Ρεπουμπλικανικές αντιλήψεις της ελευθερίας: Hannah Arendt και Philip Pettit

Ρεπουμπλικανικές αντιλήψεις της ελευθερίας: Hannah Arendt και Philip Pettit

του Κωνσταντίνου Γρηγοριάδη

Η ρεπουμπλικανική σκέψη και τα βασικά της γνωρίσματα έχουν αναγεννηθεί στο περιβάλλον της σύγχρονης πολιτικής φιλοσοφίας. Ανάμεσα στους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της είναι η Hannah Arendt και ο Philip Pettit, οι οποίοι έχουν φέρει στο προσκήνιο με διαφορετικό τρόπο κύρια χαρακτηριστικά αυτής της παράδοσης στο έργο τους. Στο ακόλουθο κείμενο θα επικεντρωθούμε στην προσέγγισή τους στην έννοια της ελευθερίας και επίσης στο ρόλο τον οποίο διαδραματίζει η έννοια αυτή στην πολιτική τους θεωρία.

Αρχικά, στο κλασικό πλέον έργο «Η Ανθρώπινη κατάσταση» η Arendt προχωρεί στη διάκριση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, κάθε μία από τις οποίες χαρακτηρίζεται από εντελώς διαφορετικές αξίες. Για παράδειγμα, η Arendt ισχυρίζεται ότι η βία ήταν μια συνηθισμένη πρακτική στον οίκο της αρχαίας ελληνικής πόλης, ενώ ο λόγος (η ομιλία) αποτελούσε το θεμελιώδες γνώρισμα της δημόσιας σφαίρας, διότι η πολιτική βασίζεται στην αλληλεπίδραση, την ανταλλαγή απόψεων και τη διαβούλευση. Άλλη διαφορά ανάμεσα στις δύο σφαίρες σχετίζεται με την αντίθεση ανάμεσα στην ανάγκη και την ελευθερία. Η πρωταρχική προτεραιότητα στην ιδιωτική σφαίρα ήταν η ικανοποίηση της ανάγκης για επιβίωση[1]. Αντιθέτως, στην πολιτική σφαίρα ο πολίτης ήταν ελεύθερος, επειδή είχε απελευθερωθεί από τις βιολογικές ανάγκες, οι οποίες ήταν κυρίαρχες στο νοικοκυριό. Έτσι, διαπιστώνεται η ύπαρξη δύο ζευγών αντίθεσης: α) βία – ομιλία, β) ανάγκη – ελευθερία.

Δίπλα σε αυτά τα δύο ζεύγη, η φιλόσοφος παρουσιάζει ακόμα μια διάκριση αναφορικά με τις δύο σφαίρες, εκείνην μεταξύ ισότητας και ανισότητας. Στο πεδίο της ιδιωτείας, το γεγονός ότι τα μέλη της οικογένειας υπόκεινται στην αρχή του ηγέτη και συνεπώς στερούνται της ελευθερίας τους, συνεπάγεται ότι το άτομο που βρίσκεται σε θέση εξουσίας δεν είναι ίσο με τα υπόλοιπα μέλη. Σύμφωνα με την Arendt, η ισότητα μεταξύ των πολιτών συμπίπτει με την είσοδο των πολιτών εντός του πεδίου της δημόσιας σφαίρας. Μέσω της απελευθέρωσης από τη σχέση εξουσίας, ο Αθηναίος πολίτης έγινε ίσος με τα μέλη του δήμου. Συνεπώς, υποστηρίζει η φιλόσοφος ότι η ελευθερία και η ισότητα ήταν συμβατές αξίες, καθώς ισχυρίζεται ότι «αυτή η ισότητα που βασίλευε στην πολιτική σκέψη ελάχιστα κοινά είχε με τη δική μας αντίληψη της ισότητας: σήμαινε να ζεις και να έχεις να κάνεις μόνο με ισοτίμους σου…Η ισότητα, επομένως, χωρίς διόλου να συνδέεται, όπως στους νεώτερους χρόνους, με τη δικαιοσύνη, αποτελούσε ακριβώς την ουσία της ελευθερίας: η ελευθερία σήμαινε ελευθερία από την ανισότητα που υπάρχει στην κυριαρχία, και μετάβαση σε μια σφαίρα όπου δεν υπήρχε ούτε κυβερνήτης ούτε κυβερνώμενος»[2].

