Τα δύο Εικοσιένα -Λαός και κοτζαμπάσηδες

Τα δύο Εικοσιένα -Λαός και κοτζαμπάσηδες


Σχόλιο Αιρετικών Ιδεών:

Από την εξαιρετική ιστορική γλώσσα του Δημήτρη Φωτιάδη και το βιβλίο του «Καραϊσκάκης», επιλέξαμε το συγκεκριμένο απόσπασμα σε μια προσπάθεια να φωτίσουμε αυτό που η επίσημη ιστοριογραφία επιθυμεί να κρατηθεί στο σκοτάδι. Ότι η επανάσταση για την εθνική παλιγγενεσία στην Ελλάδα, θεμελιώθηκε από τον απλό λαό, όπου τριακόσια εξήντα οκτώ χρόνια υπέμενε την σκλαβιά των Οθωμανών και την απαράμιλλη απανθρωπιά των δικών του αρχόντων και προυχόντων. Που ανέβαινε στα βουνά για να μυρίσει τον αέρα της ελευθερίας μη αποδεχόμενος ποτέ ότι η μοίρα που του ετάχθη θα μείνει για πάντα να τον σκλαβώνει.

Η ελληνική επανάσταση ξεχωρίζει γιατί ενέπνευσε τα ιδανικά της ελευθερίας έτσι όπως τα μετέδωσε ο Ρήγας που πήραν σάρκα από την καρδιά, το ανεξάρτητο κι ελεύθερο πνεύμα των χωριατών, των παρακατιανών και των αποδιοπομπαίων αυτού του τόπου. Και την χαρακτηρίζει πιότερο απ’ όλα, ότι η ανάγκη και η δίψα για εθνική ανεξαρτησία δεν ξεχώρισε το κοινωνικό της πρόσημο, αφού η κύρια αντίθεση ανάμεσα στην τυραννία και την απελευθέρωση , δεν δίστασε να θεμελιωθεί απέναντι σε κάθε επιβήτορα, σε κάθε εξουσιαστή ντόπιο και ξένο, είτε άκουγε στο όνομα του κατακτητή, είτε στους θιασώτες της ξενολατρείας.

Πολύ περισσότερο σήμερα, που οι καιροί με τους νέους τους όρους δεν διαφέρουν και πολύ από την περίοδο πριν την επανάσταση του ’21, και που σύσσωμο το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ως ο κύριος εκπρόσωπος εκείνου του κοτζαμπασισμού, φοβάται όπως ο διάολος το λιβάνι να αναδείξει αυτήν την βασική και κύρια αντίθεση, ανάμεσα στον απλό λαό και τους εξουσιαστές του.

Πιστεύουμε ότι ο λαός μας γνωρίζει πολύ καλά τι συμβαίνει. Και θα βρει τον τρόπο πολύ σύντομα, να ξαναπιάσει το νήμα από την αρχή, έτσι ώστε στα 200 χρόνια από το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης του ’21, να βρουν την πατρίδα ελεύθερη και πραγματικά αναγεννημένη και ανεξάρτητη. Από την πλευρά μας εμείς εργαζόμαστε γι’ αυτό.

Καλή ανάγνωση!

Τα δύο Εικοσιένα -Λαός και κοτζαμπάσηδες

 
Για να γνωρίσει κανείς τ’ αληθινό Εικοσιένα, πρέπει να σκύψει πάνω σ’ άλλα κείμενα. Σ’ εκείνα που προετοίμασαν τον σηκωμό, σ’ αυτά που γράφτηκαν όσο βρόνταγε το καριοφίλι κι άστραφτε το γιαταγάνι και στ’ απομνημονεύματα των αγωνιστών – του Μακρυγιάννη, του Κασομούλη, του Κολοκοτρώνη, του Φωτάκου, του Περαιβού, του Σπηλιάδη και τόσων άλλων.

Δύο ήταν τα εικοσιένα. Το ένα του λαού και των πιό προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού, τ’ άλλο των κοτζαμπασήδων και των πολιτικάντηδων. Του πρώτου οι ρίζες αντλούνε τους χυμούς τους από τα «Δίκαια του ανθρώπου» του Ρήγα Βελεστινλή. Πάνω στ’ άλλο πέφτει βαρύς ο ίσκιος της «Πατρικής διδασκαλίας» του Μακαριωτάτου Πατριάρχη του Γρηγορίου.

