Δίκαιο και έγινε…
του Δημήτρη Νανούρη
Μέρος 1ο
Παρατηρώ με προσήλωση το κατακαίνουργιο προπαγανδιστικό βίντεο του πρωθυπουργικού επιτελείου. Παραγωγή για Πούλιτζερ κειμένου και Χρυσό Φοίνικα, δύο σ’ ένα με Αργυρό Λέοντα, σκηνοθεσίας. Δεν λέω Όσκαρ επειδή το μυαλό μου τρέχει στην ομώνυμη, εμβληματική το πάλαι ποτέ, πιτσαρία της συμβολής Χατζηδάκη και Νάξου στα Πατήσια και, καθώς με ταλαιπωρεί εκνευριστική δυσεντερία από προχθές, αδυνατώ να γευτώ τα προϊόντα της, μένοντας με την ακατάσχετη λιγούρα αμανάτι. Άρκτος –του Φεστιβάλ Βερολίνου– και θεάματα λοιπόν.
Ρολόι τεράστιο, πίσσα μαύρο, που δείχνει έντεκα και είκοσι, φορά στο αριστερό χέρι ο ΘΑλέξης. – Οσονούπω βγαίνουν τα φαντάσματα, αφού ο φωτισμός μαρτυρά πως δεν είναι μεσημέρι. Με το άλλο κρατά το πληκτρολόγιο. Έπιασε τόπο ο κόπος του συνεταίρου του, που πάσχισε να τον μάθει να χρησιμοποιεί το δεξί. Φόντο βιβλιοθήκη πλήρης χονδρών, πανόδετων τόμων. Μοιάζουν μουσαντένιοι. Από κείνους τους κούφιους στο εσωτερικό, που κρύβουν φιάλες με αλκοολούχα ποτά, σιντί με ηλεκτρονικά παίγνια κι ό,τι βάλει ο νους για να ξελαμπικάρει το τσερβέλο κανενούς. Δεσπόζει στο μέσον ο πίνακας του Κωνσταντίνου Ξενάκη «Εντολές ΗΗΒ» (1991) από τη συλλογή «No way out» που μεταφράζεται πρόχειρα ως «Αδιέξοδο»· καμιά σχέση με «καθαρή έξοδο» και συναφή φληναφή αφηγήματα.
Ανάκατα πάνω στο γραφείο, εφημερίδες, φάκελοι και ντοσιέ. Ευμέγεθες τασάκι, τηλεχειριστήριο κλιματιστικού και κόκκινο πορτατίφ για να προσδίδει κύρος. Φυσικός ήχος. Ο ήρωας στέκει απορροφημένος απέναντι στο λάπτοπ του. Προβληματισμένος, σοβαρός, υπεύθυνος. Σφίγγει την αριστερή γροθιά και την τοποθετεί, όχι στο πιγούνι ώστε να φαίνεται στιβαρός, αλλά κάτω από τα ρουθούνια, σαν να μυρίζεται επικείμενο κίνδυνο ή επαπειλούμενη καταστροφή. Ανοιγοκλείνει τα μάτια. Ακούσιος μυϊκός σπασμός που προδίδει αμηχανία και τρακ. Θα ’λεγες πως ρίχνει πασιέντζα και δεν του βγαίνει.
Ξεροκαταπίνει, παρά ταύτα, και πληκτρολογεί: «Ελλάδα. Από την άδεια θέση, στη δυνατή παρουσία» με υπογραμμισμένες τις δύο τελευταίες λέξεις. Πίσω του ένα κουβάρι η γαλανόλευκη και η αστερόεσσα κοπής Βρυξελλών. Συνεχίζει ωστόσο τάχα μου απτόητος: «Από τα χρόνια της μικρής ευθύνης στη δύναμη της πράξης». Μαρκαρισμένη ξανά η κατακλείδα. Τι υπονοεί, άραγε, ο ποιητής; Τονίζει ίσως τα «δυνατή» και «δύναμη», δίνοντας τη δυνατότητα στον αδύναμο τάδε και δείνα, δίχως να δεινοπαθήσει στη δίνη των αδύτων του δυνητικού, να διανοηθεί δυνατότερη την αδυνατότητα. Μυαλό δυναμίτης. Των αδυνάτων αδύνατον να διεισδύσω.