Αυτό το απόσπασμα δείχνει, ότι η προσέγγιση της Arendt στην έννοια της ελευθερίας διαφέρει ριζικά από τη νεώτερη αντίληψη της ελευθερίας, η οποία προβάλλεται κυρίως από τον κλασικό φιλελευθερισμό. Όπως υποστηρίζει η κλασικη φιλελεύθερη σκέψη, η ελευθερία αποτελεί φυσική ιδιότητα των ανθρώπων. Οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και διασφαλίζουν εντός της πολιτικής κοινωνίας την προστασία της ατομικής ελευθερίας από το κράτος[3]. Αντιθέτως, η ελευθερία στην αρχαία ελληνική πόλη δε θεωρείται φυσική ιδιότητα, αλλά αποκτάται μέσω της συμμετοχής στην πολιτική σφαίρα. Επιπλέον, η άποψη ότι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι δεν υπάρχει στον αρχαίο κόσμο και η ισότητα, όπως και η ελευθερία, είναι τεχνητό δημιούργημα της δημόσιας σφαίρας. Η Arendt αναδεικνύει αυτήν ακριβώς τη διαπίστωση υποστηρίζοντας ότι « η ισονομία εξασφάλιζε την ισότητα, όχι όμως επειδή όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι, αλλά, αντίθετα, επειδή οι άνθρωποι είναι φύσει άνισοι και χρειάζονται έναν τεχνητό θεσμό, την πόλιν, η οποία χάρη στο νόμον της θα τους κάνει ίσους…..Η ισότητα και η ελευθερία δεν θεωρούνταν ιδιότητες εγγενείς στην ανθρώπινη φύση, δεν ορίζονταν φύσει αλλά νόμω, δηλαδή συμβατικά και τεχνητά·ήταν προϊόντα της ανθρώπινης προσπάθειας και χαρακτηριστικά του δημιουργημένου από τον άνθρωπο κόσμου»[4]. Οπότε, αυτές οι δύο θεμελιώδεις αξίες συντρέχουν μόνο στη δημόσια σφαίρα. Η εγκαθίδρυση της ελευθερίας απαιτούσε τη συνύπαρξη με τους άλλους πολίτες και αυτό ήταν εφικτό μόνο εντός της σφαίρας της δημοκρατικής διαβούλευσης.

Επιπλέον, η φιλόσοφος διαφωνεί με την προσέγγιση της κλασικής φιλελεύθερης σκέψης, διότι η σημασία της ελευθερίας, η οποία προτείνεται από τους φιλελεύθερους, είναι αντιπολιτική. Όπως επισημαίνει η φιλελεύθερη σκέψη, η ελευθερία αντιστοιχεί στην ατομική ανεξαρτησία και την προστασία των δικαιωμάτων, τα οποία θωρακίζουν την ατομική αυτονομία. Η σημασία της ελευθερίας περιορίζεται στην εξασφάλιση της ατομικής επιλογής και του ατομικού συμφέροντος. Ακόμα, το πολιτικό σύστημα, το οποίο προτείνουν οι φιλελεύθεροι και βασίζεται στην εκλογική νομιμοποίηση του πολιτικού προσωπικού, στο κράτος δικαίου και τη διάκριση των εξουσιών δε συμπεριλαμβάνει τη δημόσια σφαίρα ως σημαντικό παράγοντα διαβούλευσης. Αυτή η παρατήρηση συνεπάγεται ότι η φιλελεύθερη προσέγγιση δεν απασχολείται με το πεδίο της ανθρώπινης δράσης, όπου οι άνθρωποι εισέρχονται για να απολαύσουν την ελευθερία ως τον κύριο λόγο για τον πολιτικό τους βίο.[5]

