Περί Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΝΑΤΟ και τουρκικής απειλής

Περί Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΝΑΤΟ και τουρκικής απειλής


του Όθωνα Κουμαρέλλα

Κανείς δεν μπορεί να είναι «αντι» και να ετεροκαθορίζεται. Δεν είμαστε αντι-αμερικανοί, αντι-ευρωπαϊστές, αντι-νατοϊκοί κτλ. Ως Έλληνες που αγαπάμε αυτόν τον τόπο και θέλουμε να δούμε το λαό μας να ευημερεί, δεν έχουμε τίποτε σε βάρος άλλων λαών, ούτε μπορούμε από θέση αρχής να είμαστε εναντίον στη διεθνή παρουσία της χώρας μας, είτε αυτόνομα, είτε μέσω των διεθνών οργανισμών που εντάσσεται. Ούτε φυσικά κανείς σοβαρός μπορεί να πιστέψει ποτέ, ότι μπορούμε να ζούμε μόνοι μας, αποκομμένοι από τον άλλον κόσμο, απολαμβάνοντας μια ελευθερία και μια αυτάρκεια που δεν υπάρχει πουθενά στη φύση.

Ζούμε σε έναν κόσμο που υπάρχουν πλέγματα αλληλεξαρτήσεων και σχέσεων και πολλές φορές και οι απορρέοντες μέσα στο πλέγμα των διεθνών σχέσεων συμβιβασμοί είναι αναγκαίοι.

Επιθυμούμε τη συνεργασία, τη φιλία και την ειρήνη στην περιοχή μας και σε όλον τον κόσμο. Είμαστε γεωγραφικά στην Ευρώπη και έχουμε πολιτισμικούς και συνεργατικούς δεσμούς με όλους τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, αλλά και συνολικά με όλο αυτό το σύμπλοκο που αποκαλούμε δυτικό κόσμο. Αυτό όμως επ’ ουδενί δεν θα πρέπει να μας οδηγεί σε αντιπαλότητες με άλλους λαούς, ή με άλλες συσσωματώσεις. Δεν είμαστε ανταγωνιστικοί κι επιθυμούμε να είμαστε συνεργατικοί. Αυτό όμως όντως είναι δύσκολο σε έναν κόσμο κατ’ εξοχήν ανταγωνιστικό.

Διότι γνωρίζουμε, ότι στη διεθνή σκηνή και παρά τα ωραία και τα μεγάλα λόγια, αυτά που επικρατούν είναι τα συμφέροντα. Αυτά είναι που καθορίζουν -πάντα προσωρινά- σχέσεις, «φιλίες» και «συμμαχίες». Είναι αυτά τελικά και οι με βάση αυτά διαμορφούμενοι συσχετισμοί ισχύος που καθορίζουν τις εξελίξεις.

Ίσως, εάν οι άρχουσες τάξεις της χώρας μας είχαν έγκαιρα και ουσιαστικά αντικαταστήσει το ρήμα «ανήκομεν» με το «συμμετέχομεν ισοτίμως», στο βαθμό που το «ισοτίμως» θα ήταν έστω μερικώς εφικτό, τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά και για τη χώρα μας.

Ας δούμε λοιπόν τους δύο αυτούς σχηματισμούς -το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση- ξεχωριστά μεν για την ανάλυσή μας, χωρίς όμως να μας διαφεύγει, ότι είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος όσον αφορά στην γεωπολιτική και στην οικονομική (κεφαλαιοκρατική) έκφραση του λεγόμενου δυτικού κόσμου και της συνισταμένης των συμφερόντων των επί μέρους συνιστωσών του, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στη μετα-αποικιοκρατική εποχή στην ευρύτερη περιοχή μας. Ειδικά για τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη, τα ζητήματα έχουν τόσο πολύ αναλυθεί, καθώς και για τους τρόπους απεγκλωβισμού μας, που δεν αισθάνομαι την ανάγκη να αναφερθώ ξανά σε αυτό το αναλυτικό σημείωμα.

Το ΝΑΤΟ

Το Σύμφωνο για την Βορειοατλαντική Συμμαχία, ή Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου δημιουργήθηκε, ως γνωστόν, το 1949.

Είχε σαν σκοπό «την ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ των χωρών-μελών σε διάφορους τομείς (στρατιωτικό, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, μορφωτικό), την προώθηση των γεωπολιτικών συμφερόντων και την αποτροπή της ένοπλης επίθεσης εναντίον κάποιας χώρας-μέλους από άλλες».

Στην πραγματικότητα ο σκοπός της ίδρυσης της Ατλαντικής Συμμαχίας περιγράφηκε μεν γλαφυρά, αλλά πιστεύω με απόλυτη ακρίβεια, από τον πρώτο της Γενικό Γραμματέα λόρδο Ismay το 1952: «ο σκοπός του ΝΑΤΟ είναι να κρατά τους Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω και τους Γερμανούς κάτω».

Αυτός λοιπόν ήταν και παραμένει ο σκοπός του ΝΑΤΟ. Πρώτον η επικυριαρχία των Αμερικανών στην ευρωπαϊκή ήπειρο ως αναγκαίο συμπλήρωμα (το ΝΑΤΟ) της οικονομικής τους διείσδυσης αρχικά δια του σχεδίου Μάρσαλ και στη συνέχεια δια της οικονομικής ενοποιήσεως μέσω της αναβίωσης της παλιότερης Συνθήκης Άνθρακα και Χάλυβα μεταξύ Χιτλερικής Γερμανίας και Γαλλίας του 1938.

Δεύτερον, ο αποκλεισμός της Ρωσσίας από τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη και φυσικά ο έλεγχος της Γερμανίας προκειμένου να μην αποκτήσει ποτέ ξανά τη δύναμη που την έφερε να διεκδικήσει δια του πολέμου την επικυριαρχία της σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθιστώντας την έτσι υπερδύναμη και αντίπαλο δέος στις αγγλοσαξωνικές ναυτικές δυνάμεις.

Τρίτον και όχι λιγότερο σπουδαίο, να κρατήσει εκτός και σε ρόλο δευτερευούσης σημασίας τη άλλη ηπειρωτική δύναμη, που αναδύονταν ως νικήτρια του πολέμου και διεκδικούσε ρόλο υπερδύναμης, δηλαδή τη Ρωσσία.

Μια Ρωσσία υπό κομμουνιστικό καθεστώς, το οποίο διευκόλυνε την επίχριση του νατοϊκού εγχειρήματος με έντονο ιδεολογικο-πολιτικό χαρακτήρα προσδίδοντάς του σπουδαία δικαιολογητική βάση. Την προστασία του δυτικού κόσμου της φιλελεύθερης δημοκρατίας από τον μπολσεβικισμό.

Ο κομμουνιστικός κίνδυνος αναδείχθηκε ως ο υπ’ αριθμόν ένας κίνδυνος για τη δύση. Οδήγησε στην αντισυσπείρωση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και στον λεγόμενο ψυχρό πόλεμο.

Το 1955 εντάσσονται στο ΝΑΤΟ ταυτόχρονα η Ελλάδα και η Τουρκία.

Η ελληνική ένταξη η νικήτρια του εμφυλίου τάξη και η Αριστερά

Ανεξάρτητα από το εάν ασκήθηκαν ή όχι πιέσεις στη χώρα μας για την ένταξή της στη βορειοατλαντική συμμαχία, οι δυνάμεις που επικράτησαν του εμφυλίου στην Ελλάδα είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται σιγουριά και ασφάλεια στην «αγκαλιά» ενός ευρύτερου και διεθνούς χαρακτήρα τέτοιου αντικομουνιστικού πολιτικο-αμυντικού μορφώματος. Εξ άλλου για τη νίκη τους επί του ΕΑΜ και στη συνέχεια επί του δημοκρατικού στρατού, στους Εγγλέζους αρχικά στηρίχθηκαν και στη συνέχεια στους Αμερικανούς. Χωρίς τον ξένο παράγοντα το παιχνίδι γι’ αυτούς, πιθανότατα, θα ήταν χαμένο. Αυτή είναι η μόνη αλήθεια!

Θα ήταν, λοιπόν, απορίας άξιον εάν δεν ήταν επιλογή τους -απολύτως συνειδητή κι επιδιωκόμενη- η ένταξή μας στο ΝΑΤΟ. Και φυσικά μια αντίθετη εξέλιξη μη ένταξης θα ήταν πολύ πιθανόν για τους ίδιους τους νικητές του εμφυλίου μια καταστροφική επιλογή. Αποδεικνύεται κι εδώ ότι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είναι το πιο ισχυρό ένστικτο και στην πολιτική. Η ταύτιση λοιπόν της ιδιοτέλειας των ελίτ με το -κατ’ αυτούς- εθνικό συμφέρον προέκυψε ως λογική συνέπεια της στρατηγικής τους επιλογής.

Η «σωτηρία» της πατρίδας από τους κομμουνιστές, ήταν για δεκαετίες το ιδεολογικό – πολιτικό περίβλημα που οδήγησε στη δημιουργία ενός ισχυρού φιλοδυτικού ρεύματος ακόμη και μέσα στις καταπονημένες λαϊκές τάξεις. Η ένταξη στους δυτικούς σχηματισμούς ήταν η μόνη δυνατή και αυτονόητη εν πολλοίς δυνατότητα για τη χώρα να προοδεύσει, που καλλιέργησε τη βαθύτερη νοοτροπία και αντίληψη, ότι χωρίς τους δυτικούς συμμάχους κι εταίρους θα μέναμε μόνοι, ξεκρέμαστοι, φτερό κυριολεκτικά στον άνεμο.