Η «άδεια θέση» παραπέμπει αναμφίβολα στον στίχο του Σεφέρη «για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη». Αν υποθέσουμε ότι η πέτρα του σκανδάλου της Ιλιάδος αντιπροσωπεύει στα καθ’ ημάς την πολύφερνη θυγατέρα του τόπου, ήτοι τη δημόσια περιουσία, ο ίδιος, ως ανάγωγος προαγωγός, την ξεπούλησε στο Γιουσουρούμ, ούτε καν για ολόκληρο κοστούμ’, αλλά για το πολυφορεμένο ξασπρόθωρο πουκάμισο με τη λεπτή ρίγα με το οποίο κορδώνεται στην καρέκλα. Τη γραβάτα τη στρέφει στον λαιμό του κοσμάκη για να δυσκολευτεί να τον κράξει. Ήταν δίκαιο και έγινε πράξη…
∼∼∼∼
Μέρος 2ο
Περιγράφω για προφανείς λόγους σε συνέχειες το πρόσφατο επεισόδιο του σίριαλ «Ηταν δίκαιο και έγινε πράξη». Πρόκειται για υπερπαραγωγή του Μαξίμου, που, μολονότι διαρκεί μόλις δύο λεπτά και πέντε δεύτερα, θα χρειαζόταν χαρτί από σημύδες δέκα σουηδικών δασών προκειμένου να αναλυθούν ακροθιγώς τα σημαινόμενα και σημαίνοντά του. Μείναμε χθες στη στιγμή κατά την οποία ο θυμωμένος ΘΑλέξης πληκτρολογεί στο λάπτοπ στη φράση: «Από τα χρόνια της μικρής ευθύνης στη δύναμη της πράξης». Φανερώνει ύφος σκανδαλιάρη μαθητή που σερφάρει σε απαγορευμένους ιστότοπους και σοβαρεύεται για να μην τον μαλώσει η μαμά, που εισβάλλει απροειδοποίητα στο δωμάτιο τείνοντάς του γιγάντιο ποτήρι με γάλα.
Ριζικά αλλάζει αίφνης το σκηνικό. Η οθόνη μαυρίζει επί απειροελάχιστο χρόνο. Ο φυσικός ήχος παραχωρεί τη θέση του σε γλυκανάλατη μελωδία, από κείνες με τις οποίες ντύνουν τα γαμήλια ενσταντανέ συνοικιακοί φωτογράφοι ή τις ρεκλάμες για υγρά πιάτων και απορρυπαντικά πλυντηρίων οι διαφημιστές. Η κάμερα μεταφέρεται στην εξώθυρα του μεγάρου, όπου νεαρός με μπλουτζίν και ελβιέλα κλοτσάει με αριστερό ξερόμυτο προς τα σκαλοπάτια της εισόδου κόκκινο χαλί σε κακά χαλιά, αγορασμένο, λες, σε προσφορά απ’ τη Λαϊκή. Ξεφτισμένο, τσαλακωμένο, κατσιασμένο. Στη θέα του θα αυτοκτονούσαν εις ένδειξιν διαμαρτυρίας και οι πλέον πρωτόπειρες Περσίδες υφάντρες στα χτένια του αργαλειού.
Αναυδη καθαρίστρια με ποδιά και γυαλιά προσπαθεί με την ηλεκτρική σκούπα να μπαλώσει τα αδιόρθωτα. Ματαιοπονεί. «Με σαφήνεια, καθαρότητα (σ.σ. με γραμματοσειρά μπολντ), εξορθολογισμό» διαβάζουμε στον υπότιτλο. Ο τάπητας δεν συνέρχεται με τίποτα. Μοιάζει με ντεκόρ απ’ το θέατρο του παραλόγου. Στην αυλή καραδοκεί μηχανή λήψης εικόνων πάνω σε τρίποδο. Στην Ηρώδου Αττικού δεν σαλεύει κουνούπι. Τα μέτρα ασφαλείας, εκτός από δακρυγόνα, περιλαμβάνουν μάλλον και Αροξόλ. Στον προθάλαμο επικρατεί εργασιακός οργασμός.