Η διαφορά ανάμεσα στις δύο αντιλήψεις της ελευθερίας φαίνεται πιο προφανής, εάν λάβουμε υπόψη πώς ο Isaiah Berlin ορίζει την ελευθερία. Σύμφωνα με την προσέγγισή του, ένα άτομο μπορεί να θεωρηθεί ελεύθερο εάν και μόνο αν υπάρχει πλήρης απουσία παρέμβασης σε ένα μεγάλο εύρος επιλογών. Ο Berlin υποστηρίζει την αρνητική εκδοχή της ελευθερίας, διότι αυτή επιτρέπει την ανάδυση του αξιακού πλουραλισμού ανάμεσα στα άτομα. Αντιθέτως, για την Arendt, ένα άτομο είναι ελεύθερο εάν μπορεί να πετύχει την αυτοκυριαρχία στις πολιτικές διαδικασίες της λήψης αποφάσεων. Επομένως, η πολιτική ελευθερία είναι απαραίτητο προαπαιτούμενο της αυτοανάπτυξης των ανθρώπων. Είναι προφανές ότι η φιλόσοφος διαφωνεί με το πώς το άτομο θα έπρεπε να επιδιώκει την αντίληψή του περί αγαθού βίου και προτείνει ότι η δημόσια σφαίρα είναι ο κατάλληλος χώρος για ένα τέτοιο επίτευγμα. Ο περιορισμός της ελευθερίας στην ιδιωτική σφαίρα στερεί από το άτομο τη δυνατότητα να αποκτήσει την ελευθερία στο πεδίο των διαδικασιών λήψης των αποφάσεων.

Όμως, η Arendt δεν είναι η μόνη που διαφωνεί με την νεώτερη αντίληψη της ελευθερίας, η οποία εκφράζεται από τους φιλελεύθερους. Ο Philip Pettit, ο ρεπουμπλικάνος πολιτικός φιλόσοφος έχει εισάγει στην πολιτική θεωρία μία νέα προσέγγιση της ελευθερίας. O Pettit εμπνέεται από την ρεπουμπλικανική παράδοση της ρωμαϊκής σκέψης, την πολιτική σκέψη της Αναγέννησης και των Άγγλων ρεπουμπλικάνων στοχαστών του 17ου αιώνα. Σε αυτές τις περιόδους, αρκετοί πολιτικοί στοχαστές όπως ο Κικέρων, ο Machiavelli και ο James Harrington όρισαν την ελευθερία ως την απουσία της αυθαίρετης βούλησης. Κάποιος θα μπορούσε να θεωρηθεί ελεύθερο άτομο εάν μόνο και αν δεν υπήρχε κάποιος κυρίαρχος ο οποίος θα μπορούσε να επιβάλει τη βούλησή του σε αυτόν. Οι ρεπουμπλικάνοι στοχαστές αυτών των περιόδων υποστήριζαν ότι κάποιος μπορεί να στερηθεί την ελευθερία του εάν υπόκειται σε βούληση κάποιου αφέντη. Έτσι, η απουσία παρέμβασης δεν είναι αρκετή για την ελευθερία ενός ατόμου, διότι προϋποτίθεται η απουσία ακόμα και της αυθαίρετης βούλησης ενός προσώπου που βρίσκεται σε θέση αρχής.

Η ιστορική διατύπωση της ελευθερίας από ρεπουμπλικάνους στοχαστές έχει εμπνεύσει τον Pettit να οικοδομήσει την πολιτική του θεωρία βασισμένη στην αντίληψη της ελευθερίας ως μη – κυριαρχίας. Αρχικά, πρέπει να αναφερθούμε σε ορισμένες λεπτομέρειες σχετικά με το περιεχόμενο αυτής της αντίληψης. Ποια είναι η σημασία της κυριαρχίας; Όπως ισχυρίζεται ο Pettit, « η κυριαρχία υποδεικνύεται από τη σχέση ενός αφέντη με υπηρέτη ή ενός υπηρέτη με αφέντη. Τέτοια σχέση σημαίνει, οριακά, ότι η κυρίαρχη πλευρά μπορεί να παρεμβαίνει σε αυθαίρετη βάση στις επιλογές εκείνων που κυριαρχούνται: μπορεί να παρεμβαίνει συγκεκριμένα στη βάση ενός συμφέροντος ή μιας άποψης η οποία δε χρειάζεται να γίνει αποδεκτή από το άτομο που επηρεάζεται»[6]. Η συμπερίληψη της κυριαρχίας αποδίδει στην έννοια της ελευθερίας ένα περαιτέρω προαπαιτούμενο, καθώς για να είναι κανείς ελεύθερος, απαιτείται η απουσία κάθε κυρίαρχης βούλησης, η οποία μπορεί να παρέμβει αυθαίρετα στις επιλογές κάποιου. Επομένως, η σχέση κυριαρχίας χαρακτηρίζεται από τρία κύρια γνωρίσματα: α) την ικανότητα παρέμβασης, β) αυθαιρεσία, γ) παρέμβαση σε συγκεκριμένες επιλογές τις οποίες ο άλλος είναι σε θέση να πράξει[7].

