Ο Manu τα έκανε σκατά

Ο Manu τα έκανε σκατά


Πάμε για 1848; Ο μικρός Manu, σε νέες περιπέτειες υπό την ασφυκτική πίεση των «κίτρινων γιλέκων»: Τα gilets jaunes, η προσγείωση του Emmanuel Macron στην σκληρή πραγματικότητα και η μακρά διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης, που πλήττει την γαλλική κοινωνία.


του Τάσου Αναστασόπουλου

Λουδοβίκος 16ος ο Emmanuel Macron, τρομάρα του; Στα αστεία, ναι. Στην πραγματικότητα, όχι. Ο Λουδοβίκος ο 16ος ήταν πολύ πιο σοβαρός, από τον γραφικό «Manu». Τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη προσπάθησε να μιμηθεί, ο σύζυγος της Brigitte. Αλλά τα «κίτρινα γιλέκα» τον επανέφεραν, στην σκληρή πραγματικότητα και στο απειροελάχιστο μέγεθος της προσωπικότητάς του και του πολιτικού εγχειρήματος της γαλλικής «ευρωπαϊστικής» ελίτ, που αυτός εκπροσωπεί.

Η περίοδος της πολιτικής κυριαρχίας του Emmanuel Macron έφθασε στο τέλος της. Ο Γάλλος πρόεδρος, που εκλέχθηκε -όπως εκλέχθηκε-, μόλις τον Μάϊο του 2017 και ο οποίος προσπάθησε να τρέξει και να επιταχύνει την διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης, εντός της γαλλικής οικονομίας, εμφανίζοντάς την, ως «μεταρρυθμιστικό» πρόγραμμα (το οποίο, όμως υπαγορεύεται, από την γαλλική μπατιροτραπεζοκρατία, την ευρωγραφειοκρατία και την κυβέρνηση του Βερολίνου), έφθασε, στο τέλος της. Αυτό είναι που προκύπτει, από τις, μέχρι τώρα, κινητοποιήσεις των «κίτρινων γιλέκων», που απέδειξαν το προφανές, από την εποχή της ανόδου του Emmanuel Macron, στο προεδρικό αξίωμα, γεγονός ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός».

Ήδη, από την αρχή, ο μπατιροτραπεζίτης Emmanuel Macron, ο σοσιαλιστής, που ανακάλυψε ο Jacques Attali και που ο Francois Hollande έκανε υπουργό Οικονομικών, είχε δείξει την προσωπική ανεπάρκειά του, με τις μεγαλοστομίες του και την συνεχή καταφορά του, ενάντια στα λαϊκά και «κατώτερα» στρώματα της γαλλικής κοινωνίας, τα οποία, για τον ίδιο, αντιπροσωπεύουν το τίποτε.

Όμως, το πολύ χρήμα της γαλλικής ελίτ (η οποία του έφτιαξε ένα νέο κόμμα), η συνεχής υποστήριξη της ολιγαρχίας των ΜΜΕ (που προέβαλε, αναφανδόν, τον ίδιο και το κόμμα του), η ανοργανωσιά των πολιτικών αντιπάλων του (που ήταν αποτέλεσμα της αποδιοργάνωσης του γαλλικού πολιτικού σκηνικού, αλλά και της ταύτισης του κόμματος της Marine Le Pen και της ίδιας, με τον φασισμό) και η πολιτική σύγχυση, που επικρατούσε, στις τάξεις της γαλλικής κοινωνίας, ως αποτέλεσμα της επίμονης πολιτικής της πτώσης των στοιχείων του κόστους της γαλλικής οικονομίας και της καταστροφής των μεσαίων τάξεων, οδήγησαν τον μικρό Manu, στην προεδρία της χώρας του, την οποία, πάντοτε, πίστευα ότι ήταν ανίκανος να την διαχειρισθεί.