Μια νοοτροπία και μια αντίληψη που ακόμη και σήμερα μας ταλανίζει, βαθαίνοντας και ισχυροποιώντας διαχρονικά τη λεγόμενη κουλτούρα της εξάρτησης. Μια «κουλτούρα» που εμείς σήμερα καλούμεθα να αντιμετωπίσουμε, όταν πιστεύουμε και μιλάμε για Εθνική Ανεξαρτησία.

Η πλευρά των ηττημένων σωστά ανέγνωσε τις εξελίξεις, αντέδρασε και συνεχίζει να αντιδρά (όποιο κομμάτι της συνεχίζει να αντιδρά, αρνούμενο να ενσωματωθεί). Η ένταξη της χώρας μας στο ΝΑΤΟ σηματοδότησε την οριστική τους ήττα και την αδυναμία τους στο εξής να παίξουν ουσιαστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της πατρίδας μας. Εκτός κι εάν απεδέχοντο να ενσωματωθούν απολύτως στο σύστημα το οποίο πολέμησαν με πάθος και να το υπηρετήσουν με κάθε δυνατό τρόπο. Υπ’ αυτήν την έννοια δεν είναι καθόλου ανεξήγητη η στάση του ΚΚΕ, με τα πολύ μεγάλα λόγια και τις σοσιαλιστικές κορώνες, που παραπέμπει τα πάντα στη δευτέρα παρουσία, πείθοντας και τον τελευταίο ότι δεν αποτελεί τον παραμικρό κίνδυνο για το καθεστώς. Αλλά ούτε του ΣΥΡΙΖΑ, που λειτούργησε ως ο από μηχανής θεός για το καταρρέον πολιτικό σύστημα ήδη από το 2012. Ούτε της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που βρήκε ιδεολογικοπολιτικό καταφύγιο στα νάματα του εθνομηδενισμού και του δικαιωματισμού των ΜΚΟ τύπου Σόρος, έχοντας μετατραπεί σε ιδεολογικοπολιτικό όργανο της παγκοσμιοποίησης, λειτουργώντας επί της ουσίας ως πέμπτη φάλαγγα στο εσωτερικό του λαϊκού – προοδευτικού κινήματος, ή σε ό,τι τέλος πάντων έχει απομείνει από αυτό -κι όλα αυτά τα παράξενα στο όνομα της Αριστεράς και του κομμουνισμού.

Είναι ακριβώς η στάση αυτή των διακριτών φορέων της αριστεράς και των οπαδών τους (παρασυρμένων ή όχι μικρή σημασία έχει), που έκαναν την Αριστερά απεχθή για τον κόσμο και άνοιξαν τη λεωφόρο για την ακροδεξιά. Και είναι ένας από τους λόγους που δεν έχει νόημα η αναφορά στην αριστερά πλέον. Διότι σηματοδοτήθηκε ανεξίτηλα ως το alter ego της δεξιάς και τη «σωματοφυλακή» αυτής της ίδιας της ξένης εξάρτησης.

Οι πραγματικοί αριστεροί ας μην τρομάζουν μπροστά στην αναγκαιότητα να αλλάξουν την ορολογία και να δώσουν αξία και περιεχόμενο στους σκοπούς τους με νέους όρους -καινούργιες λέξεις και νέα προτάγματα, που θα ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες του κόσμου. Πως και με τι; Θα το δούμε.

Το ΝΑΤΟ στη σημερινή εποχή

Παρ’ όλα αυτά οι καιροί αλλάζουν κι αλλοίμονο σε αυτούς που κοιτούν πίσω στο παρελθόν.

Σήμερα η Ατλαντική συμμαχία έχοντας εκπληρώσει για σχεδόν 70 χρόνια τους σκοπούς της δημιουργίας και της ύπαρξής της, αμφισβητείται εκ των έσω σοβαρά.

Οι ευρωπαϊκές χώρες δεν κινδυνεύουν πλέον από την κομμουνιστική «απειλή». Η οικονομική τους ανάπτυξη όμως τις έχει καταστήσει σχετικά εξαρτώμενες από τους ενεργειακούς πόρους που η Ρωσσία διαθέτει άφθονους.

Δεν το επιθυμούν, ίσως αντιμετωπίζουν τη Ρωσσία με δέος και φόβο στην προοπτική επανάκαμψής της ως «υπερδύναμης», αλλά δεν έχουν πολλές επιλογές προς το παρόν. Συνεπώς είναι υποχρεωμένες να βρουν τρόπους συνεργασίας μαζί της αφήνοντας πίσω παλαιές αντιπαλότητες, ή κρατώντας τες στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, μέχρι να εξασφαλιστούν εναλλακτικές πηγές τροφοδοσίας. Έτσι, η στάση τους εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από αντιφατικότητα.

Είναι η Μέρκελ που πρωτοστατούσε -και πρωτοστατεί- στην επιβολή κυρώσεων στη Ρωσσία εξ αιτίας της προσάρτησης της Κριμαίας και ταυτόχρονα είναι η ίδια που γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων της την προσπάθεια των Αμερικανών για την ακύρωση του αγωγού Nord Stream 2.

Ενώ οι δράσεις του ΝΑΤΟ σε περιοχές εκτός ευρωπαϊκού εδάφους, δεν βρίσκει όλες τις χώρες σύμφωνες, αφού κάθε μια από τις μεγαλύτερες έχει διαφορετική ατζέντα συμφερόντων να εξυπηρετήσει. Ο κομμουνιστικός κίνδυνος εξέλειπε ως συγκολλητική ουσία, ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας δεν στάθηκε ικανός να διατηρήσει αδιατάρακτη την ενότητα.

Η Γερμανία δεν είναι πλέον κάτω, κυριαρχεί μέσω της Ε.Ε., και το ΝΑΤΟ δεν δύναται στο εξής να ανταποκριθεί σε αυτή την πτυχή των σκοπών της δημιουργίας του. Η Γερμανία φοβάται μεν τη Ρωσσία, αλλά επιδιώκει την απεξάρτησή της από τις ΗΠΑ. Είναι υποχρεωμένη να κρατά, στο βαθμό που μπορεί, την Κίνα εκτός, αλλά ταυτόχρονα θα έβλεπε με καλό μάτι την υποστήριξή της στην «υπόγεια» αντιπαράθεσή της με τους Αμερικανούς και τους Εγγλέζους.

Οι ΗΠΑ χάνοντας συνεχώς έδαφος στον διεθνή καταμερισμό, αντιλαμβάνονται πλέον την απειλή από την ισχυροποίηση της Κίνας και το σταδιακό «ξεγλύστρημα» της γερμανικής Ευρώπης. Κατ’ αρχήν στην Κίνα εκ των πραγμάτων υποχρεούνται να επικεντρώσουν το ενδιαφέρον τους. Με τους Ευρωπαίους υπό την Γερμανία να μην βιάζονται ωστόσο και να βλέπουν, ίσως, μια αμερικανοκινεζική αντιπαράθεση ως ευκαιρία επανάκαμψης της γερμανικής Ευρώπης σε ενισχυμένο ρόλο με αξιώσεις «υπερδύναμης».

Ο ρόλος της Ρωσσίας

Ο προσεταιρισμός της Ρωσσίας στην πλευρά της δύσης (των Αμερικανών), παρόλη την αιώνια αντιπαλότητα μαζί της, είναι αναγκαία όσο ποτέ απέναντι στην κινέζικη επέκταση, παρόλη την αντιρωσσική υστερία που χαρακτηρίζει ακόμη και σήμερα μέρος των ελίτ ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού.

Παρ’ όλα αυτά -κι όσο κι εάν ακούγεται παράξενο και σε πείσμα των παγιωμένων αντιλήψεων τόσο στη δεξιά, όσο και στην αριστερά – είναι η Ρωσσία πλέον η «πολύφερνη νύφη» μεταξύ Αμερικανών, Ευρωπαίων (Γερμανών) και Κινέζων.

Μια ουσιαστική ρωσσο-κινεζική προσέγγιση και συμμαχία θα σημάνει το οριστικό τέλος της δυτικής επικυριαρχίας, ή θερμοπυρηνικό πόλεμο.

Παρ’ όλα αυτά μια τέτοια εξέλιξη αργεί και μόνον η απρονοησία των ελίτ της δύσης μπορεί να την επιταχύνει. Φυσικά και όλοι τους θα ήθελαν μια Ρωσσία αποδυναμωμένη και υποχείριο. Μια Ρωσσία τύπου «Γιέλτσιν». Τώρα, που δεν είναι πια τέτοια, διχάζονται, η στρατηγική τους είναι συγκεχυμένη κι έτσι η «Δύση» οδηγείται σε στρατηγικά αδιέξοδα και σε εσωτερικές έριδες, έστω και αν δεν εκφράζονται επίσημα, αδιανόητες για μέχρι πριν λίγα χρόνια.

Διότι ποιος ο λόγος να θέλει η Ρωσσία, που υπό τον Πούτιν έχει αποκτήσει ξανά μέρος -έστω μικρό- της παλιάς της ισχύος με κύριο μοχλό την αμυντική της βιομηχανία και το στρατό και την μερική έστω αποκατάσταση της διεθνούς της «αξιοπιστίας», την ενίσχυση και τη σταθεροποίηση της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ;

Αλλά ποιος και ο λόγος να θέλει την περαιτέρω ενίσχυση της Κίνας, ή την πρωτοκαθεδρία της Γερμανίας στην Ευρώπη; Μνήμες από το απώτερο, αλλά και το πρόσφατο παρελθόν δεν της επιτρέπουν να εφησυχάζει.