Αν και η κυριαρχία συνήθως συνδέεται με την αυθαίρετη παρέμβαση, αυτό δε σημαίνει πάντοτε συμπεριλαμβάνει την παρέμβαση ως καίριο παράγοντα. Σύμφωνα με τον Pettit, είναι πολύ πιθανό να υπάρχει κυριαρχία χωρίς παρέμβαση και παρέμβαση χωρίς κυριαρχία. Σε σχέση με την πρώτη περίπτωση, ο Pettit αναδεικνύει δύο βασικούς τρόπους, σύμφωνα με τον οποίο ένας αφέντης μπορεί να κυριαρχεί χωρίς να ασκεί παρέμβαση: α) επιτήρηση, β) εκφοβισμός[8]. Στην κατάσταση της επιτήρησης «εγώ παρακολουθώ ό,τι κάνεις..ως αποτέλεσμα αυτής της επιτήρησης και ούτως ή άλλως εσύ έχεις επίγνωση του γεγονότος, θα υπόκεισαι στη βούλησή μου∙ θα εξαρτάσαι από την καλή μου βούληση για να διατηρείς την ικανότητα να ασκείς επιλογή. Οι επιλογές που αντιμετωπίζεις, τότε, δεν είναι Χ,Y,Z ως τέτοιες, αλλά Χ – εάν αυτό με ευχαριστεί, Υ – εάν αυτό με ευχαριστεί και Ζ – εάν αυτό με ευχαριστεί»[9]. Στην περίπτωση της επιτήρησης, η επιλογή κάποιου επηρεάζεται από τη διαρκή παρουσία ενός άλλου.

Μια σχέση κυριαρχίας μπορεί επίσης να δημιουργηθεί με εκφοβισμό, διότι ανεξαρτήτως του εάν κάποιος έχει τους πόρους να ασκεί αυθαίρετη παρέμβαση, το γεγονός ότι το υποκείμενο πιστεύει ότι τους έχει και ότι αυτό τον τρομοκρατεί, θα δώσει δύναμη στον κυρίαρχο. Οπότε, αυτός είναι ένας άλλος τρόπος υποταγής της βούλησης κάποιου σε έναν κυρίαρχο, καθώς ενδύεται ο τελευταίος με εξουσία και είναι ικανός να επιβάλει τις αποφάσεις του μέσω απειλών, ώστε το υποκείμενο δεν μπορεί να αποφασίσει για τον εαυτό του αλλά πρέπει να λάβει υπόψη τις οδηγίες του αφέντη. Ο παράγοντας αυτός δείχνει ότι η φήμη κάποιου ως κυρίαρχου είναι αρκετή για να ασκηθεί κυριαρχία στις αποφάσεις κάποιου χωρίς να παρεμβαίνει στη δράση του.

Όμως, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι είναι πιθανό να έχουμε παρέμβαση χωρίς κυριαρχία. Παρά το γεγονός ότι η παρέμβαση περιορίζει τις επιλογές κάποιου και επηρεάζει αρνητικά το διαθέσιμο εύρος επιλογών, δε συνεπάγεται απαραίτητα ότι μπορεί να υποτάξει κάποιον σε μια ξένη βούληση. Ας υποθέσουμε ότι μια κυβέρνηση επιβάλλει την πληρωμή φόρων στο πλαίσιο μιας δίκαιης κατανομής των δημοσίων εσόδων. Η πληρωμή φόρου στο βαθμό που δεν υπερβαίνει τα εύλογα επίπεδα, δεν μπορεί να θεωρηθεί κυρίαρχη πολιτική στην οικονομική ελευθερία κάποιου. Προφανώς, η παρέμβαση στο εισόδημα του πολίτη θα ήταν επιβλαβής για την ελευθερία του, όπως ισχυρίζεται η φιλελεύθερη σκέψη. Η ελευθερία ως μη – παρέμβαση δεν λαμβάνει υπόψη την κυρίαρχη παρουσία μιας ξένης βούλησης, αλλά πάντα θεωρεί την παρέμβαση επιζήμια για την ελευθερία.