Ξεφυτρώνουν εφτά ετερογενείς μαντραχαλάδες που τακτοποιούν τον χώρο σχολαστικά. Αλλοι κουστουμαρισμένοι κι άλλοι σπορτίβ. Μερικοί κοντοκουρεμένοι, ορισμένοι με αλογοουρά και κάποιοι με φαλάκρες. Αξούριστοι οι τέσσερις, ασορτί με τα μούσια του αφεντικού. Σκαρφαλωμένος σε αλουμινένια κλίμακα ένας, κρύβει αγνώστου ταυτότητος αντικείμενο πίσω απ’ το αέτωμα του τζακιού. Μυστήρια πράσα. Καμεραμάν με καρπουζί πουκαμισιά και τζιν περασμένο στην αμμοβολή τσεκάρει τον εξοπλισμό του. Ολα στην εντέλεια.
Ηχούν ανάλαφρα βήματα στο πάτωμα του πρώτου ορόφου. Φτάνει η μεγάλη στιγμή. Ο πρωταγωνιστής κατεβαίνει αεράτος τις στρωμένες βαθμίδες με το χάλια χαλί. Χαρούμενος, θαρρείς, επειδή δεν ανθίστηκε η μανούλα την κατεργαριά του. Βαστά το κινητό στο δεξί. Στέκει μπρος στα τζάμια της αίθουσας αναμονής και σταυρώνει τα χέρια. Σε δεύτερο πλάνο διακρίνεται ο διπλωματικός του σύμβουλος. Παρουσία που εμπνέει εμπιστοσύνη. Σηκώνει το κεφάλι ψηλά ο ΘΑλέξης, σαν γαμπρός που περιμένει το έτερον ήμισυ στην πόρτα της εκκλησιάς και αναλογίζεται την κουτουράδα που πά’ να κάνει. «Από τον φόβο περνάμε στην κανονικότητα» αναφωνεί. «Από την αμφισβήτηση στον σεβασμό». Στην κανονικότητα του φόβου, εννοεί, στην αδιαμφισβήτη υποτέλεια.
∼∼∼∼
Μέρος 3ο
Πλάνα αρχείου μετέρχεται κατόπιν ο σκηνοθέτης και κοντινά, με τον πρωθυπουργό να προσποιείται ελαχίστως πειστικά πως σώζει τον ταλαίπωρο τόπο. Αναφέρομαι, όπως ήδη ψυλλιαστήκατε, στο ολόφρεσκο, σπαρταριστό καλλιτεχνικό δημιούργημα, αφήγημα της έβδομης –ένας Θεός να την πει τέχνη–, που φέρει την υπογραφή «Ελληνική Κυβέρνηση» και τον πομπώδη τίτλο «Ηταν δίκαιο και έγινε πράξη». Θα μπορούσε να αποτελεί μέρος κατανυκτικής τριλογίας, αλλά με τη φόρα που ’χουν πάρει τα καϊνάρια της πρωτοδεύτερη φορά Αριστεράς με μοιραία δόση Ακροδεξιάς, όσο πλησιάζει η ώρα της κάλπης, προμηνύονται δεκάδες επιπλέον επεισόδια. Πολυλογία είναι ο ταιριαστός όρος και δη ακατάσχετη.
Ρόλος μοναχικός, κάθε μονόλογος. Απαιτητικότατος. Πάντοτε πληκτικός για τους ηθοποιούς και συχνότερα για τους θεατές. Ευάριθμοι στο σινάφι του παλκοσένικου συναγωνίζονται μια Νένα Μεντή που γαλούχησε γενεές δεκατέσσερις, ξαναζωντανεύοντας υποδειγματικά την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ή έστω την Αννα Βαγενά που σύστησε στο ευρύ κοινό την εκπληκτική Αγγέλα Παπάζογλου. Αντί να συγκρίνει τα χαΐρια του ΣΥΡΙΖΑ με τη μαύρη σκλαβιά επί Τουρκοκρατίας, κονταίνοντας το κόμμα που ανέδειξε το τιτάνιο πολιτικό της ανάστημα, δεν θα ’ταν άσχημη ιδέα να διδάξει τον αρχηγό της ολίγη ορθοφωνία, να του δείξει πώς στέκονται στο σανίδι ή στα μάρμαρα του Μαξίμου εν ανάγκη και πώς κοιτούν με ντεμέκ ειλικρίνεια τον φακό.