[Δείτε, ενδεικτικά, σε αυτό εδώ το μπλογκ, το δημοσίευμα, με τίτλο : Ο Emmanuel Macron και η έναρξη της οδυνηρής πορείας του, προς τις πύλες της πολιτικής Κόλασης. (Η ταχύτατη κατάρρευση της ανύπαρκτης δημοφιλίας του Γάλλου προέδρου, ο «εκγερμανισμός» της γαλλικής κοινωνίας και ο αντιμεταρρυθμιστικός οικονομικός και κοινωνικός σχεδιασμός της γαλλικής γραφειοκρατικής καπιταλιστικής ολιγαρχίας) ].

Η σαρωτική κοινωνική κατάρρευση του επικοινωνιακού «μακρονισμού» και κυρίως, του ίδιου του προέδρου του γαλλικού κράτους ήταν αναμενόμενη. Μπορώ να πω νομοτελειακή. Πολλοί δεν το έβλεπαν, αλλά, εάν παρατηρούσαν τα κοινωνικά δεδομένα, στην Γαλλία, με την απαραίτητη ψυχραιμία, αυτή η μέλλουσα εξέλιξη ήταν ορατή, από τότε, αφού το πρόγραμμα των «μεταρρυθμίσεων», που υποσχέθηκε, στην ολιγαρχία, να εφαρμόσει, απαιτούσε την σύγκλιση, με τα γερμανικά κόστη παραγωγής και την προλεταριοποίηση και εκπτώχευση, μεγάλων μερίδων του πληθυσμού των μισθωτών και της μεσαίας τάξης της χώρας.

Παρά τα μεγάλα λόγια του, ο Emmanuel Macron, στην πραγματικότητα, κατάφερε πολύ λίγα. Αλλά και αυτά τα λίγα ήσαν αρκετά, για να αναδείξουν το πραγματικό προεπαναστατικό κλίμα, που εδώ και χρόνια, σοβεί και σέρνεται, στις τάξεις της γαλλικής κοινωνίας.

Ο Manu τα έκανε σκατά.

 
Ας δούμε κάποια, από τα χάλια του.

Ένα «κατόρθωμα» της κυβέρνησής του, υπό τον πρωθυπουργό Edouard Philippe, ήταν το να μειώσει το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, το 2017, στο 2,6% του ΑΕΠ, γεγονός, το οποίο είχε να συμβεί, πάνω από μία δεκαετία. Και οι προηγούμενοι, από αυτόν, είχαν βάλει την γαλλική οικονομία να λειτουργεί, τα προηγούμενα χρόνια, με, σταθερά, μειούμενο δημόσιο έλλειμμα. Έτσι, οι γαλλικοί κρατικοί προϋπολογισμοί, από το έλλειμμα του 6,9%, το 2010, έφθασαν, στο 3.4% του ΑΕΠ, το 2016 και ο Emmanuel Macron, το κατέβασε, ακόμη πιο κάτω, αφού έπρεπε να δείξει, στην Angela Merkel, στην Commission του Jean-Claude Juncker, αλλά και στην γαλλική ολιγαρχία, ότι ήταν διατεθειμένος να μείνει, μέσα στα πλαίσια των προβλέψεων των ευρωσυμφωνιών.

Και εδώ, ερχόμαστε, στο δεύτερο «κατόρθωμά» του. Για να το πετύχει αυτό και παράλληλα να καταφέρει να μειώσει την ανεργία, από το 10,5%, που ήταν το 2013, στο 9,1% του εργατικού δυναμικού, η γαλλική κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να επεκτείνει τις ελαστικές μορφές εργασίες, σε βάρος της σταθερής μακροπρόθεσμης απασχόλησης, η οποία, όσον αφορά τις συμβάσεις εργασίας, ναι μεν, βρίσκεται, στο 74% αυτών, που υπογράφονται, αλλά, η αλήθεια είναι ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που αφορούν μήνες, ή και ημέρες, αυξάνονται, με πολύ γοργούς ρυθμούς. Μάλιστα, όσον αφορά την νεολαία, οι συμβάσεις της μερικής απασχόλησης έχουν φθάσει, στο 86%.

Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η δημιουργία μαζικής δυσαρέσκειας, εξ αιτίας του γεγονότος ότι τα επίπεδα των εισοδημάτων του πληθυσμού σέρνονται και το βιοτικό επίπεδο των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων πέφτει, όχι, μόνο, ως αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων, αλλά και εξ αιτίας του γεγονότος της αποβιομηχάνισης της χώρας, αλλά και της ανικανότητας της γαλλικής παραγωγής να ανταγωνιστεί την ξένη παραγωγής, όχι, μόνο, στις εξωτερικές αγορές, αλλά και στην ίδια την εσωτερική γαλλική αγορά, όπου οι Γάλλοι παραγωγοί χάνουν σημαντικά τμήματά της, λόγω της «Ε.Ε.», του ευρώ και της παγκοσμιοποίησης.
Με δεδομένα αυτά τα στοιχεία, που δείχνουν ότι συνεχίζεται και εμβαθύνεται η βασανιστική και μακροχρόνια διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης, στην γαλλική οικονομία, μια διαδικασία, που συμβαδίζει, με την διεύρυνση των ανισοτήτων, την άνοδο του κόστους ζωής και την ουσιαστική πτώση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών, αλλά και της μεσαίας τάξης του πληθυσμού, προς χάριν της προσπάθειας της γαλλικής ελίτ και των εντόπιων κυβερνήσεων όλων των προηγούμενων ετών, από την εποχή της δημιουργίας της ευρωζώνης, να συγκλίνουν, με τα μακροοικονομικά μεγέθη και την ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας, η εμφάνιση του κινήματος των «κίτρινων γιλέκων» δεν αποτελεί κάτι το παράδοξο και το μη αναμενόμενο, με δεδομένη την παροιμιώδη ιστορική κινηματικότητα του γαλλικού λαού. Κάθε άλλο.

Η εξέγερση των «κίτρινων γιλέκων», που ξεκίνησε, σαν μια απολιτική κινητοποίηση της επαρχιακής Γαλλίας, που έβλεπε προς την ακροδεξιά, έφθασε, στο κομβικό σημείο να ενωθεί, με τα μεγάλα αστικά κέντρα, με κατάληξη το Παρίσι, να εναγκαλισθεί, με την ριζοσπαστική αριστερά και να αποκτήσει την θερμή υποστήριξη του 70% της κοινής γνώμης, περιορίζοντας την επιρροή του «αυγουλά» Macron, στο 20%, σύμφωνα με τις τρέχουσες μετρήσεις των δημοσκοπικών εταιρειών και στην πραγματικότητα, πολύ πιο κάτω από αυτό το ποσοστό.

Με τον (υποτιθέμενο ως οικολογικό) φόρο, στα καύσιμα, τον οποίο επιχείρησε να επιβάλει, παρά το γεγονός ότι, προεκλογικά είχε υποσχεθεί μείωση της φορολογίας, ο Emmanuel Macron, κατάφερε να στραφεί, κατά του τρόπου ζωής των Γάλλων, που οικοδομήθηκε, με βάση το ιδιωτικό αυτοκίνητο και στηρίζει την οικονομική και την οικιστική ανάπτυξη της χώρας, στις αθρόες και μεγάλες μετακινήσεις, σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας, στην αποκέντρωση της εργασίας και της κατοικίας, με την εκτεταμένη επέκταση της περιαστικής ζώνης.

Έτσι, η μωρή οικονομική πολιτική του Γάλλου προέδρου συγκέρασε τις κοινωνικές αντιδράσεις, από δύο κατευθύνσεις:
1) Από τους μισθωτούς, οι οποίοι πλήττονται, ευθέως, από την διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης και της συγκράτησης των πραγματικών μισθών και

2) Από την μεσαία τάξη, η οποία πλήττεται από την αύξηση της φορολογίας και από την ασθενή ζήτηση, οι οποίες προξενούνται από την σιδηρά δημοσιονομική πειθαρχία, που επιβάλει το δημοσιονομικό σύμφωνο.