«Ο σκοπός όπου απ’ αρχής κόσμου οι άνθρωποι εσυμαζώχθησαν από τα δάση την πρώτην φοράν δια να κατοικήσουν όλοι μαζί, κτίζοντας χώρας και πόλεις, είναι δια να συμβοηθώνται και να ζώσιν ευτιχισμένοι και όχι να συναντιτρώγονται ή να ρουφά το αίμα τους ένας (…) Αυτά τα φυσικά δίκαια είναι: πρώτον, το να είμεθα όλοι ίσοι και όχι ο ένας κατώτερος από τον άλλον. Δεύτερον, να είμεθα σίγουροι εις την ζωήν μας και κανένας να μην ημπορή να μας την πάρει αδίκως και κατά φαντασίαν»

Αυτή είναι η φωνή του Ρήγα στα «Δικαιώματα του ανθρώπου» κι αυτό είναι το πρώτο Εικοσιένα.

«Κλείσατε τ’ αυτία σας, και μην δώσετε καμμίαν ακρόασιν εις ταύτας τα νεοφανείς ελπίδας της ελευθερίας εναντίον εις τα ρητά της θείας γραφής και των Αγίων Αποστόλων, όπου μας προστάζουν να υποτασσώμεθα εις τα υπερεχούσας αρχάς, όχι μόνο τας επιεικείς, αλλά και σκολία, διά να έχωμεν θλίψη σε αυτόν τον κόσμον

Αυτό είναι το φαρμάκι της «Πατρικής διδασκαλίας» κι αυτό στέκεται το αντι-Εικοσιένα.

ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ δεν ήταν μια εξέγερση, μα μιά επανάσταση. Μια επανάσταση που είχε όχι μονάχα εθνικό, μα και κοινωνικό περιεχόμενο. Γι’ αυτό και δεν στάθηκε έργο της άρχουσας τάξης των ραγιάδων, μα του δυναστευόμενου λαού και των πιό φωτισμένων πρωτοπόρων του.

Άλλοι απ’ αυτούς όπως ο Κοραής, πίστευαν πως το έθνος θα λυτρωνόταν από την σκλαβιά με την μάθηση και την παιδεία κι άλλοι, οι πιό ρεαλιστές, με πρώτο τον Ρήγα Βελενστινλή, κατάλαβαν πως ο μοναδικός δρόμος για να καταχτήσουν την λευτεριά στεκόταν ο ένοπλος αγώνας.

Ο ένας από τους τρείς πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας, ο Εμμ. Ξάνθος, αντικρούοντας την ανεδαφική άποψη πως το έθνος έπρεπε να φωτιστείν πρώτα κι ύστερα να λευτερωθεί, να τι έγραφε:

«Πολλοί των ομογενών και άλλων Ευρωπαίων ήσαν και είναι με την σφαλεράν ιδέαν, ότι το Ελληνικόν έθνος δεν ήτον ακόμη αρκετά φωτισμένον και ώριμον, ώστε να ζητήσει την ελευθέρωσίν του, αλλ’ έπρεπε να περιμένη να φωτισθή αρκούντως και άλλην ευνοκοτέραν περίστασιν…. Αλλ’ έθνος, το οποίον ευρίσκεται υπό την πλέον απάνθρωπον τυραννίαν και υπό τον βάρβαρον ζυγόν, ως είναι εκείνος των αμαθέστατων και άγριων Τούρκων, δύναται να φωτισθεί

Οι κοτζαμπάσηδες κι ο ανώτερος κλήρος κράτησαν, εξόν από εξαιρέσεις, εχθρική στάση τόσο στο φωτισμό του λαού όσο και στην εξέγερση του έθνους, όπως φοβόταν μη χάσουν τα προνόμιά τους. …Αυτοί δεν ήταν εχθροί της εθνικής παλιγγενεσίας όπως την έλεγαν, υποστήριζαν όμως, τρέμοντας για το βιός τους που καζάντησαν, πως δεν χρειάζεται να πολεμήσει το έθνος για την λευτεριά του. Προτίμαγαν να πιστεύουν πως θα του τη χάριζαν οι ισχυροί της γης.

Ο λαός όμως που στέναζε κάτω από τον διπλό ζυγό του αγά και του κοτζάμπαση, έβλεπε διαφορετικά τα πράγματα. Γι’ αυτόν ο κάθε χρόνος που πέρναγε μέσα στην σκλαβιά – ακόμα τούτη η άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι, ραγιάδες, ραγιάδες, ήταν μια μαχαιριά στην καρδιά του. Πάνω του είχανε πέσει με την ίδια αρπαχτικιά διάθεση μπέηδες και προύχοντες, ρουφώντας το λιγοστό του αίμα.

Ο ανώνυμος συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας» ανιστοράει με τα πιό μαύρα χρώματα το τι τραβούσαν οι ραγιάδες από του Τούρκους, τους κοτζαμπάσηδες και το ιερατείο. Αν έβγαζε να πούμε, εκατό οκάδες γεννήματα, του έπαιρνε τις εβδομήντα, άρπαζε κι ο κεχαγιάς του άλλες δέκα κι απόμεναν στο ζάβαλο που όργωσε την γη μονάχα είκοσι για να ζήσει αυτός κι η φαμελιά του και να πλερώσει και το χαράτσι.