Σχετικά με τον κυρίαρχο χαρακτήρα της παρέμβασης, ορισμένες περαιτέρω λεπτομέρειες πρέπει να αναφερθούν για τη διασάφηση της έννοιας της αυθαίρετης παρέμβασης. Όπως ισχυρίζεται ο Pettit, «το ρεπουμπλικανικό μάθημα για την ανεξέλεγκτη παρέμβαση έχει διατυπωθεί συχνά στον ισχυρισμό, ότι εφόσον δεν είναι αυθαίρετη, η παρέμβαση δεν υποτάσσει κάποιον σε ξένη βούληση»[10]. Ποια είναι η σημασία της αυθαίρετης παρέμβασης; Όπως επισημαίνει ο Pettit, η αυθαίρετη παρέμβαση σχετίζεται με την ανεξέλεγκτη άσκηση αυτής σύμφωνα με τη βούληση εκείνου που παρεμβαίνει[11]. Επιπλέον, η ανεξέλεγκτη παρέμβαση έχει ακόμα μια σημαντική διάσταση. Εκείνος που παρεμβαίνει, αναπτύσσει μια πατερναλιστική συμπεριφορά, αφού είναι ικανός να παρέμβει σύμφωνα με τα συμφέροντα κάποιου, αλλά να αγνοεί τις δικές του επιθυμίες[12]. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει και μια ερμηνεία των συμφερόντων του εκ μέρους του κυρίαρχου. Και από τη στιγμή που υφίσταται τέτοια ερμηνεία, θα υπάρξει αναπόφευκτα μια πατερναλιστική παρέμβαση σύμφωνα με τη βούληση του κυρίαρχου[13]. Συνεπώς, υπάρχει καίρια διαφορά ανάμεσα στην ελεγχόμενη παρέμβαση και στην αυθαίρετη παρέμβαση αφού η πρώτη δεν είναι επιζήμια για την ελευθερία.

Μέχρι αυτό το σημείο, έχουμε περιγράψει τα βασικά χαρακτηριστικά των δύο αντιλήψεων της ελευθερίας, οι οποίες διατυπώνονται από δύο σημαντικούς φιλοσόφους. Αν και οι αντιλήψεις αυτές θεωρούνται ρεπουμπλικανικές, έχουν και σημαντικές διαφορές. Για να προχωρήσουμε  σε μια σύγκριση ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις, απαιτείται μια αναφορά στη σημασιολογική διαφορά των δύο εννοιών και στην παρουσίαση των προτάσεων για ένα μοντέλο δημοκρατίας, το οποίο προκύπτει εξαιτίας της αποδοχής διαφορετικής αντίληψης για την ελευθερίας.

Αρχικά, είναι σημαντικό να δείξουμε ότι αν και οι αντιλήψεις αυτές είναι ρεπουμπλικανικές, εγκαθιδρύουν διαφορετικές προϋποθέσεις ώστε να αποδοθεί η ελευθερία σε ένα πρόσωπο. Η διατύπωση της ελευθερίας ως μη – κυριαρχίας από τον Pettit, κατά τη γνώμη μου, λαμβάνοντας υπόψη τη διάκριση του Isaiah Berlin, είναι μια αυστηρή εκδοχή αρνητικής ελευθερίας. Αν και ο Pettit, απορρίπτει την ελευθερία ως μη – παρέμβαση, επιχειρηματολογεί υπέρ μιας αυστηρότερης εκδοχής αρνητικής ελευθερίας ισχυριζόμενος ότι η κυρίαρχη παρουσία ενός αφέντη είναι και αυτή μια μορφή αυθαίρετου εμποδίου. Στην προσέγγιση του Pettit δεν υπάρχει ενδιαφέρον για το αυτοεξούσιο ως αναγκαία παράμετρο της ελευθερίας κάποιου, παρά το γεγονός ότι η μη – κυριαρχία υπαινίσσεται ενδεχομένως την αυτοκυριαρχία. Σύμφωνα με τον ρεπουμπλικάνο στοχαστή, η ελευθερία ορίζεται μόνο αρνητικά και δεν συμπεριλαμβάνει την πρόθεση κάποιου να είναι κυρίαρχος του εαυτού του. Αντιθέτως, στην περίπτωση της Arendt, η ελευθερία προϋποθέτει τη μη – κυριαρχία ώστε ο πολίτης να ζήσει ως πολιτικό ον εντός της δημόσιας σφαίρας.

Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι υπάρχει και μία επιπρόσθετη διαφορά ανάμεσα στις δύο αντιλήψεις. Οι σύγχρονοι ρεπουμπλικάνοι, όπως ο Pettit, αντιμετωπίζουν την πολιτική συμμετοχή με εργαλειακούς όρους, διότι η προτεραιότητά τους είναι η προστασία της ατομικής ελευθερίας ως μη – κυριαρχίας. Αντιθέτως, για την Arendt, η πολιτική συμμετοχή έχει εγγενή αξία. Η πολιτική ελευθερία είναι πρωταρχικά πολύτιμη, αφού η πολιτική κατανοείται ως σκοπός και όχι ως μέσο. Όπως υποστηρίζει η ίδια, «αν θέλει κανείς να κατανοήσει την πολιτική μέσα από τις κατηγορίες των μέσω και των σκοπών, τότε η πολιτική με την ελληνική έννοια ήταν, όπως και για τον Αριστοτέλη, κυρίως σκοπός και όχι μέσον…Επομένως, η «πολιτική», με την ελληνική έννοια της λέξης, επικεντρώνεται στην  ελευθερία, ενώ η ελευθερία γίνεται αντιληπτή με αρνητικό τρόπο ως μη ανοχή η άσκηση εξουσίας και με θετικό ως ένας χώρος που δημιουργείται μόνο από ανθρώπους και στον οποίο καθένας ζει μεταξύ ίσων. Χωρίς ανθρώπους ίσους με εμένα δεν υπάρχει ελευθερία και γι’ αυτό όποιος εξουσιάζει άλλους…είναι στην πραγματικότητα πιο ευτυχισμένος και πιο αξιοζήλευτος από εκείνους που ο ίδιος εξουσιάζει, όμως δεν είναι ούτε στο ελάχιστο πιο ελεύθερος από αυτούς»[14].

Από το παραπάνω απόσπασμα μπορούν να συναχθούν ορισμένες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Πρώτον, η Arendt ισχυρίζεται ότι η πολιτική έχει εγγενή αξία και όχι εργαλειακή. Η σημασία της πολιτικής σχετίζεται με την ελευθερία, αφού ο κύριος λόγος για τον οποίο οι πολίτες εισέρχονται στη σφαίρα της πολιτικής είναι να ελευθερωθούν από οποιαδήποτε εξάρτηση. Δεύτερον, ο ορισμός της ελευθερίας συμπεριλαμβάνει τόσο την αρνητική όσο και τη θετική πτυχή αντίστοιχα. Η ελευθερία προϋποθέτει ότι ο πολίτης δεν μπορεί να εξαρτάται από άλλη βούληση κι επίσης πρέπει να είναι αυτόνομος στην πολιτική σφαίρα με τους συμπολίτες του. Μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι η πολιτική γίνεται αντιληπτή ως ελευθερία και δεν εξυπηρετεί εργαλειακούς σκοπούς.

Αυτή η σημαντική διαφορά που αφορά τη σημασία και την αξία της ελευθερίας έχει και αποφασιστικό αντίκτυπο στο μοντέλο δημοκρατίας, το οποίο προτείνει ο καθένας από τους δύο στοχαστές. Ο εκθειασμός της Arendt για την πολιτική μορφή διακυβέρνησης της αθηναϊκής πόλης καθιστά ξεκάθαρο ότι τάσσεται υπέρ της δημοκρατικής συνέλευσης και διαβούλευσης. Όπως επισημαίνει στο έργο της «Για την Επανάσταση» στο τελευταίο κεφάλαιο, αυτή η μορφή δημοκρατίας αναβιώθηκε για μια σύντομη περίοδο σε σημαντικές επαναστάσεις από το 1870 μέχρι το 1956. Το σύστημα συνελεύσεων ενέπνευσε μια ελπίδα για έναν ριζικό μετασχηματισμό του κράτους, αλλά υπέκυψε στην ανάγκη για μετάβαση σε μια μορφή κράτους, όπου η πολιτική εξουσία θα είναι συγκεντρωμένη[15]. Επιπλέον, η Arendt απορρίπτει την αντιπροσώπευση, διότι το σύστημα δεν παρέχει την ευκαιρία για συγκρότηση δημόσιας σφαίρας, όπου η απόλαυση της ελευθερίας είναι εφικτή. Συνεπώς, δεν εκτιμά τον πολιτικό πολιτισμό των νεώτερων χρόνων και υποστηρίζει ότι η αρχαία πόλη προωθεί μια πιο πολύτιμη μορφή πολιτικού βίου.