Και αν η εσωτερική υποτίμηση των μισθών δεν γίνεται αντιληπτή, από τους μικρομεσαίους, που ξεκίνησαν τις κινητοποιήσεις των κίτρινων γιλέκων, η αύξηση της φορολογίας και η χαμηλή ζήτηση γίνεται άμεσα αντιληπτή και φυσικά οι δικαιολογίες, για την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, δεν γίνονται, καθόλου αποδεκτές, αφού αυτή η δημοσιονομική πειθαρχία δεν ισχύει, για την ελίτ, γεγονός, που έχει καταδικάσει τον Emmanuel Macron, στην συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Γάλλων, που τον έχει χαρακτηρίσει, ως τον πρόεδρο της ολιγαρχίας.

Δεν έχουν άδικο οι Γάλλοι πολίτες. Οι «μεταρρυθμίσεις», που αποπειράται να εφαρμόσει ο Γάλλος πρόεδρος (όπως και όλοι οι προκάτοχοί του, μετά τον Jacques Chirac), εφαρμόζονται, σε όλη την ευρωζώνη και δεν είναι μια πολιτική, η οποία ακολουθείται, από τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης, λόγω της συγκυρίας. Αν ήταν κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να γίνει ανεκτό και να ξεπεραστεί. Δεν πρόκειται περί αυτού, όμως.
Η «Ευρωπαϊκή Ένωση» έχει πρόβλημα. Και μάλιστα, μεγάλο πρόβλημα. Χάνει θέσεις, σε επίπεδο παραγωγής και διεθνούς ανταγωνιστικότητας, από τις νέες βιομηχανικές χώρες, που έχουν εμφανισθεί, μέσα από την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, που ξεκίνησε την δεκαετία του 1990 και κυρίως, από την σαρωτική Κίνα, με αποτέλεσμα αυτή η απώλεια, σε επίπεδο παραγωγής και συνακόλουθα, των αντίστοιχων θέσεων εργασίας, να μικραίνει το κοινωνικό προϊόν, που πρέπει να μοιρασθεί και να διαταράσσει την κοινωνική ειρήνη, αφού οι σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας ρευστοποιούνται, αφαιρώντας, από τις ευρωελίτ, την δυνατότητα ευελιξίας, μέσα στο δεδομένο ανταγωνιστικό πλαίσιο της ευρωζώνης, αλλά και της παγκοσμιοποίησης.

Το ουσιαστικό πρόβλημα, που αντιμετωπίζει η γαλλική ελίτ, είναι ότι η γαλλική κοινωνία δεν έχει ηττηθεί, όπως συνέβη -επί του παρόντος-, στην ελληνική και η κινηματική της διάθεση δεν έχει κατασταλεί.

Όχι ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί και εις τους Παρισίους, αλλά η γαλλική ελίτ δεν έχει μπορέσει να καλλιεργήσει τον φόβο, στην γαλλική κοινωνία και έτσι δεν έχει μπορέσει να της επιβάλει αυτή την συμπεριφορά της παθητικής αποδοχής, που απαιτείται, για να μπορέσει να εφαρμόσει τον οικονομικό και τον κοινωνικό της σχεδιασμό. Και η εξεγερτική διάθεση, όπως και το ιστορικό backround της γαλλικής κοινωνίας δεν την βοηθάει, σε κάτι τέτοιο.

(Με δεδομένη την συνέχιση των κινητοποιήσεων της γαλλικής κοινωνίας, πολλοί, μέσα στην ελίτ της χώρας αυτής, σκέπτονται την χρήση, ακόμη και στρατιωτικών μέσων, για την επίλυση της κρίσης, που θα προκύψει, όπως έπραξε και ο στρατηγός Charles De Gaulle, μεσούσης της κρίσεως του Μαΐου του 1968. Αλλά είμαστε πολύ μακριά, από μια τέτοια απόπειρα, η οποία, πιθανώς, θα καταστεί ατελέσφορη, εάν επιχειρηθεί. Ή και αν έχει κάποια πρώτα αποτελέσματα, δεν θα μπορέσει να κρατήσει καιρό. Δεν είναι ανόητοι οι Γάλλοι στρατιωτικοί, οι οποίοι δεν είναι βέβαιο ότι είναι, στο σύνολό τους, «ευρωπαϊστές»).