Αυτό που συμφέρει τη Ρωσσία είναι να κρατάει και τους δύο κύριους πόλους (ΗΠΑ και Κίνα) -και τον συμπληρωματικό με τάσεις ανεξαρτητοποίησης ευρωπαϊκό- σχετικά κοντά της, ώστε να κερδίζει από τις σχέσεις της μαζί τους, χαλαρώνοντας -στο μέτρο του δυνατού- την εκ δυσμών περικύκλωση, αλλά και τόσο μακρυά της, όσο να εκμεταλλεύεται -αμέτοχη η ίδια- από τη μεταξύ τους υποβόσκουσα αντιπαράθεση. Έτσι, έρχεται η Ρωσσία να βρίσκεται διαρκώς σε πλεονεκτική θέση διατηρώντας με την κάθε δύναμη ξεχωριστά καλύτερες σχέσεις από ό,τι οι ίδιες μεταξύ τους, γνωρίζοντας ότι, παρά τα επιφαινόμενα και την αέναη προσπάθεια των δυτικών να την τρώσουν, όλοι την έχουν ανάγκη στο παγκόσμιο γεωπολιτικό γίγνεσθαι. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η στρατηγική που ακολουθεί,, στις ‘μέρες μας ανταποκρίνεται πλήρως στις γεωπολιτικές της ανάγκες.

«Εγκεφαλικά νεκρό»

Οι ανατροπές που έχουν επισυμβεί είναι κοσμογονικές και το ΝΑΤΟ χάνει σταδιακά κάθε λόγο να συνεχίσει να υπάρχει, τουλάχιστον με τη σημερινή του μορφή.

Είναι ο πρόεδρος Τράμπ που εδώ και δύο χρόνια μίλησε για το ΝΑΤΟ ως αναχρονιστικό θεσμό (obsolete), και προκρίνει τις διμερείς σχέσεις και αμυντικές συμφωνίες με κάθε επί μέρους ευρωπαϊκή χώρα. Με την Ελλάδα φυσικά πάντα πρόθυμη και πάντα πρωτοπόρα να μετατρέπει -με κυβέρνηση «πρώτη φορά αριστερά, παρακαλώ- εαυτόν σε προκεχωρημένο φυλάκιο των Αμερικανών. Προσοχή απ’ ευθείας των Αμερικανών, όχι του ΝΑΤΟ! Το ΝΑΤΟ ούτε καν ως φερετζές δεν χρησιμοποιήθηκε στην υπογραφή της εν λόγω συμφωνίας.

Ένα τουλάχιστον μέρος των αμερικανικών ελίτ αντιλαμβάνεται, ότι πλέον το κόστος συντήρησης ενός τόσο για τις ΗΠΑ πανάκριβου μηχανισμού είναι μεγαλύτερο από τα οφέλη, που ενδεχομένως μπορούν να επιτευχθούν διαφορετικά, ενώ οι Ευρωπαίοι -πλην πάντα των γνωστών προθύμων- αρνούνται να αναλάβουν το κόστος που τους αναλογεί. Έτσι, η διελκυστίνδα καλά κρατεί, κι ας μην ομολογείται.

Είναι ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμ. Μακρόν που δεν χάνει ευκαιρία να ομιλεί περί «εγκεφαλικά νεκρού» ΝΑΤΟ.

Είναι η Γερμανία που προωθεί την ιδέα του «ευρωστρατού» και της ευρωπαϊκής «άμυνας».

Ακόμη και το Brexit (στον βαθμό που κάποιος δύναται να αντιλαμβάνεται την Ε.Ε. ως συμπληρωματικό μηχανισμό που ολοκληρώνει το δυτικό σύστημα στην μορφή που αυτό έλαβε μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο), δεν πρέπει κανείς να το απομονώνει από τις έντονες διεργασίες που επιτελούνται τόσο στο προσκήνιο, όσο και στο παρασκήνιο και την επαναδιαμόρφωση των «μετώπων».

Επιφανειακά και τυπικά, το ΝΑΤΟ επεκτεινόμενο ανατολικά με πιο πρόσφατη την ένταξη των Σκοπίων σ’ αυτό, διάγει βίο ανθόσπαρτο, στην πράξη όμως και ο Τράμπ και ο Μακρόν -ο καθένας με τον δικό του τρόπο ανάγνωσης της πραγματικότητας- έχουν δίκιο.

Από την άλλη, είναι γεγονός, ότι το ΝΑΤΟ δεν κατάφερε όλα τα χρόνια αυτά να αμβλύνει τις υποβόσκουσες διαφορές και ανταγωνισμούς μεταξύ των μελών του, εάν δεν τις μόχλευσε κιόλας, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ενώ η αντιπαράθεση στη Λιβύη δημιουργεί περαιτέρω τριγμούς με τη Γαλλία να βρίσκεται κυριολεκτικά στα κάγκελα.

«…Τώρα ο Τραμπ υπονομεύει το ΝΑΤΟ για να μειώσει τη Γερμανία. Ο Μακρόν δεν τολμάει να συμπράξει με τον
Τραμπ ώστε να αντιμετωπίσουν από κοινού το Βερολίνο. Δεν τολμάει, όμως, ούτε να προσεγγίσει τη Ρωσία. Οπότε
και τη Γερμανία θα στρίμωχνε και την Ιταλία θα έδιωχνε από τη Λιβύη και δεν θα τον ταπείνωνε ο Ερντογάν.
Η γαλλική ελίτ δεν έχει αντίρρηση, από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να είναι υπό γερμανική κυριαρχία,
με την εξαίρεση του Ντε Γκωλ. Αλλά ο γκωλισμός, όπως και η Αριστερά έχουν σβήσει. Σ’ αυτές τις συνθήκες είναι
ελάχιστες οι πιθανότητες να πολεμήσουν οι Ευρωπαίοι εναντίον των Ρώσων, όπως δεν πολέμησαν εναντίον των Ναζί.
Όλα τείνουν στην ιδέα ότι οι ΗΠΑ διατηρούν τη Συμμαχία μόνο και μόνο για να φάνε οι Ευρωπαίοι το πρώτο θανατηφόρο
πλήγμα των ρωσικών πυρηνικών όπλων. Εν ολίγοις η διαφημισμένη συνεργασία Γαλλίας-Ελλάδας-Αιγύπτου-Κύπρου, ίσως και
Ισραήλ, είναι σύμπραξη ολίγιστων για ολίγα.
» (Απόστολος Αποστολόπουλος). 

Με βάση τα παραπάνω η συζήτηση περί ΝΑΤΟ, παραμονής ή αποχώρησης μας, μικρή -κατά τη γνώμη μου-, αξία έχει στις μέρες μας. Η εξάρτηση της χώρας είναι πλέον άμεση και αδιαμεσολάβητη σε στρατιωτικό επίπεδο από τις ΗΠΑ (και δευτερευόντως από το Ισραήλ) και σε πολιτικο-οικονομικό από την ευρωένωση, η οποία δεν νομίζω ότι είναι έτοιμη να πληρώσει το τίμημα μιας ουσιαστικής ρήξης με τις ΗΠΑ, ποντάροντας προς το παρόν στην παλινόρθωση των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης στον Λευκό Οίκο. Δεν θα είναι -για ‘μένα τουλάχιστον- καθόλου έκπληξη στην πορεία να βρεθούμε -ως χώρα- προ νέου διλήμματος: Με τους Αμερικανούς, ή με τους Ευρωπαίους; Με τους Αγγλοσάξονες, ή με το Ράιχ; Η ελλαδική άρχουσα τάξη μάλλον χαμένα τα ‘χει! Ευελπιστεί κι αυτή στην αποτυχία του Τράμπ και την παλινόρθωση των “παγκοσμιοποιητών” στην Αμερική. Ως απολύτως κομπραδόρικη στο τέλος μάλλον με τον ισχυρό (αυτόν που θα επικρατήσει τελικά) θα πάει. Εάν προλάβει! Προς το παρόν αρκείται, αλληθωρίζοντας μεν προς τη Γερμανία, στον ρόλο του «υπηρέτη δύο αφεντάδων», πιστεύοντας ότι έτσι κερδίζει σε μακροημέρευση. Το τι επιπρόσθετες καταστροφές θα επιφέρει αυτή η μονομέρεια στην στρατηγική επιλογή της ελίτ της χώρας, όλοι τις απευχόμαστε, αλλά όλοι επίσης τις βλέπουμε να έρχονται.

Πόσο κακό έκανε στη χώρα η ένταξή μας στο ΝΑΤΟ;

Καθόλου δεν πρέπει να υποτιμούμε το ιστορικό πλέον γεγονός, ότι η ένταξη αυτή για δεκαετίες λειτούργησε ως ανασχετικός παράγων για την εμπέδωση της ίδιας της αστικής δημοκρατίας στη χώρα, αφού οι νικητές του εμφυλίου είχαν «γερές» πλάτες να αλωνίζουν μόνοι τους εφαρμόζοντας σε συνεργασία με το παλάτι, μια λειψή κατ’ επίφαση δημοκρατία. Εκλογές βίας και νοθείας, αποστασίες και εν τέλει απροκάλυπτη στρατιωτική δικτατορία με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών τον Απρίλη του 1967. Φταίει αποκλειστικά το ΝΑΤΟ γι’ αυτό; Ίσως όχι άμεσα, αλλά ήταν αυτό που έδινε το ιδεολογικό -πολιτικό κάλυμμα στις αυθαιρεσίες του εγχώριου συστήματος και την ελευθερία κινήσεων στους πραξικοπηματίες. Επιπροσθέτως, είναι πλέον ιστορικά διαπιστωμένο ότι το ΝΑΤΟ και οι Αμερικανοί εμπλέκονταν άμεσα στα πολιτικά πράγματα της χώρας, καθορίζοντας εν πολλοίς τις κατευθύνσεις που το εγχώριο σύστημα όφειλε να ακολουθήσει. Με το τελευταίο βεβαίως να υπερβάλλει εαυτόν καθιστάμενο πρόθυμο υποχείριο. Οι ευθύνες του ΝΑΤΟ πάνε πάντα μαζί με τις μεγαλύτερες του εγχώριου πολιτικού προσωπικού. Το επισημαίνω, διότι πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος επικεντρωνόμενοι στις ευθύνες των ξένων, να αθωώνουμε ξεχνώντας, έστω άθελά μας, τις πολύ μεγαλύτερες και καθόλα εγκληματικές για το λαό και τα εθνικά συμφέροντα, εκείνες του εγχώριου συστήματος. Το ότι -κοινή συναινέσει- το τελευταίο αποτελεί το παρακολούθημα και τον δραγουμάνο των ξένων δεν το αθωώνει καθόλου, αντίθετα μάλιστα το καθιστά περισσότερο ένοχο. Αφού κανείς δεν μπορεί να προσάψει στους ξένους κάτι επειδή φροντίζουν για τα δικά τους συμφέροντα και επιτυγχάνουν παντοιοτρόπως. Το πρόβλημα δεν είναι ηθικολογικό, αλλά πολιτικής ουσίας.

