Πόσο μα πόσο υποκριτές και πανούργοι…

Πόσο μα πόσο υποκριτές και πανούργοι…

του Γιάννη Μάρκοβιτς

Πόσο σίγουροι είμαστε ότι αυτοί που κυβερνούν, που έχουν λάβει τη λαϊκή εντολή να καθορίσουν τις τύχες των πολλών, είναι ικανοί και άξιοι να το κάνουν; Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ είχε πει ότι ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να διαλέγει ανάμεσα στο να μην είναι απολύτως τίποτα και στο να υποκρίνεται αυτό που είναι. Δηλαδή, από τη μια πλευρά, διαπιστώνουμε ή επιλέγουμε να είμαστε ένα τίποτα (άγνωστοι, αφανείς, αόρατοι), οπότε δε θα βρεθούμε στη θέση να κυβερνήσουμε, να ηγηθούμε και να καθοδηγήσουμε άλλους.
Σε αυτή την περίπτωση, μήπως επιλέγουμε το μαντρί και την ασφάλεια που μας παρέχει ο βοσκός; Από την άλλη πλευρά, κάποιοι εξ ημών υποκρινόμαστε αυτό που είμαστε ή ενδεχόμενα αυτό που θέλουμε να είμαστε ή εκείνο οι άλλοι επιθυμούν να βλέπουν σε μας, οπότε κυβερνάμε και ηγούμαστε. Τότε μήπως επιλέγουμε την πλευρά του βοσκού και οι λίγοι θρασείς, εκείνη του λύκου; Η υποκρισία βοηθάει την εξουσία· τη συντηρεί, την εκλογικεύει και της προσφέρει τυπική νομιμοποίηση. Αν ισχύει αυτό που είπε ο Λένιν ότι η υποκρισία στην πολιτική είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας, της έλλειψης ισχύος, τότε εκείνοι που υποκρίνονται είναι τα αδύναμα πρόβατα. Πως όμως κατάφεραν αυτά τα υποκριτικά, αδύναμα πρόβατα να βγουν από το μαντρί και να επιλέξουν άλλους ρόλους; Ποιά δύναμη τους ώθησε να γίνουν βοσκοί;
Η υποκρισία είναι η επιτηδευμένη και η προσχεδιασμένη απόκρυψη των αισθημάτων και των σκέψεων, έχοντας πάντοτε κατά νου το προσωπικό όφελος, αλλά και την επίτευξη συγκεκριμένου στόχου. Παρόλο που η ρίζα της είναι στο αρχαίο ελληνικό δράμα, στην τέχνη της υπόκρισης των ηθοποιών, στη σύγχρονη κοινωνία η υποκριτική έγινε υποκρισία και την εμφανίζουν άπαντες, με προεξάρχοντες τους ασκούντες την εξουσία. Ως εκ τούτου, εκείνοι που εμφανίζουν υποκρισία, όσοι υποκρίνονται ότι είναι ικανοί να κυβερνούν και να ηγούνται -παρόλη την, όπως αναφέραμε, αδυναμία τους- ενδύονται την προβιά του βοσκού και ενίοτε, εκείνη του λύκου. Απαντώντας στην ερώτηση της προηγούμενης παραγράφου, πως δηλαδή, το καταφέρνουν, το καταφέρνουν γιατί είναι πανούργοι.
Τι είναι η πανουργία; Είναι η δολιότητα και η πονηριά, είναι το πονηρό και το δόλιο τέχνασμα. Ο Κλεομένης, ο βασιλιάς της Σπάρτης, ενώ είχε συμφωνήσει σε επταήμερη ανακωχή με τους Αργείους, τους επιτέθηκε καθώς κοιμόντουσαν αμέριμνοι την τρίτη νύχτα και τους νίκησε. Όταν ρωτήθηκε γιατί το έκανε, δικαιολογήθηκε ότι είχε συμφωνήσει για τις ημέρες, όχι όμως και για τις νύχτες! Ο Χέγκελ είχε υποστηρίξει ότι οι ηγέτες στην προσπάθειά τους να φθάσουν στην ελευθερία του λόγου, παραβιάζουν τους ηθικούς κανόνες ώστε να υπακούσουν οι πολίτες. Κατά τον Γερμανό φιλόσοφο, αυτό δεν γίνεται με δική τους βούληση, αλλά εξαιτίας της πανουργίας του λόγου. Δηλαδή, μια αόρατη και πανούργα αρχή, με σκοπιμότητα και δολιότητα κατευθύνει τους ηγέτες στην παραπλάνηση και την υποκρισία. Αν συμβαίνει αυτό, τότε ο Κλεομένης δεν έδωσε εντολή στους Σπαρτιάτες να επιτεθούν τη νύχτα αλλά το έκανε η αόρατη δύναμη! Κάτι αντίστοιχο με το αόρατο χέρι που επεμβαίνει -σύμφωνα με τον Άνταμ Σμιθ- και ρυθμίζει την αγορά, επιφέροντας ισορροπία στη λειτουργία της. Όσο έχει καταφέρει το αόρατο χέρι κάτι τέτοιο, άλλο τόσο το έχει επιτύχει η αόρατη δύναμη. Η αόρατη δύναμη και το αόρατο χέρι δεν έφεραν ποτέ τους ισορροπία στην πολιτική και την οικονομία. Αν αυτό συνέβαινε, τότε δεν θα ρυθμιζόταν οι ανισορροπίες της οικονομίας με μνημόνια, ρυθμίσεις και παρεμβάσεις.
Η πανουργία σε συνδυασμό με την κρυψίνοια (δηλαδή, την απόκρυψη των πραγματικών προθέσεων) συνδράμουν στην υποκρισία. Οι κρυψίνοες δεν εντάσσονται σε κάποιο στερεοτυπικό πλαίσιο και δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμοι και δακτυλοδεικτούμενοι. Κάνουν συχνές παύσεις με προσπάθεια να αποφεύγουν την απάντηση, αρνούνται συγκεκριμένα γεγονότα, θίγουν νομικής φύσης θέματα, είναι υπερβολικά ευγενείς ή έχουν ξεσπάσματα, αναφέρουν δικαιολογίες και όχι γεγονότα και παραπονούνται με υπερβολή. Η πανουργία πιασμένη αλαμπρατσέτα με την υποκρισία κάνουν τον αδύναμο να αισθάνεται άτρωτος και αδίστακτος. Κάνουν τον πολιτικό να υψώνει τη φωνή, να κουνάει το δάχτυλο και να αναψοκοκκινίζει γιατί θίγεται ή αδικείται. Κάποιες φορές τον κάνουν επιθετικό και επικίνδυνο. Τότε το πρόβατο γίνεται λύκος και απειλεί το κοπάδι. Ένα όμως πράγμα διαφεύγει της προσοχής των υποκριτών. Και αυτό είναι ότι η υποκρισία είναι παραπλάνηση και ως τούτη, έχει παροδικότητα και είναι ανά πάσα στιγμή αποκαλυπτόμενη. Πολλώ δε μάλλον, που ο λύκος είναι ένας και τα πρόβατα πολλά. Η δε έκρηξή τους, δεν παρασέρνει μόνο το βοσκό και τη στάνη, αλλά συνήθως ποδοπατάει το λύκο.
* Ο Γιάννης Μάρκοβιτς είναι διδάκτορος εργασιακής / οργανωσιακής ψυχολογίας
από το «tvxs.gr»


Αφήστε ένα σχόλιο