Η επιτήδευση που οδήγησε στη χρεοκοπία*

Η επιτήδευση που οδήγησε στη χρεοκοπία*

του Όθωνα Κουμαρέλλα

Μολονότι η ιστορία του ελληνικού δημόσιου εξωτερικού χρέους ξεκινά ήδη από την περίοδο της επανάστασης του 1821 και των πολέμων της ανεξαρτησίας, που οδήγησε σε μια ακολουθία χρεοκοπιών το ελληνικό κράτος, θα σταθούμε στην τελευταία περίοδο και πως αυτό το χρέος εξελίχθηκε για να φτάσουμε στο 2010 στη χρεοκοπία και τη συνακόλουθη επιβολή του χρεοκρατικού καθεστώτος ως μια νέα ξένη κατοχή, έστω κι αν αυτή τη φορά αντί για τα τανκς και τα κανόνια χρησιμοποιούνται τα πιο πρόσφορα και αποτελεσματικά οικονομικά εργαλεία – όπλα, όπως το χρέος και το νόμισμα.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να δούμε είναι, ότι από την απελευθέρωση μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο μέχρι το τέλος του 2001, όπου η χώρα διέθετε το δικό της νόμισμα και παρά την εθελόδουλη αναγνώριση των προπολεμικών χρεών, που είχαν διαγραφεί με τον πόλεμο, από τις κυβερνήσεις της ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή το 1961 και μετέπειτα της Ένωσης Κέντρου υπό το Γ. Παπανδρέου, αυτό υπήρξε πάντα διαχειρίσιμο, αφού κατά 75% αποτελείτο από δάνεια σε δραχμές και μόνο το 25% περίπου αφορούσε σε δάνεια με ξένο συνάλλαγμα. Ταυτόχρονα και μολονότι το χρέος εκτοξεύτηκε πάνω από το 100% του ΑΕΠ την περίοδο της κυβέρνησης Μητσοτάκη (1990-1993), αυτό παρέμεινε σχεδόν σταθερό επί μια περίπου δεκαετία και εξυπηρετείτο απόλυτα, αφού η χώρα διέθετε τα κατάλληλα νομισματικά εργαλεία.
Ωστόσο ο όγκος του ήταν εξαιρετικά υψηλός σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας και υπήρχε πάντα ο κίνδυνος εκτροχιασμού κάτω από λάθος, ή εσκεμμένες πολιτικές επιλογές, οι οποίες δεν άργησαν να έλθουν με την ανατολή της νέας χιλιετίας και την ένταξή μας στην ΟΝΕ.
Πράγματι, το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος της χώρας τον Δεκέμβρη του 2001 που η Ελλάδα είχε το δικό της νόμισμα ανέρχονταν περίπου στα 140 δις ευρώ. Μέσα σε μόλις οκτώ χρόνια, δηλαδή το Δεκέμβρη του 2009, το χρέος αυτό εκτοξεύτηκε στα 299 δις ευρώ, δηλαδή κάτι λιγότερο από δυόμιση φορές και μας οδήγησε στη de facto χρεοκοπία και τις μετέπειτα μνημονιακές περιπέτειες.
Ενώ σήμερα, τέλος του 2014, μετά από σχεδόν πέντε χρόνια αιματηρών θυσιών του ελληνικού λαού και μιας -τηρουμένων των αναλογιών- τεραστίων διαστάσεων αναδιάρθρωσης του χρέους με το PSI, αυτό φτάνει τα 330 περίπου δις ευρώ και κοντά στο 180% του ελληνικού ΑΕΠ. Αν μάλιστα συμπεριλάβουμε τα χρέη των συστημικών τραπεζών προς το ευρωσύστημα και τις κρατικές εγγυήσεις, το συνολικό χρέος ξεπερνά τα 600 δις ευρώ.