Ανία προξενούν, ως εκ τούτου, οι χιλιοπαιγμένες εικόνες αρχείου και ο αχρείος πρωταγωνιστής που δεν σκαμπάζει γρυ υποκριτική. Από το τριακοστό πέμπτο δευτερόλεπτο κι έπειτα το έργο κάνει κοιλιά, φουσκωμένη σαν του συχωρεμένου Ντουρουντού, που συγχωρέθηκε ο ασυγχώρητος, καταβροχθίζοντας πέντε πακέτα μακαρόνια στην καθισιά του, γαρνιρισμένα με μισό κοπάδι βαγιάρικα αμνοερίφια. Πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις τον ερίφη; Οδοιπορεί εκ νέου σε μακρόστενο πορφυρό χαλί αυτή τη φορά στις Βρυξέλλες. Μανία με τους άλικους τάπητες οι παραγωγοί! Φαντασιώνονται φαίνεται ότι φαντάζουν στο φαντασιακό ως φανταχτερό έμβλημα εξουσίας. Ισως πάλι τους προβάλλουν επειδή είναι ό,τι ροδαλό τούς έχει απομείνει ύστερα από την μπιρ παρά εκποίηση των φλογερών υποσχέσεων, των πύρινων λόγων, των αιματηρών αγώνων, της ερυθροβαφούς ιδεολογίας και των κόκκινων γραμμών.
Ξορκίζουν την ξεφτίλα οι υπότιτλοι: «Η χώρα μας, ξανά, ισότιμος συνομιλητής στην Ευρώπη». «Μας αναγνωρίζουν, μας ακούν, μας σέβονται». Ακολουθεί φλας μπακ για χαώδη χασμουρητά. Ο ηγεμών υποδέχεται στον χώρο του κατά σειρά τους Γιούνκερ, Μοσκοβισί, Μακρόν, Ομπάμα, Πούτιν. Κομμάτι σεξιστή τον βρίσκω. Χάθηκε ο κόσμος να προσθέσει και μια γυναίκα, βρε αδερφέ! Την Κάνγκελα, φέρ’ ειπείν, να ευφρανθεί το φυλλοκάρδι μας μόλις φανεί. «Ελλάδα, διεθνής συνομιλητής» επαναλαμβάνει μονότονα το σουπεράκι. Προς εμπέδωσιν τα ξεπατικώνει και ο ΘΑλέξης: «Τώρα πια μας ακούν, μας αναγνωρίζουν, μας σέβονται».
Ηλίου φαεινότερον. Αν είμαστε μάγκες, θα μας υπολόγιζαν όταν βροντοφωνάξαμε το υπερήφανο «όχι» του 61,3%. Αφότου σταθήκαμε κλαρίνο μπροστά τους και κατεβάσαμε τα σώβρακα ώς τους αστραγάλους, εκπληρώνοντας και τα πιο παράλογα χατίρια τους, θα ήταν αχάριστοι να μην επιβραβεύσουν με μια καλή κουβέντα τους υποτελείς. Και για τους Σαμαροβενιζέλους τα ίδια και καλύτερα έλεγαν μετά από κάθε «ναι σε όλα». Ολα κι όλα. Ξένους ηγέτες, εν παρόδω, δεν έχει δει μόνο ο Τσίπρας, για να κομπορρημονεί με τόση ξιπασιά. Καν και καν έχουν περάσει από τα μέρη μας. Κορυφαίοι μεταξύ άλλων. Όπως ο Μπιλ Κλίντον που μας επισκέφθηκε τον Νοέμβριο του 1999. Τότε ο ΘΑλέξης διαδήλωνε διαμαρτυρόμενος. Αχ! Έχει ο καιρός γυρίσματα, αλλά τα γυρίσματα του συγκεκριμένου φιλμ παραπέμπουν σε παμπάλαιους, αλήστου μνήμης καιρούς.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε σε τρία μέρη στο «https://www.efsyn.gr/»
https://www.hereticalideas.gr/2018/05/dikaio-ki-egine.html
Αφήστε ένα σχόλιο