Ο Pettit, ο οποίος ορίζει την ελευθερία ως μη – κυριαρχία και είναι επηρεασμένος από τη ρεπουμπλικανική σκέψη της ρωμαϊκής res publica, της Αναγέννησης και των Άγγλων ρεπουμπλικάνων συγγραφέων του 17ου αιώνα, προτείνει ένα διαφορετικό μοντέλο το οποίο βασίζεται στην αντιπροσώπευση, αλλά το αναπτύσσει σε διάφορες πτυχές. Για να είσαι ελεύθερος κατά τον τρόπο τον οποίο υποστηρίζει ο ρεπουμπλικάνος θεωρητικός, απαιτείται ότι ο λαός πρέπει να ασκεί μια μορφή δημοκρατικού ελέγχου στην κυβέρνηση. Ο δημοκρατικός έλεγχος προϋποθέτει ότι τρεις συνθήκες πρέπει να πληρούνται[16]. Πρώτον, το σύστημα ελέγχου πρέπει να είναι εξατομικευμένο, καθώς ο καθένας πρέπει να απολαμβάνει μία ίση προσβάσιμη μορφή επιρροής, η οποία μπορεί να επιβάλλει λαϊκή κατεύθυνση σε μια κυβέρνηση. Δεύτερον, ο έλεγχος θα πρέπει να είναι μη συγκυριακός ώστε η κατευθυνόμενη επιρροή να υλοποιείται ανεξάρτητα από τη βούληση οποιουδήποτε κόμματος. Και τελικά, ο έλεγχος απαιτείται να είναι αποτελεσματικός με την έννοια ότι αν οι πολιτικές αποφάσεις στρέφονται εναντίον συγκεκριμένων πολιτών, τέτοιο λάθος δε θα είναι σημάδι υποταγής της βούλησης του λαού στην κυβέρνηση. Συνεπώς, εάν το πολιτικό σύστημα πληροί αυτές τις συνθήκες, μπορεί να θεωρηθεί δημοκρατικό.

Αν και το εκλογικό σύστημα είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό μιας ρεπουμπλικανικής πολιτείας, η άσκηση της δημοκρατικής επιρροής απαιτεί περαιτέρω συνδρομή. Το πιο σημαντικό μέσο επιρροής είναι η άσκηση της αμφισβήτησης. Ο Pettit υποστηρίζει ότι το να έχεις ίση πρόσβαση στην επιρροή και να διασφαλίζεις ότι αυτή η επιρροή δεν είναι συγκυριακή, απαιτεί οι πολίτες να επιτρέπονται να αμφισβητούν τις ποικίλες πολιτικές αποφάσεις είτε ατομικά είτε μέσω κοινωνικών κινημάτων[17]. Η αμφισβητησιμότητα καθιστά αναγκαία την διαφάνεια στην δημόσια λήψη αποφάσεων και την αμεροληψία για την επίλυση των αμφισβητήσεων. Όπως επισημαίνει ο φιλόσοφος, η αμφισβήτηση είναι κατάλληλος τρόπος υπέρβασης της πολιτικής απάθειας και θεωρείται μορφή πολιτικής αρετής, η οποία μπορεί να επιτευχθεί ωστόσο[18].

Ανεξαρτήτως του πόσο ισχυρό μπορεί να είναι  ένα σύστημα επιρροής, πρέπει να επιβάλει λαϊκή κατεύθυνση στην κυβέρνηση. Η απαιτούμενη κατεύθυνση στην κυβέρνηση μπορεί να διασφαλιστεί μέσω της εγκαθίδρυσης ενός μοντέλου διπλής πτυχής, το οποίο ακριβώς θα συμφιλιώνει κατά το δυνατόν το δημόσιο με το ατομικό συμφέρον. Σύμφωνα με τον Pettit, η εγκαθίδρυση αυτού του μοντέλου θα ενεργοποιήσει το λαό να ασκήσει μία εξατομικευμένη, μη συγκυριακή και αποτελεσματική επιρροή στην κυβέρνηση[19]. Όπως επισημαίνει ο ίδιος, «υπό το μοντέλο διπλής πτυχής ο καθένας θα έχει τις δικές του αντιλήψεις περί δικαιοσύνης διαφέροντας σε τουλάχιστον ορισμένες από τις πολιτικές τις οποίες νομίζουν ότι η δικαιοσύνη απαιτεί…Ενώ καμία πλευρά δεν μπορεί να προσδοκά πλήρη νίκη σε κοινωνία όπου ο πλουραλισμός κυριαρχεί..εκείνοι μπορούν ακόμα να προσδοκούν ότι οι πολιτικές και οι διαδικασίες που εγκαθιδρύονται, δεν πρόκειται να προσβάλουν ριζικά τις πιο κεντρικές αρχές τους»[20]. Συμπερασματικά, ο Pettit εγκρίνει ένα μοντέλο δημοκρατίας, το οποίο παρέχει την ευκαιρία στο λαό να ασκεί ισχυρό έλεγχο στην κυβέρνηση, ώστε να μην καταπιεστεί η ελευθερία.

Ανακεφαλαιώνοντας, η Hannah Arendt και ο Philip Pettit υποστηρίζουν δύο αντιλήψεις ρεπουμπλικανικής ελευθερίας, οι οποίες έχουν σημαντικές διαφορές. Η προσέγγιση της πρώτης είναι ρεπουμπλικανική διότι δίνει προτεραιότητα στην αξία της πολιτικής ζωής. Η ελευθερία εξισώνεται με το να είναι κάποιος συμμέτοχος σε ένα πολιτικό σύστημα αυτοκυβέρνησης και να ζει με τους άλλους ως ίσος στο περιβάλλον της δημόσιας σφαίρας. Ο Pettit αναβιώνει θεωρητικά τα θεμελιώδη γνωρίσματα της ρεπουμπλικανικής παράδοσης και οικοδομεί ένα μοντέλο δημοκρατίας για να διασφαλιστεί η ελευθερία ως απουσία αυθαίρετης βούλησης για τα άτομα. Ο ίδιος, κατά τη γνώμη μου, είναι πιο αφοσιωμένος στις κλασικές ιδέες της εν λόγω παράδοσης, αφού το δικό του μοντέλο οικοδομείται σύμφωνα με τις θεμελιώδεις ρεπουμπλικανικές αντιλήψεις που ανάγονται ήδη στην αρχαία Ρώμη.


[1] Άρεντ Χάνα, Η ανθρώπινη κατάσταση (μτφρ. Σ. Ροζάνης- Γ. Λυκιαρδόπουλος), Αθήνα: Γνώση, 2009, σ.49
[2] Άρεντ Χάνα, όπ.π.., σ.52
[3] Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι βασικές διατυπώσεις του John Locke στη Δεύτερη Πραγματεία Περί Κυβερνήσεως
[4] Arendt Hannah, Για την Επανάσταση (μτφρ. Αγγελική Στουπάκη), Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2006, σ. 40.
[5] Arendt Hannah, Between Past and Future, London: Penguin Books, 2006, σ. 144-145
[6] Pettit Philip, Republicanism: A theory of Freedom and Government, Oxford: Oxford University Press, 1997, σ.22
[7] Στο ίδιο, σ.52
[8] Pettit Philip, On the people’s terms: A republican theory and  model of democracy, Cambridge: Cambridge University Press, 2012, p. 60
[9] Στο ίδιο, σ.58
[10] Pettit Philip (2012), όπ.π..,σ.58
[11] Στο ίδιο
[12] Όπ.π
[13] Όπ.π.,σ.59
[14] Arendt Hannah, Υπόσχεση Πολιτικής (μτφρ. Κ.Χαλμούκου), Αθήνα: Κέδρος, 2009, σ.175-176
[15] Βλ. Arendt Hannah (2006), όπ.., κεφ. 5
[16] Pettit Philip (2012), όπ..,σ.166-179
[17] Pettit Philip (2012), όπ.., σ.215-218, 225-229
[18] Όπ.π., σ.228-229
[19] Όπ.π., σ.280
[20] Οπ.π., σ.279

από το «http://www.respublica.gr/»

 

Αφήστε ένα σχόλιο