Το κυπριακό ζήτημα

Είναι γεγονός, ότι η Ανατολική Μεσόγειος (και το Αιγαίο ως αναπόσπαστο τμήμα της και συνέχεια των «στενών»), ανέκαθεν αποτελούσε νευραλγικό χώρο ύψιστου διεθνούς ενδιαφέροντος. Ο έλεγχός της σηματοδοτούσε πάντα τον έλεγχο μιας τεράστιας περιοχής μεταξύ Ευρώπης, Ασίας, Μέσης Ανατολής και Αφρικής. Οι πιο σημαντικοί θαλάσσιοι διάδρομοι στην Ανατολική Μεσόγειο συναντώνται, και προσφάτως λίαν σημαντικοί ενεργειακοί πόροι.

Η Κύπρος και η Κρήτη δεσπόζουν στην Ανατολική Μεσόγειο. Όποιος ελέγχει αυτά τα δύο μεγάλα νησιά, εν πολλοίς ελέγχει ολόκληρη την κεντροανατολική Μεσόγειο και δια μέσου αυτής την Μέση Ανατολή, μέρος της Ασίας και της βορείου Αφρικής.

Παρά τις προσπάθειες της «κοσμοκράτειρας» Αγγλίας κατά το 19ο αιώνα, η Κρήτη τελικά κατάφερε κι ενώθηκε με την Ελλάδα, μόλις το 1913. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με την Κύπρο, η οποία ήδη από το 1878 παραδόθηκε από τον σουλτάνο της υπό παρακμή οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Αγγλία, η οποία έβαλε για τα καλά πόδι στην Αν. Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.

Μετά την μικρασιατική καταστροφή, και την οριστική διάψευση της μεγάλης ιδέας ανασύστασης ουσιαστικά της βυζαντινής αυτοκρατορίας μέσω της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, το ανάπηρο ελληνικό έθνος είχε κάτι ακόμη να περιμένει για την ολοκλήρωσή του, έστω και με μειωμένο ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Την Ένωση της Κύπρου με την μητέρα πατρίδα. Με την Κρήτη ήδη ενσωματωμένη στον εθνικό κορμό, και την παράδοση από τους Ιταλούς της Δωδεκανήσου, η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα θα έδινε στρατηγικό βάθος ξανά στον ελληνισμό με τον έλεγχο της κεντρικής και Ανατολικής Μεσογείου, αναβαθμίζοντας σε μέγιστο βαθμό τη γεωπολιτική αξία της χώρας, μέσω της δικής μας πλέον «γαλάζιας πατρίδας».

Η προοπτική αυτή ενισχύθηκε με το πάνδημο αίτημα του κυπριακού λαού, όπως εκφράστηκε στο δημοψήφισμα του 1950 και αμέσως μετά με την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ενάντια στη βρετανική κατοχή.

Όμως οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή και με την άνοδο του Νάσερ στην ηγεσία της Αιγύπτου, η γεωπολιτική αξία της Κύπρου για τον έλεγχο της περιοχής αναβαθμίστηκε ακόμη περισσότερο, όπως και ο ρόλος των Αμερικανών στην περιοχή (συνεπώς και του μόλις πρόσφατα δημιουργηθέντος ΝΑΤΟ).

Θα ήταν μεγίστη αφέλεια για τους Βρετανούς και τους υπόλοιπους συμμάχους στο ΝΑΤΟ, ειρήσθω εν παρόδω και της Τουρκίας, που πλέον κατέστη σύμμαχός μας (1955), να επιτρέψουν την Ένωση και άρα την παράδοση του ελέγχου της Ανατολικής Μεσογείου στην Ελλάδα. Μια Ελλάδα που βεβαίως με την ήττα του δημοκρατικού στρατού στον εμφύλιο και την επικράτηση των φυλοδυτικών ελίτ ήλεγχαν πλήρως, αλλά ως γνωστόν «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν»… Με τη μόχλευση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού να είναι επιβεβλημένη εφαρμογή της πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε».

Με τις γνωστές «καντρίλιες» που ακολουθήθηκαν οδηγηθήκαμε στις κατάπτυστες συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, οι οποίες αποκλείοντας την Ελλάδα του ελέγχου της Αν. Μεσογείου, δια της αποφυγής της Ένωσης, και παραδίδοντας της μια τυπική, επί της ουσίας θέση, ως εγγυήτριας δύναμης (που στη συνέχεια απεμπολήσαμε κι αυτήν), δρομολόγησαν όλες τις μετέπειτα δραματικές εξελίξεις.

Φυσικά οι κύριοι υπεύθυνοι όλων αυτών των εξελίξεων, από την εγκατάλειψη του αιτήματος της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, μέχρι την τουρκική εισβολή και κατοχή του 40% του κυπριακού εδάφους, είναι οι ελληνικές άρχουσες ελίτ και το πολιτικό προσωπικό που τις υπηρετούσε και τις υπηρετεί.

Αλλά το πλαίσιο που λειτουργούσε ως θερμοκήπιο για την εμπέδωση της κυριαρχίας αυτών των ελίτ, ήταν ακριβώς τα συμφέροντα των συμμάχων στο ΝΑΤΟ κυρίως Βρετανών και Αμερικανών, οι οποίοι δεν δίστασαν όταν αυτές οι ελίτ δεν έδειξαν την επιζητούμενη προθυμία, να παρέμβουν ενεργά με το πραξικόπημα του 1967 και μέσω αυτού μόλις επτά χρόνια μετά να οδηγηθούμε στην δεύτερη μεγάλη τραγωδία του 20ου αιώνα για τον ελληνισμό με πρώτη την μικρασιατική καταστροφή και δεύτερη αυτήν της Κύπρου. Ακόμη και ο Κ. Καραμανλής, υποχρεώθηκε κάτω από τη λαϊκή κατακραυγή να μας οδηγήσει προσωρινά εκτός στρατιωτικού σκέλους του ΝΑΤΟ.

Ήταν μια καθαρά συμβολική ενέργεια χωρίς κανένα πρακτικό αντίκρισμα.

Έκτοτε η Ελλάδα απεδέχθη τον μειωμένο ρόλο που της είχαν επιφυλάξει οι σύμμαχοι αρνούμενη να διεκδικήσει την ενότητα με τον κυπριακό ελληνισμό. Απέσυρε σχεδόν αμέσως το «ενιαίο αμυντικό δόγμα» πριν καν αυτό αρχίσει να υλοποιείται. Επίσης, το ότι δεν επεκτείναμε ποτέ το δικαίωμά μας για αιγιαλίτιδα ζώνη 12 μιλίων, ούτε οριοθετήσαμε ΑΟΖ με την Κύπρο μέσα από αυτό το πρίσμα πρέπει να το δούμε. Δεν είναι μόνον ότι φοβηθήκαμε το casus belli της Τουρκίας, αλλά είναι το γεγονός της εκχώρησης θεμελιωδών κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στους συμμάχους, απεμπολώντας οριστικά τη δυνατότητα ελέγχου της Ανατολικής Μεσογείου και αναζωογόνησης του ελληνισμού μέσω αυτού, που με τη σειρά της σηματοδοτεί την εθνική συρρίκνωση που βρίσκεται σε εξέλιξη.

Έτσι, ενός κακού μύρια έπονται!

Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και το «σκοπιανό»

Με τη διάλυση της Σοβιετικής ένωσης και την κατάρρευση εν γένει του σοβιετικού μπλοκ ένα ήταν το κύριο μέλημα του δυτικού συνασπισμού και του ΝΑΤΟ. Να μην επιτραπεί ποτέ ξανά στη Ρωσσία να γίνει απειλητική για τη δύση δύναμη, έστω και υπό καπιταλιστικό καθεστώς.

Δύο ήταν οι άξονες που θα έπρεπε να τρωθούν αποφασιστικά, έτσι ώστε να χάσει η Ρωσσία τα όποια ερείσματα που της είχαν απομείνει μετά την απώλεια των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και την ενοποίηση της Γερμανίας.

Το μαλακό της «υπογάστριο» με το σύνολο των μουσουλμανικών δημοκρατιών και την εκμετάλλευση του αποσχιστικού στοιχείου ακόμη και δια της τρομοκρατίας, που θα δημιουργούσε στη Ρωσσία συνεχή «αιμορραγία» και δεν θα της επέτρεπε να επικεντρωθεί σε οποιουδήποτε τύπου ανασυγκρότηση.