Μια τέτοια εκτίναξη του χρέους, όπως αυτή αποτυπώνεται από τα επίσημα νούμερα, δείχνει, ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά με αυτή την υπόθεση και δεν είναι δυνατό να ερμηνευτεί μόνο από το γεγονός της απολύτως υπαρκτής ρεμούλας και κακοδιοίκησης στο ελληνικό κράτος. Ούτε από τις σπατάλες σε άχρηστα έργα, τους Ολυμπιακούς αγώνες, τις μίζες, τις υπερκοστολογήσεις κτλ.. Κάτι πολύ πιο σοβαρό συμβαίνει εδώ και αφορά σε επιτηδευμένες μεθοδεύσεις στην ίδια τη διάρθρωση του χρέους που οδηγεί σε αυτήν τη δυναμική εξέλιξή του, τα τελευταία χρόνια, ενώ είναι άμεσα εξαρτημένη με την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη, αφού οι υπόλοιπες παθογένειες προϋπήρχαν. Συνεπώς αυτό που άλλαξε από το 2002 και μετά ήταν ακριβώς η ΟΝΕ.
Κατ΄ αρχήν το «κλείδωμα» της ισοτιμίας της παλιάς δραχμής με το νέο ευρώ καθορίστηκε με εντελώς αυθαίρετο τρόπο (1 ευρώ = 340,75 δραχμές), με συνέπεια να αντιστοιχηθούν στην Ελλάδα πολύ λιγότερα χρήματα σε ευρώ, από ό,τι απαιτούσε η κατάσταση της οικονομίας τότε. Πράγματι, κανείς δεν μας εξήγησε τα κριτήρια με βάση τα οποία επιλέχθηκε το «κλείδωμα» αυτής της ισοτιμίας. Το αποτέλεσμα ήταν να στερηθεί άμεσα η Ελλάδα σημαντικών πόρων για την οικονομία της και στο βαθμό που είχε χάσει πλέον το δικαίωμα να εκδίδει το νόμισμα, υποχρεώθηκε να καταφύγει σε πρόσθετο δανεισμό. Πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν, ότι μια ισότιμη ένταξη της χώρας μας στην ΟΝΕ απαιτούσε μια ισοτιμία των 180 δραχμών περίπου ανά ευρώ. Στη πράξη η χώρα με αυτή την ισοτιμία ευρώ – δραχμής έχασε σε αξία σχεδόν τη μισή της περιουσία και αντίστοιχη ρευστότητα, έτσι ο δανεισμός για την κάλυψη βασικών αναγκών κατέστη αναπόφευκτος.
Αυτή η τεράστια απομείωση κάθε αξίας ισοδυναμεί με μια απίθανα μεγάλης κλίμακας ληστεία σε βάρος του λαού και της οικονομίας, η οποία ήλθε σε συνέχεια της άλλης μεγάλης ληστείας που είχε προηγηθεί, αυτή του χρηματιστηρίου. Τα αποτελέσματά της δεν φάνηκαν άμεσα στην πραγματική οικονομία και στα εισοδήματα, λόγω ακριβώς του υπερδανεισμού, ενώ το σοκ του πραγματικού υπερπληθωρισμού που έπληξε τα εισοδήματα τους πρώτους μήνες κυκλοφορίας του ευρώ, δεν καταγράφηκε ποτέ στις επίσημες στατιστικές και αποδόθηκε στις εγγενείς αδυναμίες της εγχώριας αγοράς λόγω π.χ. στρογγυλοποιήσεων στις τιμές των προϊόντων κτλ. και οδήγησε στην εκτίναξη του εσωτερικού δανεισμού των νοικοκυριών, που σε μεγάλο βαθμό από αποταμιευτές μετατράπηκαν σε οφειλέτες στις τράπεζες.
Από τις επίσημες στατιστικές προκύπτει ότι σε σταθερές τιμές 2010 το νόμισμα στην εσωτερική αγορά, σε σχέση με το Γενικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, έχασε περίπου το 33% της αξίας του έναντι αυτής του 2001, ενώ η ονομαστική αύξηση των μισθών και των συντάξεων δεν ξεπέρασε το 15% κατά μέσο όρο. Αυτό σημαίνει ότι η περίφημη εσωτερική υποτίμηση ξεκίνησε αμέσως με την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, για να λάβει δραματικές διαστάσεις με την εφαρμογή των μνημονίων.