Το χειρότερο είναι ότι η, χωρίς πραγματικό υπόβαθρο, αλαζονική συμπεριφορά του μικρού Manu, τον οδηγεί, σε μια, κρίσιμης σημασίας ήττα, που μπορεί να καταστεί στρατηγική, απέναντι, σε ένα κίνημα, όπως αυτό των κίτρινων γιλέκων και να οδηγήσει, σε τέτοιας έκτασης ανατροπές, οι οποίες, εάν υπάρξουν, μπορεί να οδηγήσουν την ευρωζώνη, μια διαδικασία ξαφνικού θανάτου, αφού η γαλλική οικονομία, παρά την αργή διαδικασία παρακμής, στην οποία βρίσκεται, είναι ισχυρότατη, σε πλανητικό επίπεδο και φυσικά, είναι η δεύτερη οικονομία, στην ευρωζώνη και την «Ευρωπαϊκή Ένωση», τώρα που η Βρετανία οδηγείται, από την λαϊκή ψήφο, στην έξοδο.

Αυτό, που είναι προφανές, είναι ότι το κίνημα των κίτρινων γιλέκων είναι η γαλλική έκδοση του ελληνικού κινήματος των πλατειών του 2011, αλλά, όπως είπαμε, αυτό το κίνημα δεν έχει ηττηθεί, όπως το ελληνικό, το οποίο μπορεί να ανέτρεψε την μνημονιακή κυβέρνηση του ΓΑΠ, αλλά αντικαταστάθηκε, από την μνημονιακότερη κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου. Και επίσης μπορεί, το 2015, να έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, στην κυβέρνηση, αλλά, στο τέλος προδόθηκε, από την κυβέρνηση αυτή, με την ανατροπή της λαϊκής ψήφου του δημοψηφίσματος της 5/7/2015 και την μνημονιακή στροφή, που έσπειραν την απογοήτευση.

Στην Γαλλία, τίποτε από όσα συνέβησαν, στην Ελλάδα, δεν έχει ακόμη συμβεί. Και οι εξελίξεις, όπως και η ιστορία των κινημάτων, στην χώρα αυτή, δεν προοιωνίζονται ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί, έστω και αν υπάρξουν φάσεις αμπώτιδος, στην κινηματική διαδικασία, που έχει ξεκινήσει και εξελίσσεται, αφού τα αιτήματα των κίτρινων γιλέκων έχουν εμπλουτισθεί, ως προς το αρχικό τους περιεχόμενο και ουσιαστικά, αφορούν την ανατροπή του συνόλου της πολιτικής, την οποία θέλει να εφαρμόσει ο Emmanuel Macron και η γαλλική «ευρωπαϊστική» ελίτ.

Και φυσικά, το χειρότερο όλων, για την εντόπια και την ευρωπαϊκή ολιγαρχία του χρήματος, είναι ότι η κινηματική έξαρση, στις τάξεις της γαλλικής κοινωνίας, μπορεί, εύκολα, είτε άμεσα, είτε, σε ένα βάθος χρόνου, να οδηγήσει, σε εξεγέρσεις, σε όλη την ευρωζώνη και την «Ε.Ε.», που, ιστορικά, θα θυμίζουν τις εξεγέρσεις του 1848.

Κατά την γνώμη μου, αυτή είναι και η πιθανότερη εξέλιξη. Και φυσικά, το μέλλον, για τον μικρό Manu, την γαλλική ελίτ, αλλά και τις ελίτ της ευρωζώνης, είναι σκοτεινό.

Ας πρόσεχαν.
Και κυρίως, ας προσέξουν…

από το «https://tassosanastassopoulos.blogspot.com/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο