Ιταλία: Για μια «πολιτεία» για μια Ευρώπη διαφορετική, πιο δυνατή και πιο δίκαιη

Ιταλία: Για μια «πολιτεία» για μια Ευρώπη διαφορετική, πιο δυνατή και πιο δίκαιη


Εισαγωγικό σχόλιο και μετάφραση: Όθωνας Κουμαρέλλας

Ο Paolo Savona δεν είναι ένας τυχαίος πολιτικός, που εμφανίστηκε τελευταία από το πουθενά, για να συμμετάσχει στην αποκαλούμενη «λαϊκιστική» νέα κυβέρνηση των Πέντε Αστέρων και της Λέγκας στην Ιταλία και να κάνει φασαρία. Πρόκειται για έναν πολύ γνωστό και σοβαρό συντηρητικό αστό πολιτικό, οικονομολόγο και πανεπιστημιακό δάσκαλο, απόλυτα προσηλωμένο στις φεντεραλιστικές ιδέες και την υπόθεση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, καθ’ όλην την διάρκεια της πολιτικής και της ακαδημαϊκής του σταδιοδρομίας. Ως βαθύς γνώστης της οικονομικής επιστήμης, της οικονομετρίας και των νομισματικών θεμάτων, οι παρούσες θέσεις του προσλαμβάνουν ιδιαίτερη βαρύτητα. Πολύ περισσότερο όταν αυτές λαμβάνουν τη μορφή μιας απολύτως επίσημης τοποθέτησης της νέας ιταλικής κυβέρνησης για τα ευρωπαϊκά θέματα και την οικονομία, υποβάλλοντας δια μέσου του ιταλικού υπουργείου ευρωπαϊκών υποθέσεων, το παρακάτω (σε μετάφραση στα ελληνικά) επίσημο έγγραφο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Το έγγραφο αυτό αποκτά βαρύνουσα σημασία σε σχέση με την διελκυστίνδα που παρατηρούμε να εξελίσσεται μεταξύ των ευρωπαϊκών «θεσμών» και της Ιταλίας με επίκεντρο το μεταναστευτικό και τον προϋπολογισμό. Διότι τόσο η ανάλυση και η κριτική στις νεοφιλελεύθερες ευρωπαϊκές επιλογές, όσο και οι προτάσεις, δεν προέρχονται από κάποια ευρωσκεπτικιστική πηγή, αριστερής, ή δεξιάς προσέγγισης, αλλά διατυπώνονται με την ευθύνη και τη σοβαρότητα ενός ακραιφνούς υπερασπιστή της ευρωπαϊκής ιδέας και την αξιοπιστία του άριστου γνώστη των θεμάτων τόσο της οικονομίας, όσο και της θεσμικής διάρθρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πολλοί θα πουν, ότι αυτές οι θέσεις έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, από πολλούς υπερασπιστές του ευρωπαϊσμού, για να πείσουν ότι είναι δυνατή μια μεταρρύθμιση της ένωσης υπέρ των λαών. Κι έτσι είναι.

Παρ’ όλα αυτά είναι η πρώτη φορά, που αυτές οι -κατά τα άλλα ήπιες και μετριοπαθείς- ευρώφρονες θέσεις περιβάλλονται από τον θεσμικό χαρακτήρα της υιοθέτησης και προβολής τους από την κυβέρνηση της τρίτης μεγαλύτερης χώρας της ένωσης, προσλαμβάνοντας έτσι τον χαρακτήρα απαίτησης για την εφαρμογή αντίστοιχων πολιτικών από την γραφειοκρατία των Βρυξελλών, δημιουργώντας προϋποθέσεις βαθιάς ρήξης στο εσωτερικό του όλου οικοδομήματος.

Διότι μια τέτοια κορυφαία απαίτηση συνεπάγεται είτε την υποχώρηση της μιας πλευράς με τεράστιο το πολιτικό κόστος, είτε της άλλης, με έναν πιθανό ενδιάμεσο συμβιβασμό ήδη να δρομολογεί περαιτέρω εξελίξεις. Κατά μια έννοια, προδιαγράφει στο όνομα της αλλαγής της Ευρώπης προς μια ένωση υπέρ της ευημερίας των λαών μέσω μιας διαφορετικής ερμηνείας των ισχυουσών συνθηκών υπέρ της ζήτησης, μια τιτάνια σύγκρουση, με τα στρατόπεδα και τις συμμαχίες να μην έχουν ακόμη διαμορφωθεί, που ενδεχομένως οδηγήσει στη διάλυση της ένωσης.

Για τους παραπάνω λόγους είναι πολύ χρήσιμο το ντοκουμέντο αυτό να κρατηθεί, αφού δυνητικά μπορεί να αποτελέσει τη ληξιαρχική πράξη της «γέννησης» μιας νέας ιστορικής πλην εξαιρετικά ταραχώδους περιόδου στην Ευρώπη, με συνέπειες σε ολόκληρο τον κόσμο, με άγνωστη ακόμα την έκβασή της.

Μια «πολιτεία» για μια Ευρώπη διαφορετική, πιο δυνατή και πιο δίκαιη


Δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί,
ούτε είναι πιο αμφίβολο να επιτύχει,
ούτε πιο επικίνδυνο να διαχειριστεί,
από το να σκεφτεί κανείς να εισάγει νέες τάξεις στα πράγματα,
γιατί ο προτείνων θα αντιμετωπίσει την εχθρότητα
όλων εκείνων για τους οποίους οι παλιοί θεσμοί είναι καλοί,
και θα έχει χλιαρούς υπερασπιστές
όλους όσους θεωρούν ότι οι νέοι θεσμοί θα ήσαν καλύτεροι

(Niccolò Machiavelli, Il Principe, 1513)

1. Διάγνωση και πιθανές λύσεις

 
Η Ενωμένη Ευρώπη βασίζεται στην πεποίθηση ότι η ειρηνική συμβίωση μεταξύ των λαών εξαρτάται από την αρχή «αν κινούνται τα εμπορεύματα, τότε δεν κινούνται τα όπλα».

Η εμπειρία της μείωσης των τελωνειακών φραγμών που αντιμετωπίστηκε με τη Συνθήκη της Ρώμης και μετά, ήταν πολύ θετική για την ειρήνη και την ευημερία των λαών της Ευρώπης.

Η Ιταλική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι η κοινή αγορά, της οποίας το ευρώ είναι ένα ουσιαστικό μέρος, είναι ένα βασικό συστατικό της ανάπτυξης του μοντέλου, αλλά πιστεύει, ότι το θεσμικό πλαίσιο και οι πολιτικές που ακολούθησαν, δεν ανταποκρίνονται πλήρως στους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως συμφωνήθηκαν με τις Συνθήκες ίδρυσης και λειτουργίας της.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008, έδειξε τα όρια των θεσμών που δημιουργήθηκαν ειδικά από το 1992 και εντεύθεν, καθώς και τις μη ικανοποιητικές συνέπειες των πολιτικών που ακολουθούνται.

Ακόμη και η επιτάχυνση των παράνομων μεταναστευτικών ροών έδειξε παρόμοια θεσμικά όρια στις επιλογές και έχει δημιουργήσει μια κατάσταση επικίνδυνης έντασης εντός της, για το ίδιο το μέλλον της Ένωσης.

Η ιταλική κυβέρνηση σκοπεύει να επιδιώξει, ώστε να βρεθεί μια μορφή συνεργασίας με τα 27 κράτη μέλη προκειμένου να μελετηθούν και να επιλυθούν οι θεσμικές και πολιτικές αδυναμίες που αντικατοπτρίζονται σε ένα πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης μόνιμα χαμηλότερο από τον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο, με μεγάλους περιφερειακούς θύλακες ανεργίας.

Τα τελευταία δύο χρόνια υπήρξε μια μικρή ανάκαμψη της παραγωγής, με τον πληθωρισμό να παραμένει υπό έλεγχο, αλλά η πραγματική ανάπτυξη της Ένωσης εξακολουθεί να είναι χαμηλότερη από ό,τι στον υπόλοιπο κόσμο.

Είναι κυρίως το αποτέλεσμα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας που υποστηρίζεται από μια γενναιόδωρη νομισματική πολιτική στις ποσότητες και τα επιτόκια, καθώς και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που έχουν βελτιώσει τη συνολική αποτελεσματικότητα των εθνικών οικονομικών συστημάτων, αλλά δεν έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ανεργία, ειδικά σε γεωγραφικές περιοχές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, δημιουργώντας συνθήκες κοινωνικής δυσφορίας που επηρεάζουν τις πολιτικές ισορροπίες, προκαλώντας πολιτική αστάθεια σε εθνικό επίπεδο.

Μια διαδεδομένη εκτίμηση είναι ότι στην ΕΕ υπήρξε και εξακολουθεί να υπάρχει έλλειψη συνολικής πολιτικής για τη ζήτηση, σε συνδυασμό με την απόφαση που ελήφθη στο Μάαστριχτ να αφεθεί η δημοσιονομική πολιτική στην πλήρη ευθύνη των κρατών μελών, ωστόσο, υποβάλλοντάς την σε παραμετρικούς περιορισμούς (έλλειμμα του προϋπολογισμού και η αναλογία δημόσιου χρέους/ΑΕΠ).

Ως αποτέλεσμα των αλλαγών στις εμπορικές πολιτικές που ξεκίνησαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η ανάκαμψη είναι ήδη σε φάση εξασθένισης, που υποδηλώνει την απουσία επιλογών από την πλευρά της ΕΕ, οι οποίες να μπορούν να αντιμετωπίζουν αυτή την τάση που επηρεάζει τη συνολική ευρωπαϊκή ζήτηση, επίσης, προκειμένου να αποφεύγεται η χρήση εμπορικών αντιποίνων.

Η οικονομική δομή της Ένωσης βασίζεται στον ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς, εντός της οποίας λειτουργεί μια ομάδα 19 χωρών που δέχονται το κοινό νόμισμα.

Όλα τα κράτη, όμως, οφείλουν να τηρούν τις δύο δημοσιονομικές παραμέτρους που έχουν τεθεί. Προκειμένου να διευκολυνθεί η ένταξη χωρών όπως η Ιταλία, που ήσαν εξ αρχής πρόθυμες να συμμετάσχουν στο ευρώ, εισήχθη η αποκαλούμενη «ρήτρας σύγκλισης».

Οι χώρες που κατά τη στιγμή της απόφασης ένταξής τους στην ΟΝΕ ήδη υπερέβαιναν το 60% του δείκτη δημόσιου χρέους/ΑΕΠ θα έπρεπε να αυξήσουν -σε υψηλότερα ποσοστά των άλλων- τους ρυθμούς ανάπτυξής τους, προκειμένου να διασφαλιστεί η φερεγγυότητα του δημόσιου χρέους τους.

Αυτό θα μπορούσε να είχε συμβεί, αν οι χώρες που υπερέβαιναν τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ είχαν τη δυνατότητα να επεκτείνουν τη συνολική ζήτηση -μια ανάγκη που η χαμηλή μέση ανάπτυξη που σημειώνονταν στη δεκαετία του 1990 κατέστησε πιο επιτακτική- αλλά εξ αιτίας των δύο περιοριστικών δημοσιονομικών παραμέτρων που επιβάλλουν αποπληθωριστικές πολιτικές, οδήγησαν σε επιδείνωση της βιωσιμότητας του χρέους τους.

Η απάντηση της ΕΕ ήταν, ότι έπρεπε να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα με τις «μεταρρυθμίσεις» που θα οδηγούσαν σε πολιτικές ενίσχυσης της προσφοράς, δια μέσου της διαφοροποίησης των συντελεστών των λειτουργιών της συμπεριφοράς των ιδιωτικών φορέων (εργασία και κεφάλαιο) και του δημοσίου (κρατική διοίκηση) και καθιστώντας μικρότερη την επιβάρυνση για τον κρατικό προϋπολογισμό του δικτύου κοινωνικής πρόνοιας, σε αντίθεση με τους στόχους των Συνθηκών.

Η πλέον προφανής απάντηση θα ήταν η υλοποίηση επενδύσεων, αλλά, εκτός μερικών τομεακών παρεμβάσεων με κάποια σημασία, έλειψε μια αποφασιστική πολιτική για αύξηση της συνολικής ζήτησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η Ιταλία δέχθηκε αυτή την αντιπληθωριστική πολιτική, αλλά ζήτησε και επέτυχε να επωφεληθεί μιας «ευελιξίας» στην εφαρμογή των παραμετρικών δημοσιονομικών περιορισμών, αντιμετωπίζοντας ισχυρή αντίσταση σε ορισμένους τομείς όσον αφορά στην εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών πολιτικών που αποσκοπούν στον εκσυγχρονισμό των οικονομικών και διοικητικών συστημάτων. Στη συνέχεια η Ιταλία απεδέχθη την οδηγία του δημοσιονομικού συμφώνου, σύμφωνα με το οποίο θα έπρεπε να επικεντρωθεί στην ανάγκη εξάλειψης του ελλείμματος του προϋπολογισμού.

Αυτό επιδείνωσε τον φαύλο κύκλο μεταξύ των αναγκών μιας αναπτυξιακής διαδικασίας και του σεβασμού των συμφωνιών σχετικά με τους δημοσιονομικούς περιορισμούς.

Το αποτέλεσμα ήταν ένας χαμηλότερος πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης και πληθωρισμού, αλλά ταυτόχρονα η αύξηση της ανεργίας, του οποίου, η γενεσιουργός αιτία συνίσταται σε ένα άλυτο πρόβλημα συντονισμού μεταξύ της νομισματικής (σε ευρωπαϊκό επίπεδο) και της εσωτερικής δημοσιονομικής πολιτικής. Η λύση που επιχειρήθηκε ήταν να τεθούν περιορισμοί στη δημοσιονομική πολιτική, υποτάσσοντας τη στη νομισματική, αντί να επιδιωχθούν πρότυπα ανάπτυξης που θα ήταν ικανά να αλλάξουν την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η κατάσταση αυτή έχει επίκεντρο τη δημοσιονομική παράλυση των χωρών με υπερβολικό δημόσιο χρέος και την έλλειψη δυνατότητας ανακύκλωσης με τα αντίστοιχα σημαντικά πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών χωρών, όπως η Ολλανδία και η Γερμανία.

Από την ίδρυσή της, η ΕΕ αναγνώρισε και στη συνέχεια επανέλαβε, ότι θα ήταν επιθυμητή μια κοινή πολιτική επενδύσεων κοινής ωφέλειας στα κράτη μέλη, γιατί (μια τέτοια πολιτική) θα είχε ταυτόχρονα θετική επίπτωση στην αποτελεσματικότητα της αγοράς (προσφορά) και επίσης επί της συνολικής ζήτησης.

Αποφασίστηκε να διαθέσει για το σκοπό αυτό ένα μέρος από τον πενιχρό προϋπολογισμό της ΕΕ και να αναδείξει την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) ως το κύριο μέσο χρηματοδότησης εκτός ισολογισμού, αλλά έχουν συστηματικά απορριφθεί άλλες πιο λειτουργικές μορφές χρηματοδότησης, όπως τα ευρωομόλογα.

Η ΕΤΕπ έχει κάνει πολύ καλή δουλειά, παρά τους περιορισμούς που της έχουν τεθεί στην οικονομική της μόχλευση και στην κεφαλαιακή της βάση.

Η εκπόνηση ενός ευρωπαϊκού σχεδίου για την κοινή ανάπτυξη των στρατηγικών υποδομών (TEN-T), που αρχικά εμπνεύστηκε ο Επίτροπος Karel Van Miert, και πιο πρόσφατα εμπλουτίστηκε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο από το σχέδιο Γιούνκερ, είχε περιορισμένα αποτελέσματα από την άποψη των εσωτερικών ερεθισμάτων τα οποία απαιτούνται για την αύξηση της συνολικής ζήτησης στην Ευρώπη, προκειμένου να βγούμε από τη διαρκή κατάσταση εσωτερικής υποαπασχόλησης και του χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης σε σχέση με τον υπόλοιπο βιομηχανοποιημένο κόσμο.

Η συμφωνία της Λισαβόνας του 2000, η οποία έχει ως στόχο να δημιουργήσει μια οικονομία βασιζόμενη στη γνώση ήταν ένα άλλο σημαντικό βήμα προς μια επιλεκτική πολιτική της ζήτησης προσαρμοσμένη στους όρους της προσφοράς, τα αποτελέσματα της οποίας εξουδετερώθηκαν από τον πολύ χαμηλό συντονισμό των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων που αποσυνδέθηκαν από τις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές. Το αποτέλεσμα ήταν η κατά προτεραιότητα επικράτηση των τελευταίων επί των πρώτων, μια κατάσταση ακόμα παρούσα στη σημερινή διακυβέρνηση της Ένωσης.

Η διαδικασία της απο-παγκοσμιοποίησης λειτουργεί «εκρηκτικά» σε αυτή την ήδη μη ικανοποιητική κατάσταση προσβάλλοντας μία από τις κινητήριες δυνάμεις της ευρωπαϊκής ανάπτυξης, την βιομηχανία (η άλλη είναι οι κατασκευές) και, ιδιαιτέρως, το προσανατολισμένο προς εξαγωγή τμήμα ευαίσθητων ως προς την τιμή προϊόντων, όπου η αύξηση των δασμολογικών και άλλων τιμολογίων επηρεάζει σε καθοριστικό βαθμό.

Δημόσια και ιδιωτικά μελετητικά κέντρα προβλέπουν γενικευμένη πτώση του πραγματικού ρυθμού ανάπτυξης, εκτιμώμενη προσώρας σε χαμηλό επίπεδο, που οδηγεί σε μια κατάσταση κατά την οποία ο πληθωρισμός, αφού έφθασε στην οροφή του προβλεπόμενου 2%, επιτρέπει στη νομισματική πολιτική να επιστρέψει σε μια ομαλότερη δράση σε σχέση με τα επιτόκια και τις ποσότητες σε νομισματική βάση.

Κατά συνέπεια, το θέμα για μια πολιτική της ζήτησης επανέρχεται ως μια αναγκαιότητα που η παρούσα πολιτική ερμηνεία των δυνατοτήτων για δράσεις της ευρωπαϊκής θεσμικής αρχιτεκτονικής δεν επιτρέπει να καθοριστούν οι τρόποι και ο αναγκαίος χρόνος προς τούτο.

Η συζήτηση και ο ορισμός ενός ανανεωμένου ερμηνευτικού κλειδιού των Συνθηκών θα επέτρεπε να τεθεί στην ημερήσια διάταξη η επίλυση του προβλήματος αυτού, πριν από τις ευρωπαϊκές εκλογές την άνοιξη του 2019, επηρεάζοντας αρχικά τις προσδοκίες σε μια ευαίσθητη στιγμή για την ευρωπαϊκή συνοχή.

Η θέση της Ιταλίας είναι ότι η οικονομική πολιτική πρέπει να είναι προσανατολισμένη στην ανάπτυξη, επικεντρώνοντας τις πρωτοβουλίες -όπου απαιτείται- σε μια κοινή προσέγγιση, ακόμη και επιφέροντας διορθώσεις στη θεσμική αρχιτεκτονική της Ευρώπης. Με λίγα λόγια, οι δράσεις αυτές δεν πρέπει να περιορίζονται στον καθορισμό των κανόνων διακυβέρνησης, που είναι μια τυπική τεχνική προσέγγιση του προβλήματος, αλλά να προσανατολίζονται προς μια πολιτική προσέγγιση, δηλαδή, μια «πολιτεία», ένα συμφωνημένο όραμα για την επιδίωξη του κοινού ευρωπαϊκού καλού.

Για μια νέα οικονομική πολιτική αρκεί να γίνουν σαφή τα εργαλεία προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που ορίζονται στις ισχύουσες Συνθήκες, ενώ για τις θεσμικές αλλαγές στην αρχιτεκτονική χρειάζονται νέες συμφωνίες, αν και αυτές είναι πιο δύσκολο να επιτευχθούν. Ως εκ τούτου ας ξεκινήσει η διαδικασία από το πρώτο και το δεύτερο θα έλθει στη συνέχεια.

2. Η ευρωπαϊκή θεσμική αρχιτεκτονική: οι στόχοι και τα μέσα

 
Με την αναφορά στο άρθρο 2 των αξιών στις οποίες βασίζεται η Ένωση, η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση αναφέρει στο άρθρο 3 τους στόχους που επιδιώκονται με τη συμφωνία:

την προώθηση της ειρήνης, των αξιών της και της ευημερίας των λαών της χωρίς εσωτερικά σύνορα,
την παροχή στους πολίτες της χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης,
την προσπάθεια για βιώσιμη ανάπτυξη της Ευρώπης με γνώμονα την ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα των τιμών,
σε μια κοινωνική οικονομία της αγοράς, ισχυρά ανταγωνιστικής, με στόχο την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο,
και σε ένα υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος,
την προώθηση της επιστημονικής και οικονομικής προόδου,
την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και των διακρίσεων,
την προώθηση της δικαιοσύνης και της κοινωνικής προστασίας,
την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών,
και την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού,
την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών,
τον σεβασμό στον πλούτο της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας της Ένωσης,
την εξασφάλιση της διατήρησης και ανάπτυξης της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Υπάρχει μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στην ορθή φιλοδοξία των στόχων που εκφράζονται στη Συνθήκη και τα εργαλεία που διατίθενται για την επίτευξή τους.

Μια στοιχειώδης αρχή της μαθηματικής λογικής δείχνει ότι για την επίτευξη κάθε στόχου θα πρέπει να αναφέρεται ένα εργαλείο, ακόμα καλύτερα περισσότερα από ένα, για να εξασφαλισθεί η επιτυχία.

Η Συνθήκη προειδοποιεί γι’ αυτό το κενό και υποδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους γίνονται αυτές οι επιλογές.

Το άρθρο 3b προβλέπει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

i. Η οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης βασίζεται στην αρχή της εκχώρησης. Η άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης διέπεται από τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

ii. Δυνάμει της αρχής της εκχώρησης, η Ένωση ενεργεί μόνον εντός των εξουσιών που της παρέχονται από τα κράτη μέλη (ας το αφήσουμε).

iii. Δυνάμει της αρχής της επικουρικότητας, στους τομείς οι οποίοι δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Ένωση παρεμβαίνει μόνο εφόσον και στο βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη (ας το αφήσουμε).

iv. Δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, το περιεχόμενο και η μορφή της δράσης της Ένωσης δεν δύνανται να υπερβαίνουν ό,τι είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών.

Η ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα, στη θεσμική της αρχιτεκτονική, δεν είναι να κυβερνάται από ένα κράτος, το οποίο πολύ λίγο συνδέεται με τη συχνή αναφορά στις φεντεραλιστικές ιδέες της ομάδας των πνευματικών ανθρώπων που γέννησε τη Διακήρυξη του Ventotene. Την ερμηνεία αυτής της κατάστασης έκανε ένας από τους πιο δραστήριους πρωταγωνιστές του ενιαίου νομίσματος, ο Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Carlo Azeglio Ciampi, ο οποίος έχει επανειλημμένα δηλώσει, ότι η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ήταν ανάπηρη (έπασχε από «χωλότητα»). Έλειπε η πολιτική ένωση, που θα έθετε από κοινού τις τύχες των Ευρωπαίων πολιτών. (Πολιτική ένωση που αποτελεί) μια βασική αρχή για την, όχι μόνο οικονομική, νομιμοποίηση και τη βιωσιμότητα ενός κοινού νομίσματος.

Το Κοινοβούλιο στερείται νομοθετικών πρωτοβουλιών και λειτουργεί ως συν-νομοθέτης του Συμβουλίου των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων με βάση τις προτάσεις που υποβάλλει η Επιτροπή.

Ως εκ τούτου, ο καθορισμός των μεθόδων / εργαλείων δεν λαμβάνει πάντα υπόψη τα προβλήματα και τις επείγουσες ανάγκες που προκύπτουν από εσωτερικά και εξωτερικά γεγονότα που αντιμετωπίζει η Ένωση, αλλά από τις υπάρχουσες πολιτικές ισορροπίες τη στιγμή της λήψης των αποφάσεων γι’ αυτά.

Αυτό δημιουργεί αβεβαιότητα για την αποτελεσματικότητα της διαμεσολάβησης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, και μερικές φορές, κατά την εμφάνιση αναγκών που απαιτούν διαδοχικές, περαιτέρω, πολιτικές διαμεσολαβήσεις, να προκαλείται αναντιστοιχία των χρόνων λήψης των αποφάσεων με τη δυναμική των γεγονότων.

Αυτές οι ιδιαιτερότητες προκάλεσαν και προκαλούν την άρση των διακριτικών επιλογών, τυπικό χαρακτηριστικό της πολιτικής, θεσπίζοντας μαθηματικούς – στατιστικούς δείκτες. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι παράμετροι που καθορίζονται στην προσθήκη της Συνθήκης του Μάαστριχτ για την συμμετοχή στο Ευρωσύστημα και των πολύπλοκων υπολογισμών που τις συνοδεύουν, μετά την εισαγωγή του δημοσιονομικού συμφώνου.

Οι δημιουργοί της συμφωνίας του Μάαστριχτ υποστήριξαν, ότι η αρχιτεκτονική που αποφασίστηκε υπήρξε το «πεδίο του παιχνιδιού» για την επίτευξη της πραγματικής ανάπτυξης και της κοινωνικής ευημερίας, όπως αποδεικνύεται από την αρχική δημοτικότητα της ιδέας της Ευρώπης ως μια «κοινή πατρίδα», όπου το ευρώ είχε το ειδικό καθήκον να διευκολύνει την έλευση (τα χρήματα πρώτα των Jenkins και Delors), σύμφωνα με τις αρχικές ιδέες της σταδιακής ολοκλήρωσης των Monnet και Schuman.

Υπήρχε συνείδηση για τις βαθιές διαφορές που υπήρχαν μεταξύ των συμβαλλομένων χωρών, οι οποίες έχουν αυξηθεί με την είσοδο των χωρών που απελευθερώθηκαν από τη Σοβιετική πίεση, αλλά εθεωρείτο, ότι τα εν λόγω αυστηρά κριτήρια θα αναγκάσουν τις οικονομίες των χωρών μελών να συγκλίνουν.

Αυτές οι προσδοκίες αποδείχθηκαν αβάσιμες για ορισμένα κράτη μέλη, παρά την ευελιξία στην εφαρμογή (των κανόνων).

Η ποιότητα και η ακαμψία αυτών των κανόνων κατέληξαν να υπονομεύσουν τους απώτερους στόχους της συνολικής οικονομικής σύγκλισης, εμποδίζοντας την πολιτική ενοποίηση.

Επειδή αυτή η ένωση θα μπορούσε να επιτευχθεί στο μέλλον, είναι απαραίτητο να εκπαιδεύσουμε τους νέους, και να τους καθοδηγούμε, δημιουργώντας ένα ευρωπαϊκό σχολείο κάθε τάξης και βαθμού, όπου θα μπορεί να βρεθεί άπλετος χώρος για μια κοινή κουλτούρα, διατηρώντας ζωντανή την συνειδητοποίηση της τεράστιας πολιτιστικής κληρονομιάς την οποία διαθέτουν όλες οι χώρες-μέλη, όπως ορίζει η συνθήκη.

Με την Ευρώπη δημιουργημένη, πρέπει να δημιουργηθούν οι Ευρωπαίοι.

Ο βασικός άξονας είναι το σχολείο, όπως μαρτυρεί η επιτυχία για τους νέους κατοίκους της μελλοντικής Ευρώπης, το πρόγραμμα Erasmus.

Επειδή αυτή η οδός χρειάζεται χρόνο για να οδηγήσει στον πολιτικό στόχο της ενοποίησης, και προκειμένου να λειτουργήσει η συμφωνία, ιδίως για να καταστεί μη αναστρέψιμο το ευρώ, είναι αναγκαία μια εναλλακτική στρατηγική (ως δεύτερη καλύτερη) που αναβάλλοντας την απαραίτητη επίλυση των προβλημάτων που σχετίζονται με τη θεσμική ολοκλήρωση της αρχιτεκτονικής της Ένωσης, θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ερμηνεία των συμφωνιών για την εφαρμογή μιας νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής που θα επιτρέψει τη σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου των Ευρωπαίων πολιτών, για να αναζωογονηθεί η απαραίτητη συναίνεση για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.

Θα πρέπει να αναγνωριστεί, ότι κάποια πρόοδος στην οργανική διάσταση της ευρωπαϊκής οικονομικής λειτουργίας, καταγράφηκε τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στις ενέργειες της ΕΚΤ και των παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης, αλλά η ενεργοποίηση νέων εργαλείων ήλθε σε μη κατάλληλους χρόνους για τις επείγουσες ανάγκες που έπρεπε να αντιμετωπισθούν, και υπέκυψε στους τυπικούς περιορισμούς της κοινοτικής δράσης (υπό των κανόνων) περισσότερο, παρά στην προσπάθεια επίτευξης των στόχων που τέθηκαν από τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν στο Μάαστριχτ το 1992 και επιβεβαιώθηκαν το 2007 με τη συμφωνία της Λισαβόνας.

Χρειάζεται, πάνω απ’ όλα, να αντιμετωπισθεί η αντιστροφή της λειτουργίας της τυπικής συμπεριφοράς της δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία αντί να είναι στην υπηρεσία της ανάπτυξης του εισοδήματος και της απασχόλησης, κατέληξε να εξαρτάται από τη νομισματική σταθερότητα.

Είναι ακόμα πιεστικά τα αιτήματα για εμβάθυνση αυτού του προσανατολισμού, όπως μαρτυρεί το αίτημα για τη δημιουργία ενός Ευρωπαίου υπουργού συντονισμού των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών, σύμφωνα με την καλή λειτουργία του ευρώ και, ως εγγύηση για την υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων.

Η συζήτηση για το είδος της πολιτικής που θα πρέπει να εφαρμόζει η Ένωση αναπτύχθηκε από την πρώτη φάση της έναρξης κυκλοφορίας του κοινού νομίσματος και επικράτησε η απόφαση, ότι η πολιτική αυτή θα έπρεπε να έχει προσανατολισμό προς την κατεύθυνση της προσφοράς.

Το μεγαλύτερο μέρος των οικονομολόγων ζητούσε να ενσωματωθούν παρεμβάσεις σχετικές με τη στήριξη της συνολικής ζήτησης, δίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στις καθυστερημένες περιοχές, όπως απαιτούσε η όχι άριστη φύση του νομισματικού χώρου της ευρωζώνης, δηλαδή ενός χώρου που χαρακτηρίζεται από βαθιές δομικές πολυμορφίες στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας.

Η μόνη εκχώρηση σε αυτήν την περίπτωση ήταν η κύρια παρέμβαση υπέρ των γεωργικών επενδύσεων που έχει αποδώσει καρπούς, και η πολιτική συνοχής, παρ’ όλα αυτά, η εφαρμογή τους υπόκειται σε γραφειοκρατικούς περιορισμούς, που εμποδίζουν την αποτελεσματικότητά τους.

Το βάρος της πολιτικής συνοχής στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό έχει αυξηθεί, όμως, οι πόροι παραμένουν ανεπαρκείς για τους επιδιωκόμενους στόχους και θα απαιτηθούν περαιτέρω λειτουργικές μεταρρυθμίσεις. Για παράδειγμα, θα ήταν αναγκαίο να αξιολογηθεί η συμβατότητα των παρεμβάσεων που οδηγούν τις επιχειρήσεις σε μετεγκατάσταση. Η ενίσχυση θα έπρεπε να επιτρέπεται μόνον εφόσον έχει χαρακτήρα κινήτρου ως προς το σύνολο της οικονομίας της ΕΕ, δηλαδή εάν θα οδηγεί σε νέες και διαφορετικές επί πλέον παραγωγικές επενδύσεις σε σχέση με τις «αυθόρμητες» της αγοράς.

Με την παρέλευση ενός τετάρτου του αιώνα λειτουργίας της ενιαίας αγοράς και σχεδόν του ενός πέμπτου του αιώνα από την καθιέρωση του ευρώ, μπορούμε να διαπιστώσουμε με βεβαιότητα, ότι ο σκοπός της νομισματικής σταθερότητας έχει προσεγγιστεί, αν και μερικές φορές με πολύ κόπο. Αλλά, είναι εξίσου σαφές, ότι η οικονομική σταθερότητα είναι πολύ μακρυά από το να επιτευχθεί και έχουν θυσιαστεί οι στόχοι της πραγματικής ανάπτυξης, της απασχόλησης και της υλικής και κοινωνικής ευημερίας. Αν και οι πολιτικές στήριξης του ευρώ είχαν επιτυχία, αυτό συνέβη σε βάρος ενός υψηλού ποσοστού Ευρωπαίων πολιτών που δείχνουν να έχουν χάσει πλέον την πίστη τους στο μέλλον αυτής της ευρωπαϊκής συμμαχίας.

Οι λόγοι για την αποτυχία επίτευξης ενός πραγματικού ρυθμού ανάπτυξης συγκρίσιμο με εκείνο του υπόλοιπου κόσμου, έχουν αποτελέσει αντικείμενο συνεχών διαφορετικών θεωρητικών και πρακτικών προσεγγίσεων, που βρίσκονται στα δύο άκρα: η ανεπαρκής εφαρμογή της πολιτικής των μεταρρυθμίσεων (ή για την προσφορά), και εκείνη της απουσίας μιας πολιτικής για τη ζήτηση. Η πρώτη ερμηνεία υποστηρίζεται περισσότερο από τις ομάδες που λαμβάνουν τις αποφάσεις.

Η οικονομική θεωρία και τα εμπειρικά στοιχεία δεν είναι σε θέση να διευθετήσουν αυτήν τη σοβαρή διαφωνία. Με την επικράτηση της πολιτικής με βάση την προσφορά, η ΕΕ δεν θα είναι σε θέση να αντιστρέψει την απώλεια της συναίνεσης μεταξύ των ψηφοφόρων, διακινδυνεύοντας να φτάσει στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2019 στην κατάσταση στην οποία βρέθηκε η Ιταλία με τις εκλογές 4 Μαρτίου, οδηγώντας τους ψηφοφόρους να αμφισβητήσουν τη χρησιμότητα της διαδικασίας προς την πολιτική ένωση.

Η ιταλική κυβέρνηση ζητεί τη σύσταση μιας ομάδας εργασίας υψηλού επιπέδου με την εμπλοκή των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θέτοντας μια συγκεκριμένη προθεσμία για να συζητήσει τα θέματα αυτά και να καταλήξει σε ένα έγγραφο, που θα παρουσιαστεί στο επόμενο Συμβούλιο σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τη βελτίωση της ευημερίας όλων των Ευρωπαίων πολιτών. Βεβαίως δεν θα αποτελεί τη λύση για όλα τα προβλήματα που φαντάζουν άλυτα, όμως, αυτό θα βοηθήσει να πεισθεί η κοινή γνώμη, ότι οι υποσχέσεις ανάπτυξης που διατυπώθηκαν στην έκθεση Delors-Cecchini το 1988 θα εκπληρωθούν, με έναν τρόπο παρόμοιο, όπως τα πρώτα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης (ΕΟΚ ΕΚ).

Συγκεκριμένα, η ιταλική κυβέρνηση απαιτεί σαφή δέσμευση για επενδύσεις ικανές να δημιουργήσουν εξωτερικές οικονομίες κλίμακας στις επιχειρήσεις και την κοινωνική ευημερία, ως απαραίτητο εργαλείο για περισσότερη ανάπτυξη του εισοδήματος και της απασχόλησης.

3. Μια πιο αποτελεσματική νομισματική πολιτική

 
Ένα ενιαίο νόμισμα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία της ενιαίας αγοράς. Αυτή διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη εξωστρεφών οικονομιών, που οδηγούνται από τις εξαγωγές, όπως το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών.

Το ευρώ έχει καταστεί διεθνώς το δεύτερο νόμισμα εμπορικών και χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.

Η ΕΚΤ έχει μεν τα απαραίτητα εργαλεία για να δρα όπως οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου, αλλά όχι στην κατάλληλη μορφή.

Οι εξουσίες της όμως δεν είναι ολοκληρωμένες, όπως αλλού, δεν συντονίζονται με εκείνες άλλων κρατικών θεσμών, μια προϋπόθεση την οποία η ΕΕ δεν μπορεί να διαθέτει. Οι δυνατότητες παρέμβασης της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ και της λειτουργίας ως δανειστή έσχατης καταφυγής (lender of last resort) ενεργοποιήθηκαν κατόπιν των πιέσεων που προέκυψαν από έκτακτα γεγονότα και την ικανότητα του Προέδρου της, αλλά δεν προβλέπονται ρητά στο Καταστατικό της.

Η ΕΚΤ θεωρεί ότι έχει ενεργήσει για τη συναλλαγματική ισοτιμία, καθώς και κατά της κερδοσκοπίας στο βαθμό που απαιτείται, βάσει των κανόνων συμπεριφοράς που έχει δώσει η ίδια, ή έχουν συμφωνηθεί σε διεθνή φόρα στα οποία συμμετέχει.

Όσον αφορά στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, οι αρμοδιότητες να χρησιμοποιεί τον εξωτερικό τομέα έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο έχει την εξουσία να τις ανακαλέσει, δυνατότητα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για μια νομισματική πολιτική που θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει κάθε έκτακτο οικονομικό και πολιτικό ενδεχόμενο.

Η δράση της ΕΚΤ περιορίζεται από τα όρια στην άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής κυριαρχίας λόγω της προσέγγισης που ακολουθείται από την οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό συνεπάγεται τη διπλή συνέπεια, αφ’ ενός της άρνησης της σημασίας μιας δράσης για τη συνολική ζήτηση, στο όνομα της επίτευξης της νομισματικής και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και ταυτόχρονα την υποτίμηση των επιπτώσεων με όρους πραγματικού αποπληθωρισμού και σταθερότητας των τραπεζών.

Όσον αφορά την άσκηση της λειτουργίας του δανειστή έσχατης ανάγκης, η ΕΚΤ δεσμεύεται από την απαγόρευση της δημιουργίας νομισματικής βάσης μέσω ενός δημόσιου διαύλου και από άλλους περιορισμούς, στους οποίους η ίδια προσθέτει εκείνο της  δια των παρεμβάσεών της υποβολής περιορισμών στην άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής κυριαρχίας σύμφωνα με την προσέγγιση της οικονομικής πολιτικής της Ένωσης.

Αν οι εξουσίες της παρέμβασης κατά της κερδοσκοπίας ήταν πραγματικά πλήρεις, οι διαφορές (spread) μεταξύ των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων θα έπρεπε να εξαλειφθούν.

Η ΕΚΤ επιπρόσθετα λειτουργεί σε ένα ανεπαρκές πλαίσιο κανόνων για το διεθνές εμπόριο. Όταν το 1971 κατέρρευσε το σύστημα του Bretton Woods, δεν προβλέφθηκε η ενσωμάτωση στο Καταστατικό του ΠΟΕ ενός κανόνα, όπου κάθε χώρα, προκειμένου να συμμετάσχει στις παγκόσμιες συναλλαγές, θα έπρεπε να εφαρμόζει το ίδιο καθεστώς συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Ως εκ τούτου οι παρεμβάσεις στο θέμα εκ μέρους της ΕΚΤ πρέπει επίσης να επιδιώκουν έναν στόχο αντιστάθμισης των επιπτώσεων που προκύπτουν από την έλλειψη αυτού του κανόνα, που επιτρέπει στις χώρες μέλη να εφαρμόσουν το επιθυμητό καθεστώς συναλλαγματικών ισοτιμιών, δημιουργώντας αστάθειες στο διεθνές νομισματικό σύστημα.

Εάν η ΕΚΤ δεν λάβει υπ’ όψη την κατάσταση αυτή, εναπόκειται κατ’ ανάγκην στη δημοσιονομική πολιτική των κρατών μελών να αντισταθμίσει τις αρνητικές επιπτώσεις από τις εξελίξεις στη διεθνή ανταγωνιστικότητα η οποία επηρεάζεται από τις κινήσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Στο θέμα αυτό λείπει μια ουσιαστική και σε βάθος διερεύνηση.

Πολύ περισσότερο ευαίσθητο θέμα από την αντιμετώπιση της νομισματικής πολιτικής είναι η λειτουργία της ΕΚΤ ως δανειστής έσχατης ανάγκης, εάν υπάρχει η βούληση το εργαλείο να ανταποκρίνεται πραγματικά στην περίσταση, όχι μόνο σε ό,τι χρειάζεται (whatever it takes), αλλά επίσης να λειτουργεί άμεσα (in time), δηλαδή, στην ποσότητα και στον χρόνο που απαιτείται για την αντιμετώπιση της κερδοσκοπίας. Μετά από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, η ΕΚΤ βρέθηκε απροετοίμαστη για την αντιμετώπιση της κατάστασης και την επακόλουθη κερδοσκοπία, καθώς θεωρείτο, ότι δεν διέθετε τις απαραίτητες εξουσίες. Τα γεγονότα επιβεβαίωσαν το αντίθετο. Αλλά πήρε χρόνια για να βρεθεί ένας τρόπος για να ανακοπεί η κρίση, ακόμα και αν δεν την επέλυε. Οι περιορισμοί της ποσότητας, της αναλογικότητας μεταξύ των χωρών μελών (η κλείδα κεφαλαίου-capital key- που εισάγει νομισματική βάση, ακόμη κι εκεί που δεν είναι απαραίτητο, όπως η απόκτηση ολλανδικών και γερμανικών κρατικών ομολόγων), και της ποιότητας των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων που υπόκεινται σε παρεμβάσεις είναι το αποτέλεσμα του καταστατικού που τέθηκε ως βάση της λειτουργίας της. Θα ήταν, συνεπώς, απαραίτητος ο εξορθολογισμός των αρμοδιοτήτων σε θεσμικό επίπεδο για την αντιμετώπιση μελλοντικών κερδοσκοπικών επιθέσεων με έναν τρόπο αμεσότερο και αποτελεσματικότερο.

Εάν η ανισορροπία που πρέπει να αντιμετωπίσει η ΕΚΤ είναι αυτή της ρευστότητας, προκύπτουσα από κερδοσκοπικές επιθέσεις, ή βραχυπρόθεσμα προβλήματα κάποιου δημόσιου χρέους, η αρμοδιότητα της απεριόριστης παρέμβασης και της απρόσκοπτης άσκησης της λειτουργίας ως δανειστή έσχατης ανάγκης (lender of last resort), όχι μόνο δεν θα απαιτούσε τη δημιουργία πρόσθετης νομισματικής βάσης, αλλά θα μείωνε ακόμη και τα spreads, διότι η κερδοσκοπία δεν θα είχε χώρο να αναπτυχθεί. Δεν θα υπάρξει ποτέ θεμιτός ανταγωνισμός (fair competition) στην ευρωζώνη όσο οι επιχειρήσεις μιας χώρας θα έχουν ένα μονίμως υψηλότερο κόστος χρήματος σε σχέση με εκείνες μιας άλλης χώρας, για λόγους διαφορετικούς από εκείνους των ειδικών ανεπαρκειών τους, αλλά απλά προκύπτουν από το να βρίσκονται σε ένα κράτος μέλος του οποίου το δημόσιο χρέος δεν εκδίδεται στο νόμισμα που δημιουργεί το ίδιο και ως εκ τούτου εκτίθεται σε κυρίαρχο κίνδυνο.

Αν, όμως, η ανισορροπία είναι δομική, χρειάζονται διαφορετικά εργαλεία από την απλή άσκηση αντι-κερδοσκοπικών λειτουργιών, διότι αυτές θα ήταν αναποτελεσματικές και θα χρησίμευαν μόνο για να κερδηθεί χρόνος, προκειμένου να καταστεί δυνατή η χρήση εργαλείων, που η μακρά εμπειρία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έχουν χρησιμοποιηθεί με θετικά αποτελέσματα σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά αποπληθωριστικά σε άλλες. Η ΕΕ κάνει ήδη χρήση αυτών των εργαλείων, όπως γίνεται στη συστηματική αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης. Ακόμη και σ’ αυτήν την περίπτωση, όμως, τα σχέδια εξυγίανσης δεν θα πρέπει να στραφούν στον αποπληθωρισμό, με σοβαρές εσωτερικές επιπτώσεις στις ενδιαφερόμενες χώρες και σε εξωτερικές επιδράσεις που οδηγούν σε μια κατάσταση όπου στηρίζεται το βάρος της προσαρμογής των ανισορροπιών στο εγγύς περιβάλλον (beggar-thy-neighbor).

Η υπό συζήτηση πρόταση για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ταμείου για τις παρεμβάσεις, όπως και να ονομάζεται, δεν ανταποκρίνεται σε μια τέτοια απαίτηση, διότι, πέραν του ότι δεν έχει επαρκείς πόρους, έχει το διπλό ελάττωμα να αναβιώσει την παραμετροποίηση των παρεμβάσεων, αντί να αξιολογεί περίπτωση την περίπτωση, σύμφωνα με ένα κοινό πολιτικό όραμα. Ξαναπροτείνει, επιπλέον, τα ελαττώματα των περιοριστικών όρων για τη δημοσιονομική πολιτική των χωρών που θα προσφεύγουν σε αυτό, καθιστώντας το μηχανισμό άκαμπτο στην εφαρμογή του με αποπληθωριστικές επιπτώσεις. Εάν η λειτουργία του νέου αυτού Ταμείου αποποιεί την θεσμοθετημένη πολιτική διαμεσολάβηση που σήμερα ασκείται από την ΕΚΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα επιδεινώσει τις υφιστάμενες, ήδη μη ικανοποιητικές συνθήκες.

Όπως ορθώς εκτιμήθηκε, ότι δεν είναι δυνατή η αφερεγγυότητα (στάση πληρωμώνdefault) του δημόσιου χρέους από ένα κράτος-μέλος του Ευρωσυστήματος, για να μην υπάρξουν κίνδυνοι μιας διάλυσής του, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός που δεν θα έχει αποπληθωριστικές επιπτώσεις, κινούμενος σύμφωνα με τις γραμμές που αποφασίστηκαν για την επίλυση της τραπεζικής κρίσης. Δεν υπάρχει λόγος για τον οποίο οι τραπεζικές καταθέσεις προστατεύονται και τα κρατικά ομόλογα όχι.

Για τον ίδιο λόγο -αν στο εσωτερικό της ευρωζώνης επιτρέπεται να διατηρούνται υψηλά πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών, όπως εκείνα, που παρουσιάζονται εδώ και καιρό, της Ολλανδίας και της Γερμανίας, και τώρα και της Ιταλίας-, η αποτυχία της ενίσχυσης με αυτόν τον τρόπο της ενδο-ευρωπαϊκής ζήτησης, στερώντας τις χώρες που έχουν ανάγκη να επωφεληθούν από μια εξωγενή ώθηση της συνολικής ζήτησης, αυξάνοντας έτσι το κόστος των δημοσιονομικών προσαρμογών που απαιτούνται για να λάβουν βοήθεια. Δεν επιβάλλεται η επέκταση της εγχώριας ζήτησης στις χώρες με πλεονασματικό εξωτερικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ως μέσο παρέκκλισης των δημοσιονομικών περιορισμών, έτσι ακόμη και με αυτόν τον τρόπο υπονομεύεται η σταθερότητα του ευρώ.

Όπως επίσης, αν η ΕΚΤ παρεμβαίνει με βάση την αναλογικότητα του ποσοστού της συμμετοχής στο Ευρωσύστημα (η κλείδα κεφαλαίου-capital key- που αναφέρεται ανωτέρω) για να αποφευχθεί η υποψία μεροληψίας, αντί για παρεμβάσεις που αποσκοπούν στην ενίσχυση των αδύναμων σημείων της αγοράς και για την αντιμετώπιση της κερδοσκοπίας, όπου αυτή εμφανίζεται, μετατοπίζοντας το βάρος των παρεμβάσεων στην τοπική δημοσιονομική πολιτική, η οποία παραμένει ακόμα πιο δεσμευτική στην περίπτωση ανισορροπιών στους κρατικούς προϋπολογισμούς και το δημόσιο χρέος καθίσταται αντικείμενο κερδοσκοπικών επιθέσεων.

Η δημοσιονομική πολιτική των κρατών μελών δεν μπορεί να τίθεται αποκλειστικά στην υπηρεσία της σταθερότητας του ευρώ, αφαιρώντας τη βασική λειτουργία της διατήρησης της οικονομίας ολόκληρης της ευρωζώνης στον δρόμο της ανάπτυξης, αντί να εισάγει μια διαφορετική διαδρομή δύο κλάδων αντιμετώπισης, μεταξύ εκείνων των χωρών που τηρούν τις δύο τεθείσες (από τις συνθήκες) δημοσιονομικές παραμέτρους και εκείνων που αδυνατούν να το πράξουν. Το σύστημα εξ αιτίας αυτού, κινδυνεύει να διαχωριστεί, όπως έγκυρες φωνές έχουν προτείνει, ως αποτέλεσμα πολιτικής επιλογής και όχι από κάποιο ατύχημα.

Ο κύριος λόγος για αυτήν τη συνέπεια είναι ένα ελάττωμα εξ αρχής στην κατασκευή του Ευρωσυστήματος: Εκείνο του να μην έχουν τακτοποιηθεί πρώτα οι υπερβάσεις του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, αντί για την εισαγωγή του κριτηρίου της σύγκλισης προς το 60%. Έτσι δημιουργήθηκε μια κατάσταση κατά την οποία, όποιος είναι πάνω από το όριο, πρέπει να καταφεύγει σε περιοριστικές πολιτικές, που αφήνουν περιθώριο στην κερδοσκοπία και την εμφάνιση της διακύμανσης της διαφοράς απόδοσης (spread) μεταξύ των κρατικών ομολόγων του και εκείνων της αναφοράς (benchmark).

Συνεπώς, το κόστος του χρήματος διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών ακόμα και σε πολύ υψηλό βαθμό, απομακρύνοντας περαιτέρω τις οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις της ευρωζώνης, αλλοιώνοντας ταυτόχρονα τις συνθήκες του θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων.

Δεν υπάρχει σήμερα κανένας λόγος να μη διορθωθεί η παράλειψη της εποχής εκείνης.

4. Για μια πιο αποφασιστική δημοσιονομική πολιτική

 
Η πολιτική της προσφοράς, ή των μεταρρυθμίσεων, αποσκοπεί στη βελτίωση των παραμέτρων των λειτουργιών συμπεριφοράς των δημόσιων και ιδιωτικών ευρωπαϊκών φορέων, η οποία θα έπρεπε να οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας και σε νέα αναπτυξιακή διαδικασία. Υπάρχει εκτεταμένη βιβλιογραφία και πλατιά πρακτική εμπειρία, που υποστηρίζει ότι στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής υπόθεσης, αυτή η πολιτική είναι αναγκαία, αλλά δεν είναι επαρκής για να φέρει την ευρωπαϊκή οικονομία στα επίπεδα ανάπτυξης των άλλων βιομηχανικών χωρών.

Η πολιτική αυτή θα πρέπει να ολοκληρωθεί ενσωματώνοντας τη διαχείριση της συνολικής ζήτησης, για την αντιστάθμιση των αδυναμιών της αγοράς -όπως ο ατελής ανταγωνισμός, οι περιορισμοί στην κυκλοφορία των ανθρώπων και των εμπορευμάτων, οι βαθιές φορολογικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, κλ – που δεν γίνεται κατορθωτό, για κάποιο λόγο, να διορθωθούν και εμποδίζουν την επίτευξη καθεστώτος πλήρους απασχόλησης και κοινωνικής ευημερίας.

Η δημοσιονομική πολιτική είναι εξ ίσου σημαντικά υπεύθυνη για τις οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις, όπως η νομισματική πολιτική και εκείνη των μεταρρυθμίσεων και θα πρέπει να αναπτύσσεται συμπληρωματικά μαζί τους.

Από θέση αρχής, η προσφορά δεν δημιουργεί δική της ζήτηση, η οποία, για να αποφευχθεί η στασιμότητα, θα πρέπει να υποβληθεί σε εξωγενείς ωθήσεις που στοχεύουν σε αυτόν το σκοπό, από την πλευρά των αρχών που καθορίζουν την οικονομική πολιτική. Μια νομισματική πολιτική χαμηλού κόστους χρήματος μπορεί να προκαλέσει θετικά αποτελέσματα, εάν η ελαστικότητα του επιτοκίου των επενδύσεων και, σε κάποιο βαθμό, της κατανάλωσης έχει ικανοποιητικές τιμές. Η επίδραση στην πραγματική ανάπτυξη αυτής της ελαστικότητας ήταν πάντα μέτρια, αν δεν συνοδεύονταν από μεγαλύτερη ζήτηση.

Η επεκτατική νομισματική πολιτική βοηθά την προώθηση στην κατανάλωση με πίστωση. Επειδή η παραχώρηση εξαρτάται (ή θα έπρεπε) από την πιστοληπτική ικανότητα, δηλαδή την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη προκειμένου να μην προκαλούνται τραπεζικές κρίσεις, το σύστημα λειτουργεί προς μια προ-κυκλική κατεύθυνση, καθιστώντας ακόμα πιο αναγκαία τη δημοσιονομική πολιτική.

Η εξωγενείς ωθήσεις στη συνολική ζήτηση, εκτός από το να μην είναι πολιτικά αποδεκτή από ορισμένα κράτη μέλη, δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί λόγω της ανεπάρκειας του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Αυτό πράγματι, δημιουργεί ένα ενδογενές κύκλωμα: όσο δίδεται, τόσο λαμβάνεται, με μόνο με μικρές διαφορές μεταξύ των χωρών που συνεισφέρουν, ή των καθαρών αποδεκτών με σημαντικές επιπτώσεις σε τομεακό επίπεδο, όπως είναι η πολιτική που εφαρμόζεται στον αγροτοκτηνοτροφικό τομέα και εκείνον της αλιείας.

Το βασικό εργαλείο εφαρμογής μιας πολιτικής της ζήτησης συμβατής με εκείνη της προσφοράς σε επίπεδο ΕΕ, είναι εκείνη των επενδύσεων σε υποδομές κοινού ενδιαφέροντος. Το ίδιο ισχύει και για τις εθνικές επενδύσεις εθνικού ενδιαφέροντος.

Εάν η ΕΕ δεν σκοπεύει, ούτε μπορεί να αποφασίσει, λόγω των πολιτικών περιορισμών, μια αποτελεσματική οδηγία είναι οι επενδύσεις αυτές να πραγματοποιηθούν άμεσα από τις χώρες – μέλη, με την ελπίδα ότι θα το κάνουν, λαμβάνοντας υπόψη τις κοινές ανάγκες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και για τις επενδύσεις απαιτείται η εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας που προβλέπεται από τη Συνθήκη.

Η εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο μιας δημοσιονομικής πολιτικής με επίκεντρο τις επενδύσεις απαιτεί τρεις προϋποθέσεις:

i. την ακριβή γνώση των πολλαπλασιαστών των δαπανών αυτού του τύπου,
ii. μια προσωρινή διαφορετική θεώρηση των δύο δημοσιονομικών παραμέτρων και
iii. έναν διαφορετικό τρόπο λογιστικών εγγραφών σε σχέση με αυτόν που υπάρχει.

Καμία πρακτική δεν ασκήθηκε για να επισημανθεί το πεδίο εφαρμογής της πρώτης προϋπόθεσης για τη σωστή αξιολόγηση των επενδύσεων. Ελάχιστα έχουν γίνει για να περάσουμε από μια στατική σε μια δυναμική αντίληψη των δημοσιονομικών παραμέτρων. Και οι συναφείς δαπάνες περιλαμβάνονται στο συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα, ενώ σχετίζονται με μια άλλη πιο κατάλληλη λογιστική, εκείνη των περιουσιακών στοιχείων.

Μόνο ένα μέρος αυτών των δαπανών, ίσο με την απόσβεση του επενδυμένου κεφαλαίου, θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται στον λογαριασμό εσόδων – εξόδων του κράτους, ως ένα σημαντικό μέρος του τρέχοντος ελλείμματος του προϋπολογισμού.

Ακόμη και οι επενδύσεις που προβλέπονται από τη στρατηγική της Λισαβόνας του 2000 για τη δημιουργία μιας κοινωνίας της γνώσης (knowledge based society) θα έπρεπε να ανακινηθούν. Οι επιπτώσεις τους, μαζί με αυτές των παραδοσιακών επενδύσεων, θα συνεισέφεραν στην αύξηση των φορολογικών εσόδων σε εθνικό επίπεδο, που θα επέτρεπε να αντιμετωπισθεί με μη πληθωριστικά μέσα μια πιο αποτελεσματική πολιτική ενσωμάτωσης και αναβίωσης της παραγωγικής δραστηριότητας, χωρίς να παραβιάζονται οι ευρωπαϊκές συμφωνίες για τον προϋπολογισμό και το χρέος. Γι’ αυτό οι περιορισμοί που επιβάλλονται από τις δημοσιονομικές παραμέτρους δεν πρέπει να θεωρούνται ως στατικός στόχος, αλλά ως αποτέλεσμα των συνεπειών της ανάπτυξης οφειλόμενη σε εξωγενείς ωθήσεις, δηλαδή ως μεταβλητή εξαρτώμενη από τον συνδυασμό μεταξύ των «αυθόρμητων» δράσεων της αγοράς και της οικονομικής πολιτικής.

Για να γίνει αυτό δεν απαιτείται αλλαγή της Συνθήκης, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι αρκετή μια πιο προσεκτική ερμηνεία των συμφωνιών του Μάαστριχτ, η οποία, εξ άλλου, ήδη εφαρμόζεται σε εσωτερικές εθνικές υποθέσεις, όπως αυτή για να διευκολυνθεί η ενοποίηση της Γερμανίας και άλλες περιπτώσεις, όπως εκείνες κατά τη διάρκεια της πρόσφατης μεγάλης ύφεσης.

Μια τέτοια προσέγγιση σημαίνει ότι η πρωτοβουλία για τη συνολική ζήτηση θα πρέπει να καθοδηγείται από τον χρυσό κανόνα ενός σταθερού συστήματος ανάπτυξης: το ποσοστό του ελλείμματος του προϋπολογισμού δεν πρέπει να υπερβαίνει τον ονομαστικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ.

Αν εφαρμόζεται ο κανόνας, που βασίζεται στην αρχή της παραγωγής πλεονασμάτων του προϋπολογισμού για τη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ με αποπληθωριστικές επιπτώσεις, τότε η απόκλιση των αναπτυξιακών διαδρομών των χωρών που βρίσκονται κάτω από το όριο του 60% του λόγου χρέους/ΑΕΠ και αυτών που είναι πάνω, συνεπάγεται επικίνδυνες επιπτώσεις για τη σταθερότητα του ευρώ και της κοινωνικο-πολιτικής συνοχής.

5. Γιατί μια πανευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική είναι απαραίτητη για μια πιο αποτελεσματική νομισματική πολιτική και την κοινωνικο-πολιτική σταθερότητα της ΕΕ;

 
Η ανάγκη συντονισμού των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής είναι διαπιστωμένη όχι μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά και από τη στενή σχέση μεταξύ του δημόσιου προϋπολογισμού, και της νομισματικής, τραπεζικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας..

Επιτυγχάνοντας τον συντονισμό, θέτοντας περιορισμούς στις αρμοδιότητες δημοσιονομικής παρέμβασης στα κράτη – μέλη, όπως αποφασίστηκε στο Μάαστριχτ και ενισχύθηκε με την εφαρμογή των συμφωνιών (με τελευταία εκείνη που πηγαίνει κάτω από το όνομα του δημοσιονομικού συμφώνου -fiscal compact), στερεί από την ΕΕ ένα απαραίτητο εργαλείο για τη διόρθωση των αυθόρμητων κινήσεων της αγοράς. Αυτό, όπως είναι γνωστό, δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί από μόνο του τη νομισματική και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που απαιτείται, πόσο μάλλον την πλήρη απασχόληση, δηλαδή, τα θεμελιώδη στοιχεία μιας οργάνωσης για το κοινό καλό που λειτουργεί σε δημοκρατική βάση[1].

Η ρύθμιση από την πλευρά της ΕΕ της παρουσίας των δημοσιονομικών ανισορροπιών και του δημόσιου χρέους είναι αδιάφορη σχετικά με το είδος της ρύθμισης, δηλαδή αν συμβεί μειώνοντας τις δαπάνες, ή αυξάνοντας τα έσοδα. Η πολιτική λογική και πρακτική εμπειρία δείχνουν, ότι η προσαρμογή προκύπτει συχνά από την πλευρά των φορολογικών εσόδων, που είναι λιγότερο ανθεκτικά από τα έξοδα. Οποιαδήποτε  και αν είναι η προσαρμογή, τα αποτελέσματα χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη της αναθέρμανσης της οικονομίας.

Μόνο ένας συνεκτικός συνδυασμός των πολιτικών της προσφοράς και της ζήτησης μπορεί να αποτρέψει την ευρωπαϊκή οικονομία και την ίδια την κοινωνικο-πολιτική σταθερότητα να εισέλθουν σε μια διαδικασία οπισθοδρόμησης, ή, εάν έχουν ήδη εισέλθει, όπως τώρα είναι πιθανό, να εξέλθουν.

Πολλαπλοί δίαυλοι που οδηγούν σε μείωση του εισοδήματος και της απασχόλησης, ωθούν τις χώρες να οχυρωθούν σε μια παράλογη υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, με την ελπίδα ότι αυτή είναι η λύση, όπως συνέβη με το Brexit.

Στα πάγια προβλήματα προστέθηκε η ανάγκη αντιμετώπισης των συνεπειών της διαδικασίας της απο-παγκοσμιοποίησης που βρίσκεται σε εξέλιξη, οι οποίες απαιτούν μια πιο ενεργή δημοσιονομική πολιτική, χωρίς την καταφυγή σε αναποτελεσματικά αντίποινα, όπως την έγερση δασμολογικών και μη δασμολογικών φραγμών κατά των χωρών που έχουν αποφασίσει αναλόγως. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρέπει να αποδεχθεί παθητικά αυτά τα αποτελέσματα, αλλά αντιδρώντας με την κατάλληλη δημοσιονομική πολιτική.

Επίσης, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της μετανάστευσης είναι απαραίτητη η ενεργοποίηση μιας άλλης δημοσιονομικής πολιτικής. Εάν η ΕΕ δεν έχει την πρόθεση να το κάνει, θα σημάνει απώλεια της συναίνεσης από την πλευρά του πληθυσμού, που αισθάνεται ότι βρίσκεται σε μειονεκτική θέση από τη διαφορά μεταξύ των κοινών στόχων της ανθρωπιστικής βοήθειας και των ανεπαρκών μέσων που έχουν ενεργοποιηθεί. Αν δεν ασκηθεί μια κοινή δημοσιονομική πολιτική για τη μετανάστευση, δεν μένει παρά να κλείσουν τα θαλάσσια και τα χερσαία σύνορα, αποκηρύσσοντας την υπεράσπιση των αξιών της ανθρώπινης αλληλεγγύης που η Ευρώπη είχε επεξεργαστεί σε θεωρητικό επίπεδο και είχε ενεργοποιήσει σε πολιτικό επίπεδο κατά τη διάρκεια των αιώνων. Είναι η δημοσιονομική τύφλωση και όχι η άρνηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που καθορίζει την ενδο-ευρωπαϊκή σύγκρουση για τη μετανάστευση.

Η ελεύθερη κυκλοφορία των βραχυπρόθεσμων τοποθετήσεων και των κεφαλαίων με την παρουσία μιας σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας και της διαρθρωτικής ποικιλομορφίας εντός του ευρώ απαιτεί την ενεργοποίηση μιας κατάλληλης δημοσιονομικής πολιτικής, προκειμένου να αποφευχθεί η συγκέντρωση της νομισματικής βάσης που δημιουργείται στις οικονομικά ισχυρότερες περιοχές, όπως αποδεικνύεται από τις εκκαθαρίσεις του TARGET2. Αυτές οι ανισορροπίες τροφοδοτούν τη δυσπιστία για τις χρεωμένες χώρες και προκαλούν κερδοσκοπικές επιθέσεις, με επιπτώσεις στο κόστος του χρήματος και, με τον τρόπο αυτό, στον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών μελών και τη συνακόλουθη κοινωνική ευημερία.

Υπάρχει επίσης το σοβαρό πρόβλημα των μεγάλων διαφορών στη φορολογική μεταχείριση. Μια αντίθετη νομισματική λειτουργία, που δεν θα ρυθμίζεται δημοσιονομικά, θα ήταν πιο αποτελεσματική αν είχε οριστεί μια συνεκτική ευρωπαϊκή φορολογική πολιτική σύμφωνα με τις απαιτήσεις του θεμιτού ανταγωνισμού. Μια τυποποιημένη φορολογική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα συνέβαλε στην τόνωση μιας πιο δίκαιης και πιο ισορροπημένης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, στη δημιουργία μιας καλύτερης πολιτικής προσφοράς, από εκείνη της πολιτικής λιτότητας.

Μεταξύ των κρατικών ενισχύσεων και των δημοσιονομικών διαφορών υπάρχει ένας στενός δεσμός, αλλά ο έλεγχος των πρώτων δεν είναι το πιο κατάλληλο εργαλείο για την εναρμόνιση με τις δεύτερες.

Μια συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία θα μπορούσε να συνεισφέρει στην τυποποίηση του εταιρικού φόρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, γενικότερα, επί της παραγωγής. Διατήρηση μιας εθνικής προσέγγισης στη φορολογία οδηγεί σε σοβαρές στρεβλώσεις στη λειτουργία της κοινής αγοράς. Στόχος του ανταγωνισμού πρέπει να παραμείνει η επιδίωξη της αποτελεσματικότητας στην παραγωγή και την κατανομή των πόρων, και ο έλεγχος των επιπτώσεων που προκαλούνται από τις κρατικές ενισχύσεις εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Η κοινοτική πολιτική για τις κρατικές ενισχύσεις δεν έχει ακόμη βέλτιστα χαρακτηριστικά και η διαδικασία μεταρρύθμισης που ξεκίνησε το 2012 και θα πρέπει να ολοκληρωθεί, και, εν μέρει, να αναθεωρηθεί[2] Για παράδειγμα, η γενικευμένη επέκταση της κάλυψης των κανονισμών απαλλαγής, μπορεί να οδηγήσει σε μια υπερβολή των στρεβλωτικών ενισχύσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συνεπώς, θα ήταν σκόπιμο να εισαχθεί εκ νέου η πρακτική των κοινοποιήσεων στην Επιτροπή όλων των ενισχύσεων κι όχι μόνο εκείνων που οδηγούν σε ανακατανομή της ενδο-ευρωπαϊκής προσφοράς. Κατά συνέπεια, η επίδραση των κρατικών ενισχύσεων στον ανταγωνισμό πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των πιθανών θετικών επιδράσεων στην ανάπτυξη και τη συλλογική ευημερία και όχι απλώς να εμφανίζονται στο τελικό στάδιο της αξιολόγησης και να εκτιμώνται με βάση την επίδρασή τους στη διαδικασία του ανταγωνισμού.

Αν οι φόβοι των πιστωτριών χωρών – μελών εμποδίζουν τον ορισμό μιας δημοσιονομικής πολιτικής οφείλεται στον κίνδυνο να επωμισθούν το χρέος άλλων, υπάρχουν οι τεχνικές λύσεις για να διασφαλίσει ότι αυτό δεν θα συμβεί. Πρόκειται για την πρακτική εφαρμογή τους, ενεργοποιώντας πολιτικές επιλογές, όπως εκείνες δια μέσου μιας συμφωνίας επί ενός σχεδίου αποπληρωμής με πολύ μεγαλύτερη διάρκεια αποπληρωμής και στα εφαρμοζόμενα επιτόκια με την παροχή εξασφαλίσεων προς την ΕΚΤ, μέχρι την επιστροφή του χρέους στο 60% του ΑΕΠ, με αντάλλαγμα μια υποθήκη επί μελλοντικών φορολογικών εσόδων, ή επί της δημόσιας περιουσίας σε περίπτωση μη αποπληρωμής μίας ή περισσοτέρων δόσεων. Δηλαδή να αποφασιστεί αυτό που θα έπρεπε να είχε γίνει πριν την εισαγωγή του ευρώ.

Προφανώς μεταξύ των ρητρών μιας τέτοιας συμφωνίας θα υπήρχε και αυτή όπου το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα ετοποθετείτο με ένα δυναμικό τρόπο μέσα στον κανόνα που αναφέρεται στη συνοχή σε σχέση με τον ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ και ως εκ τούτου δεν θα προκαλούσε μια νέα υπέρβαση του δείκτη χρέους/ΑΕΠ.

Το συμπέρασμα είναι, ότι ο ορισμός μιας ενεργού δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε αντιστοιχία με εκείνες των χωρών μελών, είναι απολύτως απαραίτητος. Η κύρια οδός θα έπρεπε να περνάει μέσα από την ολοκλήρωση της πολιτικής ένωσης και τον θεσμικό επαναπροσδιορισμό της αρχιτεκτονικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, οι καιροί απαιτούν άμεση δράση που δεν θα επεκτείνει τους περιορισμούς, αλλά θα αυξάνει τις ευκαιρίες.

Εάν για να υπάρξει ανταπόκριση στο επίπεδο και την επισφαλή ισορροπία του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, δεν μπορούν να διατεθούν πόροι για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της πλήρους απασχόλησης και της μετανάστευσης, η επίλυσή τους ενέχει την απορία, του ανεπίλυτου των προβλημάτων, και την αντίφαση της ταυτόχρονης αδυναμίας να παρακαμφθούν, καθιστάμενα έτσι αιτία της διάλυσης της ΕΕ.

Δεδομένου ότι πρέπει να γίνει έναρξη από τις επενδύσεις, αρκεί μια (σ.σ. διαφορετική) ερμηνεία των υφιστάμενων συμφωνιών, που να αγκαλιάζει πολλούς από τους τιθέμενους στόχους, εκφράζοντας μια σαφή θεώρηση για το πώς οργανώνεται το κοινό καλό.

Η ιταλική κυβέρνηση θα λάβει όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για τη δημιουργία μιας Ομάδας Εργασίας Υψηλού Επιπέδου, η οποία θα απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή, η οποία θα εξετάσει τη συμμόρφωση του ισχύοντος ευρωπαϊκού θεσμικού οικοδομήματος και της οικονομικής πολιτικής με τους στόχους της ανάπτυξης, της σταθερότητας και της πλήρους απασχόλησης, όπως προβλέπεται ρητώς από τις Συνθήκες. Η ομάδα εργασίας έχει ως σκοπό να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πριν από τις επόμενες εκλογές, χρήσιμες συμβουλές για να επιδιωχθεί το κοινό καλό, η Πολιτεία που λείπει στο μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην συνοχή μεταξύ των κρατών μελών.
 


[1] Η συνημμένη μελέτη από τον Jan Α Kregel, Διευθυντή Ερευνών στο Ινστιτούτο Οικονομικών Levy του Bard College, επισημοποιεί σε επιστημονική βάση τη λειτουργία της ευρωζώνης με τους στατικούς και δυναμικούς δημοσιονομικούς περιορισμούς

[2] Βλέπε εν προκειμένω την μελέτη για τον ανταγωνισμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση που εκπονήθηκε από τον Alberto Heimler, καθηγητή Οικονομικών στην Εθνική Σχολή Διοίκησης και πρώην διευθυντή Σπουδών και Διεθνών Υποθέσεων της αρχή για τον ανταγωνισμό και την αγορά, η οποία συμπληρώνει την προβληματική που εξετάζεται εδώ από την άποψη του ανταγωνισμού.

 

 

 

Αφήστε ένα σχόλιο