«Οι γεωργοί, η σεβασμιωτέρα κλάσις μιας πολιτείας, ο σταθερώτερος στύλος της πολιτικής ευτυχίας, ζη χειρότερα από τα ίδια τα ζώα. Βέβαια ο πλούσιος Οθωμανός, τρέφει τ’ αλογά του με πολλά καλιότερα φαγητά από εκείνα οπού φυλάττουσιν εις την ζωήν και είς τας θλίψεις τον αθώον και δίκαιον χωριάτην. Αλλά μήπως τελειώνει είς αυτά η δυστυχία του; Αυτός ο ταλαίπωρος πρέπει προς τούτοις, ώ εντροπή ανυπόφορος! – πρέπει λέγω να χορτάσει την λύσσαν και του ληστού της εκκλησίας, ήτοι του αρχιεπισκόπου… Αλλά τι να ειπώ δια τους πολίτας; Αί, αυτοί χωρίς να έχουν ολιγώτερους κόπους και μόχθους από τους χωριάτας, έχουν τα βάσανα και περισσότερα και φοβερώτερα από αυτούς. Οι τεχνίται λοιπόν δουλεύουν σχεδόν 18 ώρας το ημερόνυχτον και ποτέ δεν ημπορούν να αναπληρώσουν τας αναγκαίας χρείας των. Οι προεστοί με τα άδικα δοσίματα οπού επιφορτώνωσι, τους αρπάζουσιν από το έν μέρος, τον ολίγον καρπόν των ιδρώτων των. εκείνοι λέγω οι άφρονες και μωροί άνθρωποι όπου κράζονται προεστοί και άρχοντες, οίτινες από την βρωμεράν συνήθειαν έχασαν σχεδόν και την εντροπή των ανθρώπων και τον φόβον του Θεού και με άκραν αναισχυντίαν δεν διστάζουσιν από το να αρνώνται πότε μεν τας ποσότητας των πληρωμών, πότε δε να ξαναζητώσι εκείνο οπύ έλαβαν ήδη και, το χειρότερον, να καυχώνται εις το να δεικνύωνται πιστοί οπαδοί και δούλοι του τυράννου εκούσιοι»[1]

Αυτοί ήταν οι κοτζαμπάσηδες κι έτσι τυράνναγαν, πιστά τσιράκια των Τούρκων, τον λαουτζίκο, τον φακίρ φουκαρά, όπως τον ελέγανε. Όταν όλοι οι ήρωες της Επανάστασης, κι οι Κολοκοτρώνηδες κι ο Παπαφλέσσηδες κι οι Καραϊσκάκηδες κι οι Μακρυγιάννηδες κι οι Αντρούτσοι τους έλεγαν τουρκοκοτζαμπάσηδες, κι είχαν πέρα για πέρα δίκιο.

Μπροστά σε τούτη την διπλή τυραννία, δεν απόμενε πολλές φορές άλλο τίποτα στον κατατρεγμένο, παρά να αδράξει ένα παλιοντούφεκο και να βγει κλέφτης στα βουνά. Εκεί φύσαγε άλλος αέρας – η λεβεντιά που μας αποθανάτισαν τα δημοτικά μας έργα.

«– Βασίλη κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης,
για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.

– Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και νά’μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι των γερόντων.

Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαριό ντουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια.
Εγώ ραγιάς δεν γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω,
δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτζαμπασήδες.»

Κι ο Μακρυγιάννης περιγράφοντας ένα από τα εικοσιτέσσερα κάδρα που έφτιασε κάτω από τις οδηγίες του, ο Παναγιώτης Ζωγράφος, μας δίνει, με τούτα τα λίγα κι ολοζώντανα λόγια, ολόκληρη την ιστορία του τόπου μας στα τριακόσια πενήντα τόσα χρόνια της σκλαβιάς του:

«Εμάς μας τρώγει η γύμνια και η ταλαιπωρία τόσους αιώνες δι’ αυτήνη την πατρίδα – δεν την βλέπετε όπου είναι αλυσωμένη καιμ καταφρονεμένη; τα παράσημά της πεταμένα και σεις ακόμα σίγρι κάνετε;

Ως πότε τουρκοραγιάδες, ως πότε να σας βυζαίνουν οι Τούρκοι κι οι οπαδοί τους κοτζαμπασήδες και τουρκοκαπεταναίγοι; Αφού αυτήνοι οι τρεις ‘θουσιάσαν τους πολίτες, φαίνεται ο Ρήγας Βελεστίνος, το αγαθό παιδί της πατρίδας, και βαστάγει ένα σακουλάκι με τον σπόρο της λευτεριάς και σπέρνει αυτόν τον σπόρο».

 

Αφήστε ένα σχόλιο