Εδώ ο ρόλος της «συμμάχου» μας Τουρκίας υπήρξε αναντικατάστατος, και εξακολουθεί να είναι, προβάλλοντας τη δυτική «ισχύ» μέχρι και το εσωτερικό της Κίνας με τους Ουιγούρους.

Ο δεύτερος άξονας που η Ρωσσία θα μπορούσε να προσβλέπει σε υποστήριξη είναι ο αποκαλούμενος «ορθόδοξος» άξονας, που ξεκινώντας από την Αγία Πετρούπολη φτάνει δια μέσου της βαλκανικής χερσονήσου στην Ελλάδα. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, που υπείχε θέση σπονδυλικής στήλης στον άξονα, ήταν εκ των ων ουκ άνευ για το δυτικό σύστημα. Σε αυτήν την «ανάγκη» ήλθε να βρει σύμπτωση η άλλη μεγάλη ανάγκη της Γερμανίας -ήδη από την εποχή του Μπίσμαρκ- για ελεύθερη δίοδο προς τις θερμές θάλασσες της Μεσογείου δια μέσου της βαλκανικής. Με πρωταγωνιστή λοιπόν τη Γερμανία η Γιουγκοσλαβία διελύθη. Το ΝΑΤΟ υπό της ευλογίες της ευρωπαϊκής αριστεράς έφτασε να βομβαρδίσει το ίδιο το Βελιγράδι.

Η Ελλάδα έχοντας κάθε συμφέρον να παίξει ενεργό ρόλο αποτρέποντας στο μέτρο του δυνατού τις εξελίξεις, έδρασε για μια ακόμη φορά σε βάρος των εθνικών της συμφερόντων. Φτάνοντας μάλιστα να αποδεχθεί καρφί στο ίδιο το ένα μάτι της με την αποδοχή της δημιουργίας του σκοπιανού κρατιδίου, την οποία εύκολα θα μπορούσε να αποτρέψει (τότε που η κατάσταση ήταν ρευστή και ουδείς θα μπορούσε να μας εμποδίσει) ακόμη και με σύντομη στρατιωτική επιχείρηση, καθιστώντας σαφές σε όλους ότι δεν θα ανεχθεί παραβίαση κυριαρχικών της δικαιωμάτων για οποιονδήποτε λόγο και αλλότριο σκοπό. Εξ άλλου ο Μιλόσεβιτς μας το πρότεινε στη βάση της συμφωνίας του Βουκουρεστίου του 1913, που τυπικά ισχύει ακόμη. Τη μεγάλη ατιμία που απέρριψε ο Βενιζέλος σε βάρος της Σερβίας, την έκανε τελικά, 80 χρόνια μετά, ο Κων/νος Μητσοτάκης, απεμπολώντας τα εθνικά μας συμφέροντα.

Οι Τούρκοι θα ήσαν αφελείς από την πλευρά τους, εάν δεν εκμεταλλευόντουσαν την αναταραχή και την πολυδιάσπαση για να επεκτείνουν την επιρροή τους στο εσωτερικό των βαλκανικών κρατιδίων χρησιμοποιώντας τους εκεί ευάριθμους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, με την Ελλάδα να κοιτάζει αμήχανα, με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ (το ΝΑΤΟ) να μην ενοχλούνται, επειδή το μουσουλμανικό στοιχείο ανέκαθεν αποτελούσε χρήσιμο εργαλείο στην υλοποίηση των επιδιώξεών τους. Κάτι που έγινε ολοφάνερο με τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή (Αλ Κάιντα, ISIS κτλ).

Η περικύκλωση της Ελλάδος

Έτσι, φτάσαμε στην αποδοχή των τετελεσμένων και στην κατάπτυστη «Συμφωνία των Πρεσπών» και την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Την σχετική απομόνωση μεν της Ρωσσίας, με μόνη χώρα να μπορεί ακόμη να επηρεάζει τη Σερβία, αλλά πολύ χειρότερα για μας, τη σταδιακή περικύκλωσή μας από την Τουρκία. Μέχρι και ναυτική βάση στην Αλβανία εγκατέστησαν και οι ελληνικές ελίτ «αγρόν ηγόραζον»…

Τη νατοϊκή και μέλος της Ε.Ε. πλέον Βουλγαρία ουσιαστικά να κάνει «πλάτες» στον Ερντογάν και τα Σκόπια να αναμένουν την ευκαιρία για αναζωπύρωση των αλυτρωτισμών τους, με την Τουρκία να σιγοντάρει από πίσω.

Οι επιθετικές ενέργειες της Άγκυρας, με το ΝΑΤΟ να τηρεί ένοχη ουδετερότητα, έφτασαν στο σημείο της υπογραφής του τουρκολυβικού μνημονίου και την άμεση επέμβαση της Τουρκίας στη Λιβύη με σκοπό πέραν από τους υδρογονάνθρακες τη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων εκεί, ολοκληρώνοντας την «τανάλια» περίσφιξης της χώρας μας από βορρά, ανατολάς και νότο, κι εν μέρει από δυσμάς.

Η, περιορισμένη έστω, εμπλοκή της Ρωσσίας υπέρ του Χαφτάρ δημιούργησε τη δικαιολογητική βάση έτσι ώστε η Τουρκία να συνεχίζει ακάθεκτη, με τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ -αλλά και την Ε.Ε.- να κάνουν τα στραβά μάτια, αφού η Τουρκία πέραν των δικών της επιδιώξεων, εξασφαλίζει την παραμονή της Ρωσσίας μακρυά και απομονωμένη στο «βάλτο» της Συρίας, με την ίδια την Τουρκία να φροντίζει για τη μη «αποξήρανσή» του.

Βεβαίως οι Αμερικανοί επιδιώκουν μια «συμπαράταξη» με τη Ρωσσία απέναντι στην Κίνα. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνον με τους δικούς τους όρους και τη Ρωσσία σχετικά απομονωμένη, χωρίς να διαθέτει σοβαρά διεθνή ερείσματα. Το εάν τελικά αυτό φέρει αντίθετα από τα επιδιωκόμενα από τους δυτικούς αποτελέσματα και σπρώξει τελικά τη Μόσχα στην αγκαλιά του Πεκίνου, μένει να αποδειχθεί.

Η Ρωσσία δείχνει πάντως να μην έχει ολοκληρωμένη στρατηγική και αδυνατεί να κεφαλαιοποιεί, προς το παρόν, τις όποιες τακτικές της νίκες επί του πεδίου, όπως στην περίπτωση της Συρίας.

Ανεξάρτητα όμως από όλα αυτά και στον συνδυασμό τους το συμπέρασμα είναι, ότι η χώρα μας βρίσκεται μόνη στην αντιπαράθεσή της με την Τουρκία, η οποία σφίγγει τον κλοιό γύρω μας. Επειδή ο δυτικός παράγων στο καλάθι του οποίου έχουμε εναποθέσει όλα τα «αυγά» έχει κάθε συμφέρον να μην αντιδρά στις τουρκικές προκλήσεις. Αφού, στην μεγάλη εικόνα, η Τουρκία εξυπηρετεί τα βασικά συμφέροντα των δυτικών, με τα οποία φροντίζει επίσης να προσαρμόζει τις τακτικές της επιλογές προς όφελός της, αυξάνοντας την υπεραξία της ως ισχυρός και αναντικατάστατος δρων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Η «ερωτοτροπίες» της Άγκυρας με τη Μόσχα δεν φαίνεται να ενοχλούν ιδιαίτερα το ΝΑΤΟ και τους Αμερικανούς. Θεωρούν ότι στο βαθμό που τα συμφέροντά τους δεν θίγονται άμεσα από τις ενέργειες της Τουρκίας, αντίθετα μπορεί να εξυπηρετούνται κιόλας, δεν έχουν λόγο να αντιδρούν επιταχύνοντας μια διαδικασία αποστασιοποίησης της από το δυτικό σύστημα προς όφελος της Μόσχας.

Η Μόσχα από την πλευρά της διαπιστώνει σταδιακά την προσωρινότητα της «επένδυσής» της στην Τουρκία και προχωρά με πολύ προσεκτικά και συγκρατημένα βήματα, προκειμένου να διατηρηθούν λεπτές ισορροπίες, χωρίς να είναι καθόλου σίγουρο ότι στο τέλος θα μπορέσει να τα καταφέρει, αφού οι παραχωρήσεις που μπορεί να κάνει ως αντάλλαγμα στην Άγκυρα υπολείπονται κατά πολύ των παραχωρήσεων που το δυτικό σύστημα μπορεί να κάνει, τόσο στη Συρία, στο κουρδικό, στη Λιβύη, αλλά και στην ελληνικών συμφερόντων περιοχή του Αιγαίου και εν γένει της Ανατολικής Μεσογείου.

Με τις ελληνικές ελίτ να έχουν αποφασίσει ότι η χώρα αδυνατεί να υπερασπίσει τα συμφέροντά της και ότι οι παραχωρήσεις προς την Τουρκία είναι μονόδρομος για την εξυπηρέτηση των δικών τους ιδιοτελειών, η χώρα έχει μετατραπεί σε ανταλλάξιμο είδος στο μεγάλο παζάρι της περιοχής. Το δυτικό σύστημα και οι μηχανισμοί που το εκφράζουν (Ε.Ε. και ΝΑΤΟ), πέραν των εσωτερικών τους αδυναμιών και αντιθέσεων, δεν έχουν κανένα πρόβλημα, αλλά και κανένα ενδοιασμό να παραδώσουν κυριαρχικά ελληνικά δικαιώματα στην Τουρκία, αφού πέραν της χρησιμότητάς της ως το «μακρύ χέρι» της δύσης βαθιά μέσα στην καρδία της ευρασίας μέχρι την Κίνα, αποτελεί και μια μεγάλη αγορά για τα προϊόντα των δυτικών χωρών.

Από την άλλη, η διατήρηση στο διηνεκές μιας έστω σχετικά χαμηλής έντασης αντιπαράθεση μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας διευκολύνει τόσο την Ε.Ε. όσο και τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ στην ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση της χώρας μας από τους ίδιους, αφού οι ελληνικές ελίτ δεν έχουν που αλλού «την κεφαλήν κλίναι» για τη διατήρησή τους στην εξουσία έστω κι ως «δευτεροκλασσάτοι» τοποτηρητές των ξένων, συνεπώς παραμένουν πάντα πρόθυμοι στην εκχώρηση περιουσιακών στοιχείων της χώρας και κυριαρχικών της δικαιωμάτων, με τον λαό να τρομοκρατείται στην προοπτική ενός πολέμου. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ένα από τα βασικά επιχειρήματα σε βάρος της εξόδου από το ευρώ και της διαγραφής του παράνομου χρέους είναι ότι θα μας την «πέσουν» οι Τούρκοι. Τελικά και οι Τούρκοι θα μας την «πέσουν» και οι επικυρίαρχοι θα μας ζητήσουν «ασφάλιστρα κινδύνου» για τη δήθεν προστασία που μας παρέχουν ωθώντας μας κάθε φορά σε παραχωρήσεις προς την Άγκυρα.

Ελλάδα 1922 – Τουρκία 2020

Πολλοί θεωρούν, ότι παρ’ όλα αυτά, οι μεγάλες δυνάμεις ενοχλούνται αφάνταστα με τον μεγαλοϊδεατισμό του Ερντογάν και την σταδιακή μετατροπή της Τουρκίας σε υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη και δεν θα χάσουν την ευκαιρία να την «κοντύνουν» στο πρώτο στραβοπάτημα.

Αυτό είναι αλήθεια. Ούτε οι Αμερικανοί, ούτε οι Ρώσσοι, αλλά ούτε και οι Ευρωπαίοι θα ήθελαν μια Τουρκία ισχυρή περιφερειακή δύναμη, να αλωνίζει σε ολόκληρη την περιοχή και να την ελέγχει για λογαριασμό της, εκβιάζοντας συστηματικά και πάντα προς όφελός της πότε τους μεν, πότε του δε. Αφού οι δυτικοί απέτυχαν με το πραξικόπημα του 2016 να ανατρέψουν τον Ερντογάν, ο οποίος βρήκε εύκολο καταφύγιο στην ανάγκη της Μόσχας να δημιουργήσει ρήγματα στον ασφυκτικό κλοιό που της έχουν επιβάλλει, σήμερα η Τουρκία έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται για λογαριασμό της τις αντιθέσεις των μεγάλων.

Για να την χτυπήσουν, πρέπει αυτό να γίνει σχεδόν από κοινού με τη Ρωσσία και να υπάρξει η κατάλληλη δικαιολογητική βάση για να το πράξουν. Τέτοια περίπτωση δεν φαίνεται να υπάρχει στον ορίζοντα. Οποιαδήποτε ενέργεια σε βάρος της Τουρκίας αυτήν τη στιγμή είναι εξόχως παρακινδυνευμένη. Εκτός κι εάν αποφασιστεί να χρησιμοποιηθεί η αντιπαράθεση με την Ελλάδα, μέσω ενός σοβαρού «θερμού» επεισοδίου προκειμένου να υπάρξει, έχοντας εξασφαλισθεί η αναγκαία ουδετερότητα της Μόσχας, καταλυτική παρέμβαση του ΝΑΤΟ, που θα της κόβει από την μια πλευρά τα φτερά των φιλοδοξιών της, από την άλλη όμως θα πρέπει να της εξασφαλίσουν το αναγκαίο «γλυκαντικό», προκειμένου να κρατηθεί στο δυτικό σύστημα, με την Μόσχα πάντα να εποφθαλμιά να επωφεληθεί, από τις όποιες εξελίξεις. Και το «γλυκαντικό», τους το προσφέρουμε εμείς στο πιάτο έτοιμο, φρέσκο και αχνιστό! Δυστυχώς το πολιτικό σύστημα της χώρας μας έχει πείσει ότι είναι διατεθειμένο να θυσιάσει θεμελιακά κυριαρχικά δικαιώματα στο βωμό των συμφερόντων της δύσης.

Άλλοι πάλι θεωρούν ότι η ιστορία του 1922 επαναλαμβάνεται αντιστρόφως αυτήν τη φορά. Βλέπουν την Τουρκία στη θέση της Ελλάδος μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο που στο όνομα της μεγάλης της ιδέας προχώρησε πολύ μακρύτερα από εκεί που θα μπορούσε να αντέξει, με συνέπεια να υποστεί συντριπτική ήττα που οδήγησε στην μικρασιατική καταστροφή.

Η ανάγνωση αυτή των σημερινών εξελίξεων είναι επιφανειακή και γι’ αυτό λανθασμένη. Πέραν από κάποιες ομοιότητες, οι συνθήκες σήμερα είναι εντελώς διαφορετικές. Εάν η απρονοησία των ελληνικών ελίτ έφερε μια φτωχή και ταλαιπωρημένη, κυριολεκτικά εξαντλημένη μετά από μια δεκαετία συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων, χώρα, να παλεύει μόνη στα βάθη της Ανατολίας απέναντι στον Ατατούρκ που έδινε τον υπέρ πάντων αγώνα, η σημερινή Τουρκία δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα εκείνης της εποχής.

Η Ελλάδα τότε, στηρίχθηκε αφελώς και αποκλειστικά στις μεγάλες νικήτριες δυνάμεις του πολέμου, κυρίως τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Ουσιαστικά έπαιξε τον «μπροστινό» στις δικές τους επιδιώξεις. Αντί να κατοχυρώσει τα κέρδη της επί του εδάφους στην Ανατολική Θράκη και τα παράλια της Μικράς Ασίας, προχώρησε πολύ πέραν των αντικειμενικών της δυνατοτήτων, πιστεύοντας ότι δεν θα εγκαταλειφθεί από τους συμμάχους της. Όταν οι συμμαχικές αυτές δυνάμεις για τους δικούς τους λόγους τα «βρήκαν» με τον Ατατούρκ, ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας και το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους και στην εκδικητική μανία των Τούρκων.

Ποτέ δεν κατανόησαν οι ελληνικές ελίτ της εποχής, ότι οι μεγάλες δυνάμεις επ’ ουδενί θα επέτρεπαν την αναβίωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μέσω της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, στη θέση της καταρρέουσας οθωμανικής.

Η Τουρκία, αντιθέτως, σήμερα είναι αντικειμενικά μια ισχυρή χώρα, που είναι υποχρεωμένοι όλοι να την λαμβάνουν υπ’ όψη τους. Φρόντισε για πολλές δεκαετίες να αυξάνει σταδιακά όλους της τους συντελεστές ισχύος. Στην δημογραφία, στην ιδεολογία, στην οικονομία, στη στρατιωτική ισχύ, στα διεθνή της ερείσματα.

Μέσω της μουσουλμανικής «Σένγκεν» που άτυπα καθιέρωσε, όχι μόνον εξασφάλισε μεγάλη επιρροή και υποστήριξη από πολυάριθμες μουσουλμανικές, κυρίως σουνιτικές, χώρες, εκμεταλλευόμενη φτηνό εργατικό δυναμικό για τη στήριξη της οικονομίας της, αλλά επίσης, εργαλειοποιεί τα τέσσερα και πλέον εκατομμύρια μετανάστες που συγκέντρωσε χρησιμοποιώντας τα ως πολιορκητικό κριό εκβίασης της Ε.Ε. και σταδιακής αλλοίωσης της δημογραφίας των γειτονικών σε αυτήν περιοχών που την ενδιαφέρουν (ελληνικά νησιά, βόρεια Συρία κτλ). Ας μη γελιόμαστε, αυτή είναι η πραγματική ουσία του «μεταναστευτικού».

Η Τουρκία δεν στηρίζει τις επιδιώξεις της στην βοήθεια των συμμάχων της, αλλά στη δική της αυτοδυναμία. Γνωρίζει ότι πολλές επιδιώξεις της αντιστρατεύονται μάλιστα τα συμφέροντα των συμμάχων της. Δεν την ενδιαφέρει. Προχωρά με σχέδιο, στρατηγική επί δεκαετίες επεξεργασμένη, βήμα το βήμα, δημιουργώντας κάθε φορά νέα τετελεσμένα, και μέσα από σκληρά παζάρια τελικά επιβάλλεται, εξαναγκάζοντας όλους να προσαρμόζονται στις δικές της επιδιώξεις. Δημιουργεί γεγονότα. Δεν ακολουθεί. Συμμετέχει ρισκάροντας και δεν παραμένει παρατηρητής σε οτιδήποτε συμβαίνει και θεωρεί ότι την αφορά. Στην Ασία, στην Βαλκανική, στην Μέση Ανατολή, στην Αφρική. Ό,τι κάνει, το κάνει φροντίζοντας να έχει καλυμμένα τα νώτα της.

Παρά το φαινομενικά αντίθετο και τη σκληρή ρητορική που χρησιμοποιεί, δοκιμάζει και προχωρεί ανάλογα, δύο βήματα μπρος κι ένα βήμα πίσω κάθε φορά. Μαιτρ του «δούναι και λαβείν», ξέρει και μπορεί να ελίσσεται, ξέρει να διαπραγματεύεται.

Δεν εμπιστεύεται, απαιτεί από τους άλλους να την εμπιστεύονται, έχοντας κερδίσει το σεβασμό φίλων και εχθρών.

Η μόνη χώρα που πραγματικά στέκεται εμπόδιο στις επιδιώξεις της Τουρκίας για ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι η Ελλάδα. Αυτή μόνο φοβάται επί της ουσίας. Είναι η χώρα μας η μόνη που μπορεί να της ανατρέψει τα σχέδια, παρόλη τη διαφορά ισχύος μεταξύ των δύο χωρών. Γνωρίζει, ότι μια αποφασισμένη Ελλάδα, όσο μικρή και λιγότερο ισχυρή από την ίδια κι αν είναι, έχει τη δυνατότητα να της προκαλέσει συντριπτικό πλήγμα ανατρέποντας οριστικά τα σχέδιά της.

Γι’ αυτό δεν προτίθεται να επιτεθεί, ασκεί πίεση, εκβιάζει, δημιουργεί κάθε φορά μικρά τετελεσμένα. Έχοντας πιθανόν εξαγοράσει πρόθυμους πολιτικούς και πανεπιστημιακούς στην Ελλάδα, δημιουργώντας το άτυπο «κόμμα της Χάγης και της συνεκμετάλλευσης», σπρώχνει σε διαπραγματεύσεις με τους δικούς της όρους, ακόμη και χωρίς να πέσει ούτε μια τουφεκιά. Σπρώχνει τα πράγματα στα άκρα, γνωρίζοντας ότι η οποιαδήποτε διαμεσολάβηση προκύψει προκειμένου να μη διαλυθεί η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, μόνον οφέλη θα της προσκομίσει.

Τι κάνουμε τώρα;

Είμαστε λοιπόν σε αδιέξοδο; Φαινομενικά ναι. Και πραγματικά στο βαθμό που δεν δρούμε αποφασιστικά έστω και τώρα στο και 5’ σύντομα θα βρεθούμε να θρηνούμε μια μεγάλη καταστροφή και συρρίκνωση μέσω ακόμα και της οριστικής εξαφάνισής μας ως υπαρκτό μέγεθος με κρατική και άξια λόγου εδαφική υπόσταση, υποχωρώντας πίσω ακόμη και από το 1898! Με την Κρήτη προορισμένη για αυτονομία και υπό αμερικανο-ισραηλινό έλεγχο αυτήν τη φορά. Με την Τουρκία έτοιμη να διεκδικήσει το δικό της μερτικό επί της νήσου. Μη μου ζητήσει κανείς αποδείξεις για το τελευταίο. Δεν υπάρχουν. Απλά μελετήστε με προσοχή τα γεγονότα καθώς εξελίσσονται…

Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι -κατ’ αρχήν- να φύγουμε ή να μείνουμε στο ΝΑΤΟ (το ίδιο ισχύει και για την Ε.Ε.), σπαταλώντας πολύτιμο χρόνο σε συζητήσεις για το κατά πόσο μπορεί να γίνεται, ή εάν μας συμφέρει ή όχι το ένα ή το άλλο, αλλά κατά πόσο αποφασισμένοι είμαστε να υπερασπισθούμε την ακεραιότητα της χώρας και την ανεξαρτησία της. Τα υπόλοιπα θα προκύψουν ως συνέπεια αυτής της θεμελιώδους απόφασης και εφ’ όσον με καθαρό μυαλό αναγνωρίζουμε την πραγματικότητα γύρω μας και διαβάζουμε τα γεγονότα πέραν από ιδεοληψίες.

Ναι, ισχύει απολύτως ότι η ένταξη της χώρας μας τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην Ε.Ε. δεν την βοήθησε. Αντίθετα η ένταξη αυτή συνέπραξε καθοριστικά στη δημιουργία των σημερινών προβλημάτων μας.

Η άμεση αποχώρησή μας, όμως, δεν είναι κάτι που αυτομάτως θα μας λύσει τα χέρια και θα μας απαλλάξει από τα προβλήματά μας.

Ως στρατηγική επιλογή και στόχος δεν μπορεί να είναι παρά η οριστική μας απεμπλοκή από αυτούς τους μηχανισμούς, ως αναγκαία (αλλά όχι από μόνη της ικανή) προϋπόθεση, διότι όχι μόνον μας έχουν βλάψει, αλλά δεν έχουμε στο εξής να περιμένουμε κάτι θετικό από αυτούς και η παραμονή μας εγκυμονεί μεγαλύτερους κινδύνους.

Η κατανόηση της ανάγκης αυτής της στρατηγικού τύπου στοχοθεσίας είναι εκ των ων ουκ άνευ για την ακεραιότητα και για μια δημοκρατική προοπτική για τη χώρα.

Όμως οι σε τακτικό επίπεδο δράσεις για τη σταδιακή προσέγγιση του τελικού στόχου, που δεν είναι άλλος από την Εθνική Ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα, τη Λαϊκή Κυριαρχία και την ευημερία του ελληνικού λαού που πρέπει να γίνει αφέντης στον τόπο του, με ταυτόχρονη ισχυροποίηση των συντελεστών ισχύος της χώρας και απόκρουση της τουρκικής απειλής είναι άλλο επίπεδο συζήτησης. Θέλει πολλή δουλειά, σωστή ανάγνωση του διεθνούς γίγνεσθαι κάθε φορά, ευστροφία και ευελιξία στις τακτικές επιλογές και τις αποφάσεις.

Διότι όσο δίκιο έχουμε όλοι εμείς που υποστηρίζουμε ότι η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. είναι αδιαπραγμάτευτα αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη του τελικού στόχου της Εθνικής μας Ανεξαρτησίας, άλλο τόσο δίκιο έχει η πλευρά, που φοβάται ότι μια βεβιασμένη έξοδος από το ΝΑΤΟ στην παρούσα συγκυρία θα μας απογυμνώσει εντελώς αποδυναμώνοντάς μας περισσότερο. Πρέπει να γίνει, αλλά ο χρόνος και ο τρόπος που θα μας διασφαλίζει την επιτυχή έκβαση της προσπάθειας θέλει πολύ μελέτη και σε βάθος σχεδιασμό. Διότι όντως ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να πας για μαλλί και να βγεις κουρεμένος. Πολύ περισσότερο, που για δεκαετίες οι εγχώριες πολιτικές ηγεσίες φρόντιζαν συστηματικά να ισχυροποιούνται τα δεσμά της εξάρτησης.

Συνεπώς οι θέσεις δεν μπορεί να είναι άσπρο, ή μαύρο. Μια δημοκρατική κυβέρνηση που θα είχε την αίσθηση του εθνικού καθήκοντος, η οποία θα αναλάμβανε στην παρούσα συγκυρία την διακυβέρνηση του τόπου, θα όφειλε έχοντας πάντα ξεκάθαρο στο μυαλό τι θα υπηρετήσει χωρίς παρεκκλίσεις να προχωρά βήμα στο βήμα σε ενέργειες υπεράσπισης των εθνικών και των λαϊκών συμφερόντων, διασφαλίζοντας κάθε φορά τα νώτα της και εκθέτοντας κάθε φορά την αντιτιθέμενη πλευρά -όποια κι αν είναι αυτή.

Τα κατ’ αρχήν αναγκαία βήματα

Πχ κανείς δεν μπορεί να μας εμποδίσει σήμερα να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια όπως προβλέπει το δίκαιο της θάλασσας. Ούτε το ΝΑΤΟ μπορεί να μας εμποδίσει, ούτε η Ε.Ε., τουλάχιστον επίσημα. Στο παρασκήνιο μπορεί να ασκούνταν πιέσεις να μην προχωρήσουμε, αλλά εξαρτάται από εμάς πόσο επιδεκτικοί θα ήμασταν στις πιέσεις και τους ενδεχόμενους εκβιασμούς.

Μια τέτοια κίνηση όμως από την πλευρά μας θα δημιουργούσε γεγονότα και θα έφερνε την Τουρκία στο δίλημμα να υλοποιήσει το casus belli επιτιθέμενη στρατιωτικά. Διότι στο νομικο-πολιτικό-διπλωματικό πεδίο θα αφοπλίζονταν. Θα το τολμούσε; Είναι σχεδόν βέβαιο ότι όχι. Διότι θα επρόκειτο για μια καταφανώς παράνομη ενέργεια καταδικαστέα από όλες τις πλευρές. Ούτε μια χώρα δεν θα μπορούσε να της συμπαρασταθεί, καθόσον όλα τα παράκτια κράτη του κόσμου έχουν 12 μίλια αιγιαλίτιδα ζώνη σύμφωνα με την UNCLOS. Τόσο η Ε.Ε., όσο και το ΝΑΤΟ θα έκαναν την ανάγκη φιλότιμο και θα συμπαραστέκονταν στην Ελλάδα, στο βαθμό που αυτή έπειθε ότι ήταν αποφασισμένη να υπερασπίσει την καθ’ όλα νόμιμη επιλογή και αναφαίρετο δικαίωμά της.

Το επόμενο βήμα θα ήταν ο καθορισμός των ευθειών γραμμών βάσης, ανακήρυξη ΑΟΖ και η οριοθέτησή της με την Κύπρο, καταθέτοντας τις αντίστοιχες συντεταγμένες στον ΟΗΕ. Τι θα μπορούσε να κάνει η Τουρκία; Να μας επιτεθεί; Πάλι το πρόβλημα και τα διλήμματα θα είχαν περάσει στη δική της πλευρά. Το διεθνές δίκαιο έχει τις λύσεις σε περίπτωση διαφωνιών μεταξύ των κρατών. Το ΝΑΤΟ, ή η Ε.Ε. θα μπορούσαν να μας εμποδίσουν; Με ποια επιχειρηματολογία και επάνω σε ποια νομική βάση;

Το τρίτο βήμα, ταυτόχρονα με τα προηγούμενα δύο, θα ήταν η επαναδιατύπωση του ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδος – Κύπρου και η αναδιάταξη των δυνάμεων σύμφωνα με τις ανάγκες εξυπηρέτησης αυτού του δόγματος. Ούτε σε αυτό θα μπορούσε κανείς επίσημα να μας αντιστρατευτεί, ή να μας κατηγορήσει ότι παραβιάζουμε τους οποιουσδήποτε κανόνες, ή θέτουμε εν αμφιβόλω τη συνοχή του ΝΑΤΟ, ή τα συμφέροντα της Ε.Ε.. Απλά όλοι θα άρχιζαν να μας παίρνουν λίγο πιο στα σοβαρά απ’ ό,τι σήμερα.

Το τέταρτο άμεσο βήμα, παράλληλα και ταυτόχρονα με τα προηγούμενα, θα ήταν η άρση της αναγνώρισης ως νόμιμης της κυβέρνησης Σάρατζ στη Λιβύη και θα δηλώναμε ρητά ότι οι εξελίξεις στη χώρα αυτή μας ενδιαφέρουν άμεσα και δεν θα μείνουμε απαθείς στο εξής στη μεταφορά όπλων και προσωπικού από την πλευρά της Τουρκίας και στη δημιουργία αεροναυτικών βάσεών της εκεί. Εάν ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ και η Ε.Ε. θα αδυνατούσαν στο εξής να βρουν μια αποτελεσματική φόρμουλα να εμποδίσουν εμπράκτως την Τουρκία στις παρανομίες της, θα δηλώναμε ότι είμαστε αποφασισμένοι να το πράξουμε από μόνοι μας με όποιο κόστος, αφού θίγονται ζωτικά μας συμφέροντα.

Αυτό πέραν του ΝΑΤΟ θα έφερνε σε μεγάλη δυσκολία τους Αμερικανούς, αφού θα διαπίστωναν στην πράξη ότι δεν τους είναι και τόσο εύκολο να αναθέτουν τη βρώμικη δουλειά στους Τούρκους και οι ίδιοι να παριστάνουν τις αθώες περιστερές. Ταυτόχρονα θα διευκόλυνε τη Ρωσσία, με την οποία θα ερχόμασταν σε άμεση επικοινωνία, στις προθέσεις της για τη Λιβύη. Αυτές οι κινήσεις θα έστελναν παντού το μήνυμα ότι είμαστε έτοιμοι να μπουρλοτιάσουμε ολόκληρη την περιοχή εάν δεν λαμβάνονταν ουσιαστικά μέτρα περιορισμού των φιλοδοξιών της Άγκυρας, βάζοντας σχεδόν άμεσα στο «παιχνίδι» της αντιπαράθεσής μας με την Τουρκία και τη Ρωσσία. Η Ρωσσία δεν θα είχε κανέναν λόγο να μην εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που θα της δίναμε. Αλλά και να μην το έκανε, έχοντας πιθανόν διαφορετική ατζέντα, εμείς δεν θα είχαμε τίποτε να χάσουμε, θέτοντας έμπρακτα το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. προ των ευθυνών τους και στις συνέπειες για τους ίδιους, της αβελτηρίας τους απέναντι στα ελληνικά ζωτικά συμφέροντα.

Αυτό σημαίνει, εν πολλοίς, να μην είσαι δεδομένος και να μην είσαι προβλέψιμος. Για ποιο λόγο τελικά θα μπορούσαν να αντιδράσουν εναντίον μας; Επειδή θα εφαρμόζαμε τις αποφάσεις του Βερολίνου, που ούτε καν κληθήκαμε να λάβουμε μέρος, αλλά εκ των υστέρων μας ζητήθηκε να συμμετάσχουμε στην επιχείρηση «Ειρήνη», που εκείνοι αποφάσισαν;

Θα ζητούσαμε, παράλληλα, επιτακτικά την έμπρακτη έκφραση αλληλεγγύης της ευρωένωσης με την αποδοχή μορατόριουμ στην αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων του χρέους (προσωρινή κοινή συναινέσει αναστολή αποπληρωμής του χρέους, μέχρι νεωτέρας) για λόγους έκτακτης ανάγκης αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής και θα ζητούσαμε άμεση μη δανειακή χρηματοδότηση για την ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης της χώρας, παράλληλα με την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του κορωναϊού. Το άρθρο 122 της ΣΛΕΕ είναι σαφές: «Όταν ένα κράτος-μέλος αντιμετωπίζει δυσκολίες ή διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες, οφειλόμενες σε φυσικές καταστροφές ή έκτακτες περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχό του, το Συμβούλιο, με πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να αποφασίσει να του χορηγήσει, υπό ορισμένους όρους, χρηματοδοτική ενίσχυση της Ένωσης. Ο πρόεδρος του Συμβουλίου ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη ληφθείσα απόφαση». Έτσι θα φέρναμε τους Ευρωπαίους στη δύσκολη θέση, ή να μας σταθούν αλληλέγγυοι, αφού είμαστε υποχρεωμένοι να φυλάσσουμε τα «σύνορα της Ευρώπης», ή να μας αρνηθούν αποκαλύπτοντας τουλάχιστον την υποκρισία που χαρακτηρίζει τις επιλογές τους. Στην περίπτωση αυτή θα είχαμε κάθε δικαίωμα να αφήσουμε κατ’ αρχήν να εννοηθεί ότι είμαστε αποφασισμένοι να προχωρήσουμε πλέον σε ανάκτηση της νομισματικής μας κυριαρχίας και στη μονομερή οριστική διαγραφή του χρέους, βάζοντας φωτιά στα τόπια της Ε.Ε. και στη συνέχεια να προχωρούσαμε στις συγκεκριμένες ενέργειες, σύμφωνα με τον τρόπο που με τη μεγίστη λεπτομέρεια έχει αναλυθεί σε πληθώρα κειμένων την τελευταία δεκαετία, κι εδώ δεν υπάρχει λόγος να επανέλθω.

Όλα αυτά βεβαίως θα γινόντουσαν γρήγορα, άμεσα, ακολουθώντας έναν καταιγιστικό ρυθμό, έτσι ώστε να μην υπάρχει χρόνος αντίδρασης από τους υπόλοιπους δρώντες, που ενδεχομένως θα ήθελαν να μας εμποδίσουν, ανατρέποντας τους τυχόν σχεδιασμούς τους, με εμάς να βρισκόμαστε πάντοτε ένα βήμα μπροστά από τις εξελίξεις τις οποίες εμείς θα δημιουργούσαμε. (Μια πιο αναλυτική παρουσίαση των μέτρων που θα έπρεπε ήδη να έχουμε λάβει εδώ)

Επιμύθιο

Όλα αυτά, και πολλά ακόμη, ανήκουν, τακτικά, σε μια «ενδιάμεση» πολιτική που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως μονομερή διεύρυνση των βαθμών ελευθερίας μας εντός των δοσμένων πλαισίων, με έμπρακτη από την πλευρά μας αμφισβήτηση των ορίων τους. Εάν όλα αυτά και ό,τι θα προέκυπτε ως συνέχεια θα μας οδηγούσαν (και πότε) σε πλήρη ρήξη με το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. είναι πρόωρο να το προβλέψουμε, αλλά είναι και εξαιρετικά πιθανό. Σίγουρα όμως θα μας έφερναν άμεσα σε πολύ καλύτερη διαπραγματευτική θέση και θα μας διευκόλυναν στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των περαιτέρω κινήσεων επίτευξης της στρατηγικής μας στόχευσης. Δηλαδή, την Εθνική Ανεξαρτησία και την άπαξ δια παντός κατοχύρωση της εδαφικής μας ακεραιότητας, ψαλιδίζοντας σε καίριο βαθμό τις τουρκικές φιλοδοξίες, απομειώνοντας ταυτόχρονα τους κινδύνους μιας εξ αρχής και κατά μέτωπο ρήξης με τους υπερκείμενους καταδυναστευτικούς μηχανισμούς, η απεμπλοκή από τους οποίους θα επισυμβεί νομοτελειακά κι αφού στην πράξη ο ελληνικός λαός θα έχει πειστεί για την αναγκαιότητα αυτής της απεμπλοκής για να την αποδεχθεί και να την επιβάλλει.

Εν κατακλείδι θα μετατρέπαμε την παρούσα ελληνοτουρκική κρίση σε μοναδική ευκαιρία ριζικής αλλαγής, αναπροσανατολισμού και ολοκλήρωσης της Επανάστασης του 1821.

Δυστυχώς για το εξωνημένο ελληνικό πολιτικό σύστημα και τις ελίτ που το στηρίζουν, όλα αυτά αποτελούν μιαρές απόψεις. Και είναι στο βαθμό που το ίδιο αυτό πολιτικό σύστημα και οι ελίτ έχουν αναλάβει εργολαβικά τη διάλυση της χώρας και την παράδοση των ιματίων της, τα μισά στους ξένους επικυρίαρχους και τα άλλα μισά στον σουλτάνο, για τα συμφέροντα του οποίου φροντίζουν ανελλιπώς τα τελευταία 25 χρόνια, διαπράττοντας διαρκώς το έγκλημα της Εσχάτης Προδοσίας.

Στον ελληνικό λαό εναπόκειται να αντιληφθεί αυτήν την προδοσία εκ μέρους των ταγών του και ενωμένος πέραν των παραδοσιακών σχημάτων δεξιάς και αριστεράς, να δώσει την αναγκαία διέξοδο στα σημερινά αδιέξοδα…

 

 

Αφήστε ένα σχόλιο