Αυτό σημαίνει επίσης, ότι είναι ψευδέστατος ο ισχυρισμός, ότι η χρεοκοπία προήλθε λόγω αλόγιστης αύξησης των μισθών και των συντάξεων, με βάση την αισχρή θεωρία του «μαζί τα φάγαμε», που αποτελεί το δόγμα της επίσημης πολιτικής στα μνημονιακά χρόνια, αφού τα εισοδήματα αυτά, το διάστημα 2002 – 2010, ήδη είχαν υποστεί, σε σταθερές τιμές, μείωση που ξεπερνούσε το 18%.
Με την ανατολή του 2002, το ευρώ μέσα σε μια μόλις νύχτα, έγινε το νέο νόμισμα της Ελλάδας, αλλά όχι το νέο εθνικό της νόμισμα, όπως οι ανιστόρητοι της μεταμοντέρνας «αριστεράς» το αποκαλούν, εφ’ όσον η χώρα δε μπορεί να εκδίδει ευρώ όπως έκανε με τη δραχμή. Κατά συνέπεια το σύνολο του χρέους από δραχμές μετατράπηκε σε ευρώ. Αυτό πρακτικά σήμανε, ότι το δραχμικό χρέος, κατά βάση εσωτερικό, μετατράπηκε εν μια νυκτί σε χρέος σε σκληρό συνάλλαγμα. Με δεδομένη την αδυναμία της χώρας να τυπώνει, έχοντας εκχωρήσει το αποκλειστικό αυτό δικαίωμα της εκτύπωσης και κυκλοφορίας του νομίσματος στην Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα (ΕΚΤ), ο μοναδικός τρόπος για να εξυπηρετείται αυτό το χρέος ήταν ο νέος δανεισμός.
Αυτό συνέβη αφού, από απρονοησία, ή σκοπιμότητα, στη συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη για το πώς θα μπορούσε να εξυπηρετείται το προϋπάρχον δραχμικό χρέος, το οποίο ήταν επίσης επιβαρυμένο με τα υψηλά επιτόκια, που έφταναν ακόμα και το 20% της προηγούμενης περιόδου του υψηλού πληθωρισμού και τα οποία το συνόδευαν και μετά τη μετατροπή του σε ευρώ.
Η επιτηδευμένη αυτή έλλειψη κάθε πρόβλεψης αποπληρωμής του παλαιότερου δραχμικού χρέους, μαζί με την εσωτερική υποτίμηση, προδιέγραψαν με μαθηματική ακρίβεια τη χρεοκοπία της χώρας, η οποία ήταν πλέον θέμα χρόνου το πότε θα συνέβαινε. Και πράγματι αυτή συνέβη με το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Η οποία -και με δεδομένη την πολιτική επιλογή της ευρωζώνης να ενισχυθούν με κάθε τρόπο οι τράπεζες σε βάρος των εθνικών οικονομιών- μετετράπη γρήγορα σε κρίση κρατικού χρέους. Με την Ελλάδα να αποδεικνύεται ως η πλέον ευάλωτη χώρα, διαθέτοντας, εξ άλλου, ένα πολιτικό προσωπικό απολύτως εκβιάσιμο και ταγμένο σχεδόν αποκλειστικά στην υπηρεσία των συμφερόντων των ξένων δυνάμεων, που δια μέσου του στραγγαλισμού της Ελλάδας επιδίωξαν τη σωτηρία των δικών τους τραπεζών κατ’ αρχήν και τη λεηλασία της χώρας στη συνέχεια.
Στη συμφωνία ένταξης της Ελλάδας, πέραν της ισοτιμίας του παλαιού νομίσματος με το νέο, όφειλε να είχε υπάρξει ειδική πρόβλεψη για έκδοση επί πλέον χρήματος σε ευρώ, έστω μέσω της ΕΚΤ, για το σύνολο του δραχμικού χρέους, στο ύψος που αυτό είχε διαμορφωθεί στις 31 Δεκεμβρίου 2001, ανάλογα με την ωρίμανση των ομολόγων και των αντίστοιχων τόκων. Έτσι η μετάβαση στο νέο νόμισμα δεν θα είχε ουσιαστικές επιπτώσεις στο χρέος και τον τρόπο αποπληρωμής του. Και μόνο η παράλειψη μιας τέτοιας πρόβλεψης στη συμφωνία ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ συνιστά πράξη εσχάτης προδοσίας για το τότε πολιτικό προσωπικό (κυβέρνηση Σημίτη), που διαχειρίστηκε την ένταξη, προδιαγράφοντας τη χρεοκοπία και τη μετατροπή της χώρας σε αποικία χρέους.
Έτσι:
1. με την αφαίρεση κάθε εργαλείου εξυπηρέτησης του παλαιού δραχμικού χρέους μετά την ένταξή μας στην ευρωζώνη και με την ανάδειξη ως μοναδικού μέσου για την αποπληρωμή του το νέο δανεισμό από τις αγορές,
2. την καταλήστευση των πόρων της χώρας μέσω της τεράστιας εσωτερικής υποτίμησης με τον καθορισμό της ισοτιμίας ευρώ στις 340,75 δραχμές, μολονότι φαινομενικά και ονομαστικά το χρέος αντιστοιχήθηκε σε μικρότερο ποσό σε ευρώ από οποιαδήποτε άλλη λογικότερη -και πιο αντίστοιχη στα πραγματικά δεδομένα της ελληνικής οικονομίας-  ισοτιμία είχε επιλεχθεί, αφού η χώρα στερήθηκε τεράστια ποσά και πόρους που θα μπορούσαν να στηρίξουν την οικονομία της,
3. τις σπατάλες, τις ρεμούλες, τις μίζες του πολιτικού προσωπικού και τη διαπλοκή του με τις παρασιτικές ελίτ,
το χρέος εκτινάχθηκε σε μόλις οκτώ χρόνια περίπου 2,5 φορές επάνω, χωρίς επί της ουσίας να εξυπηρετείται καμία ζωτική ανάγκη του ελληνικού λαού και της εθνικής οικονομίας, ώστε να φθάσουμε στο 2010 και να χλευάζεται συλλήβδην ο ελληνικός λαός ως ανεπρόκοπος και διεφθαρμένος, προκειμένου να μην αντιδράσει στην ολοκλήρωση της καταλήστευσης της χώρας μέσω του καθεστώτος χρεοστασίου που επιβλήθηκε και η ΟΝΕ χρησιμοποιήθηκε ως ο πολιορκητικός κριός προς τούτο.
Ωστόσο και τα τρία αυτά πραγματικά εργαλεία υπερχρέωσης, που χρησιμοποιήθηκαν ερήμην του ελληνικού λαού, με την εξαπάτησή του  περί σύγκλισης με τις ισχυρές χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου,  τα οποία και βρίσκονται στον πυρήνα της ελληνικής χρεοκοπίας, καθιστούν το χρέος επαχθές και μη εξυπηρετήσιμο στο βαθμό που δεν αναιρούνται. Οποιαδήποτε δημοκρατική κυβέρνηση οφείλει να προχωρήσει στη μονομερή διαγραφή του χρέους και την αποτίναξη του ζυγού της ΟΝΕ, αφού, εκτός των παραπάνω, το χρέος είναι παράνομο και καταχρηστικό, όπως ήδη έχει αναλυθεί, γι’ αυτό και η μονομερής διαγραφή του οφείλει να είναι στον πυρήνα κάθε δημοκρατικού κόμματος που διεκδικεί την εξουσία σήμερα.
*Σημείωση: Το άρθρο αυτό έρχεται σαν συνέχεια και συμπλήρωση του προηγούμενου με τίτλο «Οι δέκα λόγοι που καθιστούν το χρέος παράνομο και καταχρηστικό».

Αφήστε ένα σχόλιο