώπη ουραγό στις παγκόσμιες εξελίξεις και την Ελλάδα δια του Σημίτη και των ακολούθων του στο χείλος της καταστροφής.

* Ευχαριστώ τον αγαπητό φίλο κ. Σπύρο Στάλια, οικονομολόγο PhD, που με ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα για το αυτό το μέγα «κατόρθωμα» Σημίτη να δέσει τη χώρα χειροπόδαρα μέσω του συναλλαγματικού χρέους, μου έδωσε το ερέθισμα για τη συγγραφή αυτής της ανάλυσης.

 

Αφήστε ένα σχόλιο